Ο Φίλιππος Γαλιάσος γεννήθηκε το 1972 στην Αθήνα και έχει αποφοιτήσει από το Ο.Π.Α. To βιβλίο «Δι

Πέμπτη 17 Ιανουαρίου 2013

ΤΟ ΠΑΡΚΕ ΤΗΣ ΓΙΑΓΙΑΣ




Κωλόπαιδο του κερατά ήταν εκείνη την εποχή. Είχε αλλάξει τρία σχολεία λόγω διαγωγής και φίλους δεν είχε. Κλοτσούσε τα τενεκεδάκια φεύγοντας από το δημοτικό σε όλη τη διαδρομή προς το σπίτι του. Την έσπαγε στους διερχόμενους γιατί ακόμα και να κατάφερνε να μη τους πετύχει ο εκκωφαντικός ήχος από ένα χιλιοτσακισμένο τενεκεδάκι αναψυκτικού έσπαγε τα νεύρα ακόμα και στον πιο ζεν τύπο. Του άρεσε αυτό και έτσι έκρυβε πίσω από ένα πεύκο το τενεκεδάκι του καταφθάνοντας στο σπίτι. Θα το είχε για την κλοτσοπατινάδα της επόμενης μέρας. Τότε δεν έδινε δεκάρα τσακιστή για το διάβασμα του σχολείου. Μόνο να παίζει μπάλα ,να τσακώνεται με τους συμμαθητές του και να κάνει επισκέψεις στο σπίτι της γιαγιάς του ήθελε. Αγνός άνθρωπος η γιαγιά του, από εκείνους που η κακία δεν υπήρχε ούτε στη σφαίρα του φανταστικού. Τον τρατάριζε και ένα φοντάν με ολόκληρο φουντούκι μέσα και τον είχε δικό της. Το αγαπημένο της εγγόνι. Το σπίτι ξεκινούσε με ένα μπόλικο προθάλαμο ο οποίος οδηγούσε στο σαλόνι και στον διάδρομο προς τα κύρια δωμάτια του ύπνου και της κουζίνας. Χωλ το λέγανε. Του έκανε εντύπωση αυτή η λέξη και θεωρούσε ότι η γιαγιά του δεν την ήξερε καλά γι’ αυτό την έλεγε μισή. Μισή λέξη που πριν αρχίσει τελείωνε και μάλιστα σε σύμφωνο. Αφού ξερογλείφονταν από το σοκολατάκι έδινε στη κυρά Ειρήνη το χαρτάκι και πήγαινε καρφί στο σαλόνι. Ο παππούς, αμέτοχος κοιτούσε τηλεόραση, γυρνούσε το κεφάλι του και τα γαλάζια του μάτια προς το μέρος του εγγονού και τον χαιρετούσε. «Πως πήγε το σχολείο σήμερα;» ήταν η πρώτη και μοναδική ερώτηση που του έκανε. Μετά ξαναγύρναγε το κεφάλι του στην ασπρόμαυρη οθόνη και η ζωή συνεχιζόταν. Ήταν ήσυχοι άνθρωποι οι δύο τους. Ακόμα και τώρα που γράφονται αυτές οι λέξεις και εκείνοι τραμπαλίζονται στα συννεφάκια δεν έχει αποφασίσει αν αγαπήθηκαν ποτέ τους. Πέρασαν όμως μαζί την κατοχή και έθαψαν μια κόρη. Αυτό από μόνο του δημιούργησε ένα τέτοιο πλαίσιο που κάμποσοι πλέον στους καιρούς μας μεταφράζουν και ως αγάπη. Τότε ήταν μονόδρομος. Παντρευόσουν, έκανες οικογένεια και έπρεπε να τα φέρεις βόλτα. Αυτό ήταν, τελεία και παύλα. Ε, τώρα αν τύχαινε και ήσουν και ερωτευμένος τόσο το καλύτερο. Δεν ήταν όμως απαραίτητο. 

Η γιαγιά λοιπόν είχε μια απίθανη για την ηλικία της ποσότητα μαλλιών. Τόσο σε πυκνότητα όσο και σε μήκος. Και το φοβερό ήταν ότι μιλάμε για μαύρο σα κατράμι μαλλί. Κάποια πρωινά που αυτός είχε τύχει να ξυπνήσει στο σπίτι της, την παρατηρούσε να στριφογυρίζει σε μια μοναδική πλεξούδα τον μαύρο της τρίχινο καταρράκτη πριν αυτός εξαφανιστεί τελικά μέσα σε ένα ταπεινό φιλεδάκι αγορασμένο από το ψιλικατζίδικο της γειτονιάς. Ποτέ δεν κατάλαβε γιατί κάτι τόσο όμορφο και ιδιαίτερο έπρεπε να καμουφλαριστεί τόσο άτσαλα. Ήταν σα να ντρέπονταν που ο χρόνος ήταν τόσο επιεικής με τα μαλλιά της. Σα να προσπαθούσε να κρυφτεί από δαύτον για να μη τη βρει και μετατρέψει το κεφάλι της σε ένα κατάλευκο μαλλιοκούβαρο. Μπορεί να μην αισθανόταν και άνετα με τις συνομήλικες της στα απογευματινά τους σουαρέ. Άντε τώρα να εξηγεί ότι δε πέρασε κανένα μαυροζούμι στις τούφες της ή δεν έφαγε κάποιο μαντζούνι. Και πάλι βέβαια μέσα από το πυκνοφτιαγμένο φιλεδάκι μπορούσες να ρίξεις μια ματιά στο χρώμα. Δεν είχες όμως ολόκληρη την εικόνα με τις ολόισιες μαύρες τούφες που κατρακυλούσαν έως τη ζώνη της ρόμπας της. Όπως και να είχαν τα πράγματα, από φόβο προς τις φίλες της,  από κρυφτούλι με τον χρόνο, από ατόφια μετριοφροσύνη η γιαγιά ξεγέλασε τελικά το χρόνο σε ότι αφορούσε την τριχοφυΐα της αλλά δε τα κατάφερε το ίδιο καλά με το χάρο τον ίδιο ο οποίος ένα απόγευμα Παρασκευής κατέβηκε ή για την ακρίβεια ανέβηκε έως το δωμάτιο που ήταν ξαπλωμένη και της ξερίζωσε την ανάσα.

Δεν ήταν εκεί να της κρατήσει το χέρι. Δε πρόλαβε να τη χαιρετήσει. Δε κατάφερε να ακούσει την τελευταία λέξη από εκείνη, ούτε να ακούσει την τελευταία της πνοή. Ήταν ήμερη; Ήταν κλάμα; Ήταν βογγητό; Πήρε μαζί της εκείνο τον τελευταίο ήχο καθότι πέθανε μόνη. Του στοίχισε, όπως μου είπε σε εκείνες μας τις βραδινές κουβέντες. Του στοίχισε ο θάνατος της γιαγιάς γιατί εκτός της αγάπης που της έτρεφε, την ένιωθε σα την καλοσύνη την ίδια. Μια μετριοφροσύνη αγκαλιασμένη με την ανυπαρξία υστεροβουλίας. Ήταν η παιδικότητα η ίδια αυτή η γιαγιά. Με αυτό της το τελευταίο ταξίδι η γιαγιά πήρε μαζί της όλα αυτά και ο φίλος μου έπρεπε να ψάξει να την συναντήσει ξανά. Πήρε μαζί της αυτόν τον ήχο και άφησε όλους τους υπόλοιπους για να τη θυμάται κανείς. Όπως τα χρατς και χρούτς από το ξεχειλωμένο της φιλέ στην προσπάθεια της να βολέψει τη κόμη της, όπως το κουδούνισμα από τα φοντάν μέσα στο ξύλινο μπολ των κερασμάτων που ακόμα και σήμερα, σχεδόν είκοσι χρόνια μετά, διατηρεί το σοκολατένιο άρωμα των λιχουδιών που έκρυβε.  Μου έλεγε ότι όποτε σήκωνε το καπάκι αυτού του άδειου πλέον δοχείου, ήταν σα να άκουγε και πάλι εκείνο το κουδούνισμα. Μετά, αρώματα σκόρπιζαν μέσα στις καλά φυλαγμένες του μνήμες έως ότου έκλεινε και πάλι το καπάκι. Το κουδούνισμα ήταν η εντονότερη μνήμη γιατί έφερνε μπροστά του και πάλι τη γιαγιά που αγάπησε, κραδαίνοντας μπροστά του τα κεράσματα και λέγοντας του έτσι ότι μπορούσε να φάει όσα ήθελε. Είχε πολλά και απόδειξη αυτού ήταν ο ήχος από το σοκολατοκουδούνισμα.

Τώρα θα με ρωτήσεις τι σχέση μπορεί να έχει ο τίτλος αυτού του κεφαλαίου με όλα αυτά. Θα έλεγα αρχικά ότι αυτή είναι μια δίκαιη ερώτηση αλλά δε θα ήθελα αυτός ο ενικός που ξεκινήσαμε να είναι και η αφορμή για μια τέτοια ανυπομονησία. Όπως και να έχει πάντως οφείλω μια απάντηση. Ολοκληρώνοντας την περιγραφή του σπιτιού των παππούδων του θα αναφέρω ότι από τα δυο δωμάτια στα οποία οδηγούσε ο διάδρομος το ένα λειτουργούσε ως υπνοδωμάτιο ενώ το άλλο ως καθημερινό. Εκεί βρίσκονταν ο παλιός καναπές, η ασπρόμαυρη τηλεόραση, η κλεισμένη στη μέση ροτόντα και δύο ξύλινες καρέκλες επενδυμένες με πράσινο βελουτέ ύφασμα. Σε αυτό το δωμάτιο βολεύονταν και αυτός, καθισμένος στη μια καρέκλα, κάνοντας πέρα δώθε τις πατούσες του, που ακόμα δεν έφταναν στο πάτωμα, μασουλώντας τα κεράσματα του. Αυτό το δωμάτιο είχε επίσης και δυο ζευγάρια μάλλινα πατάκια για τους καλεσμένους τα οποία ήταν παρκαρισμένα στην είσοδο του δωματίου, εκεί δηλαδή ακριβώς που ξεκινούσε το παρκέ. Άψογα συντηρημένο λουστραρισμένο ξύλινο πάτωμα το οποίο με την πρώτη επίσκεψη του παππού στην τουαλέτα μετατρεπόταν σε ένα έξοχο παγοδρόμιο. Με το που έκλεινε ο παππούς την πόρτα, αυτός με ένα πήδο βρισκόταν από την καρέκλα στα μάλλινα πατάκια. Αυτή ήταν η πιο ευχάριστη στιγμή της επίσκεψης . Η γιαγιά τις περισσότερες φορές τον κοίταζε και είτε δεν έλεγε τίποτε ή ίσα που κατάφερνε να ψελλίσει ένα «πρόσεχε βρε». Δεν ήθελε να του κόψει τη φόρα και τη χαρά. Τον έβλεπε να τρέχει στο διάδρομο για να πάρει φόρα, να καβαλάει τα πατάκια και να τσουλάει ως την άλλη άκρη του δωματίου για να επιστρέψει και πάλι στην αφετηρία με την ίδια μέθοδο. Ένα ταχύτατο πέρα δώθε που εκτυλισσόταν παράλληλα με την εκτόνωση της συχνοουρίας του παππού. Έως τη στιγμή που ένας ήχος από καζανάκι θα παρέσερνε μαζί του στη δίνη της λεκάνης και το αναψοκοκκίνισμα του πατιναρίσματος. Πηδούσε πίσω στην καρέκλα σαν καλό και άγιο παιδί λοξοκοιτάζοντας στην πλευρά του διαδρόμου τον παππού να σηκώνει το φερμουάρ του παντελονιού του σιγοψιθυρίζοντας ναυτικές βρισιές.  Σιχτίριζε την τύχη του να πρέπει να βγάζει θάλασσες ούρων κάθε ώρα στερώντας του έτσι τις ειδήσεις και τις σειρές που χάζευε στην τηλεόραση. 

