Περπατούσε στα σοκάκια του νησιού. Δεν την περίμενε αυτή την
εξέλιξη και να που βρέθηκε στην Άνδρο μετά από τριάντα ολόκληρα χρόνια. Ήταν
Απρίλιος και οι κάτοικοι προετοιμαζόντουσαν για τον εορτασμό του Πάσχα.
Ολόκληρες γειτονιές έβγαιναν έξω με ταβανόβουρτσες για το καθιερωμένο άσπρισμα.
Ένα νησί διακοσμημένο με σχέδια λουλουδιών και γεωμετρικών σχημάτων σε
γαλατένιες αποχρώσεις. Περιπλανιόταν εκεί που περπατούσε παιδί, ψάχνοντας να
βρει το καφενεδάκι του κυρ-Αποστόλη. Ο συμβολαιογράφος του είπε ότι εκεί θα
έβρισκε τα κλειδιά για το πατρικό του. Ο καφενές ήταν ένας παράδεισος ζαχαρωτών
για τον Κυριάκο στα νιάτα του. Τρύπωνε όλη την ώρα μέσα και ζητούσε σουμάδες
και αμυγδαλωτά. Ο κυρ-Απόστολος ήταν πρόσχαρος άνθρωπος και ανοιχτοχέρης. Ποτέ
δεν του χαλούσε χατίρι.
«Θα παχύνεις παιδί μου, μη τρως τόσο πολύ.» και όλο του
παράχωνε στις τσέπες γλυκίσματα.
Στρίβοντας στο δρομάκι που οδηγούσε στην αγορά κοίταξε την
απλωμένη μπροστά του θάλασσα ανακατεμένη με την κλασσική ησυχία αυτής της ώρας
του μεσημεριού. Σε αυτό το σημείο στεκόταν τότε με την ξαδέλφη του, την Έφη,
τους Ιούλιδες των διακοπών τους. Η Έφη φορούσε εκείνα τα μακριά αέρινα
φουστανάκια, γεμάτα με τριαντάφυλλα όλων των αποχρώσεων και εκείνος κοιτούσε
τις μανιασμένες κινήσεις του φορέματος από τα πέρα δώθε των αέριδων.
Στεκόντουσαν και οι δύο με τεντωμένα τα χέρια τους και γελούσαν με τα καμώματα
του ανέμου.
Η πόρτα του καφενέ ήταν ίδια και απαράλλακτη όπως την
θυμόταν. Μπαίνοντας μέσα βεβαιώθηκε ότι όλα ήταν όπως και τότε. Όλα εκτός του
κυρ-Αποστόλη ο οποίος ήταν ήδη αρκετά γέρος από τα μικράτα του Κυριάκου.
Ημέρεψε ο άνθρωπος, πήρε το σώμα και την καλοσύνη του και ανέβηκε ψηλά να
αγναντεύει.
Βρήκε ένα τραπεζάκι στο τέλος της βεράντας και βολεύτηκε. Η βεράντα ήταν
φρεσκοασπρισμένη και μόνο η άμμος από τις πατούσες μερικών τολμηρών κολυμβητών
θόλωνε το απόλυτο λευκό του δαπέδου. Παράγγειλε διπλό ελληνικό μαζί με γλυκό
καρυδάκι και έβγαλε από την τσέπη του τη διαθήκη του πατέρα του. Ο πατέρας του
ήταν νοικοκύρης σε κάτι τέτοια. Προσπαθούσε να έχει τα πάντα υπό έλεγχο. Όλα
εκτός της οικογένειας του με την οποίο αντάμωσε ξανά μετά από τριάντα χρόνια.
Στην κηδεία του. Μυστήριο τραίνο ο άνθρωπος. Ο Κυριάκος ποτέ δεν τον είχε
συγχωρήσει που άφησε την μητέρα του για μια άλλη γυναίκα. Γιατί έριξε μαύρη
πέτρα πίσω του; Ο έρωτας; Γιατί αποφάσισε να γράψει σε αυτόν το πατρικό του
σπίτι και όχι στη νέα του γυναίκα; Όλα ήταν ανάκατα στο μυαλό του. Το ταξίδι, ο
θάνατος του πατέρα του, η διαθήκη, η απουσία του αυτά τα χρόνια. Ρούφηξε μια
γουλιά από τον καφέ του και κοίταξε τη θάλασσα. Το πλοίο, με το οποίο είχε
φτάσει, τώρα αναχωρούσε για την επιστροφή του, σηκώνοντας τούφες κάπνας από την
τσιμινιέρα. Έβλεπε τους ανοιξιάτικους κολυμβητές να βουτάνε μέσα στα κύματα και
θυμόταν τον εαυτό του να βουτάει μαζί με την Έφη στα παγωμένα νερά της
παραλίας. Ήταν όμορφη κοπέλα η Έφη και τον είχε βοηθήσει αρκετά στο να κατανοήσει
τα γυναικεία μυστήρια της εφηβείας του. Καθόντουσαν με τις ώρες στο κατώφλι του
σπιτιού της και όλη την ώρα την ρωτούσε πως το ένα και πως το άλλο. Εκείνη ήταν
τρία χρόνια μεγαλύτερη του και αυτό της έδινε την αίγλη μιας θηλυκής αυθεντίας.
