Ο Φίλιππος Γαλιάσος γεννήθηκε το 1972 στην Αθήνα και έχει αποφοιτήσει από το Ο.Π.Α. To βιβλίο «Δι

Παρασκευή 23 Μαΐου 2014

10:15 SATURDAY NIGHT (Cure)


Δεν υπήρχε κάτι το μαγικό σε εκείνο το βράδυ. Πέρα από το γεγονός ότι ήταν Σάββατο βράδυ και την Κυριακή συνήθιζε να ξυπνάει  αργά.  Δεν υπήρχε κάτι το μαγικό παρά μόνο ότι αυτό το βράδυ το ονειρευόταν όλη τη μίζερη εβδομάδα που είχε περάσει ξεροσταλιάζοντας μέσα στο γραφείο με την σαν από πλαστικό φτιαγμένη γραβάτα του. Δε μπορούσε να σταθεί πουθενά. Ούτε εκείνος, ούτε η γραβάτα του που όσο και να τη σιδέρωνε εκείνη έφτιαχνε κάτι κυματισμούς γεμάτους με αυθάδεια απέναντι στο κατεστημένο της γραφειοκρατίας.
Ξεκλείδωσε την πόρτα του, δύο φορές την πάνω κλειδαριά και μια την κάτω γιατί η δεύτερη στροφή είχε χαλάσει. Μπήκε μέσα κρατώντας ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί. Ούτε φθηνό, ούτε ακριβό αλλά σε προσφορά. Καλό του φαινόταν και το ταμπελάκι που φορούσε στην μποτίλια ήταν χάρμα οφθαλμών. Έδειχνε ένα τσαμπί σταφύλι με τη μια του ρόγα να έχει τρυπώσει μέσα στο μισάνοιχτο στόμα μιας σχεδόν ντυμένης γυναίκας. Της έμοιαζε πολύ. Και θα τη συναντούσε σήμερα κιόλας. Εκείνη στο μπουκάλι ήταν ζωγραφιστή ενώ η άλλη που θα έβλεπε θα ήταν φτιαγμένη με σάρκα, οστά και ένα σκασμό από ερωτογόνες ζώνες που μέσα τους θα εγκλωβιζόταν. Ή τουλάχιστον θα το προσπαθούσε. Πέρασε μέσα από το σαλόνι, αφήνοντας το κρασί πάνω στο τραπέζι. Πέρασε μέσα από το δωμάτιο, αφήνοντας το παντελόνι του στο πάτωμα, το μπλουζάκι του στα άπλυτα και το σώβρακο πάνω στη λάμπα του κομοδίνου του βγάζοντας το με μια εκπληκτική κίνηση καράτε. Άνοιξε την πόρτα της τουαλέτας και χώθηκε μέσα στην ντουζιέρα. Άφησε το νερό να ζεστάνει και μόλις οι πρώτες καυτές τούφες υδρατμού εμφανίστηκαν, έριξε το νερό πάνω του. Κοιτάχτηκε στον καθρέπτη, ρούφηξε την κοιλιά του και πήρε να σαπουνίζεται. Σήμερα θα έκανε και σκράμπ με εκείνο το σαπουνάκι που του είχε χαρίσει η πρώην του και ποτέ δεν είχε χρησιμοποιήσει. Ένοιωσε το νερό να ξεπλένει από πάνω του όλα εκείνα που τον ενοχλούσαν. Όλα αυτά που είχε κάνει και κυρίως εκείνα που δεν είχε κάνει στη ζωή του.
Την σκέφτηκε σαπουνίζοντας το πέος του. Έτριβε και η σαπουνάδα θέριευε γύρω από την παραμελιμένη τριχοφυία της περιοχής. Σήμερα θα έβαζε κάθε πράμα στη θέση του. Θα ξυρίζονταν, θα κούρευε λίγο εκεί κάτω, λίγο τις μασχάλες του. Θα έκοβε δύο με τρία νύχια που είχαν ξεφύγει από το στόχαστρο των δοντιών του. Θα γινόταν σωστή μηχανή του σέξ. Σήμερα. Για εκείνη. Τύλιξε σφιχτά την πετσέτα γύρω από τη μέση του και περπάτησε με μικρά, μικρά βηματάκια γκέισας προς την ντουλάπα του. Έβγαλε ένα λευκό πουκάμισο έξω και το φόρεσε. Για τα υπόλοιπα δεν είχε αποφασίσει ακόμα. Τα εσώρουχα ήταν όλα για πλύσιμο και εκείνο πάνω στο λαμπατέρ ήταν στην καλύτερη κατάσταση. Δε θα φορούσε τίποτα για εσώρουχο. Πήρε την απόφαση του, τραβώντας ένα υφασμάτινο παντελόνι από την κρεμάστρα. Η πετσέτα κύλισε στο πάτωμα και εκείνος σήκωσε το ένα του πόδι για να φορέσει το παντελόνι. Πήρε να γλιστράει και κρατήθηκε τελευταία στιγμή από το πόμολο της πόρτας. Κατευθύνθηκε προς το σαλόνι, ρίχνοντας δύο με τρεις ποιητικές βρισιές και έβαλε ένα Jack στο ποτήρι. Το κατέβασε με τη μία. Το κρασί του φάνηκε ξαφνικά πολύ λίγο για αυτό το Σαββατιάτικο βράδυ. Ξάπλωσε στον καναπέ και πήρε τον υπολογιστή στα χέρια του αφού πρώτα γέμισε μια δόση ακόμα στο ποτήρι του.
Σκέφτηκε για λίγο τον έρωτα. Εκείνον που πουλούσαν και τον άλλο που έπρεπε να ανακαλύψεις. Σκέφτηκε πως τίποτε δεν πήγαινε καλά με τον ίδιο και τη ζωή του τα τελευταία χρόνια. Σκέφτηκε το πόσο του έλειπε εκείνη και όλες εκείνες οι μικρές εκπλήξεις που του έκανε κάθε τρεις και λίγο. Σκέφτηκε πόσο πολύ του στοίχισε που τον άφησε, πόσο πολύ μόνος ένοιωθε από τότε. Σκέφτηκε το πόσο έχει βαρεθεί το να σκέφτεται. Σκέφτηκε πως το ποτήρι του πάντα τελείωνε πρώτο, πριν εκείνος καταφέρει να ξεδιαλύνει το οτιδήποτε. Και γέμιζε, ξαναγέμιζε και κάπως έτσι ένας ύπνος γλυκός ήρθε και τον πήρε.
Την είδε να τον πλησιάζει και να τυλίγει τα χέρια της γύρω από τον λαιμό του. Να σηκώνει το ένα της πόδι, σπρώχνοντας με τη φτέρνα της το πίσω μέρος του γόνατου του ανάμεσα της. Την είδε να τον κοιτάζει μέσα από την ριγμένη πάνω στο βλέμμα της φράντζα και να χαμογελάει με εκείνα τα κατακόκκινα μηλαράκια στα μάγουλα της. Την άκουσε να ξεκολλάει τα δύο της χείλη, αφήνοντας τα μισάνοιχτα για να την φιλήσει. Και δεν τελείωνε ποτέ αυτό το φιλί. Από τη στιγμή που την φιλούσε όλα τα υπόλοιπα γινόντουσαν παράλληλα με αυτό το φιλί. Την ένοιωθε ζεστή, με όλο εκείνο το χνούδι στο δέρμα της να έχει τεντώσει την αθέατη του ύπαρξη. Τον έσπρωξε στον καναπέ και έχωσε το χέρι της μέσα στο παντελόνι του. Σα να τρύπωσε ένας άγγελος κάτω από το δέρμα του ήταν. Είχε ανατριχιάσει ολόκληρος. Την κοίταζε να τον κοιτά που την κοίταζε να τον τυραννάει γλυκά. Τα βλέμματα τους μπλεκόντουσαν όλη την ώρα και τα χέρια τους είχαν μπερδευτεί ανάμεσα σε μηρούς, γλουτούς, στήθη και ανάκατα μαλλιά. Ένα κουβάρι που όλο μεγάλωνε και οι εραστές σα να γίνονταν διπλοί, τριπλοί, άπειροι. Ήταν πάνω του όταν την έριξε στο πλάι. Μπήκε μέσα της, σφίγγοντας την πλάτη της πάνω στο στήθος του. Τυλίχτηκε ολόκληρος γύρω της και έκανε όσες κινήσεις χρειαζόντουσαν για να μη τελειώσει γρήγορα το όνειρο, κρατώντας το όμως ζεστό.
Το κουδούνι της εξώπορτας τον έκανε να ξυπνήσει βάναυσα από τον λήθαργο. Σηκώθηκε και άνοιξε, παραπατώντας, γλιστρώντας μεταξύ ονείρων και πραγματικότητας. Ήταν ο γείτονας. Τον παρακάλεσε να κοιτάξει το αυτόματο πότισμα του μπαλκονιού του γιατί έσταζε όλη την ώρα πάνω στην τέντα του και δεν τον άφηνε σε ησυχία. Άκουσε την πόρτα να κλείνει και πήγε στο κρεβάτι του γεμίζοντας ένα ποτήρι ακόμα. Ήταν 10 και τέταρτο, Σάββατο βράδυ και εκείνη δεν είχε έρθει. Ποτέ δεν ερχόταν, ούτε στην ουσία την περίμενε. Και η βρύση έσταζε.

*10:15 Saturday night. Τραγούδι από το πρώτο άλμπουμ των Cure.

“10.15 on a saturday night
and the tap drips
under the strip light
and i'm sitting
in the kitchen sink
and the tap drips
drip drip drip drip drip drip drip...

waiting
for the telephone to ring
and i'm wondering
where she's been”

Let's Lynch The Landlord (Dead Kennedys)

Λιντσάρισαν κάθε μαγαζί της έρημης πόλης. Μπήκαν σε αντιπροσωπείες αυτοκινήτων και σούπερ μάρκετ, έκλεψαν ρούχα, παπούτσια και χρυσαφικά. Πήραν τα πιο πολύτιμα, τα πήραν όλα, όσα άντεχαν τα αμάξια τους να φορτώσουν. Η πόλη είχε ερημώσει από το θανατικό εδώ και κάμποσους μήνες. Μια πανώλη εξελιγμένη. Τους πήρε όλους στο στομάχι της μέσα σε μόλις μια εβδομάδα. Κανείς δε πρόλαβε να κλάψει για άλλον. Όλοι χάθηκαν σχεδόν μονομιάς. Μια πόλη μακρινή και μακριά από άλλες πόλεις. Το είχαν πει στις ειδήσεις και ο κόσμος φοβόταν να πλησιάσει εκεί μη τύχει και κολλήσει το χτικιό. Οι χαμένοι όμως είχαν από καιρό πάψει να φοβούνται. Κάθε θάνατος τους έδινε ελπίδα, κάθε πρόβλημα ήταν μια ευκαιρία. Οι χαμένοι των γύρω πόλεων δεν είχαν και τίποτα να χάσουν. Η ζωή τους ήταν ισοπεδωμένη, σχεδόν σα να μη ζούσαν ήταν. Σα φαντάσματα περιφερόντουσαν και τα μάτια τους γυρνούσαν με την τρέλα σφηνωμένη μέσα τους.
Εκείνη τη μέρα αποφάσισαν να ορμίσουν στην πόλη. Να αρπάξουν ότι μπορούν και να φύγουν μακριά. Να αρπάξουν όλα αυτά που γνώριζαν πως είχαν αξία. Να γίνουν πλούσιοι ξαφνικά. Να γίνουν με τον ίδιο σχεδόν τρόπο που οι πλούσιοι γίνονται σε όλες τις εποχές και σε όλα τα μέρη. Ξαφνικά και μπαγάσικα. Έκλεψαν όλες τις κονσέρβες και τα ακριβότερα αμάξια. Έκλεψαν την τελευταία σειρά ρούχων ιταλικών οίκων και ένας τους πήρε ένα βυτίο γεμάτο με βενζίνη. Οι γυναίκες γέμισαν τα δάκτυλα τους με μονόπετρα και οι άντρες βούτηξαν από δέκα τηλεοράσεις ο καθένας. Τα παιδιά πήραν τα καλύτερα κινητά και από πέντε play station. Όλοι έγιναν ότι έβλεπαν να περνάει από μπροστά τους δίχως να τους ρίξει κέρμα στα καπέλα. Ένιωσαν άνθρωποι, καλοί, πολιτισμένοι, έτοιμοι για την ζωή.
Η ιδιόμορφη αυτή πομπή ξέσχισε όλη την ήπειρο. Δε στεκόταν σε καμιά πόλη. Ένοιωθαν πως τα καλύτερα βρισκόντουσαν μπροστά τους. Το νερό τους τελείωνε όμως και η βενζίνη το ίδιο. Οι κονσέρβες έληγαν πριν φαγωθούν και οι τηλεοράσεις ζητούσαν ρεύμα για να παίξουν. Έπρεπε να πάρουν κάποια απόφαση. Να βρουν ένα μέρος για να ξαποστάσουν. Να ρευστοποιήσουν τα τιμαλφή τους και να κάνουν επιτέλους τη ζωή τους. Η απόφαση λήφθηκε υποχρεωτικά στην πρώτη πόλη που βρήκαν μπροστά τους. Οι κάτοικοι τους υποδέχτηκαν με τον καλύτερο τρόπο. Τους κέρασαν ντόπια εδέσματα και του φιλοξένησαν στα σπίτια τους. Αφού χόρτασαν φιλοξενία, αποφάσισαν πως είναι η στιγμή για να νιώσουν σημαντικοί για την πόλη. Άρχισαν να πουλάνε τα κοσμήματα αλλά αγοραστής δε βρισκόταν. Τα παιδιά ήθελαν να ανταλλάξουν τα κινητά τους με κάτι άλλο αλλά τίποτε άλλο δεν υπήρχε πέρα από βόλους. Οι άντρες έδιναν τις τηλεοράσεις τους για λίγο ρεύμα και ορισμένοι άλλαζαν πονηρά την ημερομηνία λήξης στις κονσέρβες ζητώντας φρούτα ως αντάλλαγμα. Εκείνη η πόλη ήταν φτωχή. Δεν ήξερε από μεγαλεία αλλά είχε όλα όσα μπορούσε άνθρωπος να θελήσει ποτέ. Λυγερόκορμες κοπέλες και παλικάρια που δάγκωναν το ατσάλι. Νερό από το ποτάμι και λαχανικά που φύτρωναν παντού δίχως κόπο. Η γη εκεί ήταν έφορη και η ελπίδα αιωρούνταν πάνω της .Υπήρχαν μόνο γεωργοί, ερωτευμένοι, και φουρνάρηδες.  Κανένας τους δε γνώριζε για χρυσό, πετρέλαιο και ακριβά αμάξια.  Με λίγα λόγια η μεταφερόμενη περιουσία του καραβανιού δεν έπιανε μια σε εκείνη την πόλη.

Έκατσαν κάτω και το συζήτησαν για ώρα πολύ. Να φύγουν ή να μείνουν; Τα τρόφιμα ήταν λιγοστά και η επόμενη πόλη άγνωστο το που θα βρισκόταν. Ακόμα και αν πήγαιναν στην άλλη πόλη τότε ίσως και εκεί να είχε χτυπήσει το χτικιό ή ίσως να ήταν ακριβώς η ίδια με τούτη. Μερικοί διέκοψαν την συνέλευση λέγοντας πως πίστευαν ότι η επόμενη πόλη θα ήταν πολιτισμένη και θα μπορούσαν να ανταλλάξουν εύκολα τα υπάρχοντα τους. Ξαφνικά, η κουβέντα έγινε τσακωμός και ο τσακωμός πολλές μικρές μικρές ομάδες μέσα του. Το καραβάνι έγινε φύλλο και φτερό. Γυναίκες χώρισαν τους άντρες τους και άντρες παράτησαν τα παιδιά τους. Παππούδες έριξαν χαστούκια και όλη η ατμόσφαιρα όσο πήγαινε και θέριευε τη μανία. Στο τέλος χώρισαν. Άλλοι έφυγαν και άλλοι έμειναν. Ο εξωτερικός κίνδυνος πάντα κρατούσε μονοιασμένους τους ανθρώπους. Όταν όλα έδειχναν πως υπήρχε προοπτική τότε αυτή ήταν διαφορετική για τον καθένα. 
Η ιστορία επαναλαμβανόταν ξανά και ξανά και ξανά. 

Κυριακή 18 Μαΐου 2014

ΔΗΜΑΡΧΕ!

Στήνω αυτί μέσα στη νύχτα. Ακούω την εβδομάδα να ξεψυχά. Ένας ψίθυρος περνά: "άλλη μια νύχτα και μετά τα πράγματα δεν θα είναι ξανά τα ίδια". Πιάνω μια μπύρα από το ψυγεία και στραγγίζω τις πρώτες τις γουλιές. Πέφτουν μέσα μου και είναι δροσερές. Καταλαβαίνω πως το καλοκαίρι αυτό έχει ήδη μπουκάρει, νιώθω πως οι ψήφοι μετρώνται, σκέφτομαι πως από όλη την ανθρώπινη ιστορία ένα μόνο πράγμα μένει σταθερό: η τάση για τη νέα τάξη πραγμάτων. Κατεβάζω άλλη μια γουλιά και βάζω thievery corporation. Κουνάω το κεφάλι μου με αραβο-dub ρυθμούς και ξεκινάω να γράφω. Γράφω ένα γράμμα προς το νέο δήμαρχο της πόλης.

"Δε ξέρω ποιος είσαι και ποιος ήταν πράγματι ο λόγος για να κατέβεις υποψήφιος αλλά ένιωσα την ανάγκη να σου γράψω πριν ακόμα εκλεγείς. Το να απευθυνθώ σε κάποιον συγκεκριμένα δημιουργεί κάποιου είδους μεροληψία και υποκειμενικότητα, ενώ τώρα που γράφω μόνο προς το αξίωμα σου νομίζω πως είναι πιο δίκαιο για όλους μας. Αν έχεις σκοπό να βάλεις δύο με τρεις λάμπες παραπάνω, να ρίξεις κανένα πλακάκι στα πεζοδρόμια και να φυτέψεις κανένα παραπάνω δέντρο σου λέω από τώρα ότι ίσα που μπορείς να φτάσεις στο μέγεθος ενός θυρωρού ή διαχειριστή πολυκατοικίας. Αν νομίζεις πως μια χαρούμενη πόλη θέλει κάτι τέτοια τότε μάλλον δεν έχεις ζήσει ποτέ σου σε χαρούμενη πόλη. Από την άλλη, ούτε εγώ έχω ζήσει αλλά έχω αρκετή φαντασία για να μπορώ μέσες - άκρες να την οριοθετήσω. Ίσως γι'αυτό δε σκέφτηκα ποτέ μου να κατέβω για δήμαρχος. Γιατί αισθάνομαι πως είναι πολύ λίγα εκείνα που απαιτούνται να γίνουν για να αντεπεξέλθει κανείς επάξια στη θέση του. Τις περισσότερες φορές βέβαια ανταπεξέρχεστε μια χαρά κάνοντας πολύ λιγότερα από αυτά που πρέπει και αρκετά περισσότερα από εκείνα που δε πρέπει.
Στην πραγματικότητα όμως ξέρω πως δεν είναι εύκολος ο ρόλος σου. Όσο περισσότερο το σκέφτομαι ξέρω πως η φαντασία ίσως δεν είναι αρκετή. Πως η θέληση μπορεί να φανεί λίγη και η οργανωτικότητα εκτός θέματος. Όσο περισσότερο το σκέφτομαι πιστεύω πως αρκεί απλά ένας χαρούμενος άνθρωπος για να φτάσει να γίνει ο πρώτος δήμαρχος αυτής της πόλης που θα μπορέσει να κάνει την πόλη χαρούμενη. Δε λέω, και οι φωτισμένοι δρόμοι, και η καθαριότητα, και τα πάρκα, και οι παιδικές χαρές είναι κρίσιμα σημεία. Είναι εκείνα τα σημεία που κάνουν πιο ξέγνοιαστους τους δημότες. Στο τέλος όμως δεν αρκεί αυτό. Ποτέ δεν αρκούσε και δεν αρκούσε γιατί πάντοτε σκόνταφτε στο τελευταίο μεγαλειώδες ερώτημα που κάνει ο καθένας από εμάς όταν έχει ολοκληρώσει τα σχέδια του και κάθε τι μοιάζει να είναι στη θέση του. Το ερώτημα αυτό δεν είναι άλλο από το "Τώρα είμαι χαρούμενος;". Ξέρω πως μπορεί να σου ακούγεται λίγο μελό αυτό, ειδικά τώρα που έχεις να βάλεις ένα σκασμό υπογραφές και να αρχίσεις να τρέχεις δεξιά και αριστερά διεκπεραιώνοντας διάφορες υποθέσεις. Ίσως είναι. Ίσως είναι μελό αλλά να με συγχωρέσεις αλλά εσύ πρώτος χρησιμοποίησες τέτοιες μελό εκφράσεις, φτιάχνοντας διαφημίσεις σύμφωνα με τις τελευταίες τάσεις του μάρκετινγκ. Μας έκανες να θεωρούμε πως απώτερος στόχος δεν είναι μόνο μια τέλεια οργανωμένη πόλη (αυτό ξέρουμε και οι δύο πως είναι δύσκολο από μόνο του), μας έκανες να πιστέψουμε πως η ωραία πόλη έχει ωραίους κατοίκους και χαρούμενες συμπεριφορές. Ε! λοιπόν κάτι τέτοιο θέλω και εγώ τώρα. Αυτό που εσύ διαφήμιζες. Γι'αυτό και αυτή τη φορά ψήφισα εκείνον τον τύπο που είδα να παίζει με τα παιδιά του τρία χρόνια πριν και μετά τον είδα να κάθεται σε ένα παγκάκι και να χαμογελάει μόνος του. Κάποια άλλη στιγμή τον είδα να κουνάει το πόδι του με τη μουσική που έπαιζε ένα γκρουπάκι στην πλατεία. Μου έμοιαζε κάπως πιο ανθρώπινος και ελπίζω αυτός ο τύπος που θα διαβάσει αυτό το γράμμα να είσαι τελικά εσύ. Ακόμα όμως και αν είσαι ο ίδιος ελπίζω να μη φτάσεις ποτέ να γίνεις ο θυρωρός αυτής της πόλης αλλά κάτι περισσότερο από αυτό.

