Έβλεπα τα αντικείμενα πάνω στον πάγκο της κουζίνας.
Ένα τρίφτη πιπεριού, την ψωμιέρα, ένα πακέτο με κορν φλεικς, μια καφετιέρα, άσπρη ζάχαρη,
Μαύρη ζάχαρη,
Λίγο καφέ τριμμένο μέσα σε ένα δοχείο πλαστικό.
Καθόμουν εκεί και τα παρατηρούσα.
Προσπαθώντας να γράψω ή να σκεφτώ κάτι,
Ό,τι ερχόταν πρώτο.
Για ώρα δεν τα κατάφερνα. Τα αντικείμενα στεκόντουσαν εκεί περιμένοντας ίσως.
Να τα μεταχειριστώ ή να γράψω ή να σκεφτώ.
Ό,τι ερχοταν πρώτο.
Δεν ήμουν πολύ λυπημένος όμως, μα ούτε ευτυχισμένος πολύ.
Ο τρίφτης, η καφετιέρα, το πακέτο των κορν φλείκς δεν έδιναν σημασία σε αυτά.
Ζητούσαν απλά να είναι χρήσιμα, να τρίβουν, να ψήνουν, να τσουλάνε σε μπόλ.
Να μη ξεχαστούν σε κάποιο ντουλάπι.
Να μην πεταχτούν.
Να μην πεθάνουν ενώ ακόμα αντέχουν.
Νόμιζα έτσι πως και εγώ δεν απείχα και πολύ από αυτά.
Κάπως έτσι το σκεφτόμουν και εγώ.
Να μην πεθάνει κανείς, όντας ζωντανός.
Κάπως σαν κατάθλιψη ίσως αλλά αυτή είναι μια μοντέρνα έκφραση των καιρών μας,
Μια έκφραση που εκφράζει την παραίτηση.
Αλλά και ο τρίφτης και η καφετιέρα δεν μου μοιάζουν πως καταβάλουν μεγάλη προσπάθεια.
Στέκουν εκεί και περιμένουν.
Εγώ όμως πρέπει να είμαι περισσότερο ενεργητικός.
Ίσως όμως,
αν σκεφτόμουν σαν ένας τρίφτης πιπεριού,
απλά θα περίμενα κάποιον να με χρειαστεί.
Δε θα χολόσκαγα για το ενδιάμεσο.
Δε θα σκεφτόμουν πως η λύπη ξεπερνιέται αν σκεφτείς μια μεγαλύτερη λύπη,
ενώ η χαρά δεν χρειάζεται συγκρίσεις.
Και κάπως έτσι πήρα τον τρίφτη και τον έτριψα.
Το πιπέρι κατέβαινε στον πάγκο.
Μετά άρχισα να μυρίζω το τριμμένο πιπέρι.
Και με έπιασε ένα ευλογημένο φτέρνισμα.
Και μετά από ώρα πολύ με έπιασαν τα γέλια.
Φταρνιζόμουν ασταμάτητα και με ένα πραγματικά αστείο τρόπο που δεν γνώριζα πιο πρίν.
Έτσι και εγώ και ο τρίφτης βρήκαμε τη θέση που μας αρμόζει σε αυτό το σύμπαν.
Για λίγο έστω.
Για μια στιγμή που είναι όλη δική μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου