Ο Φίλιππος Γαλιάσος γεννήθηκε το 1972 στην Αθήνα και έχει αποφοιτήσει από το Ο.Π.Α. To βιβλίο «Δι

Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2016

Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΑΤΗΡΙΟΥ Ή ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ ΤΟΥ ΝΑ ΕΧΕΙΣ ΓΕΝΝΗΘΕΙ ΣΤΗ ΚΑΛΗ ΠΛΕΥΡΑ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ

Είσαι 40 και κάτι ψιλά. Μεγάλωσες ακούγοντας Rock και ανεξάρτητη σκηνή. Γεννήθηκες τότε που η χούντα πέθανε, και όταν έπαιζες έξω, μπορούσες να δεις κόσμο να περιφέρεται με τις σημαίες της αλλαγής. Όσο μεγάλωνες οι επιλογές σου αμβλύνονταν, μπήκε το χρώμα στην τηλεόραση και ξεπήδησαν πολλά κανάλια, μπορούσες πλέον να αγοράσεις αμερικάνικα τζινς δίχως να χρειαστεί να ταξιδέψεις. Ήταν η εποχή που οι νοικοκυρές ήταν ακόμα χαρούμενες στις διαφημίσεις. Γεννήθηκες τη σωστή στιγμή λοιπόν. Σαν όλα να είχαν προρρυθμιστεί υπέρ σου. Σαν ο αγώνας που έκαναν οι τσολιάδες και οι εξεγερθέντες του Πολυτεχνείου να έγινε για να μπορείς εσύ να έχεις όνειρα που θα πραγματοποιηθούν.
Και κάπου εκεί, στο ενδιάμεσο όσο εσύ μεγάλωνες, βγήκαν και άλλα ωραία πράγματα. Έπαιζες πάκμαν με τις ώρες, έζησες την γέννηση του διαδικτύου, είχες γονείς που ήθελαν να σπουδάσεις αντί να τρέχεις να τσαπίζεις στα χωράφια, είχες ελεύθερο χρόνο και μπορούσες να παίζεις και χρήματα για να βγαίνεις με τους φίλους σου. Και άλλα πολλά που όσο εσύ γέμιζες από αισιοδοξία, εκείνα έπαιρναν τις δικές τους πορείες και δεν συναντηθήκατε πουθενά τελικά. Γεννήθηκες ελεύθερος και έτοιμος να δημιουργήσεις το μέλλον σου δίχως φραγμούς.
Και τελικά, τώρα που είσαι 40 και κάτι ψιλά, θυμάσαι όλες εκείνες τις στιγμές τις νιότης και σου μοιάζει σαν όνειρο το παρελθόν. Για το μέλλον έχεις πάψει να σκέφτεσαι. Ίσως μεγάλωσες, ίσως βάρυνες, ίσως το πιο ονειρικό κομμάτι να μοιάζει μόνο το παρελθόν σου, ενώ το μέλλον απλά χάσκει αβέβαιο.
Διάλεξες λάθος; Κανείς δεν ξέρει. Κανένας δεν μπορεί να πει με σιγουριά. Ξέμαθες να ονειρεύεσαι, όπως οι παλιότεροι μπορούσαν; Ίσως. Κανείς δεν ξέρει. Κανένας δεν μπορεί να πει με σιγουριά. Αποφάσισες να λουφάρεις περισσότερο από αυτό που σου αναλογούσε; Διάλεξες να γίνεις golden boy/girl; Επέλεξες να ζήσεις αντί να παλέψεις γι'αυτό; Κανένας δεν ξέρει με σιγουριά.
Το βλέπω διαφορετικά κάπως. Σα να ξυπνάς έχοντας μόλις δει ένα όνειρο ή έναν εφιάλτη.
Όταν έχεις δει όνειρο, μετά σε καταθλίβει η πραγματικότητα. Όταν έχεις δει τον εφιάλτη το πρώτο που ψάχνεις είναι να κρατηθείς από κάτι που σου λέει πως αυτό δεν είναι αλήθεια, και όταν κοιτάζεις ιδρωμένος το ταβάνι του δωματίου σου καταλαβαίνεις το που βρίσκεσαι και πως ό,τι έχεις δει είναι ψέμα. Κάπου εκεί εισβάλει η πραγματικότητα ως βάλσαμο στις λυσσαλέες σκηνές του εφιάλτη που είδες. Όταν ξεπηδάς από τις φλόγες παίρνεις τις καλύτερες σου ανάσες.
Γεννήθηκες την εποχή εκείνη που μπορούσες να ονειρευτείς το καλύτερο μέλλον. Γεννήθηκες σε μια εποχή και σε μια περιοχή που δεν υπήρχαν πόλεμοι και ο προοδευτισμός δρασκέλιζε την ιστορία για να μπορέσει να ξεπεράσει τον αέναο της κύκλο. Και συ; Τι έκανες εσύ; Δεν αμύνθηκες απέναντι σε κανένα εχθρό. Το μόνο που είχες να πράξεις ήταν να δημιουργήσεις το όνειρο σου. Και κάπου χάθηκες στην πορεία, κάπου άραξες ή κάπου άραξαν άλλοι. Οι μεγάλοι εχθροί συσπειρώνουν τους αμυνόμενους ενώ όταν οι αμυνόμενοι βρεθούν σε καιρό ειρήνης αισθάνονται κάπως άβολα να συνεργαστούν.
Δεν ξέρω τι έφταιξε και πήγαν στράφι τόσες καλές συγκυρίες. Αν ήμουν οπαδός θα τα έριχνα στον διαιτητή αλλά τώρα παίζαμε δίχως αυτόν. Ελεύθεροι και ωραίοι. Εμείς με τα όνειρα τα οποία ποτέ δε καταφέραμε ούτε καν να ονειρευτούμε.
Είναι κάτι τέτοιες στιγμές που αισθάνομαι πως η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται ως κύκλος αλλά φορτίζεται και αποφορτίζεται ως ελατήριο. Απλά για να μας ξεκουνά, να μας πάει παραπέρα γιατί μόνοι δεν μπορούμε. Και όσοι έχουν γεννηθεί σε περιόδους που το ελατήριο της ιστορίας μαζεύει τις σπείρες του μπορούν να χαμογελάσουν με την εκτίναξη του, ενώ από την άλλη όσοι γεννήθηκαν πάνω σε αυτή, αισθάνονται να μετεωρίζονται δίχως κανένα όραμα μπροστά.
Περιμένοντας απλά το ελατήριο να ξαναμαζευτεί στην αρχική θέση της εκτίναξης του.

Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2016

ΤΟ ΕΞΥΠΝΟ ΚΑΡΟΤΟ

Μπήκε στο σπίτι και ξεντύθηκε. Έκανε ένα γρήγορο ντους και πήγε στην κουζίνα να ετοιμάσει κάτι να φάει. Έβαλε το τελευταίο LP του Cohen να παίζει και έβαλε ένα ποτήρι κονιάκ το οποίο κατέβασε πιο γρήγορα από ότι η βαρύτητα θα μπορούσε να καταφέρει μόνη της. Μετά έκοψε καρότα, κρεμμύδια, σκόρδα, πατάτες. Δεν ήξερε τι θα έφτιαχνε, δεν είχε συγκεκριμένη συνταγή κατά νου, αλλά κάτι θα σκαρφιζόταν. Μετά έκοψε στα τέσσερα μια πράσινη πιπεριά, δύο κόκκινες και μια πορτοκαλί η οποία έστεκε μισομαραζομένη στο βάθος του ψυγείου του. Κοίταξε τον φούρνο, βρισκόταν δύο μέτρα μακριά του. Του ανοιγόκλεισε την πόρτα τέσσερις φορες ενώ σε κάθε άνοιγμα του το ταψί έβγαινε και έμπαινε μέσα. Του έβγαζε γλώσσα ο άτιμος. Μετά άνοιξε το καπάκι από τον ντενεκέ με τα σπυριά του καφέ. Τα έβλεπε να σηκώνονται και να βγαίνουν το ένα μετά το άλλο μέσα από εκεί και να πετάνε το ένα πίσω από το άλλο. Πήγαιναν στο σαλόνι, στο διάδρομο, πετούσαν και στροβιλίζονταν πάνω από το κεφάλι του σα σμήνος από μέλισσες.
Κάθισε στην καρέκλα που βρισκόταν στο τραπεζάκι της κουζίνας και σέρβιρε άλλο ένα κονιάκ τον εαυτό του. Αυτή τη φορά το καπάκι ξεβιδώθηκε μόνο του και δύο γουλιές γλίστρησαν από το μπουκάλι κατευθείαν στο στόμα του.
Παρατηρούσε τα τεμαχισμένα καρότα να επανασυνδέονται, τα κρεμμύδια να τυλίγουν τους φλοιούς τους, τον ένα μέσα στον άλλο. Τα κομματάκια από τις πράσινες πιπεριές να ενώνονται με κομμάτια από τα άλλα δύο χρώματα.
Έξω είχε πάρει να βρέχει, το τζάμι του δάκρυζε και σε κάθε σταγόνα που έπεφτε πάνω του σχηματίζονταν και ένα ζευγάρι μάτια. Που τον κοιτούσαν. Ένα συρτάρι άνοιξε, το τηγάνι βγήκε έξω και το καπάκι από το μπουκάλι του λαδιού τινάχτηκε σα πώμα σαμπάνιας. Ένα μικρό κύμα από ελαιόλαδο κολύμπησε λίγο πάνω από την επιφάνεια του πάγκου της κουζίνας και έπεσε μέσα στο τηγάνι. Το ένα μάτι της κουζίνας άνοιξε και κοίταξε τα δακρυσμένα μάτια στο τζάμι του παραθύρου. Όταν το λάδι άρχισε να σφυρίζει σαν οχιά τότε τα καρότα σηκώθηκαν στον αέρα, ολόκληρα έτσι όπως είχαν ενωθεί πριν, και έπεσαν από απόσταση μέσα στο τηγάνι, σπάζοντας ξανά στα μικρά εκείνα κομμάτια που τα είχε κόψει. Τα ακολούθησαν τα κρεμμύδια και οι πιπεριές. Η μουσική έπαιζε στο βάθος. Η μπάσα φωνή, τύλιγε τους κόκκους του καφέ που ταξίδευαν ξανά προς την κουζίνα, μπαίνοντας μέσα στον μικρό μύλο. Η μουσική χάθηκε γιατί ο μύλος που έκανε τόσο σαματά δεν άφηνε άλλο ήχο να ακουστεί. Ακόμα και το έτος 3.000 μ.χ δεν ήταν εύκολο να αλέσεις τον καφέ σου σιγανά. Μπορεί όλα τα πράγματα να είχαν γίνει περισσότερο έξυπνα, ακόμα και εκείνα τα πανηλίθια καρότα, αλλά ό,τι αφορούσε τις μηχανές άλεσης του καφέ τα πράγματα δεν είχαν βελτιωθεί και πολύ.
Πίνοντας λίγο ακόμα κονιάκ, παρακολουθούσε μπροστά του να μαγειρεύεται το γεύμα του ολομόναχο. Τα πάντα πλέον είχαν από ένα τσιπάκι πάνω τους το οποίο εμπεριείχε όλο τον προγραμματισμό, το τι έπρεπε το κάθε τι να επιτελέσει. Ακόμα και τα κρεμμύδια είχαν από ένα τέτοιο. Με το που τα άρπαζες εκείνα ήξεραν τι να κάνουν. Ξεκινούσαν να γδύνονται και να τεμαχίζονται ολομόναχα, να πέφτουν μέσα σε έξυπνα τηγάνια με ένα οξυδερκές ελαιόλαδο χαμηλό σε οξέα.
Όταν το πιάτο με το αχνιστό φαγητό προσγειώθηκε σαν ιπτάμενος δίσκος μιας άλλοτε ρομαντικής εποχής μπροστά του, εκείνος δεν είχε όρεξη να φάει. Δεν είχε πλάκα πλέον. Δε μπορούσε να κάνει τίποτα πλέον. Δεν του άρεσε που όλα τα πράγματα γύρω του ήταν εξυπνότερα από εκείνον, γνωρίζοντας με κάθε ακρίβεια ποιός ήταν ο σκοπός της δικής τους ζωής.
Ακούμπησε ανόρεχτα το πιρούνι μέσα στο πιάτο και το παράτησε εκεί ως σύμβολο διαγραφής της όρεξης του. Μετά από ακριβώς δώδεκα λεπτά ένα φλιτζάνι φρεσκοκομμένου και φρεσκοπαρασκευασμένου εσπρέσσο βόλεψε τη λαβή του ανάμεσα από τα δάκτυλα του.
Και ο Leonard ακόμα έπαιζε, η βροχή είχε σταματήσει και εκείνα τα μάτια πάνω στο τζάμι τον κοίταζαν ακόμα. Δεν ήθελε να τα κοιτάξει. Ήξερε πως με ένα του μόνο βλέμμα θα άνοιγαν στην ανάκληση, ενώ με ένα πιο έντονο βλέμμα θα άνοιγαν διάπλατα.

Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2016

ΝΕΑΡΕ, ΕΝΑ ΤΣΙΓΑΡΟ

Το παντελόνι συνεχώς μου έπεφτε, προχωρούσα στην Υμηττού στην Καισαριανή, κάπνιζα, κουβαλούσα ένα φορητό υπολογιστή σε τσάντα ώμου και μιλούσα στο κινητό.  Ήταν σίγουρο πως ο μέσος άνθρωπος δεν μπορεί να καταφέρει κάτι ανάλογο με την πρώτη προσπάθεια αλλά προσωπικά τα τελευταία χρόνια είχα υιοθετήσει ένα τέτοιο στυλ που πλέον μπορούσα να καυχηθώ πως έπαιζα στα δάκτυλα του ενός χεριού (αν και ελεύθερο χέρι δεν υπάρχει).

Ήταν από εκείνες τις μέρες που ξεχνούσα να σκεφτώ τα σημαντικά και αναλογιζόμουν όλες εκείνες τις λεπτομέρειες, τις εκκρεμότητες, τις προθεσμίες, τις αναπάντητες κλήσεις. 

«Καλημέρα, λέγομαι Τάδεδείνας και με είχατε πάρει τηλέφωνο…» έλεγα κρατώντας το κινητό με τον ώμο μου ενώ τα χέρια μου προσπαθούσαν να κρατήσουν το παντελόνι που είχε κατρακυλήσει με αποτέλεσμα τα μπατζάκια να έχουν χωθεί κάτω από τις σόλες των παπουτσιών μου.

«Παρακαλώ περιμένετε λίγο.  Σας συνδέω αμέσως» μου είπε η κυρία στην άλλη άκρη της γραμμής και εγώ βρήκα την ευκαιρία να βγάλω το πακέτο με τα τσιγάρα από την τσέπη του μπουφάν μου, να ξετρυπώσω ένα, και να το ανάψω λίγο πρίν κατηφορίσει η τσάντα από τον ώμο μου στον αγκώνα.  Γαμημένος πολιτισμός!  Έπρεπε να κουβαλάμε τόσα πράγματα.  Ξεφύσηξα και περίμενα.  Η άλλη άκρη της γραμμής ήταν τεθλασμένη και έψαχνε τρόπο να ισιώσει.  Τράβηξα άλλη μια τζούρα και περίμενα έχοντας πλέον τοποθετήσει το παντελόνι και την τσάντα με τον φορητό υπολογιστή στη σωστή του θέση.  Έχωσα το ένα μου χέρι στην τσέπη του μπουφάν και με το άλλο έπιασα το κινητό. 

Κάποιος φάνηκε στην άλλη άκρη.

«Καλησπέρα κύριε Τάδεδείνα, σας ενημερώνω πως η κλήση καταγράφεται και διατηρείται στο αρχείο της εταιρίας για ένα χρόνο. Για λόγους διατήρησης του τραπεζικού απορρήτου θα μπορούσατε να μου πείτε τα τρία πρώτα ψηφία του ΑΦΜ;»

Άφησα πέντε δευτερόλεπτα να περάσουν και μετά έχωσα το κινητό, χωρίς να το κλείσω, στην άλλη τσέπη του μπουφάν.  Έπρεπε να έχω ένα χέρι ελεύθερο για να μπορώ να καπνίζω βρε διάολε!  Η τσέπη μου φώναζε: «Παρακαλώ, παρακαλώ, με ακούτε;».  Μάλλον είχα πατήσει κατά λάθος την ανοικτή ακρόαση. Όπως και να είχε πάντως ήταν ευχάριστο να σου μιλάει η τσέπη σου, έτσι όπως περπατάς πηγαίνοντας προς την δουλειά.  Οι τσέπες είναι συνήθως βαρετές, εκτός των στιγμών που αποφασίζουν να μιλήσουν.  Οι τσέπες δεν είναι δημιουργικές παρά μόνο κουβαλάνε αν και αυτό μόνο στις καλύτερες των περιπτώσεων.  Στον δρόμο δεν κυκλοφορούσε κόσμος, κανένα παιδί που ξέμεινε πίσω μόνο από το σχόλασμα και από εκεί και πέρα τίποτα. Έτσι δεν είχα κίνδυνο να γίνω ρεζίλι.

Τη στιγμή που πέταξα την γόπα από το τσιγάρο μου άκουσα μια φωνή δίπλα μου.
«Νεαρέ ένα τσιγάρο».

Η φωνή δεν ήταν ακριβώς φωνή.  Εννοώ δεν είχε την συνηθισμένη δόση μπάσων και πρίμων από τα οποία οι ανθρώπινες φωνές είναι φτιαγμένες. Η φωνή ήταν τραχιά. Σαν να κυλούσαν τα γράμματα πάνω σε κατσάβραχα και το κάθε ένα από αυτά να μαζί με τον εαυτό του να έβγαζε και μια μικρό κλάμα πόνου από το κοπάνημα πάνω στα κατσάβραχα.  Να μη σας τα πολυλογώ η φωνή αυτή ερχόταν από μια γριά γυναίκα.  Αρκετά γυναίκα για να μπορείς να πεις με σιγουριά πως ήταν γριά, αλλά αρκετά παραπάνω γριά από το να μπορείς να την τοποθετήσεις στο μεδούλι του μέσου όρου των ηλικιωμένων.  Αυτή η γυναίκα ακουγόταν σα να είχε φτάσει ήδη στο τέρμα αλλά το εισιτήριο της έγραφε: «ΑΠΕΡΙΟΡΙΣΤΩΝ ΔΙΑΔΡΟΜΩΝ».    Είχε ξεχάσει απλά να πεθάνει.  Τώρα πλέον πιστεύω πως πρέπει να είχε ιδιαίτερους λόγους για αυτό, αν και ακόμα παραμένουν άγνωστοι στο ευρύ κοινό. 

Γύρισα για να κοιτάξω στο πλάι και προς τα πίσω αλλά δεν είδα κανέναν.  Η φωνή ακούστηκε ξανά το ίδιο κουτρουβαλιστή πάνω στα βράχια. Αυτή τη φορά μπορούσα να καταλάβω πως ερχόταν από ένα μπαλκόνι. Τόσο μικροσκοπικό που χωρούσε μόνο τη γριά.

«Νεαρέ, ένα τσιγάρο. Ένα τσιγάροοοοο. Ένα τσιγάρο. Νεαρέεεε. ΜΗ ΦΕΥΓΕΙΣ. Ένα τσιγάρο. Ένα τσιγάρο. Ένα τσιγάρο. Ένα τσιγάρο. Ένα τσιγάρο. Ένα τσιγάρο. Ένα τσιγάρο….» και συνέχιζε κάπως έτσι. Απομακρυνόμουν. Ολοένα έφευγα. Ξεμάκραινα. Την έκανα. Γλιστρούσα μακριά. Η άλλη γραμμή του κινητού είχε πάψει να ακούγεται μέσα στην τσέπη και η τσέπη μου ήταν πλέον σιωπηλή. Σήκωσα το παντελόνι μου, έπεσε η τσάντα με τον φορητό υπολογιστή από τον ώμο στον αγκώνα και την σήκωσα.  Κάπως έτσι πέρασε η ώρα, χάθηκε η φωνή, φάνηκε η γωνία. Έστριψα.

Έχουν περάσει πέντε μήνες από τότε. Προτιμώ πάντα αυτό το δρόμο για να πάω στη δουλειά μου, ακόμα και αν έχω παρκάρει κάπου τελείως αντίθετα. Έχουν πεθάνει τρεις άνθρωποι, τον ένα τον γνώριζα, οι δύο ήταν μεγάλης ηλικίας. Μέσα σε αυτούς τους πέντε μήνες έμαθα πως δεν είναι έγκλημα να δώσεις ένα τσιγάρο σε μια γριά που έχει ξεχάσει να πεθάνει. Έγκλημα είναι να μη το δώσεις και εγώ τότε δεν το είχα δώσει και κάπως έτσι προτιμώ να περπατάω σε αυτόν εδώ το δρόμο, έχοντας πάντα στην τσέπη μου ένα πακέτο με τσιγάρα. Σήμερα έκατσα απέναντι από το μπαλκόνι της για μισή περίπου ώρα. Την περίμενα. Άναβα το ένα τσιγάρο μετά το άλλο, μήπως και ο καμένος καπνός την κάνει να φανεί σαν μια άλλη Ιουλιέτα στο μπαλκόνι. Τζίφος. Και μάλιστα τόσο τζίφος που τώρα πλέον σκέφτομαι πως εκείνη η γριά πρέπει να πέθανε ακριβώς μετά τις φωνές πίσω από την πλάτη μου.  Πρέπει να είχε καταλάβει πως πεθαίνει και το μόνο που ήθελε ήταν να καπνίσει ένα τσιγάρο. Μαλακίες. Είμαι αισθηματίας, βλέπω οπτασίες, ίσως τα χάνω λιγουλάκι αλλά με ένα σταθερό ρυθμό. Προσπαθούσα απλά να τη σώσω. Ξανά μαλακίες. Προσπαθούσα να γλιτώσω άλλη μια τράκα και ας πήγαιναν τόσα χρόνια που είχα ξεμπερδέψει με τον στρατό όπου ένα γεμάτο πακέτο μετατρεπόταν σε άδειο σε χρόνο κομμένο ροδέλες του χιλιοστού του δευτερολέπτου.
Φεύγοντας από το μπαλκόνι της χτύπησε το κινητό μου. Το σήκωσα.
«Καλησπέρα σας. Ο κύριος Τάδεδείνα;»


Και ξανά από την αρχή. 

Η ιστορία επαναλαμβανόταν χωρίς απαραίτητα να μας δίνει τις ίδιες ευκαιρίες για να επανορθώσουμε.