Καλή σου αρχή.

Με εκτίμηση,
Κάποιος δημότης"

Στράγγισα την μπύρα μου και βγήκα στην βεράντα. Η πόλη έμοιαζε να αναπνέει, τα φώτα στους δρόμους ήταν αναμμένα, οι σκουπιδιάρες έτρεχαν να αδειάσουν τους κάδους, οι σκύλοι ήταν στειρωμένοι και με λουράκι, τα κράσπεδα απείχαν 17 εκατοστά πάνω από τα ρείθρα, το αυτόματο πότισμα στο πάρκο είχε μπει μπροστά και όλα έμοιαζαν να λειτουργούν σωστά. Σκέφτομαι πως ίσως ζητάω πολλά. Πως σχεδιάσαμε ένα πολιτισμό και μόλις εκείνος μπήκε μπροστά δεν μείναμε ικανοποιημένοι. Βλέπω τον κόσμο να κάνει τζόγκινγκ γιατί φοβάται τα καρδιακά, βλέπω ανθρώπους να βγάζουν έξω τα σκυλιά τους βόλτα γιατί φοβούνται τη μοναξιά, βλέπω παρέες εφήβων να κάθονται στα παγκάκια γιατί φοβούνται να μεγαλώσουν, βλέπω το γρασίδι να γεμίζει με νερό από τα ποτιστικά γιατί αυτή η πόλη φοβάται να μη μαραθεί το τελευταίο της δέντρο.
Μπαίνω μέσα και κλειδώνω την πόρτα. Ίσως αύριο να μάθουμε να κάνουμε το κάθε τι για τους σωστούς λόγους. Το να είναι όλα εν τάξει είναι θετικό από μόνο του. Το να προσπαθούμε μόνο για μια τέλεια τάξη τριγύρω εκτός από εξωπραγματικό είναι και εξαιρετικά μίζερο. Θέλω κάτι παραπάνω και το θέλω τώρα. Θέλω λίγο καλοκαίρι και αυτή τη φορά να μυρίζει αγιόκλιμα.