Ήταν ένα ωραίο απόγευμα
Παρασκευής. Είχα τελειώσει τη δουλειά και το Σαββατοκύριακο γιγάντωνε τις
προσδοκίες μου. Τις τέντωνε, τις έφτανε στα πέρατα αυτού του κόσμου που εγώ σε
μια του Παρασκευή ήθελα να περιπλανηθώ. Με λίγα λόγια: αισθανόμουν ελεύθερος!
Φτάνοντας λοιπόν στο σπίτι, ξεκλείδωσα την πόρτα,
ακούμπησα την τσάντα μου στο πάτωμα και άρχισα να πετάω τα ρούχα μου στη διαδρομή προς το μπάνιο.
Άφησα να κυλήσει το νερό πάνω μου και καθότι ο ηλιακός είχε χαλάσει αυτό ήταν
κρύο και τονωτικό. Βγαίνοντας από τη μπανιέρα, σιγοτραγουδούσα ένα τραγούδι που
μου είχε κατέβει στο μυαλό. Στέγνωσα, ντύθηκα και βγήκα έξω. Βγήκα στο κλιμακοστάσιο
και άρχισα να κατηφορίζω.
Και τότε ήταν που στο δρόμο μου
βρέθηκε εκείνος ο γείτονας και μου έπιασε την κουβέντα.
«Όλο βόλτες μου είσαι παλικάρι
μου. Ποιος ξέρει τι σχέδια έχεις φτιάξει για απόψε» μου είπε. Ο γείτονας μου
μετρούσε την έβδομη δεκαετία της ζωής του, εγώ την τέταρτη, αυτό κάπως
δικαιολογούσε το γιατί με αποκαλούσε παλικάρι ενώ εγώ είχε αρχίσει να προσέχω
τη χοληστερίνη και την πίεση μου. Ήξερα πως πλέον εκείνος δε τα πρόσεχε. Τα
είχε εντάξει εδώ και χρόνια στη δική του λογική.
«Κύριε Πέτρο μια χαρά σας βρίσκω.
Και εσείς για βόλτες μου μοιάζετε έτοιμος» είπα προσπαθώντας να αποφύγω να του
απαντήσω πως δεν ήθελα να κάνω κάτι συγκεκριμένο. Ήθελα μόνο να περπατήσω, να
ξεσκάσω, να πετάξω από πάνω μου όσα γνωστά και άγνωστα με βάραιναν.
«Συγγνώμη αν σε καθυστερώ αλλά
δεν θυμάμαι αν σου είπα για τη σερβιτόρα που δούλευε στο κεντρικό καφενείο»
είπε.
«Δεν μου είπατε κάτι» του απάντησα.
«Ήταν μια τσαούσα άλλο πράμα. Λυγερή
και όμορφη αλλά από το πάρε δώσε με τους ανθρώπους δεν γνώριζε και πολλά. Την
έφερε ο ιδιοκτήτης πριν τρείς εβδομάδες στο μαγαζί του και ειλικρινά σου λέω αν
την έχει κρατημένη ακόμα τότε καλά θα κάνει να ετοιμάζεται ο δόλιος για μεγάλες
συμφορές» και έβαλε τα χέρια του πίσω από τη λεκάνη του και με κοιτούσε σαν να
είχε βρεθεί μέσα σε εφιάλτη στον ύπνο του.
«Τι δηλαδή έκανε η σερβιτόρα;»
Του είπα στα γρήγορα γιατί αυτό που ήθελα ήταν να ξεμπερδεύω με αυτά, να
περπατήσω λίγο και να αφήσω τη νύχτα να με γλιστρήσει μέσα της.
«Αχού καλέ, δεν άκουσε το παλικάρι!»
είπε και γύρισε σαν να κοίταζε ένα υποτιθέμενο κοινό που θα μας άκουγε εκείνη
τη στιγμή. «Καλέ αυτή μόνο που δε μας πέταξε με τις κλωτσιές έξω από το μαγαζί.
