Ο Φίλιππος Γαλιάσος γεννήθηκε το 1972 στην Αθήνα και έχει αποφοιτήσει από το Ο.Π.Α. To βιβλίο «Δι

Τετάρτη 22 Αυγούστου 2018

ΟΙ ΔΥΟ ΤΟΥΣ, Η ΜΠΑΡΑ ΚΑΙ Ο ΜΠΑΡΜΑΝ


Καθώς έπινα τον καφέ μου, ήρεμα και ωραία, σκέφτηκα μια ιστορία που μου είχαν πει κάποτε. Επρόκειτο για κάποια βραδιά που είχε βρεθεί ο θεός μαζί με τον διάολο σε κάποιο μπάρ. Ήταν μόνοι τους, το μπαρ ήταν έτοιμο να κλείσει, ο μπάρμαν στέγνωνε τα ποτήρια από το πλυντήριο πιάτων και η σερβιτόρα έβαζε ανάποδα τις καρέκλες πάνω στα τραπέζια. Εκείνη λοιπόν τη στιγμή φάνηκαν στην είσοδο. Περπατούσαν αγκαλιά, το καλό με το κακό. Το άσπρο με το μαύρο. Ο θεός με τον διάολο! Μιλούσαν και γελούσαν και η σερβιτόρα αντί να ακουμπήσει την καρέκλα πάνω στο τραπέζι, την τοποθέτησε σαν ασπίδα μπροστά της. Ο δε μπάρμαν άφησε το ποτήρι να του γλιστρήσει από το χέρι και μετά σκύβοντας, έμεινε καλά προφυλαγμένος πίσω από τη μπάρα κάνοντας πως μαζεύει τα θρύψαλά. Η ιστορία μιλούσε για το πώς το καλό μπορεί να τα πάει μια χαρά μαζί με το κακό αρκεί να τηρούνται κάπως οι ισορροπίες. Γιν και γιάνκ και άλλα τέτοια. Κάπως έτσι. Στην ιστορία, ο θεός κερνούσε συνέχεια τον διάολο το επόμενο ποτό ενώ ο διάολος κερνούσε ενδιάμεσα τεκίλες, πασπαλίζοντας αλάτι τους καρπούς τους πριν τις κατρακυλήσουν στα απέραντα και αιώνια σωθικά τους. Θυμάμαι πως μου είχε κάνει εντύπωση το τέλος του διαλόγου τους, καθώς η σερβιτόρα πήγε να τους ρωτήσει, αφήνοντας τον φόβο της να δώσει πάσα στην περιέργεια της, πως γινόταν αυτοί οι δύο να τα πίνουν μαζί.

Ο διάολος είπε:
«Ο Θεός είναι κάπως απόλυτος και συγκρατημένος αλλά μετά το πρώτο ποτό γίνεται καλή παρέα». 

Ο Θεός τότε έσκασε στα γέλια και έσκυψε πάνω στη σερβιτόρα και της ψιθύρισε:
«Μη τον ακούς. Πάντα είμαι καλή παρέα. Απλά εκείνος κερνάει τα σφηνάκια, ενώ εγώ το επόμενο ποτό. Αυτή είναι η μόνη διαφορά. Εκείνος δίνει μια ευχάριστη νότα στην καθημερινότητα ενώ εγώ μπορώ και την καθορίζω. Δεν είναι θέμα ισχύος ή αντιπαλότητας. Όλα ρέουν στο κάτω κάτω και πάνε προς τα κάπου»

Στην ιστορία θυμάμαι πως η σερβιτόρα δεν είχε καταλάβει και πολλά και πήγε να ειδοποιήσει τον μπάρμαν πως ετούτοι οι δύο μάλλον δεν επρόκειτο να πληρώσουν τον λογαριασμό.

 Η σερβιτόρα είχε πετάξει την ποδιά της στον μπάρμαν λέγοντας του: «Βγάλτα πέρα μόνο σου τώρα» καθώς έφευγε από το μαγαζί. Ο μπάρμαν τότε τους είπε για το λογαριασμό αλλά επειδή είχε λιγάκι χεστεί πάνω του πρόσθεσε πως όλα ήταν κερασμένα.

Ο διάολος του είχε πει: «Πάντα κερασμένα ήταν» ενώ ο Θεός είχε πει: «Δεν είναι σωστό κάτι τέτοιο παιδί μου. Βάλτα στο λογαριασμό». 

Ο μπάρμαν τότε σημείωσε το νούμερο στο μπλοκάκι και το έχωσε στην τσέπη του παντελονιού του. Ο διάολος είχε λυθεί στα γέλια και φώναξε στον Θεό: «Ελπίδα ε; Ωραίο το κόλπο δικέ μου. Δώσε του να καταλάβει. Ελπίδα. Πως το σκέφτηκες; ΑΧΑ ΧΑΧΑΧΑΧΑ Δεν είναι περίεργο που εσύ κατάφερες να πας μπροστά». 

Μετά έφυγαν αγκαλιασμένοι και τρεκλίζοντας, ενόσω ο μπάρμαν τους κοίταζε να προσπαθούν να βγούν ταυτόχρονα από την πόρτα κοπανώντας στην κάσα της. Ξανά και ξανά. Θα τα πλήρωνε από την τσέπη του γιατί η ιστορία έλεγε πως δεν ήταν δικό του το μπάρ. Αλλά και δικό του να ήταν, πάλι χασούρα θα είχε. Ο μπάρμαν όμως δε το έβλεπε έτσι. Μόλις είχε καταφέρει να τα έχει καλά με τους δύο βασικούς παίκτες του σύμπαντος. Λίγο το έχετε; Έτσι ήταν. 

Κυριακή 24 Ιουνίου 2018

ΣΥΓΓΝΩΜΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΣΗ


Ήταν ένα ωραίο απόγευμα Παρασκευής. Είχα τελειώσει τη δουλειά και το Σαββατοκύριακο γιγάντωνε τις προσδοκίες μου. Τις τέντωνε, τις έφτανε στα πέρατα αυτού του κόσμου που εγώ σε μια του Παρασκευή ήθελα να περιπλανηθώ. Με λίγα λόγια: αισθανόμουν ελεύθερος!

Φτάνοντας  λοιπόν στο σπίτι, ξεκλείδωσα την πόρτα, ακούμπησα την τσάντα μου στο πάτωμα και άρχισα να πετάω  τα ρούχα μου στη διαδρομή προς το μπάνιο. Άφησα να κυλήσει το νερό πάνω μου και καθότι ο ηλιακός είχε χαλάσει αυτό ήταν κρύο και τονωτικό. Βγαίνοντας από τη μπανιέρα, σιγοτραγουδούσα ένα τραγούδι που μου είχε κατέβει στο μυαλό. Στέγνωσα, ντύθηκα και βγήκα έξω. Βγήκα στο κλιμακοστάσιο και άρχισα να κατηφορίζω.
Και τότε ήταν που στο δρόμο μου βρέθηκε εκείνος ο γείτονας και μου έπιασε την κουβέντα.

«Όλο βόλτες μου είσαι παλικάρι μου. Ποιος ξέρει τι σχέδια έχεις φτιάξει για απόψε» μου είπε. Ο γείτονας μου μετρούσε την έβδομη δεκαετία της ζωής του, εγώ την τέταρτη, αυτό κάπως δικαιολογούσε το γιατί με αποκαλούσε παλικάρι ενώ εγώ είχε αρχίσει να προσέχω τη χοληστερίνη και την πίεση μου. Ήξερα πως πλέον εκείνος δε τα πρόσεχε. Τα είχε εντάξει εδώ και χρόνια στη δική του λογική.

«Κύριε Πέτρο μια χαρά σας βρίσκω. Και εσείς για βόλτες μου μοιάζετε έτοιμος» είπα προσπαθώντας να αποφύγω να του απαντήσω πως δεν ήθελα να κάνω κάτι συγκεκριμένο. Ήθελα μόνο να περπατήσω, να ξεσκάσω, να πετάξω από πάνω μου όσα γνωστά και άγνωστα με βάραιναν.

«Συγγνώμη αν σε καθυστερώ αλλά δεν θυμάμαι αν σου είπα για τη σερβιτόρα που δούλευε στο κεντρικό καφενείο» είπε.

«Δεν μου είπατε κάτι» του απάντησα.

«Ήταν μια τσαούσα άλλο πράμα. Λυγερή και όμορφη αλλά από το πάρε δώσε με τους ανθρώπους δεν γνώριζε και πολλά. Την έφερε ο ιδιοκτήτης πριν τρείς εβδομάδες στο μαγαζί του και ειλικρινά σου λέω αν την έχει κρατημένη ακόμα τότε καλά θα κάνει να ετοιμάζεται ο δόλιος για μεγάλες συμφορές» και έβαλε τα χέρια του πίσω από τη λεκάνη του και με κοιτούσε σαν να είχε βρεθεί μέσα σε εφιάλτη στον ύπνο του.

«Τι δηλαδή έκανε η σερβιτόρα;» Του είπα στα γρήγορα γιατί αυτό που ήθελα ήταν να ξεμπερδεύω με αυτά, να περπατήσω λίγο και να αφήσω τη νύχτα να με γλιστρήσει μέσα της.
«Αχού καλέ, δεν άκουσε το παλικάρι!» είπε και γύρισε σαν να κοίταζε ένα υποτιθέμενο κοινό που θα μας άκουγε εκείνη τη στιγμή. «Καλέ αυτή μόνο που δε μας πέταξε με τις κλωτσιές έξω από το μαγαζί. Τσαντισμένη ήταν από τη στιγμή που καθίσαμε. Είχα πάει προχθές το πρωί μαζί με τον Πέτρο του πρώτου ορόφου και της είπαμε να φέρει δύο καφεδάκια περιποιημένα. Και εκείνη μας κοίταξε περίεργα και μας ρωτούσε τι σημαίνει περιποιημένα και μας αράδιασε πως ο καφές σερβίρεται με ένα μπισκοτάκι και ένα ποτήρι νερό και άλλο τίποτα. Εμείς την κοιτάξαμε και είπαμε πως απλά τα δύο μας καφεδάκια θέλουμε να είναι περιποιημένα και εκείνη μας απάντησε για τον καφέ που χρησιμοποιούν στο μαγαζί και το μπρίκι που τον βάζουν και κουραφέξαλα. Και τότε ο Πέτρος χαμογέλασε και της είπε πως απλά θα ήθελε να βάλουν λίγη αγάπη μέσα στον καφέ. Ξέρεις τώρα τον Πέτρο, τον πιάνουν τα ποιητικά του κάτι τέτοιες στιγμές και μετά εκείνη η σερβιτόρα μας κοίταξε ακόμη πιο περίεργα και αλήθεια σου λέω παλικάρι μου αισθανόμουν σα να είμαι ζώο σε ζωολογικό κήπο που οι επισκέπτες δεν έχει τύχει πριν να με ανταμώσουν ξανά. Ένα τέτοιο πράμα. Ελπίζω να μη σε καθυστερώ όμως.» και λέγοντας αυτό με κοίταξε και δίχως να περιμένει απόκριση από εμένα συνέχισε.

«Δεν είναι καλό να μην αγαπάς αυτό που κάνεις. Ό,τι και να είναι αυτό. Πρέπει να φέρεσαι πάντα όμορφα στους ανθρώπους. Ακόμα και σε εκείνους που δεν τους αξίζει, πρέπει να βρίσκεις έναν τρόπο να τους προσφέρεις αυτό που θέλεις να τους πεις. Δε συμφωνείς;»

Εγώ συμφώνησα, το δίχως άλλο, ο γείτονας ήταν ωραίος τύπος αλλά εγώ βιαζόμουν και έτσι κατέβηκα δύο σκαλοπάτια, θέλοντας να του δείξω πως βιαζόμουν και η ιστορία συνέχισε ως εξής:
«Μπορεί να σε καθυστερώ τώρα αλλά αν τύχει και πας στο καφενείο και την ανταμώσεις να προσπαθήσεις να της γυρίσεις τα μυαλά. Ξέρεις, το πιο εύκολο είναι να πας κατευθείαν στο αφεντικό και να του πεις πως αυτή η σερβιτόρα δε κάνει για το μαγαζί. Αυτό είναι εύκολο. Το πραγματικά δύσκολο είναι να την κάνεις να αγαπήσει λίγο αυτό που κάνει, να αποκτήσει μια οικειότητα με τους ανθρώπους, με τη ζωή, με τον καφέ που σερβίρει. Αυτό είναι το δύσκολο. Προσπάθησε να της πιάσεις την κουβέντα, νέος είσαι, όλο και κάτι θα έχεις να της πεις, να τη φέρεις στα συγκαλά της. Δεν το μπορώ να βλέπω τους νέους να τα παρατάνε, να φουρκίζονται δίχως λόγο, να μη γελάνε. Εγώ θα φύγω κάποια στιγμή. Τι θα πω εκεί πάνω; Τι έκαμα; Τι άφησα; Τι προσπάθησα να χτίσω τόσα χρόνια;»

Ισορροπούσα μεταξύ του δεύτερου και του τρίτου σκαλοπατιού και τον κοιτούσα. Έπρεπε να πάω στο καφενείο και θα πήγαινα εκεί. Πήγα να τον χαιρετήσω και να τον βεβαιώσω πως θα το έκανα απόψε κιόλας. Πριν όμως προλάβω να του το πω εκείνος είπε:

«Κάθε μέρα βγαίνω από το πρωί με τον Πέτρο, περπατάμε πέντε χιλιόμετρα την πόλη γύρω γύρω και μετά πηγαίνουμε και αράζουμε στο καφενείο. Αυτό είναι μια ολόκληρη ιεροτελεστία για εμάς και την τηρούμε ευλαβικά. Τι πιο εύκολο από το να πάμε κατευθείαν στο καφενείο; Ή ακόμα και να μη πάμε καθόλου, να κάτσουμε στα τσαρδάκια μας και να πατάμε κουμπάκια στο τηλεκοντρόλ της τηλεόρασης. Γυρίζουμε όμως την πόλη, κάθε μέρα μετράμε τους δρόμους της. Προσπαθούμε να παραμείνουμε ζωντανοί. Ζωντανοί! Όχι γιατί είμαστε τίποτε σπουδαίοι που δεν πρέπει να πεθάνουν αλλά γιατί όσο προχωράμε χαιρόμαστε όλο και περισσότερο αυτά το ολοένα και λιγότερα  που μας απομένουν. Από εσάς περιμένω περισσότερα όμως. Αυτό να ξέρεις γιέ μου. Και συγγνώμη αν σε καθυστέρησα αλλά έχω πλέον μάθει να μη προσπαθώ να προλάβω το χρόνο αλλά να λέω στα διαστήματα του αυτά που έχω μέσα μου γιατί ευκαιρίες πολλές δεν θα υπάρξουν. Για αυτό κάθομαι τώρα και καθυστερώ το φευγιό σου, γιατί αύριο μπορεί να μη δω ξανά και τότε οι όποιες σκέψεις έχω κάνει θα είναι το δίχως άλλο κενές αν δε βρω κάπου να της πω. Για αυτό σου λέω αν τύχει και την δεις, να προσπαθήσεις να τη φέρεις με τα νερά σου. Η ζωή είναι ωραία και κάθε ημέρα που περπατάμε πρέπει να δοξάζουμε τα πόδια μας που μας βολτάρουν ωραία και γάργαρα στους δρόμους.» και γύρισε την πλάτη του έβγαλε τα κλειδιά του και ξεκλείδωσε την πόρτα. Έστρεψε το κεφάλι του και με χαιρέτησε σκεπτικός.