Μια μέρα που έκανε την επίσκεψη του μετά το σχόλασμα του σχολείου, ο παππούς έλειπε για ψώνια στη λαϊκή. Αυτή ήταν και η μέρα του τελευταίου του πατινάζ πάνω στο παρκέ. Με το που του είπε η γιαγιά ότι ήταν μόνη της αυτός έκανε σαν αφηνιασμένο άλογο. Ούτε τα κεράσματα δε πρόλαβε να φάει. Πήγε τρέχοντας μέσα στο καθιστικό και καβάλησε τα πατάκια. Απαντούσε σκόρπια ναι και όχι στις ερωτήσεις τις γιαγιάς και προσπαθούσε να σπάσει το φράγμα του ήχου. Και με το ποδήλατο είχε αυτό το χούι. Δεν υπήρχε κατηφόρα στη γειτονιά που να μη την είχε γλύψει με το ποδήλατο του. Με το παρκέ όμως τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Ήταν πιο γλυκιά η ταχύτητα και αυτό ίσως συνέβαινε λόγω του παράνομου και μιας σιωπηρής συνομωσίας με τη γιαγιά του. Ήταν και η λάμψη του βερνικιού που την τόνιζε το φώς που έμπαινε από την μπαλκονόπορτα που οδηγούσε στη μια και μοναδική βεράντα του σπιτιού. Ήταν σχεδόν μαγικό. Εκείνη τη μέρα λοιπόν η ταχύτητα του πατινάζ ήταν μεγαλύτερη από την ικανότητα που είχε να φρενάρει. Συνήθως σταματούσε τοποθετώντας το σώμα του πλάγια ή βάζοντας τα χέρια του στην μπαλκονόπορτα ή στον τοίχο. Αυτή τη φορά όμως για κάποιον ανεξήγητο λόγο αποφάσισε να μην εφαρμόσει καμία από αυτές τις τεχνικές θεωρώντας ότι μπορούσε να φρενάρει έτσι όπως φρέναρε ένα κορίτσι στο σχολείο του που έκανε πατίνια, τοποθετώντας κάθετα τα πέλματα της και επιτρέποντας έτσι στο λάστιχο που είχαν τα πατίνια μπροστά να ακουμπήσει στο έδαφος. Η αλήθεια είναι ότι χρόνια μετά αυτό του φαινόταν πολύ χαζή ιδέα γιατί όπως και να το κάνουμε άλλο το πατίνι και άλλο το πατάκι από μαλλί. Το ατυχές ήταν ότι η φαεινή ιδέα του ήρθε στην κατεύθυνση προς την μπαλκονόπορτα η οποία για καλή του τύχη είχε φτιαχτεί με τον τρόπο που φτιάχνοντας στα τότε χρόνια οι μπαλκονόπορτες και τα παράθυρα. Με μόνο κρύσταλλο. Πρώτα ακούμπησε το κούτελο του πάνω στο τζάμι, μετά πέρασε η μύτη του και στη συνέχεια ακολούθησαν χέρια, πόδια και σώμα. Ένα καταπληκτικός, συνεχόμενος ήχος από αλλεπάλληλες θραύσεις κρύσταλλου με τη συνοδεία της κραυγής της γιαγιάς του ήταν αυτό που του έμεινε από αυτή τη μέρα. Ένα σύντομο ιδιότροπο μουσικό απόσπασμα της ζωής του που τέλειωσε μόνο αφού αυτός έφτασε να κρέμεται από την κουπαστή του μπαλκονιού της γιαγιάς, ευτυχώς από τη μέσα του πλευρά. Το σημάδι κάτω από το δεξί του φρύδι του θύμιζε αυτή τη μέρα αλλά μετά από λίγο καιρό δε του έδινε σημασία. Δε θυμόταν καν ότι είχε ένα τέτοιο σημάδι. Η μελωδία όμως του τζαμιού που έσπαγε σε μεγάλα και μικρά κομμάτια ήταν αυτό που δε ξέχασε ποτέ στη ζωή του. Μια απειρία από πρίμες νότες που παράγονταν από διαφορετικών διαστάσεων σπασμένο κρύσταλλο, με πιο πρίμα αυτήν της γιαγιάς του.

Μετά από αυτό η γιαγιά του δε ξανάβαλε ποτέ πατάκια στο σπίτι και ήταν σαν όλη η χλομάδα που είχε το πρόσωπο της εκείνη τη μέρα να έπεφτε σιγά σιγά πάνω στο παρκέ, θαμπώνοντας το μέρα με τη μέρα. Από τότε ήταν που και η συχνοουρία του παππού του βελτιώθηκε γιατί η προνοητικότητα να μην αφήσει μόνο τον εγγονό του να αλωνίζει στο σπίτι ήταν ισχυρότερη από την πίεση της κύστης του.

Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2013

ΕΝΑΣ ΠΛΟΥΣΙΟΣ ΖΗΤΙΑΝΟΣ


 

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΑΙΤΑ : Ε-ΒΟΟΚ. ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΕΝΟΣ ΧΑΡΤΟΝΟΜΙΣΜΑΤΟΣ



Έτριψε με τα πολυφορεμένα μάλλινα γάντια τα μάτια του, μη πιστεύοντας αυτό που έβλεπε. Καθόταν εκεί, μέσα στους βυθισμένους βαθμούς της θερμοκρασίας και αυτό ίσως να είχε επηρεάσει την κρίση του. Να είχε παγώσει τη λογική του. Έψαχνε για πολύ ώρα να βρει απάγκιο να ζεστάνει το κοκαλάκι του χωρίς αποτέλεσμα όμως. Είδε και απόειδε και κατέληξε στα σκαλοπάτια της εξώπορτας ενός διωρόφου κτίσματος. Το κρύο τον σούβλιζε για ώρες αλλά το είχε ανάγκη να σωριαστεί κάπου και να κοιμηθεί για λίγο. Ο ύπνος όμως δεν ήρθε ποτέ. Καθόταν από το πρωί και τώρα μόλις είχε πάρει να σκοτεινιάζει. Ένα παγωμένο σούρουπο που έσερνε στην καρότσα του την απειλή μιας νύχτας που μπορεί να ήταν και η τελευταία του. Συνέχισε να τρίβει τα μάτια του. Σηκώθηκε ακούγοντας τις κλειδώσεις του να τρίζουν από την ακινησία που είχε προηγηθεί και άπλωσε το χέρι του. Ήταν ένα χαρτονόμισμα των πενήντα ευρώ.
Το γύρισε μπρος και πίσω. Το σήκωσε ψηλά στον ουρανό, κοιτώντας το με θαυμασμό, πριν τελικά αυτό καταχωνιαστεί στο παντελόνι του. Ρημαγμένο παντελόνι. Χιλιοτρυπημένο και βρώμικο έως το μεδούλι. Να το πετάς στο πάτωμα και αυτό να κάθεται ορθό. Οι τσέπες του όμως ήταν ολοκαίνουργιες.   Δεν έβαζε ούτε τα χέρια του μέσα. Προτιμούσε τη ζεστασιά των γαντιών του. Για χρήματα δε, ούτε κουβέντα να γίνεται. Μέρες ολάκαιρες είχε να δει κέρμα να πέφτει στο ντενεκεδάκι του. Ο κόσμος κοιτούσε πως και πώς να πάει σπίτι του να ζεσταθεί. Δεν είχε χρόνο για ελεημοσύνες. Αυτές τις ημέρες είχε σκεφτεί πολύ. Είχε σκεφτεί τα λάθη του και τις αξίες της ζωής. Δεν ήταν του χαρακτήρα του η επαιτεία. Ήταν περήφανος άνθρωπος. Ακόμα και τα γάντια που φορούσε χειμώνα καλοκαίρι, για να κρύβει τον όλεθρο της βρωμιάς των νυχιών του το έκανε. Για να καμουφλάρει κάπως την δόλια του την ύπαρξη. Ήταν περήφανος ζητιάνος και σε αυτό βοηθούσε κάπως και το ποτό που τις καλές ημέρες προμηθευόταν. Είχε γίνει ο αχώριστος φίλος του που τον ταξίδευε ώρες και μίλια μακριά από την αδιέξοδη πραγματικότητα που ζούσε. Πόσες φορές δεν προτίμησε μια μποτίλια ρετσίνα από ένα καρβέλι ψωμί; Δεν ήταν η κατάντια που τον ένοιαζε. Ήταν που ήταν άχρηστος στους υπολοίπους. Που δεν μπορούσε τίποτα να προσφέρει παρά μόνο να τους ξαλαφρώνει από τα κέρματα τους.
Τώρα αυτό το πενηντάρικο ήταν η ανάσταση του Χριστού η ίδια. Ντούρο από το ψύχος και πορτοκαλί σα το σούρουπο που όλο και βάθαινε. Όλος ο κόσμος ήταν δικός του τώρα. Θα σηκωνόταν και θα πήγαινε να επανορθώσει για ότι κακό του είχε κάνει. Θα έπινε για να γλεντήσει και θα κέρναγε για να ακούσει το πρώτο του ευχαριστώ μετά από πολλά πολλά χρόνια. Σηκώθηκε και έστρεψε το σώμα του προς το καφενείο του Θανάση. Από εκεί έπαιρνε τις ρετσίνες του και κανένα ξεραμένο ψωμί. Ήταν η ώρα που μαζεύονταν ο κόσμος. Το καλό ήταν που τον γνώριζαν. Θα τον άφηναν να μπει μέσα και δεν θα τον κοιτούσαν περίεργα.