Σάββατο 2 Ιανουαρίου 2016

ΦΩΝΗ ΑΠΟ ΦΩΝΗΕΝΤΑ

Το κατάλληλο γράμμα για να ξεκινήσει κανείς μια ιστορία είναι το γράμμα Ο. Ειδικά το κεφαλαίο. Ένας μεγάλος, στρογγυλός, τροφαντός κύκλος. Μια ενωμένη στριφογυριστή ευθεία. Ένα κενό κέντρο ή ένα περίγραμμα με ουσία. Το Ο είναι μια πορεία που δεν ξέρει κανείς από πού ξεκίνησε και πως τελείωσε. Ένας κύκλος δίχως ενώσεις, κολλήσεις και μερεμέτια. Ένας τέλειος κύκλος είναι ένα όμορφο γεωμετρικό σχήμα και στολίδι κατάλληλο για να ντύσει κάθε λέξη. Ίσως αυτή η τελειότητα του κύκλου να είναι ο λόγος εκείνος που έκανε τόσες πολλές γλώσσες του κόσμου να υιοθετήσουν το γράμμα Ο στο αλφάβητο τους. Παρότι δεν σκαμπάζω και πολλά από παγκόσμια γλωσσολογία έχω μια καταραμένη διαίσθηση πως τη στιγμή που οι χτιστάδες του πύργου της Βαβέλ περίμεναν τις πρώτες τους προμήθειες κυβόλιθων για να ξεκινήσουν το μεροκάματο τους, ακριβώς την ίδια στιγμή, το γράμμα Ο έριξε ένα πήδο και έφυγε μακριά, τόσο μακριά ώστε να μη χάσει την υπόσταση του. Να μη μπερδευτεί με συνομοταξίες, αντιθέσεις και πολέμους. Το γράμμα Ο έφυγε τόσο μακριά από εκείνο το γιαπί που έμεινε για πάντα λατρεμένο και το πιθανότερο είναι πως η γλώσσα το έχει ως το αγαπημένο της παιδί. Ίσως γιατί ήθελε να ανήκει παντού, ίσως γιατί δεν είχε την ανάγκη να ανήκει κάπου μόνο.
Η ιστορία λοιπόν ξεκινά με έναν τέτοιο τέλειο κύκλο. Με ένα γράμμα που βγήκε αρχικά ως επιφώνημα και μετά γκέλαρε τα ψαχνά του ξεκινώντας να στριφογυρνά. Ο Ιάσονας εκείνο το μεσημέρι ξεκίνησε την πορεία του με εκείνο το Ο, το κεφαλαίο, το μόνο γράμμα που δε ζητά βοήθεια ακόμα και όταν φωνάζει τον ίδιο του τον εαυτό με όλη του τη δύναμη. Τα φωνήεντα πάντοτε ήταν καλά με τον φόβο. Δεν υπήρχε κανείς σε όλη τη Γη που σε στιγμή φόβου η πανικού να πρόφερε κάποιο σύμφωνο. Όταν ξυπνούσε τα βράδια από κάποιον εφιάλτη ο Ιάσωνας και τόσοι Ιάσονες φώναζαν α ή ο. Εξαρτιόταν από τα γούστα και πάντοτε τα φωνήεντα ήταν η μόνη λύση για να ξορκίσουν το κακό, να φοβίσουν το δαιμόνιο με την ένταση τους.
Αυτά από ηχητικής άποψης μόνο. Αν φέρει κανείς ως εικόνα μπροστά του όλα τα γράμματα της ελληνικής αλφαβήτου θα βρει και ένα νέο λόγο για να συμπαθήσει παραπάνω το γράμμα ο. Το μικρό αυτή τη φορά. Σας παραθέτω λοιπόν τα γράμματα εκείνα που είναι κλειστά, σφραγισμένα, σα να κρύβουν και εκείνα με τον δικό τους τρόπο κάποιο τρομερό μυστικό όπως το ο. Γράμματα όπως το α, το β, το δ και το φ είναι μερικά καλά παραδείγματα. Όλα αυτά τα γράμματα είναι συμπαγή. Λειτουργούν ως οχυρό που δεν αφήνει τον εχθρό να μπει μέσα τους, να τα κατακτήσει. Όλα αυτά τα γράμματα θέλουν τόσο να μοιάσουν στο ο, χωρίς όμως να το καταφέρνουν σε απόλυτο βαθμό. Δε το καταφέρνουν γιατί όλα τους βγάζουν μια μικρή γραμμούλα σε κάποιο τους σημείο που εγώ όπως το βλέπω είναι σα να απλώνουν χέρι για να ζητήσουν βοήθεια, ή στην καλύτερη των περιπτώσεων, σα να κάνουν οτοστόπ στην εθνική οδό με έναν τεντωμένο αντίχειρα, φορώντας μίνι αποκαλυπτική φουστίτσα.