«Συγγνώμη αν σε καθυστέρησα» μου είπε για μια ακόμη φορά και μετά χάθηκε πίσω από την πόρτα.
Κύλησα στις σκάλες, βγήκα στο δρόμο και πήρα κατεύθυνση για το καφενείο αφού πρώτα περπάτησα για μισή ωρίτσα παρέα με όλα αυτά που είχα ακούσει από τον γέρο σοφό μου γείτονα. Με καθυστέρησε είναι η αλήθεια. Άλλαξε το πρόγραμμα που που είχα στο μυαλό μου για εκείνη τη νύχτα. Το βελτίωσε. Μου έδωσε ένα σκοπό πέρα από το ξέσκασμα. Πήγα στο καφενείο και κάθισα. Μια σερβιτόρα ήρθε και μου πήρε παραγγελία. Δε γελούσε, ήταν αγχωμένη, δε της άρεσε η ζωή της, μόνο πήγαινε και έφερνε καφέδες και μπύρες στα τραπέζια και το μόνο που έδειχνε να ζητά είναι κανείς να μη τη καθυστερεί σε αυτό που είχε κατά νου να κάνει.
Προσπάθησα να της πιάσω κουβέντα καθώς μου έφερε την παραγγελία. Το ξεκίνησα κάπως έτσι: «Κοπελιά, συγγνώμη αν σε καθυστερώ αλλά…» θα γινόμουν και εγώ ένας σοφός κάποτε καθώς φαινόταν.

Δευτέρα 18 Ιουνίου 2018

ΘΕΟΣ ΓΙΑ ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ


Κεραυνοί πέφτανε μέσα στη βεράντα. Ο θεός κάτι προηγούμενα είχε μαζί μου. Καθόμουν πίσω από το τζάμι, λίγα μέτρα μακριά από το να γίνω παρανάλωμα και όμως στεκόμουν ακόμα. Ποιος να ήξερε γιατί δεν έριχνε λίγο ακόμα μακρύτερα τα καυτά του βέλη; Προσπαθούσα να γράψω ένα κεφάλαιο. Ο ήρωας του θα έμπαινε λέει σε μια κουφάλα δέντρου και θα έβγαινε ως μπουμπούκι στην κορυφή. Μετά η ιστορία έλεγε πως ο ήρωας θα βαριόταν να είναι μπουμπούκι στην κορυφή γιατί τελικά αυτό που ήθελε είναι να μπουκάρει σε κουφάλες δέντρων και να αράζει. Όμως επειδή είχε γίνει μπουμπούκι που όλες οι μέλισσες γούσταραν, δε μπορούσε να αφήσει στα ξαφνικά τη θέση του στην γιγάντια τροφική αλυσίδα και καθόταν λίγο ακόμα και λίγο ακόμα έως ότου βολευτεί κάπως η κατάσταση και εκείνος ξεγλιστρήσει προς την κουφάλα, προς το έδαφος, προς το δάσος, προς τα πάντα για να κάνει αυτό που γνώριζε να κάνει καλύτερα από το κάθε τι: Να είναι ελεύθερος και να μη στηρίζει, ούτε να στηρίζεται.
Οι κεραυνοί όμως έπεφταν συνέχεια και εγώ άλλαζα ολοένα την ιστορία και εκεί που έπαιρνε αυτή μια μορφή, ένας κεραυνός άλλαζε όλη την τροπή.
Βγήκα έξω. Φορούσα μόνο το σώβρακο μου, πρόβλημα κανένα. Δεν υπήρχαν λογικοί εκεί έξω που θα έκριναν λογικά έναν τύπο που βγήκε με το σώβρακο του στη βεράντα ενώ έριχνε του κερατά. Αυτό ήταν μια κάποια βοήθεια. Δε μου άρεσε να κοιτάζουν το σώβρακο μου γιατί ήταν περασμένη η μόδα του. Όμως δε μου άρεσε που δε κυκλοφορούσε έξω ο κόσμος ενώ έβρεχε. Έμοιαζε πως ήθελαν να προφυλαχτούν από κάτι, να ζήσουν τις δικές τους ζωές, να ξεκόψουν από ό,τι συνέβαινε. Από την άλλη βέβαια και εγώ καθόμουν με το σώβρακο μου στη βεράντα. Δε βουτούσα στη βροχή. Προσπαθούσα όμως να γράψω κάτι ΔΙΑΟΛΕ! Και οι κεραυνοί μου το χαλούσαν. Ο ήρωας μου παρέμενε μπουμπούκι στη κορφή και το πιο πιθανό ήταν πως αν το πήγαινα έτσι, θα μαραίνονταν.
Άναψα ένα τσιγάρο, μετά άλλο ένα, μετά και ένα άλλο. Δεν ξέρω πως αλλά κατάφερα να τα σβήσω μαζί. Ήμουν κάπως αγχωμένος. Κοίταζα τον ουρανό να τον βιάζουν ντούροι κεραυνοί και εγώ σκεφτόμουν τον ήρωα μου. Πως θα τα βγάλει πέρα με αυτή την κωλοκατάσταση. Έβλεπα το ρημάδι εκεί πάνω να τα κάνει θρύψαλα και εγώ να αποτελώ μια άηχη πορδή του. «Δεν υπάρχει κάτι που δεν έχει ειπωθεί» σκέφτηκα. «Το παν είναι να βάλεις τον ήρωα σου να κάνει πράγματα που γουστάρεις». Μπήκα μέσα ξανά. Είχα γίνει μουσκίδι.
Έγραφα όλο το βράδυ. Διάρα τσακιστή δεν έδινα αν έξω ο Δίας έκανε θρύμματα τα αστέρια. Έγραφα ωραία, έγραφα σωστά, τη μία λέξη μετά την άλλη και η νύχτα ήταν συντροφιά αρμοστή. Έβαλα τον ήρωα μου να ρουφάει τις μέλισσες μέσα του, τον έβαλα να πέφτει με έναν άνεμο, να φυτρώνει σήμα στην κουφάλα που κάποτε είχε μπει. Τον έβαλα να κάνει το κάθε τι λοξό.
Είχα ανάγκη ένα ποτό. Ήμουν σκέτο μουσκίδι.
Το πρωί η νύστα δε με κρατούσε. Η μπόρα είχε κοπάσει. Το κεφάλαιο είχε βγει. Ο ήρωας μου είχε μια νέα προοπτική, ενώ εγώ ένιωθα αποκαμωμένος, μισερός, μίζερος, δίχως νόημα. Είχα καταφέρει να γίνω ο θεός του. Να του δώσω μια νέα πλοκή στη ζωή του. Να του αλλάξω τα τετριμμένα. Να του δώσω πνοή. Να τον βάλω για λίγο μέσα στον βόθρο πριν τον ξαναβγάλω στους αφρούς. Όλα πήγαιναν, όλα επέστρεφαν. Όλα γίνονταν, και τίποτα δεν πήγαινε χαμένο. Η ζωή ανακύκλωνε τους λόγους της και χαμογελούσε πότε πότε, ενώ κάποιες φορές δεν ήταν και πολύ στα καλά της. Όλο αυτό περιστρεφόταν και με κάποιο τρόπο, κάποιες φορές, κάτι νύχτες με κεραυνούς , έδειχνε να το πάει προς τα κάπου.
Άπλωσα το βρεγμένο σώβρακο στην καρέκλα και φόρεσα κάτι στεγνό. Αν δεν με έπαιρνε από κάτω η πνευμονία, έμοιαζε πως τίποτα πλέον δε θα με έβαζε κάτω. Εκτός ίσως από έναν ήρωα που μπορούσε να κάνει το κάθε τι, ή έναν θεό που ακόμα δεν είχε μάθει να γράφει ενδιαφέροντα σενάρια.

Δευτέρα 30 Απριλίου 2018

ΛΟΞΟΚΟΙΤΩΝΤΑΣ


«Πως είσαι σήμερα δικέ μου;»

Ήταν ένα στόμα που με ρώταγε. Ένα σκέτο στόμα εννοώ. Ήμουν στο νοσοκομείο, στο έτος 5.000 μ.Χ., στην πτέρυγα τον μεταμοσχεύσεων.

Ήμουν μόνο ένα μάτι και καθότι δεν μπορούσα να πω κάτι, του ανοιγόκλεισα τις βλεφαρίδες μου.

Δίπλα μου υπήρχε ένα παχύ έντερο και μια καρδιά που κοπανούσε όλη την ώρα σα ντράμερ στα τελευταία δευτερόλεπτα ενός rockabilly τραγουδιού. Είμασταν όλα μας μέσα σε ομοιομεγέθεις γυάλες, με ανοξείδωτα πώματα και διάφορα σωληνάκια υπήρχαν εκεί. Κάποια μας χορηγούσαν πολύτιμα συστατικά για να μείνουμε τροφαντά και υγιή ενώ κάποια άλλα σωληνάκια μετρούσαν διάφορες παραμέτρους της ύπαρξης μας.

Δεν ένοιωθα καλά με αυτή την ιστορία, ήταν αλήθεια. Όλα τα υπόλοιπα όργανα μέσα στις γυάλες έμοιαζε πως δεν είχαν κανένα πρόβλημα με αυτό, εγώ όμως μέρα τη μέρα άντεχα όλο και λιγότερο να κοιτάζω αυτό το εκθετήριο με τα ανθρώπινα μέλη. Είμασταν κάτι σα μοντέρνο pet shop. Από όλα τα μέλη, μόνο εγώ και λίγα μάτια ακόμα, βλέπαμε τους ασθενείς να μπαίνουν στην αίθουσα, να δείχνουν πότε το μία και πότε την άλλη γυάλα και μετά από λίγο αυτή η γυάλα έμενε κενή. Ήταν άσχημο πράγμα να βλέπεις αυτή την εικόνα, εννοώ πως στην αρχή προσπαθούσα να κάνω φίλους, να μάθω πως νιώθουν, να προσπαθώ να προσεγγίσω το κάθε ένα μέλος ξεχωριστά. Ήταν όμως εκείνη η αίσθηση, όταν η γυάλα έμενε κενή, που με άφηνε με ένα κενό στο τέλος της ιστορίας.

Αν με ρωτάτε αν έχω πρόβλημα με τον εαυτό μου τότε θα σας πω πως δεν έχω κανένα. Εντάξει… το ξέρω… δεν είμαι και το πιο όμορφο μάτι σε γυάλα εκεί πέρα αλλά έχω συμβιβαστεί με τον εαυτό μου. Παλιότερα σκεφτόμουν πολύ έντονα το πώς θα ήταν η ζωή αν με επέλεγε κάποιος ασθενής. Πως θα ήταν να βλέπω τον κόσμο έξω από αυτή την αίθουσα στριφογυρίζοντας στη κόγχη ενός ματιού σε ανθρώπινο κρανίο. Μετά όμως αξιολόγησα διαφορετικά τα πράγματα. Κυρίως ύστερα από διάφορες ενδελεχείς εκμυστηρεύσεις που είχα από άλλα μάτια που κατέφθαναν στο θάλαμο, έμπαιναν σε γυάλες και στον αμφιβληστροειδή τους μπορούσα να διακρίνω τον τρόμο από πράγματα που είχαν βιώσει. Συμβιβάστηκα; Πείτε το και έτσι. Εγώ νιώθω μια χαρά τώρα, κυρίως όσο δε με επιλέγει κανείς. Το παχύ έντερο επίσης μου έχει πει κάτι ανάλογο. Η εργασία του μέσα σε ένα ανθρώπινο σώμα ήταν τελείως άχαρη. Πώς να το πει κανείς; Ήταν μια βρώμικη δουλειά και μια μέρα το παχύ έντερο, που έχω στη δίπλα γυάλα, μου τα είπε όλα με το νι και με το σίγμα. Ίσως όχι με λέξεις ακριβώς αλλά με ήχους που εγώ τους κατανόησα γιατί εκεί μέσα παρότι δε μιλάμε την ίδια γλώσσα, έχουμε μάθει να καταλαβαίνουμε το ένα, το άλλο.