«Καλώς το παλικάρι! Δε πιστεύω να ψάχνεις κρεβάτι;»
Εκείνος κοίταξε με ένα μάλλον αυστηρό ύφος τον μαγαζάτορα και θρονιάστηκε μπόλικα στο πρώτο ελεύθερο τραπέζι που βρήκε μπροστά του. Οι άνθρωποι φοβόντουσαν τους ζητιάνους με τον ίδιο τρόπο που φοβόντουσαν τη φτώχεια την ίδια. Δεν ήθελαν να τους μπαστακωθεί. Και μολονότι του έδιναν ένα κομμάτι ψωμί που και που, ωστόσο τους ήταν προτιμότερο να του το πετάξουν για να το πάρει. Να αισθανθούν ότι έκαναν το καλό αλλά να κρατήσουν και τις αποστάσεις. Ο Θανάσης τις περισσότερες φορές του έδινε την ρετσίνα στα μουλωχτά. Δεν ήθελε να δουν οι υπόλοιποι ότι έπαιρνε λεφτά από ένα μπεκρή ζητιάνο. Με τα ξεροκόμματα τα πράγματα ήταν κάπως διαφορετικά. Το βροντοφώναζε. «Έλα ρε συ να δεις τι σου χω. Άντε να γεμίσει και σένα η κοιλιά σου κακομοίρη.». Και διάλεγε πάντα την ώρα που θα ήταν όλοι μαζεμένοι για να κάνει την καλή του πράξη ο Θανάσης. Και κάπως έτσι οι περισσότεροι κατάφερναν να έχουν έναν βαθύ και γλυκό ύπνο τα βράδια. Σα να ξόρκιζαν τα κακά πνεύματα. Να έβγαιναν νικητές από τη μάχη με το κακό. Και ας ήξεραν στο βάθος ότι όλα ήταν ένα θέατρο. Το βάθος δεν είχε ανάγκη από ύπνο και μπόσικα γέλια. Εκείνοι ζητούσαν μόνο μια γαλήνη να πασαλειφθούν όπως όπως.
«Θανάση, πιάσε την νταμιτζάνα σου και άρχισε να γεμίζεις τα ποτήρια. Κερνάω όλο το μαγαζί.»
Ο χρόνος σα να ξαπόστασε για μια στιγμή. Όλοι απέμειναν να κοιτάζουν τις λέξεις του ζητιάνου να χορεύουν γύρω τους. Τι αστείο ήταν πάλι και αυτό; Μόνο για μια στιγμή η τέλεια σιωπή και μετά ένας ορυμαγδός από χασκόγελα και χάχανα όλων το αποχρώσεων στούμπωσε το μαγαζί ως τα ταβάνια του.
«Αει στο διάολο. Με έκανες να κατουρηθώ από τα γέλια. Καλύτερα όμως να πάς πουθενά αλλού να πεις τα ανέκδοτα σου.»
Ο ζητιάνος έγειρε τον κορμό του στο πλάι, χώνοντας το χέρι του στην τσέπη. Έβγαλε το χαρτονόμισμα έξω και το τέντωσε με τα δύο του χέρια κάμποσες φορές. Το τέντωσε προσεκτικά αλλά και αρκετά φαφλατάδικα για να κάνει το ηχητικό παιχνίδι που επιθυμούσε.
«Αφού εγώ μίλησα, τον λόγο τον δίνω τώρα στο πορτοκαλί χαρτί που κρατάω στο χέρι μου. Τι λέτε; Δεν θα θέλατε λίγη δωρεάν ρετσίνα να κελαρύσει στα διψασμένα σας στομάχια;»
Τα κεφάλια του μαγαζιού γύρισαν κατά το μέρος του Θανάση, περιμένοντας τη στάση του. Περιουσίες ολόκληρες του είχαν προσφέρει του τσιφούτη και αυτό τώρα έμοιαζε σαν μέρος των τόκων τους. Τα κεφάλια τον κοίταζαν, και εκείνος κοιτούσε με κρεμασμένο το σαγόνι το τεντωμένο χαρτονόμισμα στα χέρια του ζητιάνου.
«Για φέρε το εδώ να του ρίξω μια ματιά.»
«Όπως φαίνεται ούτε και εσύ έχεις δει στη ζωή σου τέτοιο χαρτονόμισμα.»
Μερικά χάχανα ακούστηκαν σκόρπια όση ώρα ο Θανάσης ανέκρινε το χαρτονόμισμα. Και δεν του πήρε και πολύ ώρα πριν ένα σκοτεινιασμένο χαμόγελο του χαρακώσει τα μάγουλα.
«Σύρε έξω ρε κακομοίρη. Πάρε και αυτό μαζί σου. Δες. Στη γωνία. Του λείπει ένα κομμάτι. Δε περνάει. Άντε τώρα, άδειασε μας τη γωνιά.»
Πρέπει από τότε να έχουν περάσει επτά μήνες. Καλοκαίρι πια και εκείνος κάθεται στα σκαλοπάτια περιμένοντας την κομμένη γωνίτσα να φανεί με τη βοήθεια των ανέμων.