Τσαντισμένη ήταν από τη στιγμή που καθίσαμε. Είχα πάει προχθές το πρωί μαζί με
τον Πέτρο του πρώτου ορόφου και της είπαμε να φέρει δύο καφεδάκια περιποιημένα.
Και εκείνη μας κοίταξε περίεργα και μας ρωτούσε τι σημαίνει περιποιημένα και
μας αράδιασε πως ο καφές σερβίρεται με ένα μπισκοτάκι και ένα ποτήρι νερό και
άλλο τίποτα. Εμείς την κοιτάξαμε και είπαμε πως απλά τα δύο μας καφεδάκια
θέλουμε να είναι περιποιημένα και εκείνη μας απάντησε για τον καφέ που
χρησιμοποιούν στο μαγαζί και το μπρίκι που τον βάζουν και κουραφέξαλα. Και τότε
ο Πέτρος χαμογέλασε και της είπε πως απλά θα ήθελε να βάλουν λίγη αγάπη μέσα
στον καφέ. Ξέρεις τώρα τον Πέτρο, τον πιάνουν τα ποιητικά του κάτι τέτοιες
στιγμές και μετά εκείνη η σερβιτόρα μας κοίταξε ακόμη πιο περίεργα και αλήθεια
σου λέω παλικάρι μου αισθανόμουν σα να είμαι ζώο σε ζωολογικό κήπο που οι
επισκέπτες δεν έχει τύχει πριν να με ανταμώσουν ξανά. Ένα τέτοιο πράμα. Ελπίζω
να μη σε καθυστερώ όμως.» και λέγοντας αυτό με κοίταξε και δίχως να περιμένει
απόκριση από εμένα συνέχισε.
«Δεν είναι καλό να μην αγαπάς
αυτό που κάνεις. Ό,τι και να είναι αυτό. Πρέπει να φέρεσαι πάντα όμορφα στους ανθρώπους.
Ακόμα και σε εκείνους που δεν τους αξίζει, πρέπει να βρίσκεις έναν τρόπο να τους
προσφέρεις αυτό που θέλεις να τους πεις. Δε συμφωνείς;»
Εγώ συμφώνησα, το δίχως άλλο, ο
γείτονας ήταν ωραίος τύπος αλλά εγώ βιαζόμουν και έτσι κατέβηκα δύο σκαλοπάτια,
θέλοντας να του δείξω πως βιαζόμουν και η ιστορία συνέχισε ως εξής:
«Μπορεί να σε καθυστερώ τώρα αλλά
αν τύχει και πας στο καφενείο και την ανταμώσεις να προσπαθήσεις να της γυρίσεις
τα μυαλά. Ξέρεις, το πιο εύκολο είναι να πας κατευθείαν στο αφεντικό και να του
πεις πως αυτή η σερβιτόρα δε κάνει για το μαγαζί. Αυτό είναι εύκολο. Το πραγματικά
δύσκολο είναι να την κάνεις να αγαπήσει λίγο αυτό που κάνει, να αποκτήσει μια οικειότητα
με τους ανθρώπους, με τη ζωή, με τον καφέ που σερβίρει. Αυτό είναι το δύσκολο. Προσπάθησε
να της πιάσεις την κουβέντα, νέος είσαι, όλο και κάτι θα έχεις να της πεις, να
τη φέρεις στα συγκαλά της. Δεν το μπορώ να βλέπω τους νέους να τα παρατάνε, να
φουρκίζονται δίχως λόγο, να μη γελάνε. Εγώ θα φύγω κάποια στιγμή. Τι θα πω εκεί
πάνω; Τι έκαμα; Τι άφησα; Τι προσπάθησα να χτίσω τόσα χρόνια;»
Ισορροπούσα μεταξύ του δεύτερου
και του τρίτου σκαλοπατιού και τον κοιτούσα. Έπρεπε να πάω στο καφενείο και θα
πήγαινα εκεί. Πήγα να τον χαιρετήσω και να τον βεβαιώσω πως θα το έκανα απόψε