«Άκουσα πως ήρθε άλλο ένα ζευγάρι από χείλια, σήμερα στον θάλαμο. Μπορείς να μου πεις σε ποια γυάλα είναι;» πρόφεραν τα χείλια, διακόπτοντας τον ειρμό της σκέψης μου.

«Πέντε γυάλες στα αριστερά σου» του είπα και γύρισα στην γυάλα που με είχε ρωτήσει.

Είδα τα χείλια να φουντώνουν και να τινάζονται μπροστά. «Γειά σου κορίτσαρε» φώναξαν.

Το παχύ έντερο έβγαλε τρείς μπουρμπουλήθρες μέσα στη γυάλα του, η καρδιά έκανε κάτι έκτακτους παλμούς, και ένα ανδρικό μόριο τεντώθηκε.  

«Μάλλον έμπαινε η άνοιξη» σκέφτηκα και έκλεισα το βλέφαρο μου γιατί η γύρη από τα πεύκα ήταν ένα μάτσο χάλια.

Κυριακή 29 Απριλίου 2018

ΓΙΑ ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΜΠΑΡ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΠΑΙΖΕ ΚΑΛΗ ΜΟΥΣΙΚΗ

Και κάπως έτσι πέρασε ένας μήνας. Περιφερόμουν άπραγος μέσα στο σπίτι, μη κάνοντας τίποτε. Κοιτούσα τη σκόνη να αιωρείται λαμπυρίζοντας ανάμεσα από το λιγοστό φως που ξετρύπωνε μέσα από τις γρίλιες του παντζουριού. Την παρατηρούσα να στρώνεται πάνω στα έπιπλα, στο πάτωμα, πάνω μου και δεν έκανα το παραμικρό γι’ αυτό. Ο καναπές πάνω στον οποίο είχα οχυρωθεί όλες αυτές τις ημέρες περιστοιχίζονταν από άδεια κουτάκια μπύρας. Αυτό ήταν η μοναδική ασχολία μου, να σηκώνομαι να φέρω ένα κουτάκι από το ψυγείο, να το ανοίγω, να πίνω και μετά να το ακουμπάω στο πάτωμα. Μερικές φορές, καθώς σηκωνόμουν, τύχαινε να πατήσω κάποιο κουτάκι, πακτώνοντας το μέσα στο χαλάκι και αφήνοντας εκεί να χάσκει με το χαλασμένο του περίγραμμα. Ήμουν ναυαγός, ο καναπές το νησί μου, και τα τενεκεδένια κουτάκια μπύρας παιάνιζαν τον φλοίσβο τους στην ακρογιαλιά της απομόνωσης μου.

 Όλο αυτό το διάστημα δεν είχα βγει από το σπίτι και κανένας δεν με είχε επισκεφτεί. Οι λογαριασμοί είχαν γεμίσει το γραμματοκιβώτιο, ο Ιούλιος έσταζε ιδρώτα, εγώ ήμουν ταμπουρωμένος στον καναπέ και η γάτα που κάποτε φρόντιζα θα πρέπει τώρα να ξεψάχνιζε τους σκουπιδοτενεκέδες. Προφανώς πρέπει να είχα κάτι το οποίο έχρηζε παρακολούθησης. Κάτι σα κατάθλιψη ή μια πολύ πιο σοβαρή ψυχική ασθένεια που θα με μετέτρεπε σε δολοφόνο κάποια στιγμή. Παραμόνευα εκείνη τη στιγμή, την περίμενα να έρθει. Έχανα τα λογικά μου, τη διάθεση μου για ζωή. Ίσως έπρεπε να έχω πάει εδώ και καιρό σε κάποιον ειδικό, να μου δώσει χαπάκια, να μου βρει γυναίκα, να σταματήσει τον πόλεμο μέσα μου, να μου καθαρίζει το σπίτι, να κάνει τη σκόνη να μην αιωρείται σκεπάζοντας τις ώρες μου. Η εικόνα όμως δε μου ταίριαζε. Το μόνο καλό που ίσως προέκυπτε από τις ατέρμονες συνεδρίες με ειδικούς είναι πως τους περισσότερους θα τους διασκέδαζα με αυτά που είχα να τους πω. 

Τα πράγματα πήγαιναν αρκετά καλά έως πριν λίγο καιρό. Η ηλικία μου μου επέτρεπε να αισθάνομαι πως έχω κερδίσει κάποιους πόντους σοφίας και να γλιτώνω ή να ξεπερνώ διάφορα. Η αίσθηση πως πλέον οι άνθρωποι λέγανε τόσα πολλά, δίχως στην ουσία να λένε κάτι γινόταν όλο και εντονότερη. Κάθε μέρα που περνούσε, με έκανε να αισθάνομαι όλο και πιο σοφός, πιο επιλεκτικός, πιο κοντά στο κέντρο ενός στόχου. Τα πράγματα λοιπόν πήγαιναν περίφημα έως ότου έρθει εκείνη η στιγμή που συνειδητοποίησα πως και εγώ δεν είχα τίποτα να πω. Είχα γίνει σαν και εκείνους που απέφευγα να συγχρωτιστώ, με τη μόνη διαφορά πως εγώ δεν μιλούσα τόσο πολύ για το τίποτα. Η ιδέα αυτή με καθήλωσε. Όχι απόλυτα ξαφνικά αλλά αργά και μεθοδικά. Σαν ένα σχοινί που τυλιγόταν γύρω από το σώμα μου, επιτρέποντας μου ολοένα και λιγότερες κινήσεις την κάθε ημέρα που διαδέχονταν την προηγούμενη της. Έως ότου…έως ότου βρεθώ στο εδώ και στο τώρα.

Σήμερα ήταν η μέρα που αποφάσισα να κάνω κάτι γι’ αυτό. Δε γινόταν να περάσω έτσι το υπόλοιπο της ζωής μου! Στον τοίχο απέναντι μου υπήρχε ένα ρολόι που δε μετρούσε τον χρόνο αλλά την επιτάχυνση του. Οι ώρες και οι στιγμές πλέον περνούσαν απίστευτα γρήγορα. Έπρεπε να κουνήσω τον κώλο μου και να βγω έξω. Μου έδωσα μια τελευταία προθεσμία. Μόλις ο κοντόχοντρος δείκτης πήγαινε στις 12 ακριβώς θα σηκωνόμουν από τον καναπέ, θα έκανα ένα ντουζ, θα ντυνόμουν και θα έβγαινα έξω, μέσα στη μαύρη νύχτα.

Αυτή τη φορά κράτησα την υπόσχεση μου και όλα όσο είχα υποσχεθεί τα έκανα πράξη. Σηκώθηκα, τεντώθηκα, μπήκα στο ντουζ, άφησα το νερό να με εξαγνίσει, φόρεσα ένα τζιν και ένα μαύρο μακό μπλουζάκι και βγήκα έξω. Ο κόσμος φαινόταν να παραμένει ίδιος αλλά με ένα τρόπο που έμοιαζε να έχω ξεχάσει. Περπατούσα στο πεζοδρόμιο και έβλεπα κόσμο να μπαινοβγαίνει σε καφετέριες, σε εστιατόρια και μπαράκια. Οι περισσότεροι μιλούσαν τόσο πολύ για άγνωστη ακόμα και στους ίδιους αιτία. Θεέ μου αυτό έμοιαζε πως δε θα άλλαζε ποτέ! Περπάτησα για αρκετή ώρα, σε μια προσπάθεια να ξεπιαστώ από την ξάπλα, και προσπαθούσα να συνηθίσω με την ιδέα πως είχα πάρει απόφαση να βγω από την κρυψώνα μου. 

Μόλις το περπάτημα έγινε αρκετό για τα πόδια μου, χώθηκα στο πρώτο μπαράκι που ήταν του γούστου μου. Χαμηλά φώτα, λίγος κόσμος και μια κενή θέση στη μπάρα. Κάθισα στο σκαμπό και μου έκανε εντύπωση ο τρόπος που περιστρεφόταν τόσο τέλεια κυκλικά. Σχεδόν μόνο με τη σκέψη μου. Έκανα ένα νόημα στον τύπο που καθόταν πίσω από την μπάρα και παρήγγειλα ένα ουίσκι σκέτο. Εκείνη τη στιγμή χρειαζόμουν πολύ απλά πράγματα και δεν ήθελα να το διακινδυνέψω με κάποιο κοκτέιλ, ούτε καν με ουίσκι με προσθήκη πάγου. Το καλό που είχα να κάνω είναι να το πάω σιγά σιγά.

Το ποτό μου ήρθε, τράβηξα μια γουλιά και ακούμπησα απαλά το ποτήρι στο ξύλο της μπάρας. Στη συνέχεια έφερα μια στροφή και βρέθηκα με την πλάτη στο μπάρ, παρατηρώντας τον λιγοστό κόσμο που υπήρχε εκεί μέσα. Κάποια ζευγάρια χόρευαν, κάποιες παρέες μιλούσαν πάνω στα τραπέζια τους, κάποιοι καθόντουσαν και κοιτούσαν, κάποιοι απλά άκουγαν τη μουσική και σκέφτονταν τα δικά τους. Ήταν μια καλή εικόνα και μου άρεσε ο τρόπος που το σκαμπό μου γύριζε τόσο απαλά ωραία και στρωτά σε κάθε πρόσταγμα της μέσης μου. Το σκαμπό ήξερε. Και εγώ ακούγοντας το, έφερνα γύρες πάνω του. Τη μια φορά ρουφούσα το ποτό μου και μετά, τσουπ, έκανα μια στροφή και κοιτούσα τον κόσμο εκεί μέσα.

Ήταν τότε που περίμενα το δεύτερο ποτό που είχα παραγγείλει που εκείνη η ωραία κυρία ήρθε και κάθισε δίπλα μου. Στην αρχή ένιωσα άβολα, σχεδόν υποχρεωμένος να της ανοίξω κουβέντα αλλά αυτό δεν κράτησε πολύ, γιατί ήταν η κυρία εκείνη που με ρώτησε πρώτη:

«Καλά είναι εδώ, ε;»

Έφερα μια γύρα το σκαμπό μου για να βρεθώ στην ίδια οπτική πλευρά και της απάντησα πως ήταν καλά εδώ. 

«Ναι, είναι καλά εδώ», είχα πει χαρακτηριστικά.

«Έρχεσαι συχνά εδώ; Δε σε έχω ξαναδεί» ρώτησε καθώς με ένα νεύμα του χεριού της έδωσε στον μπάρμαν να καταλάβει το τι ποτό ήθελε να πιεί.

Ήταν η πρώτη φορά που ερχόμουν σε αυτό το μαγαζί και έτσι της είπα:

«Έχω έρθει κάμποσες φορές, ούτε εγώ σε έχω ξαναδεί». Μια τέτοια απάντηση είχε σαφές πλεονέκτημα: Θα την έκανε να αναρωτιέται πως έγινε και είχε περάσει απαρατήρητη και κυρίως πως δεν ήμουν και κανένας λιγούρης. Ήμουν αρνητικός με τους ανθρώπους, ήταν αλήθεια, δε τους είχα εμπιστοσύνη. Έπρεπε να τους αφήσεις να σε καταστρέψουν ή να σε αγαπήσουν για να καταλάβεις τι πραγματικά τρέχει με δαύτους, αλλά αυτό συνήθως έπαιρνε αρκετό καιρό και εγώ πλέον είχα πολύ λίγη υπομονή και ακόμη λιγότερο χρόνο για χάσιμο. Κάπως έτσι, είχα μάθει να παίρνω τις προφυλάξεις μου.

Ρούφηξα μια γουλιά από το ποτό μου, κοιτάζοντας τον μπάρμαν να φέρνει το δικό της, και μετά γύρισα το σκαμπό μου μια μισή στροφή για να κοιτάξω τον κόσμο που υπήρχε εκεί.

«Ωραίο αυτό το τραγούδι!» είπε αφήνοντας μια μελαγχολική νότα να βγει μέσα από τα ρουθούνια της. Έπαιζε ένα τραγούδι που δεν ήταν του γούστου μου. 

«Καλό είναι» της απάντησα.

Ήθελα να πιω ήρεμα και ωραία το ποτό μου. Βέβαια η αλήθεια ήταν πως γυναίκα είχα να δω εδώ και καιρό. Ίσως, βαθιά μέσα μου, γνώριζα πως ό,τι και να έλεγα, ό,τι και να έκανα, δεν θα είχα πολλές ελπίδες. Η τύπισσα πρέπει να ήταν επαγγελματίας του έρωτα ή πορτοφολού. Έπρεπε να είμαι προσεκτικός, να παίρνω τις προφυλάξεις μου όπως είπα. Έπρεπε να κάνω ένα βήμα κάθε φορά, κυρίως μέσα σε αυτή την περίοδο που διένυε η δήθεν σοφία μου. Δεν ήταν καιρός για έρωτες ή ατυχείς περιπέτειες. Θα έπινα ήρεμα και ωραία το ποτό μου και θα έφευγα από εκεί μέσα. Αυτό μόνο, τίποτε άλλο.

«Δε είσαι και ο πιο ομιλητικός τύπος που έχω γνωρίσει, ούτε καν στο μέσο όρο» μου είπε και άφησε να της ξεφύγει ένα γελάκι. Σήκωσε το ποτό της και ήπιε. Έμοιαζε να μη χολοσκά ιδιαίτερα που δεν της έδινα σημασία. «Δεν πειράζει, αν θέλεις να πεις κάτι τότε εδώ θα είμαι, θα κάθομαι δίπλα σου και θα ακούω όπως και εσύ μουσική βλέποντας τον κόσμο» πρόσθεσε και γύρισε και εκείνη το σκαμπό της με πλάτη προς την μπάρα.