Σήκωσε το χέρι του και φώναξε τον υπάλληλο για τον
λογαριασμό.
«Σας έχει αφήσει κάποιο κλειδί η κυρία Δημούλη για το σπίτι
στο μέσα χωρίο;»
«Ναι, είστε ο κύριος Φωτόπουλος;»
«Μάλιστα, είμαι ο γιός του κυρ-Γιάννη, ο Κυριάκος. Τι σας
οφείλω;»
«Τίποτα, είναι κερασμένα»
«Από ποιόν;»
«Ο πατέρας σας ήταν καθημερινός πελάτης στο μαγαζί μας.
Μιλούσε συνέχεια για εσάς με τα καλύτερα λόγια. Δεν θα ήταν πρέπον τώρα που μας
επισκεφτήκατε να σας πάρουμε χρήματα»
«Ευχαριστώ, να είστε καλά. Καλό μεσημέρι να έχετε.»
Ο Κυριάκος σηκώθηκε και έβαλε το κλειδί στην τσέπη του. Ο
δρόμος για το σπίτι ήταν δεν ήταν πέντε λεπτά με τα πόδια. Περπατούσε και
ένιωθε ότι φορούσε τα σορτσάκια όπως τότε. Ένα déjà vu μιας ζωής που ήταν σα να
μην έζησε ποτέ, με έναν πατέρα εξαφανισμένο και μια μάνα τρελή από έναν
σκοτωμένο έρωτα. Πήρε να ανεβαίνει τα σκαλοπάτια προς τη βρύση του οικισμού.
Απέναντι ακριβώς ήταν το πατρικό του. Μια ξεχαρβαλωμένη ξύλινη εξώπορτα και
αγριόχορτα σε όλα τα μήκη και πλάτη του κήπου. Ο πατέρας του πρέπει να είχε
παρατήσει κάθε προσπάθεια στα τελευταία του. Ακόμα και το χώμα που πατούσε ο
Κυριάκος ήταν ρυτιδιασμένο και συμπαγές, σαν να είχε αιώνες να σκαφτεί. Το μόνο
που υπήρχε εκεί, δίνοντας μια πινελιά ζωής ήταν η χελιδονοφωλιά πάνω από την
κυρία είσοδο του σπιτιού.
Γύρισε το κλειδί στην πόρτα και την άνοιξε δειλά.
Κατευθύνθηκε προς το παράθυρο της τραπεζαρίας και τράβηξε διάπλατα το παντζούρι
για να μπει ο μεσημεριάτικος ήλιος μέσα. Στο τραπέζι πάνω υπήρχε ένα κουτί που
σκέπαζε μια σελίδα. Το κουτί ήταν ξύλινο και άνοιγε συρταρωτά από πάνω. Ενώ του
Κυριάκου του άρεσαν πάντα οι εκπλήξεις, ετούτη τη φορά πήρε το κουτί στα χέρια
του σχεδόν τρομαγμένα. Το κράτησε στα χέρια του αφήνοντας τα ακροδάχτυλα του να
περιπλανηθούν σε όλη του την επιφάνεια πριν τελικά το ανοίξει. Μέσα υπήρχε ένα
ρολόι γιλέκου. Ένα ασημένιο ρολόι με φθαρμένο από τη χρήση το τζαμάκι.
Ακούμπησε το κουτί με το ρολόι πάνω στο τραπέζι και σήκωσε την σελίδα που είχε
αφήσει ο πατέρας του για εκείνον.
«Μόνο ένα συγγνώμη μπορώ να σου πω γιέ μου. Ένα συγγνώμη που
όλα αυτά τα χρόνια με τυραννούσε. Δεν έχω λέξεις να σου εξηγήσω το γιατί. Έφυγα
γιατί αρρώστησα βαριά και δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Ο χρόνος είναι αμείλικτος όμως. Κάθε μέρα που
περνούσε από τούτο εδώ το ρολόι με έκανε και πιο δυστυχισμένο, μαζί και εσάς.
Το τελευταίο πράγμα που θα μπορούσα να σου προσφέρω είναι αυτό το σπίτι. Να το
φτιάξεις και να έρθεις εδώ να μείνεις με τη γυναίκα σου. Να είστε ευτυχισμένοι
για μια ολάκερη ζωή.
Ο πατέρας σου.»
Ο Κυριάκος άφησε την σελίδα να του πέσει από το χέρι και
κάθισε στην ψάθινη καρέκλα της τραπεζαρίας. Το βλέμμα του ήταν γκρίζο. Σαν και
αυτό που τώρα έχει βολοδέρνοντας μέσα στο ΚΑΠΗ με το ρολόι σφιγμένο στη χούφτα
του. Ο χρόνος είναι αμείλικτος και μόνο πίσω πάει.