Τα γράμματα είναι όπως οι άνθρωποι. Όλοι τους βγαίνουν σε δύο εκδόσεις. Σε μικρή και μεγάλη. Στις καλές τους στιγμές και στις κακές τους. Σε στιγμές ανθρώπινες και σε στιγμές μεγαλείων και υπερβάσεων. Τα γράμματα γίνονται κεφαλαία όταν στριμώχνονται μπροστά από τελείες, θέλοντας έτσι να ξεκινήσουν τη δική τους πρόταση. Τα γράμματα στην καθημερινότητα τους μένουν μικρά. Η καθημερινότητα είναι το μεγάλο ποσοστό του χρόνου που χρειάζεται για να περιγράψουν τον εαυτό τους και να πουν την δική τους εκδοχή περί αυτού. Κεφαλαία τα γράμματα γίνονται μόνο σε εξαιρετικές στιγμές και αν μου επιτρέπετε την γενίκευση: και ο άνθρωπος γίνεται μεγαλύτερος σε μερικές μόνο εξαιρετικές στιγμές της πορείας του. Ως εδώ λοιπόν όλα καλά. Αν το προχωρήσουμε όμως παραπέρα το γράμμα Ο είναι εκείνο που μένει ακριβώς το ίδιο, πεζό ή κεφαλαίο. Αν ρωτήσω τώρα εσάς πόσους ανθρώπους γνωρίσατε ή γνωρίζετε στη δική σας ζωή που να μένουν ακριβώς οι ίδιοι τόσο στις πεζές τους στιγμές όσο και σε εκείνες που το μεγαλείο τους αφρίζει ξεχειλώνοντας τα όρια της φαντασίας ενός μεγαλείου, τότε τι θα μπορούσατε να μου απαντήσετε;
Αν κάποιος μου πει πως το γράμμα Θ μένει το ίδιο. Πεζό ή κεφαλαίο. Τότε αυτό που μου απομένει να κάνω είναι να ξεταπώσω μια παγωμένη μπύρα και να κοιτάξω στα μάτια εκείνη τη γάτα που πλαγιάζει στο χαλάκι της βεράντας μου δίχως να την έχω προσκαλέσει και δίχως ποτέ να έχουμε αναπτύξει μιας τέτοιας μορφής οικειότητα που να της επιτρέπει να αφήνει τόνους από το λευκό της τρίχωμα πάνω στο όμορφα μαύρο μου πατάκι. Το γράμμα Θ λοιπόν είναι ένα σκέτο ψέμα. Συμφωνώ πως μένει το ίδιο, ή σχεδόν το ίδιο, στις μεγάλες του και τις μικρές του στιγμές αλλά παρόλα αυτά το Θ έχει εκείνη την παύλα στη μέση του που εμένα μου μοιάζει σα διπολική διαταραχή. Σα Τζέκιλ και Χαίντ, Σα Γιν και Γιάνκ τσακωμένα για τα καλά.  Το γράμμα Θ κρύβει το ένα κομμάτι του εαυτό του από το άλλο. Το Θ φοβάται τις αλλαγές και για αυτό και όταν σηκώνεται από την καρέκλα μένει τόσο ίδιο. Δε είναι η μετριοφροσύνη του αλλά η διχασμένη του προσωπικότητα που το κάνει να φέρεται έτσι. Νομίζω πως αν επρόκειτο κάποιος να μου τσουρουφλίσει τις πατούσες με ένα τσιγάρο, ενώ κρατάει πένσα για να μου βγάλει ταυτόχρονα τα νύχια, και να μου λέει, διαβεβαιώνοντας με πως τίποτε από αυτά δε θα συμβεί αν απλά και μόνο ουρλιάξω ΘθθθθθθθθΘΘ, τότε στα σίγουρα εγώ θα φώναζα ΟοοοοοΟ.

Με το Ο ένοιωθα πάντοτε περισσότερο άνετα.  Το ίδιο με τα φωνήεντα που πάντοτε βγάζουν με τη μια όλη την ένταση από μέσα τους.