Τώρα καθόμασταν και οι δύο και κοιτούσαμε πέρα. Που και που γυρίζαμε, τραβούσαμε μια γουλιά και μετά ξανά περιστροφή. Εμένα μου άρεσε να κάνω μια πλήρη περιστροφή με το σκαμπό, ενώ εκείνη προτιμούσε τα ημικύκλια. Έπρεπε να το παραδεχτώ, η κυρία είχε αρχίσει να μου εξάπτει την περιέργεια. Καθόμουν στα δεξιά της και μόλις εκείνη έστρεφε προς τα αριστερά το σκαμπό τότε εγώ ολοκλήρωνα τη δική μου αριστερόστροφη περιστροφή, κοιτάζοντας λαίμαργα την πλάτη, τα μαλλιά της, τον τρόπο που οι γλουτοί της είχαν ακουμπήσει πάνω στο σκληρό, ξύλινο σκαμπό. Μόλις βρισκόμασταν ξανά στην ευθεία, πάνω στην μπάρα, αποτραβούσα το βλέμμα μου και κοιτούσα το ποτό μου. Μόλις το ποτά τελείωναν, παραγγέλναμε νέα, μόλις πίναμε μια γουλιά, στριφογυρνούσαμε, μόλις άλλαζε η μουσική στριφογυρνούσαμε, μόλις εκείνη στριφογυρνούσε στο σκαμπό, γύρναγα και εγώ μαζί της. Δεν είχαμε ανταλλάξει την παραμικρή κουβέντα για ώρα αλλά ο τρόπος και ο συγχρονισμός που γυρνάγαμε στα σκαμπό ισοδυναμούσε με το να χορεύουμε μάγουλο με μάγουλο.

Κάποια στιγμή το κινητό της φωτίστηκε. Ένα μήνυμα είχε καταφτάσει. Την κοίταζα να πληκτρολογεί την απάντηση. Είχε όμορφα δάκτυλα. Άβαφα νύχια σχεδόν κοντά, λεπτά δάκτυλα, μακριά, φιδίσια. Δεκατέσσερις κλειδώσεις σε κάθε της παλάμη και όλες μαζί μια άρτια χορογραφία δακτυλογράφησης σε κινητό. Εικοσιοκτώ χορευτές μπροστά στα μάτια μου. Τι όμορφη που άρχισε να μοιάζει! Έβαλε το κινητό στην τσάντα της, φώναξε με τα μάτια της τον μπάρμαν και ζήτησε τον λογαριασμό. Του έδωσε τα χρήματα και περίμενε τα ρέστα. 

«Θα πάω σε ένα μπαράκι να βρω κάτι φίλους. Αν θέλεις να μιλήσεις, τότε η προσφορά μου ισχύει. Μπορώ να σου πω το σημείο να έρθεις να με βρεις ή να φύγουμε τώρα μαζί» μου είπε και είχε σηκωθεί όρθια, περνώντας τα λουράκια της τσάντας της στον ώμο. Παρατήρησα τα λουράκια έτσι όπως είχαν περικυκλώσει τη κλείδωση του βραχίονα της και πρόσεξα την κλείδα που οδηγούσε στο λαιμό της καθώς εκείνος ανέβαινε ψηλά και οδηγούσε στο όμορφο πρόσωπο της που είχε δυο ολοστρόγγυλα καστανά μάτια τα οποία έψαχναν κάποιου είδους απάντηση από εμένα.

Έκανα μια κίνηση να σηκωθώ, να πάω μαζί της. Δεν μπορούσα όμως. Κάτι έμοιαζε να με κρατά στάσιμο σαν πριν που δεν ήθελα να ξεπορτίσω από το σπίτι μου. Ένοιωσα ακριβώς το ίδιο πράγμα όπως τότε που ξεκίνησε αυτή η ιστορία. Ένα σχοινί να με τυλίγει μέρα με τη μέρα, περιορίζοντας τις κινήσεις μου, κάθε φορά και λίγο περισσότερο. Αυτή τη φορά όμως αυτό το ΚΑΤΙ δεν ήταν γέννημα της δικής μου ανασφάλειας αλλά ήταν κάτι υπαρκτό, αντικειμενικό και πέρα για πέρα μαλακισμένο και στατιστικά ακατόρθωτο. 

Το ένα κορδόνι από το παπούτσι μου είχε λυθεί και είχε κατορθώσει να τυλιχτεί γύρω από το σκαμπό, όση ώρα εγώ έφερνα σβούρες πάνω του. Δεν μπορούσα να κινήσω ούτε στο ελάχιστο το ένα μου πόδι. Η γυναίκα έστεκε εκεί, με τη φορεμένη στον ώμο της τσάντα, και εγώ καταλαβαίνοντας πως δεν μπορούσα να μετακινηθώ της είπα:

«Νομίζω πως θα κάτσω λίγο ακόμα εδώ»

Την είδα να ξεμακραίνει, να ανοίγει την πόρτα και να χάνεται. Συνέχισα να πίνω, να ακούω τη μουσική, να κοιτάζω τον κόσμο. Σταμάτησα να φέρνω σβούρες στο σκαμπό και μόλις ο κόσμος είχε αραιώσει, έβγαλα τον αναπτήρα μου και καψάλισα το κορδόνι μου για να απελευθερώσω το πόδι μου από το σκαμπό. Χαιρέτησα τον μπάρμαν με ένα νεύμα και άνοιξα την πόρτα να βγω έξω. Εκεί έξω. Στον παράξενα φτιαγμένο αυτό κόσμο.

Γύρισα το κλειδί στην πόρτα του σπιτιού μου, μπήκα μέσα χωρίς να ανάψω τα φώτα και σκουντουφλώντας πάνω σε διάφορες προεξοχές έφτασα ως το κρεβάτι μου. Ξάπλωσα με τα ρούχα και άρχισα να γδύνομαι κάτω από το σεντόνι, πετώντας τα ρούχα στο πάτωμα. Θα κοιμόμουν όμορφα και αύριο θα ξημέρωνε μια ομορφότερη ημέρα. Θα ξυπνούσα και θα ήταν η μέρα που θα έκοβα αυτό το σκοινί που είχε πάρει να με τυλίγει μέρα με τη μέρα. Η ζωή ήταν απλούστερη από το οτιδήποτε θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ.

Τρίτη 17 Απριλίου 2018

ΚΑΡΕΚΛΑ ΠΟΥ ΤΡΙΖΕΙ


Έβαλα ένα ποτό, πήρα τον υπολογιστή και βγήκα στο μπαλκόνι. Η ώρα ήταν δέκα το βράδυ. Βολεύτηκα σε μια καρέκλα, την οποία είχα καρφώσει, βιδώσει, κολλήσει πολλές φορές στον παρελθόν. Με είχε ρίξει κάτω τουλάχιστον πέντε φορές η ριμάδα αλλά δεν έλεγα να την σουτάρω κάπου, σε ένα μέρος που θα ήταν παράδεισος ή κόλαση για τις καρέκλες που άφηναν πλήρεις ημερών τον μάταιο τούτο κόσμο.
Ακούμπησα τον υπολογιστή στο τραπέζι και τον άνοιξα, ρούφηξα μια γουλιά από το ποτό μου και χάζεψα την κίνηση στο δρόμο για όση ώρα θα έπαιρνε να φορτώσει. Η κίνηση ήταν ένα μάτσο χάλια. Εκεί πέρα υπήρχαν οδηγοί που προσπαθούσαν να φτάσουν κάπου ή να φύγουν από κάπου. Αρκετοί από αυτούς πατούσαν την κόρνα, της έδιναν να καταλάβει για τα καλά. Οι κόρνες τον αυτοκινήτων έδειχνε πως δεν χαλούσαν ποτέ, σε αντίθεση με την καρέκλα μου που εδώ και χρόνια την είχα με μηχανική υποστήριξη.
Κοίταξα την οθόνη του υπολογιστή μου. Με κοίταξε και εκείνη, ήταν έτοιμη. Άνοιξα ένα αρχείο κειμένου και πληκτρολόγησα την ημερομηνία. Άπλωσα το χέρι μου και έπιασα το ποτό μου. Ένοιωσα πως αυτή η νύχτα ήταν δική μου. Παντοτινά. Γνώριζα βέβαια πως καμιά νύχτα δε μπορούσε να γίνει ολότελα ούτε δική μου, ούτε κανενός. Οι νύχτες ερχόντουσαν και φεύγαν, γι’ αυτό και δεν ανήκαν ολότελα σε κανέναν. Οι νύχτες έμοιαζε να γνωρίζουν τα πράγματα και φρόντιζαν να ρυθμίζουν κατάλληλα τις ισορροπίες. Ρούφηξα μια μικρή γουλιά, τέντωσα τα δάκτυλα μου και τα τοποθέτησα πάνω στο πληκτρολόγιο για να ξεκινήσω μια ιστορία.
Έγραψα την πρώτη παράγραφο δίχως να έχω ιδέα που πρέπει να το πάω. Έτσι ήταν καλύτερα πάντα.  Ήταν όμως εκείνη ακριβώς η στιγμή που ένας γείτονας βγήκε στο μπαλκόνι του και άρχισε να μιλάει στο κινητό του για τη δουλειά. Μετά κάτι άρχισα να μυρίζω κάτι. Ένας άλλος γείτονας είχε μόλις ανάψει κάρβουνα στο κάτω μπαλκόνι. Οι μεγάλοι συγγραφείς δεν είχαν ποτέ τέτοιου είδους εμπόδια. Γαμώτο! Οι μεγάλοι συγγραφείς δεν χρειαζόντουσαν τις κατάλληλες συνθήκες. Το γνώριζα. Αν υπήρχε κάτι να γραφτεί τότε αυτό γραφόταν. Προσπάθησα να συγκεντρωθώ. Άναψα ένα τσιγάρο, διώχνοντας ταυτόχρονα ένα κουνούπι που είχε προσγειωθεί στο κούτελο μου. Η απότομη κίνηση που έκανα, είχε ως αποτέλεσμα να τρίξει η καρέκλα. Δε θα την άφηνα την κακούργα να πεθάνει. Βολευόμουν μια χαρά πάνω της. Ξανά και ξανά. Δε θα την άφηνα έτσι, έπρεπε όμως να είμαι κάπως προσεκτικός γιατί πλέον δεν μου ήταν και πολύ εύκολες οι πτώσεις, ακόμα και από μόλις πενήντα εκατοστά.
Το φως στη βεράντα ήταν ανοιχτό. Σηκώθηκα και το έκλεισα. Ξανακάθισα. Αποτελείωσα το ποτό μου κοιτάζοντας από την σκοτεινή μου βεράντα τα κόκκινα φώτα τον αυτοκινήτων να αναβοσβήνουν στα φανάρια. Οι κόρνες ανακατεύονταν με την κάπνα και τις επαγγελματικές βλέψεις του τύπου που πλέον σχεδόν ξεφώνιζε μέσα στη μικρή τρυπούλα του μικροφώνου του κινητού του τηλεφώνου. Η νύχτα έστεκε εκεί. Προφανώς μας παρατηρούσε και σκεφτόταν πολύ σοβαρά να ξημερώσει, να φύγει, να πάει άλλου. Δεν έφευγε όμως. Έστεκε εκεί, σαν όλους μας. Ο καθένας μας είχε μια διαφορετική ιστορία κατά νου και αυτό που μας έδενε ήταν πως στην ουσία κανένας μας δεν ήξερε τη συνέχεια της. Ακόμα και οι οδηγοί που παρότι γνώριζαν με ακρίβεια το σημείο του προορισμού τους, δεν είχαν την παραμικρή ιδέα τι επρόκειτο να συμβεί από εκεί και πέρα.
Σηκώθηκα, η καρέκλα έτριξε, ο γείτονας του κάτω ορόφου έριξε τις μπριζόλες στην ψησταριά. Θα έβαζα άλλο ένα ποτό. Θα έβγαινα ξανά έξω. Θα κοιτούσα τη νύχτα να μετρά αντίστροφα, τη νύχτα να λιγοστεύει την κίνηση στους δρόμους, τα κόκκινα φώτα στα πισινά των οχημάτων να αραιώνουν τις αποστάσεις τους, την κάπνα να εξαγνίζει την πείνα και το χόρτασμα να κλείνει τα παντζούρια. Θα άκουγα τον γείτονα να μένει από μπαταρία, να σιχτιρίζει και να κλείνει την μπαλκονόπορτα. Θα καθόμουν ξανά, ελπίζοντας να με άντεχε ξανά η καρέκλα. Θα κοιτούσα τον υπολογιστή και εκείνη τη μία και μοναδική παράγραφο να στέκει σε φόντο λευκό. Τόσο λευκό που δε γινόταν να μη κυριαρχήσει σε εκείνες τις λίγες λέξεις.
Τοποθέτησα τον κέρσορα στην αρχή της παραγράφου και πίεσα το DEL εως ότου μείνει ολόλευκη η οθόνη. Τώρα έμοιαζε σα να είχα φάει την ψημένη μου μπριζόλα, σα να είχα κανονίσει τις εκκρεμότητες της αυριανής ημέρας στη δουλειά, σα να είχα φτάσει στον προορισμό μου και είχα μόλις σβήσει τον κινητήρα. Τώρα όλα έμοιαζαν να βολεύονται στη σωστή τους θέση. Κατέβασα την οθόνη του υπολογιστή, κερδίζοντας λίγα τετραγωνικά εκατοστά θέας στη νύχτα.
Τώρα ήταν η σωστή στιγμή. Τώρα που όλα σώπαιναν, δεν μπορούσα να νιώσω λιγότερο τυχερός που σώπασα και εγώ. Που καμιά μούσα δεν ήρθε. Που τίποτε έμοιαζε να μη κλωτσάει την μπάλα προς το μέλλον.
Η νύχτα έστεκε εκεί και ήταν τόσο παράδοξα γλυκό να την παρατηρώ να πλαταίνει που για μια στιγμή ένοιωσα τόσο λαμπρά ωραία, σχεδόν όσο θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ.
Η καρέκλα έτριξε και πάλι.
Κατέβασα το χέρι μου και χάιδεψα το φθαρμένο της σκαρί.
Καλά κρατούσαμε και οι δυο. Ο ένας στήριζε τον άλλο.