κιόλας. Πριν όμως προλάβω να του το πω εκείνος είπε:
«Κάθε μέρα βγαίνω από το πρωί με
τον Πέτρο, περπατάμε πέντε χιλιόμετρα την πόλη γύρω γύρω και μετά πηγαίνουμε
και αράζουμε στο καφενείο. Αυτό είναι μια ολόκληρη ιεροτελεστία για εμάς και
την τηρούμε ευλαβικά. Τι πιο εύκολο από το να πάμε κατευθείαν στο καφενείο; Ή
ακόμα και να μη πάμε καθόλου, να κάτσουμε στα τσαρδάκια μας και να πατάμε
κουμπάκια στο τηλεκοντρόλ της τηλεόρασης. Γυρίζουμε όμως την πόλη, κάθε μέρα
μετράμε τους δρόμους της. Προσπαθούμε να παραμείνουμε ζωντανοί. Ζωντανοί! Όχι
γιατί είμαστε τίποτε σπουδαίοι που δεν πρέπει να πεθάνουν αλλά γιατί όσο
προχωράμε χαιρόμαστε όλο και περισσότερο αυτά το ολοένα και λιγότερα που μας απομένουν. Από εσάς περιμένω
περισσότερα όμως. Αυτό να ξέρεις γιέ μου. Και συγγνώμη αν σε καθυστέρησα αλλά
έχω πλέον μάθει να μη προσπαθώ να προλάβω το χρόνο αλλά να λέω στα διαστήματα
του αυτά που έχω μέσα μου γιατί ευκαιρίες πολλές δεν θα υπάρξουν. Για αυτό
κάθομαι τώρα και καθυστερώ το φευγιό σου, γιατί αύριο μπορεί να μη δω ξανά και
τότε οι όποιες σκέψεις έχω κάνει θα είναι το δίχως άλλο κενές αν δε βρω κάπου
να της πω. Για αυτό σου λέω αν τύχει και την δεις, να προσπαθήσεις να τη φέρεις
με τα νερά σου. Η ζωή είναι ωραία και κάθε ημέρα που περπατάμε πρέπει να δοξάζουμε
τα πόδια μας που μας βολτάρουν ωραία και γάργαρα στους δρόμους.» και γύρισε την
πλάτη του έβγαλε τα κλειδιά του και ξεκλείδωσε την πόρτα. Έστρεψε το κεφάλι του
και με χαιρέτησε σκεπτικός.
«Συγγνώμη αν σε καθυστέρησα» μου
είπε για μια ακόμη φορά και μετά χάθηκε πίσω από την πόρτα.
Κύλησα στις σκάλες, βγήκα στο
δρόμο και πήρα κατεύθυνση για το καφενείο αφού πρώτα περπάτησα για μισή ωρίτσα παρέα
με όλα αυτά που είχα ακούσει από τον γέρο σοφό μου γείτονα. Με καθυστέρησε είναι
η αλήθεια. Άλλαξε το πρόγραμμα που που είχα στο μυαλό μου για εκείνη τη νύχτα.
Το βελτίωσε. Μου έδωσε ένα σκοπό πέρα από το ξέσκασμα. Πήγα στο καφενείο και
κάθισα. Μια σερβιτόρα ήρθε και μου πήρε παραγγελία. Δε γελούσε, ήταν αγχωμένη, δε
της άρεσε η ζωή της, μόνο πήγαινε και έφερνε καφέδες και μπύρες στα τραπέζια
και το μόνο που έδειχνε να ζητά είναι κανείς να μη τη καθυστερεί σε αυτό που
είχε κατά νου να κάνει.
Προσπάθησα να της πιάσω κουβέντα
καθώς μου έφερε την παραγγελία. Το ξεκίνησα κάπως έτσι: «Κοπελιά, συγγνώμη αν
σε καθυστερώ αλλά…» θα γινόμουν και εγώ ένας σοφός κάποτε καθώς φαινόταν.