Δευτέρα 12 Φεβρουαρίου 2018

ΠΕΝΤΕ ΛΕΠΤΑ ΠΡΙΝ

Έτυχε κάποτε να τον γνωρίσω σε ένα μαγαζί που είχε ανοίξει στη γειτονιά και έπαιζε acid jazz. Στη γειτονιά δεν άρεσε και πολύ αυτή η μουσική, κρίνοντας από τους ρυθμούς που πηγαινοερχόταν οι αστυνομικοί, αλλά εμένα και του τύπου που εκείνη τη μέρα γνώρισα, μας πήγαινε γάντι. 
Ήταν γύρω στα σαράντα, αξύριστος τριών ημερών, με μεγάλα λαμπερά μάτια και ρούχα που έδειχναν να μη βολεύονται πάνω του, όποια στάση και να έπαιρνε το σώμα του.
Καθόμασταν και ρουφούσαμε τα ποτά μας ήρεμα και ωραία, όλα έμοιαζαν να τσουλάνε και ήταν Παρασκευή. Είχαμε πάει μόνοι μας για ένα ποτό πριν τον ύπνο και το μόνο που θέλαμε ήταν αυτό. Να ακούσουμε λίγη μουσική, κοιτάζοντας τον κόσμο να πηγαινοέρχεται και να αφήσουμε γλυκά την ώρα να περάσει από πάνω μας. 
Κάποια στιγμή με πλησίασε και μου άνοιξε κουβέντα. Δεν ήταν φορτικός, ούτε μιλούσε πολύ, ούτε ρωτούσε πολλά. Οι προτάσεις του ήταν κοφτές και ήξερε να βάζει τελεία και να φτιάχνει παραγράφους που η μια στοιχιζόταν κάτω από την άλλη με ένα στέρεο τρόπο. 
Με το τρίτο ποτό μου είπε πως πίστευε πως οποιοδήποτε πλεονέκτημα και να έχει κάποιος, μπορεί να μεταστραφεί σε μειονέκτημα που οδηγεί σε χειρότερο αποτέλεσμα από αυτό που θα προέκυπτε αν δεν υπήρχε αυτό το πλεονέκτημα εξαρχής.
Μου το είχε πει αρκετά περιεκτικά, κάπως έτσι:
"Η υπεροχή προκύπτει σα τη θεωρείς ως κάτι το φυσιολογικό και όχι ως κάτι που σου δίνει συγκριτικό πλεονέκτημα".
Μη καταλαβαίνοντας τι εννοούσε τον παρακάλεσα να μου το κάνει σε κερματάκια. 
Κοίταξε πρώτα προσεκτικά τριγύρω, μη τύχει και κανείς προσέξει την κουβέντα που θα μου έλεγε, και μετά είπε:
"Γεννήθηκα με την ικανότητα να μπορώ να δω τι θα συμβεί τα επόμενα πέντε λεπτά. Ακριβώς πέντε λεπτά, με το ρολόι. Για πολλά χρόνια στηρίχθηκα πάνω σε αυτή μου την ικανότητα. Μπόρεσα να αποφύγω αρκετά ατυχήματα με το αμάξι μου και δεν έχω φάει χυλόπιτα από γυναίκα στη ζωή μου γιατί ήξερα ακριβώς τι θα μου απαντούσε αν πήγαινα να τη γνωρίσω. Στα χαρτιά δεν υπήρχε περίπτωση να χάσω ποτέ και η αλήθεια είναι πως από εκεί έχει προκύψει το εισόδημα μου, ενώ δε με έχουν συλλάβει ποτέ γιατί μπορούσα να προβλέψω αυτά τα ρυμάδια τα πέντε λεπτά". 
Ξεφύσηξε και σήκωσε το χέρι για να παραγγείλει, ξανακοίταξε τριγύρω και μετά έσκυψε και πάλι προς τη μεριά μου για να συνεχίσει.
"Ξέρεις όμως κάτι; Και έτσι τίποτα δε γίνεται. Πέντε μόλις λεπτά δε σου λένε όλη την ιστορία. Για παράδειγμα δεν μπορούσα ποτέ να κερδίσω σε ένα διαγωνισμό λόττο γιατί από την λήξη υποβολής του δελτίου ως την κλήρωση μεσολαβούσε ακριβώς μισή ώρα. Δε μπορούσα να γνωρίζω αν η γυναίκα που παντρεύτηκα θα με έκανε ευτυχισμένο ακόμα και μετά από είκοσι, τριάντα ή σαράντα χρόνια. Δεν είχα την παραμικρή ιδέα του πότε θα πεθάνω και το μόνιμο άγχος μου τον τελευταίο καιρό είναι μη τύχει και προβλέψω το τελευταίο μου πεντάλεπτο. Με λίγα λόγια, προσκολλήθηκα τόσο σε αυτή την ικανότητα που αφέθηκα να με καθοδηγεί. Τώρα πλέον νιώθω τελείως ανίκανος να ζήσω μια φυσιολογική ζωή. Το μόνο που κάνω είναι να ζω πέντε λεπτά μπροστά από όλους τους υπόλοιπους και πίστεψε με δεν είναι ιδιαίτερα ευχάριστο".
Έγειρε πίσω στο σκαμπό και και άρχισε να κουνάει τη μέση του στο ρυθμό που έπαιζε. 
Είχα μείνει στην ίδια θέση με πριν και δεν μπορούσα να πιστέψω αυτά που είχα ακούσει. 
Πλησίασε και πάλι το πρόσωπο του στο αυτί μου και πρόσθεσε:
"Το να βρίσκεσαι μόλις πέντε λεπτά μπροστά είναι σα να κρατάς τσίλιες έξω από τον παράδεισο. Τόσο κοντά στο να απαντηθούν όλα σου τα ερωτηματικά αλλά τελικά τόσο μακριά από αυτή την προοπτική, δεν ξέρω αν με καταλαβαίνεις"
Μάλλον καταλαβαίνω τώρα. Τότε δεν μπορούσα να καταλάβω αλλά δε του το είπα. Του χαμογέλασα μόνο και τον ρώτησα τι θα συμβεί αν εκείνη τη στιγμή βγαίναμε από το μπαράκι χωρίς να πληρώσουμε τα ποτά μας.
"Τίποτα" μου είχε απαντήσει. "Κανείς δε θα το πάρει είδηση γιατί σε δύο λεπτά θα έρθει η αστυνομία να τους κάνει παρατήρηση για την ένταση του ήχου"
Τελειώσαμε τότε τα ποτά μας και φάγαμε λίγα φιστίκια που είχαν απομείνει. Πληρώσαμε κανονικά και βγήκαμε έξω. Είδαμε την αστυνομία να πλησιάζει και να παρκάρει έξω από το μαγαζί. Τον κοίταξα και δε το πίστευα. 
Ο αστυνόμος μας σταμάτησε και ρώτησε αν είμαστε εμείς που τον φωνάξαμε.
Πριν προλάβω να του απαντήσω όχι, με πρόλαβε λέγοντας:
"Ναι, πήρα τηλέφωνο για εκείνο τον καβγά στον τρίτο όροφο. Άκουσα πως την απειλεί πως κρατάει μαχαίρι και δεν αντέχει να είναι κερατάς"
Βλέποντας τον αστυνόμο να τρέχει στην είσοδο της διπλανής πολυκατοικίας, γύρισα και τον κοίταξα με απορία.
"Αλήθεια σου λέω, θα το διαβάσεις αύριο. Τελικά δε πρόλαβε ο αστυνόμος"
Χαιρετηθήκαμε και χωρίσαμε. Δεν ξέρω γιατί αλλά η ζωή μου έγινε λίγο διαφορετική μετά από αυτή τη γνωριμία μου.
Αυτά λοιπόν.
Καλό βράδυ.
Για τα επόμενα πέντε λεπτά τουλάχιστον.

Κυριακή 7 Ιανουαρίου 2018

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΤΗΣ ΠΗΓΑΙΝΕ ΠΟΛΥ!

Είδα μια αφίσα,
σε στύλο του ΟΤΕ,
καρφωμένη.
Ήταν από ένα γραφείο
τελετών
Φυσούσε και η αφίσα χόρευε,
έως ότου αποκολληθεί,
τελείως.
Όποιος είχε πεθάνει,

(Δεν πρόλαβα να διαβάσω το όνομα του)

τώρα ταξίδευε στον άνεμο.
Και δεν ήξερα τελικά τι από όλα ήταν το χειρότερο:
Που εγώ δεν έμαθα ποιός ήταν ο μακαρίτης;
Που ο μακαρίτης δεν έκανε γνωστό το θάνατο του;
Ή που στο γραφείο τελετών την επόμενη ημέρα θα ερχόταν η γυναίκα του;
Φωνάζοντας πως κανένας δε πήγε στην κηδεία.
Και την φαντάζομαι να κλαίει τώρα.
Να ουρλιάζει για το μεγάλο της χαμό.
Και εγώ σκέφτομαι πως
καλύτερα δεν ήταν που αυτή τη στιγμή μόνη έμεινε μαζί του;
Τις τελευταίες τους στιγμές.
Αν τον είχε κάποτε της αγαπήσει,
πιότερο αυτό θα προτιμούσε.
Έναν άνεμο να πετάξει μακριά το κηδειόχαρτο αυτό,
μόνη μαζί του να μείνει στην κηδεία.
Αλλά αυτή δεν το ήθελε καθόλου αυτό.
Δεν τον άντεχε ούτε για μια ακόμη μέρα.
Ακόμα και έτσι ακίνητο εκεί κάτω,
θαμμένο,
για τα καλά.
Ίσως γι' αυτό αποφάσισε,
να τον σκοτώσει.
Είχε όμως πρώτα αποφασίσει ποιο
γραφείο κηδειών να επιλέξει.
Και τώρα να,
Που έπρεπε μόνη της να περάσει,
να τον χαιρετήσει.
Τι άβολη στιγμή αλήθεια!
Και εγώ αφού δεν έμαθα ποιος ήταν ο μακαρίτης,
δεν γνώριζα ούτε τη γυναίκα του,
ούτε το γραφείο κηδειών που αυτή είχε διαλέξει.
Και έστεκα εκεί,
μπροστά στο στύλο του ΟΤΕ.
Και φύσαγε του κερατά εκείνη την ημέρα.
Πήρε όλες τις πινακίδες των καταστημάτων
όλους τους κάδους απορριμάτων
και εκείνο το κουρελόχαρτο του άγνωστου μακαρίτη.
Όλα μπήκαν στη θέση τους την επόμενη ημέρα.
Όλα εκτός του χαρτιού.
Εκείνο θα ταξίδευε ίσως σαν τιμωρία,
ψάχνοντας την εκδίκηση της.
Όχι από τη χήρα,
αλλά από το γραφείο.
Που με την ερασιτεχνία του τον άφησε,
για μία μέρα ακόμα μοναχό μαζί της.

Τρίτη 31 Οκτωβρίου 2017

ΨΑΧΝΩ ΓΙΑ ΜΙΑ ΑΜΜΟΥΔΙΑ



Ήταν μια τυπική ημέρα για εμένα. Περπατούσα απομεσήμερο μέσα στην έρημο όπως κάθε ημέρα έκανα για να πάω από τον ένα λόφο στον άλλο, φροντίζοντας να αρμέγω νερό από κακτοειδείς σχηματισμούς που φύτρωναν μέσα στην άμμο, συντηρώντας έτσι κάπως την ύπαρξη μου.
Στο ενδιάμεσο, από τον ένα λόφο στον άλλο, έκανα ευχές για ένα καλύτερο μέλλον. Και αν εσείς δεν πιστεύετε στα θαύματα, εγώ τότε πίστευα και μάλιστα πολύ.
Κάπως έτσι, κάποιο μεσημέρι, βρήκα ένα περίεργο σχηματισμό στο έδαφος που αρχικά θεώρησα πως έπρεπε να στύψω για να βγάλει λίγο νερό για να πιώ. Μόλις ξεκίνησα να τον ζουμπάω εκείνος εκεί ο παράξενος σχηματισμός στο έδαφος φώναξε:
"Ει, δεν ξέρω τι μου κάνεις τώρα, δεν έχω μάτια για να δω αλλά πολύ μου αρέσει, συνέχισε λίγο πιο γρήγορα σε παρακαλώ"
Και τότε τρόμαξα και άφησα τον σχηματισμό από τα χέρια μου. Ίσως είχε έρθει η ώρα μου. Ίσως ο ήλιος είχε κάνει τη δουλειά του και μου είχε καψαλίσει κάθε εγκεφαλικό μου κύτταρο.
"Εντάξει, καταλαβαίνω πως προχωράω πολύ γρήγορα" μου είπε. Και συνέχισε:
"Για τη χαρά που μου πρόσφερε το άγγιγμα σου θα σε αφήσω να κάνεις μια ευχή"
Και για να είμαι σωστός εγώ σκέφτηκα πολλά για αρχή. Κοτόπουλα στη σούβλα, πηγές με δροσερά νερά και μέλια να τρέχουν ποτάμια μέσα στο στόμα μου. Μετά όμως ήρθε ο λογικός μου εαυτός και με σταμάτησε από το να εξωτερικεύσω κάποια τέτοια ευχή.
"Αυτή είναι η ευκαιρία της ζωής σου δικέ μου, μη τη σπαταλίσεις για ένα ποτήρι νερό. Αν κάτι ήθελες να γίνεις κάποτε, τώρα είναι η ευκαιρία σου. Όλα ή τίποτα" και μετά το σκασμένο που είχα για εαυτό, εξαφανίστηκε σαν αχνός στην παγωνιά.
Μετρήθηκα για λίγο μέσα μου και αφού ο παράξενος σχηματισμός στο έδαφος κρεμάστηκε αρκετά από τα χείλι μου, του είπα.
"Θέλω πια να μην αναμετριέμαι με τον χρόνο. Θέλω το χρόνο σύμμαχο μου, μέσα του να μπορώ να περιφέρομαι δίχως φόβο. Θέλω να μη φοβάμαι να πεθάνω. Θέλω να μη θέλω. Θέλω απλά να περιφέρομαι ευτυχισμένος, δίχως κανένα σκοπό"
...
Τώρα που σας μιλάω είμαι ένας κόκκος άμμου. Έτσι με έφτιαξε μετά από λίγο εκείνος ο παράξενος σχηματισμός. Και για να μη νομίζετε πως αυτό ήταν κατάρα, θα πρέπει να σας ενημερώσω πως είμαι τώρα ευτυχής. Είμαι ένας κόκκος άμμου μέσα σε μια κλεψύδρα. Μετρώ τον χρόνο αλλά για μένα χρόνος δεν υπάρχει. Και δεν το θέλω. Είμαι ευτυχής ως κόκκος και γλιστράω πάντα προς τα κάτω, αφήνοντας τους άλλους να κάνουν τη σκληρή δουλειά: Να σηκώνουν αυτή την κλεψύδρα από ανάγκη να μετρήσουν χρονικά το κάθε τι. Εγώ μόνο γλιστράω δίχως καμιά απολύτως προσπάθεια. Αν έχετε την παραμικρή απορία για το μέγεθος της ευτυχίας μου τότε δεν έχετε παρά να γίνετε και εσείς κόκκοι άμμου μέσα στην κλεψύδρα μου. Έτσι θα μπορώ να σας τα εξηγήσω όλα από την αρχή.

Πέμπτη 26 Οκτωβρίου 2017

Ο ΕΠΟΜΕΝΟΣ ΠΑΡΑΚΑΛΩ!


Στάθηκε μπροστά του. Είχε έρθει η ώρα. Είχε τινάξει τα πέταλα και τώρα ο κύριος μπροστά του λογάριαζε το που πρέπει να πάει ο καθένας που υπήρχε στην ουρά.
"Καλημέρα κύριε!" είπε χαρούμενα ο ταξιθέτης του σύμπαντος.
"Καλημέρα" αντιγύρισε τυπικά εκείνος και αναρωτήθηκε για την ευχή, καθότι δε φαινόταν ούτε μέρα μα ούτε νύχτα.
"Λοιπόν, ας ξεκινήσουμε από τα βασικά" και πρόσθεσε με ύφος χαρωπό σα να βρισκόταν σε κάποια ευχάριστη περίσταση.
"Πιστεύετε πως ήσασταν ένας καλός άνθρωπος;" 
"Σε γενικές γραμμές πιστεύω πως ναι, αλλά πάλι... εσείς είστε ο ειδικός" απάντησε γυμνός μπροστά του τουρτουρίζοντας παρότι νεκρός.
"Τις δέκα εντολές τις γνωρίζατε;"
"Θα έλεγα πως τις ακολουθούσα ως κοινή λογική, αρκετά πριν μάθω γι'αυτές"
"Πολύ ωραία. Πάρα πολύ ωραία. Νομίζω πως θα τα πάτε μια χαρά. Μόνο μια τελευταία ερώτηση"
"Πείτε μου" του αποκρίθηκε εκείνος.
"Πεθάνατε αυτοκτονώντας ή μήπως από άλλο αίτιο;"
"Από όσο θυμάμαι πρέπει να πέθανα από κάποια μοντέρνα ασθένεια που ακόμα δεν έχει βρει το φάρμακο της"
"Καλό είναι αυτό" του είπε ο ταξιθέτης.
"Βρίσκεται; Εγώ κάπως αλλιώς το θυμάμαι"
"Εννοώ πως καλό είναι που δε θέλατε να αυτοκτονήσετε"
"Μα δεν είπα κάτι τέτοιο"
Και γουρλώνοντας τα μάτια και ισιάζοντας το χαμόγελο ο ταξιθέτης του σύμπαντος τον ρώτησε:
"Δηλαδή είχατε κάποτε σκεφτεί να αυτοκτονήσετε;"
"Μμμμ, θα έλεγα πως σε γενικές γραμμές μου είχε περάσει από το μυαλό"
"Αυτό λοιπόν δεν είναι καλό. Αυτό αλλάζει κάπως τα πράγματα"
"Όμως δεν αυτοκτόνησα", είπε ο κύριος, προσθέτοντας. "Έμεινα εκεί και το πάλεψα"
"Ναι...φυσικά και μπράβο σας γι'αυτό. Αλλά κάποτε σκεφτήκατε να αυτοκτονήσετε γεγονός που δείχνει πως σε κάποια στιγμή χάσατε την πίστη σας. Έχω άδικο;"
"Ναι. Θα συμφωνήσω, την είχα χάσει αλλά την ξαναβρήκα. Είχα απλά μια κακή στιγμή, τόσο σημαντικό είναι αυτό;"
"Μόνο οι καλύτερο μπορούν να μπουν εδώ. Προσπαθούμε να πάρουμε την αφρόκρεμα"
"Και η αφρόκρεμα αποτελείται από ανθρώπους που ποτέ τους δεν σκέφτηκαν να θέσουν τέρμα στη ζωή τους;"
"Ακριβώς. Ούτε για μια τόση δά στιγμή" είπε ο ταξιθέτης.
"Και αν κάποιος δε σκέφτηκε ποτέ να αυτοκτονήσει γιατί απλά πάντα μπορούσε να γαμάει τις ζωές των άλλων που αυτοκτονούσαν;" του αποκρίθηκε.
"Σύμφωνα με το εγχειρίδιο που έχουμε κάτι τέτοιο δεν αποτελεί παράπτωμα"
"Μα πως γίνεται αυτό. Κάποιος που ζει σε βάρος των άλλων δε μπορεί... κάποια από τις δέκα εντολές θα έχει παραβιάσει!" αποκρίθηκε κάπως έντονα ο κύριος στην ουρά.
Ο κόσμος πίσω του θα έπρεπε να αρχίσει να δυσανασχετεί από την καθυστέρηση που υπήρχε στην εξέλιξη των πραγμάτων. Όμως κανένας δε δυσανασχετούσε, παρά περίμενε, ακούγοντας προσεκτικά κάθε τι που λεγόταν.
"Αυτό είναι σωστό που λέτε. Αλλά όπως γνωρίζετε κάποιος μπορεί να σας φέρει σε δύσκολη θέση δίχως απαραίτητα να πάει με τη γυναίκα σας, να μπει στο σπίτι σας για να κλέψει από το συρτάρι ή να σας σκοτώσει. Υπάρχουν πάρα πολλοί τρόποι για να σας φέρει σε δύσκολη θέση κανείς. Δε συμφωνείτε;"
Ο κύριος το σκέφτηκε για λίγο και πρόσθεσε:
"Αν αυτός που δε σκέφτηκε ποτέ να αυτοκτονήσει, το έκανε μόνο και μόνο από καθαρή τύχη, γιατί όλα του ήρθαν πρίμα, ή ακόμα χειρότερα γιατί είχε την ικανότητα να επιζεί πατώντας πάνω σε άλλους δίχως ο ίδιος να φαίνεται πως τους πατά; Τι γίνεται σε αυτές τις περιπτώσεις;"
"Ξέρετε κάνουμε αυτή τη δουλειά εδώ και πολλούς αιώνες! Και την κάνουμε καλά. Και ξέρετε για ποιόν λόγο την κάνουμε καλά; Έχουμε λίγους νόμους, λίγους και αυστηρούς. Και με βάση αυτούς τους νόμους μπορούμε να κρίνουμε. Τελεία και παύλα."
"Και τι κάνετε με όλες αυτές τις ευαίσθητες ψυχές; Με αυτούς που δεν έκαναν κακό κανένα, ούτε για τις δέκα εντολές, ούτε γενικά. Τι κάνετε για εκείνους που το πάλεψαν και έπεσαν απότομα χαμηλά. Τι τους λέτε;"
Και ο ταξιθέτης τότε είπε:
"Ο επόμενος παρακαλώ"



Τετάρτη 18 Οκτωβρίου 2017

ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΠΡΑΓΜΑ ΠΟΥ ΕΙΔΕ



Καθόμουν στο συνηθισμένο φανάρι. Αγνάντευα να πέσει κανά τάλαρο από τους οδηγούς των αυτοκινήτων και η ώρα ήταν περασμένα μεσάνυχτα. Ήταν Οκτώβρης και το κρύο ακόμα δεν είχε φανεί, έτσι μπορούσα και εγώ να κινούμαι με σχετική άνεση, δίχως να χρειάζεται να χολοσκάω για το πώς θα την περάσω τη νύχτα. Όπου έβρισκα κοιμόμουν και όποτε η κοιλιά γουργούριζε πήγαινα στο φανάρι και όλο και κάτι μάζευα.

Κοιτούσα τα σπίτια θυμάμαι και αναλογιζόμουν αυτό που αναλογιζόμουν πολύ συχνά: «Πόσο τυχεροί θα έπρεπε να είναι οι άνθρωποι που ζούσαν μέσα τους». Βέβαια, με τα χρόνια είχα αναπτύξει μια τεχνική που εμπόδιζε την απογοήτευση να περάσει το κατώφλι μου. Εγώ εξάλλου ήμουν ελεύθερος. Έκανα ό,τι μου κάπνιζε. Είχα μάθει να ζω έτσι και ενώ κάποιες μέρες ήταν κάπως σκληρές μαζί μου, κάποιες άλλες ερχόντουσαν και με αποζημίωναν.
Οι περισσότερες όμως ήταν ένα μάτσο σκατά αλλά μη δίνετε σημασία.

Οι νύχτες μου έμοιαζαν με μια βουτιά σε βόθρο. Έως τότε, έως εκείνη εκεί τη νύχτα του Οκτώβρη που έτυχε να είμαι εκεί και να το δω.

Καθώς ήταν περασμένα μεσάνυχτα, στο δρόμο δεν είχε και μεγάλη κίνηση και για κακή μου τύχη δεν μπορούσα να σταυρώσω ούτε το μικρότερο κέρμα. Είχε όμως ησυχία. Απολαυστική ακόμα και για μένα. Την ησυχία αυτή ήρθε να ταράξει μια φασαρία περίεργη που ακουγόταν από την πολυκατοικία που ήταν στον κάθετο δρόμο από το φανάρι που στεκόμουν. Άνθρωποι μιλούσαν φωνάζοντας ο ένας στον άλλο. Και αυτό κράτησε αρκετή ώρα γιατί κάθισα ώρα στο φανάρι και η φασαρία εξακολουθούσε στην ίδια ένταση.
Καθότι το φανάρι δεν είχε κίνηση και εγώ δε μπορούσα να σταυρώσω ούτε σέντ, πήγα και στάθηκα έξω από την πολυκατοικία και κοιτούσα. Έτσι. Δίχως να έχω κάτι το ιδιαίτερο στο μυαλό μου. Απλά να περάσει άλλη μια νύχτα. Τότε λοιπόν είδα να κατεβαίνει κόσμος, με πυτζάμες και σώβρακα τυλιγμένος και να συζητάνε έντονα λέγοντας για αυτή τη φασαρία η οποία προφανώς τους είχε ξυπνήσει με τον πιο άγαρμπο τρόπο. Αφού είχαν μαζευτεί όλοι στην πυλωτή –ΘΕΕ ΜΟΥ ΈΜΟΙΑΖΑΝ ΤΟΣΟ ΠΟΛΥ ΑΓΑΝΑΚΤΙΣΜΕΝΟΙ ΠΟΥ ΚΑΛΑ ΕΚΑΝΑ ΚΑΙ ΔΕΝ ΕΧΩ ΚΑΙ ΕΓΩ ΕΝΑ ΣΠΙΤΙ. Έτσι σκέφτηκα ο δόλιος εκείνη τη στιγμή. Τα μάτια τους ήταν θολωμένα και τα στόματα τους σφιγμένα. Και όλοι τους είχαν αποφασίσει να βρούν εκείνον εκεί που έκανε όλη αυτή τη φασαρία μαύρα μεσάνυχτα Οκτώβρη.

Μόνο ένας έλειπε από τη συγκέντρωση. Και οι συζητήσεις όλες, μαζί με τους ενοίκους οδήγησαν έξω από την πόρτα του. Τους έβλεπα να μπουκάρουν στο κλιμακοστάσιο με τις φλέβες τεντωμένες στο λαιμό τους και ήξερα πως αυτή η εξέλιξη καλό τέλος δε θα είχε. Περίμενα και περίμενα.

Είδα την αστυνομία να μπαίνει στην πολυκατοικία.

Μετά είδα ένα νυσταγμένο κλειδαρά με την επωνυμία της εταιρίας του να είναι τυπωμένη πάνω στην τσάντα με τα εργαλεία.

Στο τέλος είδα ένα ασθενοφόρο να σκεπάζει με τα μπλε του φώτα την πόλη. Να φρενάρει απότομα και τους νοσοκόμους μαζί με το φορείο να βγαίνουν έξω από την συρόμενη του πόρτα για να μπουν στην πυλωτή.

Φαντάστηκα πως μόλις ο κλειδαράς, κατόπιν εντάλματος της αστυνομίας, ανοίξει την πόρτα τότε όλοι οι ένοικοι του κτιρίου που είχαν ξυπνήσει όπως όπως, θα χυμούσαν πάνω στον συγκάτοικο τους, και θα τον έφτιαχναν αγνώριστο.

Δεν έγινε όμως έτσι.

Η πραγματικότητα ήταν λίγο διαφορετική και αυτό το άκουσα από τους αστυνομικούς που μετά από ώρα βγήκαν από την πολυκατοικία και είχαν σκάσει στα γέλια, έτσι όπως ακολουθούσαν το φορείο με τον πεθαμένο πάνω του.

Ήταν παράξενη σκηνή ακόμα και για έναν άνθρωπο που έχει μάθει να τρώει λιχουδιές από τους κάδους σκουπιδιών και τις κρύες νύχτες να βουτάει μέσα στους κάδους ανακύκλωσης για να ζεσταθεί από το χαρτόνι.

«Μα που πήγε και το πέτυχε ο άτιμος!» έλεγε ο μπάτσος που προχωρούσε μπροστά και γυρνώντας στον άλλο πίσω του θα πρόσθετε:
«Μα από όλο αυτόν τον πισινό η φωνή στο τηλεκοντρόλ βρήκε να πατηθεί!»

Και δώστου γέλια και χαρές, ενώ οι τραυματιοφορείς γυρνούσαν και τους κοιτούσαν περίεργα.
Ο κλειδαράς όμως σοβαρός. Ρωτούσε όλη την ώρα από ποιόν θα πληρωθεί. Και οι ένοικοι δεν γνώριζαν γιατί η διάρρηξη είχε γίνει κατόπιν εισαγγελικής παρέμβασης και κανείς δεν ήταν ο ιδιοκτήτης του διαμερίσματος που είχε ανοίξει την πόρτα.

Ο ιδιοκτήτης βρισκόταν ξαπλωμένος στο φορείο και ίσως φαντάζονταν τη συνέχεια από την εκπομπή που έβλεπε όταν έπαθε καρδιακή προσβολή καθώς πήγαινε να καθίσει στον καναπέ του, ενώ είχε πάει στην κουζίνα να φέρει ένα σακουλάκι με πατατάκια και μια μπύρα.
Άντε τώρα να έβρισκε άκρη με τον πεθαμένο. 80 ευρώ ακριβώς και ξύπνησε μέσα στα άγρια μεσάνυχτα!

Και βγαίνοντας από την πολυκατοικία με το βαλιτσάκι του στο χέρι που πάνω του έγραφε τη φίρμα της εταιρίας που δούλευε, ο κλειδαράς σκέφτηκε το εξής, σχεδόν σα να το ψιθύρισε καθώς εγώ στεκόμουν έξω από τη μάντρα και κοιτούσα:

«Μα τόσος πισινός, πάνω στο κουμπί της φωνής του τηλεκοντρόλ βρήκε να τον ντανιάσει!»
Και κοιτάζοντας το φορείο να χάνεται μέσα στο όχημα του ΕΚΑΒ, τους νοσοκόμους να ξεφυσάνε γιατί ο μακαρίτης τα είχε τα κιλά του, τους αστυνομικούς να έχουν αγκαλιαστεί και να έχουν ξεκαρδιστεί, τους ενοίκους να χώνουν τις πυτζάμες τους μέσα στο ασανσέρ και τον κλειδαρά να χτυπάει κουδούνια για να ρωτήσει ποιος είναι ο εισαγγελέας και ποιος ο διαχειριστής, εγώ απομακρύνθηκα και πήγα να ξαπλώσω στην εσοχή του ισόγειου που υπήρχε παραδίπλα.

Καθώς τηλεόραση δεν είχα, πιο ήσυχα κάποτε θα έφευγα.

Αυτό μου έδινε μια ανάσα αισιοδοξίας έτσι ώστε να γλυκάνω τον ύπνο που σκόπευα να πάρω.

Τετάρτη 4 Οκτωβρίου 2017

ΤΙ ΟΜΟΡΦΑ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΞΕΡΕΙΣ ΝΑ ΤΟ ΛΕΣ ΜΕ ΝΟΤΕΣ!

Κοίταζα μια κενή σελίδα εδώ και ώρα. Είχα βάλει μουσική να παίζει και ένα ποτό να τρίζει τα παγάκια μέσα του. Οι συνθήκες ήταν οι κατάλληλες, είχε έρθει και η νύχτα και ήταν ήρεμη, ήταν φίνα, ήταν εκεί και έστεκε μέσα στο ημίφως.
Είχα διάθεση να χορέψω, να φωνάξω στίχους έξω από το παράθυρο, να αρχίζω να χορεύω κλακέτες. Ω θεέ υπάρχουν κάτι τέτοιες όμορφες νύχτες ώρες ώρες που πολύ σε ευχαριστώ που με λαμβάνεις υπόψη στον λογαριασμό! Ήταν τόσα που έπρεπε να προκάμω. Λίγος έρωτας, λίγη ποίηση, λίγο ανεμπόδιστη θέα στον παράδεισο.

Η λευκή σελίδα όμως έστεκε κάτασπρη μπροστά μου. Εγώ άδειαζα και γέμιζα το ποτήρι μου ενώ η σελίδα στεκόταν εκεί ντούρα και αψεγάδιαστη. Η νύχτα πάλι κλώτσαγε χαλαρές πάσες με τα άστρα. Και όλα ήταν όμορφα, η σελίδα όμως άσπρη.

Την πήρα στο χέρι μου και σηκώθηκα. Η μουσική μας παρακολουθούσε. Γιατί κάτι έπρεπε να γραφτεί; Όλα ήταν γραμμένα εξάλλου και ό,τι ήταν να ειπωθεί έχει ήδη ειπωθεί. Δε θα μπορούσα να προσθέσω κάτι, έστω και τόσο δα μικρό. Ο Σέλιν τα έγραφε μια χαρά, ο Μπουκόφσκι, ο Χάμσουν, ο Καμύ, ο Έσσε και ο Βόνεγκατ το ίδιο. Γιατί να πασπαλίσει και κάποιος άλλος λευκές σελίδες με μελάνι;

Δεν ήξερα. Δε θα έμπαινε κανένας στον κόπο να το πει ακόμα να ήξερε. Στρίμωξα τη σελίδα στην παλάμη μου και την έριξα έξω από το παράθυρο. Την έβλεπα να πέφτει κάτω στο δρόμο.
Τώρα δε χρειαζόταν να γράψω κάτι. Οι σελίδες είχαν τελειώσει.
Κάποιος τη μάζεψε από κάτω και άνοιξε να δει τi γράφει.

Αλήθεια! Τι πλάκα έπαθε σα τίποτε δεν ήταν γραμμένο μέσα της. Πόσο παράξενος ο συντάκτης της θα ήταν.

Μια γυναίκα ίσως ξαναγύρναγε πίσω. Μια μούσα όμως αν ήταν να χαθεί, χανόταν για τα καλά. Καθώς στεκόμουν πίσω από το ανοικτό παράθυρο, κοιτάζοντας στο δρόμο το ήξερα πως όλα ήταν μέσα στο μυαλό μου. Και ήταν αρκετά. Ίσως όχι περισσότερα από οποιουδήποτε άλλου που καθόταν μέσα στη νύχτα ξάγρυπνος. Ποίος όμως νοιάζεται για τέτοια;

Οι λέξεις δεν έλεγαν να βγουν προς τα έξω και να πέσουν πάνω σε λευκή σελίδα. Ήθελαν τον τρόπο τους.    

Κοίταξα τον τύπο, κάτω στο δρόμο να κοιτάζει την άδεια σελίδα και μετά να σηκώνει το κεφάλι του, στο παράθυρο που έστεκα εγώ. Έμοιαζε σα να διάβασε μόλις μια ιστορία ανείπωτη που είχα να του πω. Και τον άγγιξε φαινόταν. Έτσι μου έμοιαζε καθώς στεκόμουν εκεί δα. Και η νύχτα ήταν τόσο όμορφη που τέντωσα το παράθυρο να χάσκει ορθάνοιχτο και κάθισα ξανά στο γραφείο ενώ μια μουσική με πιάνο, και βιόλα έπαιζε.


Τι όμορφα που ήταν να ξέρεις να το λες με νότες!

Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2017

Η ΦΑΡΜΑ ΤΩΝ ΜΗΧΑΝΩΝ

Μετά την μηχανή του εσπρέσο που τα έφτυσε, αφήνοντας μια κενή θέση στον πάγκο της κουζίνας και στην καρδιά μου, το ψυγείο αρχίζει και κάνει διάφορους παράξενους θορύβους μέσα στο σκοτάδι της καληνύχτας μου. Πότε "μπζζζζ" και άλλοτε "κρουτς-κρουτς". Ίσως να ζήλεψε την τρυφερότητα με την οποία νοσήλευσα την εσπρεσιέρα (μπορεί και οι μηχανές να έχουν αισθήματα. Αν κανείς σκεφτεί πως ο θεός έφτιαξε τον άνθρωπο με αισθήματα, τότε γιατί όχι; Μπορεί και ο άνθρωπος τελικά να έχει φτιάξει μηχανές με αισθήματα).
Κάποιο "μπζζζ" με ξύπνησε μέσα στην ήρεμη κατά τα άλλα νύχτα και κίνησα για το ψυγείο. Στάθηκα μπροστά του και του χάιδεψα την πάνω πόρτα. Έγειρα πάνω του και του μιλούσα, του έλεγα λόγια τρυφερά, λόγια αγάπης. Του έλεγα πως δε θέλω και αυτό να με αφήσει, του έλεγα πως λατρεύω τα παγάκια που μου φτιάχνει και μου αρέσει η ιδέα να καλύπτει άλλον ένα κενό χώρο στην κουζίνα. Προσπάθησα να του εξηγήσω πως είναι πολύ μεγάλο για τα μέτρα μου για να αρχίσω να το φέρνω βόλτες στους μαστόρους και πως με την ιδιαίτερη του ιδιοσυγκρασία έπρεπε να δει τα πράγματα πιο ψύχραιμα όπως συνήθως έκανε.
Η νύχτα περπατούσε πάνω στο λεπτοδείκτη του ρολογιού του φούρνου. Μια μπαλαρίνα σκέτη. Πρόσεξα την ψηφιακή της ένδειξη να αναβοσβήνει στο κατράν και είπα: "Μη με παρατάτε όλες σας τώρα. Αν έχετε αισθήματα θα πρέπει να τα συμπεριλάβετε στις αποφάσεις σας, αν πάλι όχι τότε πως γίνεται να με αφήνετε σιγά σιγά όλες μαζί; Αν πάλι πρόκειται για κάποιου είδους εξέγερση τότε θα πρέπει να γνωρίζετε πως εγώ ποτέ δε σας εκμεταλεύτηκα. Σας καθάριζα, σας τάιζα ρεύμα, σας άλλαζα τακτικά τις τσιμούχες, μπορεί να σας είχα αγοράσει σας σκλάβες στο παζάρι αλλά μετά σας φερόμουν σαν πριγκίπισσες λαχταριστές και ζουμερές".
Ξαφνικά το ρολόι πάνω στον φούρνο έκανε δύο κωλοτούμπες στους αριθμούς του και τίναξε τα ποδαράκια του στο ταβάνι, εξαφανίζοντας κάθε του ύπαρξη. Εγώ εξακολουθούσα να χαϊδεύω την πάνω πόρτα του ψυγείου μου έως ότου αισθάνθηκα μια υγρασία στις πατούσες μου που κατά πάσα πιθανότητα προέρχονταν από την κάτω του πόρτα. Είτε έτρεφε ιδιαίτερα αισθήματα για μένα, είτε απλά είχε και αυτό με τη σειρά του τινάξει τα πέταλα.
Απομακρύνθηκα διακριτικά, και σε αυτή μου τη διαδρομή προς το κρεβάτι, προσπάθησα να μη συναντηθώ με κάποια άλλη συσκευή που έχει δημιουργηθεί από ανθρώπου χέρι.
Ήμουν σίγουρος πως τελικά και οι μηχανές είχαν αισθήματα και λογική. Εκεί που εγώ νόμιζα πως απλά μπαίνοντας στην πρίζα εκείνες λειτουργούν, μια νέα πραγματικότητα ανοίγονταν μπροστά μου, τραβώντας τα κουρτινάκια της στο πλάι.
Αν ο άνθρωπος απογοητεύονταν από τη λειτουργία των δημιουργημάτων του, τότε γιατί όχι και ο θεός από τους ανθρώπους;
Μεγάλα ερωτήματα. Αναπάντητα σα τις περισσότερες κρίσιμες ερωτήσεις. Ειδικά αν αυτές ξεκινάνε από τα παγάκια που πλέον δεν μπορούν να γίνουν. Το συνηθισμένο πρόβλημα του να φτιάχνεις κάτι για ένα συγκεκριμένο λόγο και ξαφνικά εκείνο να αποκτά τη δική του υπόσταση.
Αν ο θεός με έφτιαξε για να παράγω παγάκια, να φτιάχνω καφέ ή να βράζω νερό τότε θα αρκούσε να μου το κάνει σαφές εξαρχης. Δεν θα τον παρεξηγούσα, όπως οι μηχανές εμένα.
Γλιστρώντας μέσα στα στρωσίδια μου, χάρηκα που το κρεβάτι μου δεν είχε κάτι το ηλεκτρονικό πάνω του.
Όταν με πήρε ξανά ο ύπνος μια τάβλα θα έσπαζε. Ίσως γιατί και τα κρεβάτια, ανθρώπου χέρι τα είχε φτιάξει. Εγώ όμως κοιμόμουν βαθιά για να μπορώ να το αντιληφθώ.
Και καθότι το ξυπνητήρι μου θα χαλούσε με τη σειρά του, δεν σκόπευα να ξυπνήσω σύντομα.

Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2016

Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΑΤΗΡΙΟΥ Ή ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ ΤΟΥ ΝΑ ΕΧΕΙΣ ΓΕΝΝΗΘΕΙ ΣΤΗ ΚΑΛΗ ΠΛΕΥΡΑ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ

Είσαι 40 και κάτι ψιλά. Μεγάλωσες ακούγοντας Rock και ανεξάρτητη σκηνή. Γεννήθηκες τότε που η χούντα πέθανε, και όταν έπαιζες έξω, μπορούσες να δεις κόσμο να περιφέρεται με τις σημαίες της αλλαγής. Όσο μεγάλωνες οι επιλογές σου αμβλύνονταν, μπήκε το χρώμα στην τηλεόραση και ξεπήδησαν πολλά κανάλια, μπορούσες πλέον να αγοράσεις αμερικάνικα τζινς δίχως να χρειαστεί να ταξιδέψεις. Ήταν η εποχή που οι νοικοκυρές ήταν ακόμα χαρούμενες στις διαφημίσεις. Γεννήθηκες τη σωστή στιγμή λοιπόν. Σαν όλα να είχαν προρρυθμιστεί υπέρ σου. Σαν ο αγώνας που έκαναν οι τσολιάδες και οι εξεγερθέντες του Πολυτεχνείου να έγινε για να μπορείς εσύ να έχεις όνειρα που θα πραγματοποιηθούν.
Και κάπου εκεί, στο ενδιάμεσο όσο εσύ μεγάλωνες, βγήκαν και άλλα ωραία πράγματα. Έπαιζες πάκμαν με τις ώρες, έζησες την γέννηση του διαδικτύου, είχες γονείς που ήθελαν να σπουδάσεις αντί να τρέχεις να τσαπίζεις στα χωράφια, είχες ελεύθερο χρόνο και μπορούσες να παίζεις και χρήματα για να βγαίνεις με τους φίλους σου. Και άλλα πολλά που όσο εσύ γέμιζες από αισιοδοξία, εκείνα έπαιρναν τις δικές τους πορείες και δεν συναντηθήκατε πουθενά τελικά. Γεννήθηκες ελεύθερος και έτοιμος να δημιουργήσεις το μέλλον σου δίχως φραγμούς.
Και τελικά, τώρα που είσαι 40 και κάτι ψιλά, θυμάσαι όλες εκείνες τις στιγμές τις νιότης και σου μοιάζει σαν όνειρο το παρελθόν. Για το μέλλον έχεις πάψει να σκέφτεσαι. Ίσως μεγάλωσες, ίσως βάρυνες, ίσως το πιο ονειρικό κομμάτι να μοιάζει μόνο το παρελθόν σου, ενώ το μέλλον απλά χάσκει αβέβαιο.
Διάλεξες λάθος; Κανείς δεν ξέρει. Κανένας δεν μπορεί να πει με σιγουριά. Ξέμαθες να ονειρεύεσαι, όπως οι παλιότεροι μπορούσαν; Ίσως. Κανείς δεν ξέρει. Κανένας δεν μπορεί να πει με σιγουριά. Αποφάσισες να λουφάρεις περισσότερο από αυτό που σου αναλογούσε; Διάλεξες να γίνεις golden boy/girl; Επέλεξες να ζήσεις αντί να παλέψεις γι'αυτό; Κανένας δεν ξέρει με σιγουριά.
Το βλέπω διαφορετικά κάπως. Σα να ξυπνάς έχοντας μόλις δει ένα όνειρο ή έναν εφιάλτη.
Όταν έχεις δει όνειρο, μετά σε καταθλίβει η πραγματικότητα. Όταν έχεις δει τον εφιάλτη το πρώτο που ψάχνεις είναι να κρατηθείς από κάτι που σου λέει πως αυτό δεν είναι αλήθεια, και όταν κοιτάζεις ιδρωμένος το ταβάνι του δωματίου σου καταλαβαίνεις το που βρίσκεσαι και πως ό,τι έχεις δει είναι ψέμα. Κάπου εκεί εισβάλει η πραγματικότητα ως βάλσαμο στις λυσσαλέες σκηνές του εφιάλτη που είδες. Όταν ξεπηδάς από τις φλόγες παίρνεις τις καλύτερες σου ανάσες.
Γεννήθηκες την εποχή εκείνη που μπορούσες να ονειρευτείς το καλύτερο μέλλον. Γεννήθηκες σε μια εποχή και σε μια περιοχή που δεν υπήρχαν πόλεμοι και ο προοδευτισμός δρασκέλιζε την ιστορία για να μπορέσει να ξεπεράσει τον αέναο της κύκλο. Και συ; Τι έκανες εσύ; Δεν αμύνθηκες απέναντι σε κανένα εχθρό. Το μόνο που είχες να πράξεις ήταν να δημιουργήσεις το όνειρο σου. Και κάπου χάθηκες στην πορεία, κάπου άραξες ή κάπου άραξαν άλλοι. Οι μεγάλοι εχθροί συσπειρώνουν τους αμυνόμενους ενώ όταν οι αμυνόμενοι βρεθούν σε καιρό ειρήνης αισθάνονται κάπως άβολα να συνεργαστούν.
Δεν ξέρω τι έφταιξε και πήγαν στράφι τόσες καλές συγκυρίες. Αν ήμουν οπαδός θα τα έριχνα στον διαιτητή αλλά τώρα παίζαμε δίχως αυτόν. Ελεύθεροι και ωραίοι. Εμείς με τα όνειρα τα οποία ποτέ δε καταφέραμε ούτε καν να ονειρευτούμε.
Είναι κάτι τέτοιες στιγμές που αισθάνομαι πως η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται ως κύκλος αλλά φορτίζεται και αποφορτίζεται ως ελατήριο. Απλά για να μας ξεκουνά, να μας πάει παραπέρα γιατί μόνοι δεν μπορούμε. Και όσοι έχουν γεννηθεί σε περιόδους που το ελατήριο της ιστορίας μαζεύει τις σπείρες του μπορούν να χαμογελάσουν με την εκτίναξη του, ενώ από την άλλη όσοι γεννήθηκαν πάνω σε αυτή, αισθάνονται να μετεωρίζονται δίχως κανένα όραμα μπροστά.
Περιμένοντας απλά το ελατήριο να ξαναμαζευτεί στην αρχική θέση της εκτίναξης του.

Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2016

ΤΟ ΕΞΥΠΝΟ ΚΑΡΟΤΟ

Μπήκε στο σπίτι και ξεντύθηκε. Έκανε ένα γρήγορο ντους και πήγε στην κουζίνα να ετοιμάσει κάτι να φάει. Έβαλε το τελευταίο LP του Cohen να παίζει και έβαλε ένα ποτήρι κονιάκ το οποίο κατέβασε πιο γρήγορα από ότι η βαρύτητα θα μπορούσε να καταφέρει μόνη της. Μετά έκοψε καρότα, κρεμμύδια, σκόρδα, πατάτες. Δεν ήξερε τι θα έφτιαχνε, δεν είχε συγκεκριμένη συνταγή κατά νου, αλλά κάτι θα σκαρφιζόταν. Μετά έκοψε στα τέσσερα μια πράσινη πιπεριά, δύο κόκκινες και μια πορτοκαλί η οποία έστεκε μισομαραζομένη στο βάθος του ψυγείου του. Κοίταξε τον φούρνο, βρισκόταν δύο μέτρα μακριά του. Του ανοιγόκλεισε την πόρτα τέσσερις φορες ενώ σε κάθε άνοιγμα του το ταψί έβγαινε και έμπαινε μέσα. Του έβγαζε γλώσσα ο άτιμος. Μετά άνοιξε το καπάκι από τον ντενεκέ με τα σπυριά του καφέ. Τα έβλεπε να σηκώνονται και να βγαίνουν το ένα μετά το άλλο μέσα από εκεί και να πετάνε το ένα πίσω από το άλλο. Πήγαιναν στο σαλόνι, στο διάδρομο, πετούσαν και στροβιλίζονταν πάνω από το κεφάλι του σα σμήνος από μέλισσες.
Κάθισε στην καρέκλα που βρισκόταν στο τραπεζάκι της κουζίνας και σέρβιρε άλλο ένα κονιάκ τον εαυτό του. Αυτή τη φορά το καπάκι ξεβιδώθηκε μόνο του και δύο γουλιές γλίστρησαν από το μπουκάλι κατευθείαν στο στόμα του.
Παρατηρούσε τα τεμαχισμένα καρότα να επανασυνδέονται, τα κρεμμύδια να τυλίγουν τους φλοιούς τους, τον ένα μέσα στον άλλο. Τα κομματάκια από τις πράσινες πιπεριές να ενώνονται με κομμάτια από τα άλλα δύο χρώματα.
Έξω είχε πάρει να βρέχει, το τζάμι του δάκρυζε και σε κάθε σταγόνα που έπεφτε πάνω του σχηματίζονταν και ένα ζευγάρι μάτια. Που τον κοιτούσαν. Ένα συρτάρι άνοιξε, το τηγάνι βγήκε έξω και το καπάκι από το μπουκάλι του λαδιού τινάχτηκε σα πώμα σαμπάνιας. Ένα μικρό κύμα από ελαιόλαδο κολύμπησε λίγο πάνω από την επιφάνεια του πάγκου της κουζίνας και έπεσε μέσα στο τηγάνι. Το ένα μάτι της κουζίνας άνοιξε και κοίταξε τα δακρυσμένα μάτια στο τζάμι του παραθύρου. Όταν το λάδι άρχισε να σφυρίζει σαν οχιά τότε τα καρότα σηκώθηκαν στον αέρα, ολόκληρα έτσι όπως είχαν ενωθεί πριν, και έπεσαν από απόσταση μέσα στο τηγάνι, σπάζοντας ξανά στα μικρά εκείνα κομμάτια που τα είχε κόψει. Τα ακολούθησαν τα κρεμμύδια και οι πιπεριές. Η μουσική έπαιζε στο βάθος. Η μπάσα φωνή, τύλιγε τους κόκκους του καφέ που ταξίδευαν ξανά προς την κουζίνα, μπαίνοντας μέσα στον μικρό μύλο. Η μουσική χάθηκε γιατί ο μύλος που έκανε τόσο σαματά δεν άφηνε άλλο ήχο να ακουστεί. Ακόμα και το έτος 3.000 μ.χ δεν ήταν εύκολο να αλέσεις τον καφέ σου σιγανά. Μπορεί όλα τα πράγματα να είχαν γίνει περισσότερο έξυπνα, ακόμα και εκείνα τα πανηλίθια καρότα, αλλά ό,τι αφορούσε τις μηχανές άλεσης του καφέ τα πράγματα δεν είχαν βελτιωθεί και πολύ.
Πίνοντας λίγο ακόμα κονιάκ, παρακολουθούσε μπροστά του να μαγειρεύεται το γεύμα του ολομόναχο. Τα πάντα πλέον είχαν από ένα τσιπάκι πάνω τους το οποίο εμπεριείχε όλο τον προγραμματισμό, το τι έπρεπε το κάθε τι να επιτελέσει. Ακόμα και τα κρεμμύδια είχαν από ένα τέτοιο. Με το που τα άρπαζες εκείνα ήξεραν τι να κάνουν. Ξεκινούσαν να γδύνονται και να τεμαχίζονται ολομόναχα, να πέφτουν μέσα σε έξυπνα τηγάνια με ένα οξυδερκές ελαιόλαδο χαμηλό σε οξέα.
Όταν το πιάτο με το αχνιστό φαγητό προσγειώθηκε σαν ιπτάμενος δίσκος μιας άλλοτε ρομαντικής εποχής μπροστά του, εκείνος δεν είχε όρεξη να φάει. Δεν είχε πλάκα πλέον. Δε μπορούσε να κάνει τίποτα πλέον. Δεν του άρεσε που όλα τα πράγματα γύρω του ήταν εξυπνότερα από εκείνον, γνωρίζοντας με κάθε ακρίβεια ποιός ήταν ο σκοπός της δικής τους ζωής.
Ακούμπησε ανόρεχτα το πιρούνι μέσα στο πιάτο και το παράτησε εκεί ως σύμβολο διαγραφής της όρεξης του. Μετά από ακριβώς δώδεκα λεπτά ένα φλιτζάνι φρεσκοκομμένου και φρεσκοπαρασκευασμένου εσπρέσσο βόλεψε τη λαβή του ανάμεσα από τα δάκτυλα του.
Και ο Leonard ακόμα έπαιζε, η βροχή είχε σταματήσει και εκείνα τα μάτια πάνω στο τζάμι τον κοίταζαν ακόμα. Δεν ήθελε να τα κοιτάξει. Ήξερε πως με ένα του μόνο βλέμμα θα άνοιγαν στην ανάκληση, ενώ με ένα πιο έντονο βλέμμα θα άνοιγαν διάπλατα.