Τρίτη 8 Ιανουαρίου 2013

ΧΙΟΝΙΑ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ




"Το χιόνι είναι η αγκαλιά που οι άγγελοι δεν μπορούν να έχουν". Έτσι μου έλεγε τότε. Και μεγάλη δεν ήτανε και αυτή η σοφία δεν ήξερες πως στο καλό πρόλαβε και γιγαντώθηκε έτσι γρήγορα μέσα της. "Όταν χιονίζει όλοι μας ψάχνουμε για μια ζεστή γωνιά και μια αγκαλιά. Να βρούμε τη σωτηρία από το ψύχος. Να ζεστάνουμε την ύπαρξη και την ψυχή μας". Έτσι έλεγε εκείνη. Τόσο σοφή και όμορφη.

Περπατούσε μέσα στα - στρωμένα χιόνι - πεζοδρόμια της γειτονιάς του και την σκεφτόταν. Οι νιφάδες συνέχιζαν να πέφτουν και βολευόντουσαν πάνω στα φρύδια και στο μούσι του. Το χιόνι έφτιαχνε την όψη του κάμποσα χρόνια μετά. Το χιόνι περόνιαζε τα κόκκαλα του και τα χνώτα του έφτιαχναν ολόκληρες ταινίες του σινεμά μπροστά στα μάτια του. Ασπρόμαυρες ταινίες, σαν και αυτές που βλέπανε μαζί. Ασπρόμαυρες σα τη νύχτα που μαζί της περπατούσε τώρα.

Το χιόνι ήξερε, οι άγγελοι ήξεραν, εκείνη το ήξερε καλύτερα από όλους. Όσο κρατιέται κανείς ζεστός οι πάγοι λιώνουν. Όσο τρέχει κανείς, όσο αγαπάει, όσο αγκαλιάζει, όσο κοιτά και βλέπει, όσο καίγεται να μάθει, καίγεται και να μιλά, όσο να χαϊδεύει θέλει, όσο αρέσκεται να φιλά και αφήνεται να φιλιέται, όσο τα χάδια είναι η μόνη επιλογή, όσο οι λέξεις μέσα του γιγαντώνονται, όσο οι σκέψεις στροβιλίζονται, όσο οι ανάσες που βγαίνουν φωνάζουν για ζωή, όσο όλα αυτά συμβαίνουν τότε με όσο χιόνι και όσο πάγο και να φορτώσεις μια ανθρώπινη ζωή το πράγμα αντέχεται. Βούτηξε μια φλεγόμενη ψυχή μέσα στους πάγους της Αρκτικής και οι πιγκουίνοι θα πισωπατήσουν φοβισμένοι! Έτσι είναι. Έτσι έλεγε εκείνη. Σαν αερικό είχε έρθει στην αγκαλιά του, σαν ανάσα είχε χαθεί, σα φάντασμα τον καταδιώκε μέχρι τώρα. Κάθε χρόνο που έπαιρνε και χιόνιζε την σκεφτόταν. Συνέχεια την σκεφτόταν αλλά με τα χιόνια δεν μπορούσε να κάνει το οτιδήποτε άλλο παρά μόνο να την σκέφτεται.

Σήκωσε τον γιακά και χάιδεψε το μούσι του για να διώξει τις νιφάδες. Έχωσε τα χέρια του στις τσέπες γιατί αισθάνθηκε άβολα με την κίνηση τους. Ήθελε μόνο να γλιστράει μέσα σε εκείνη την κρύα νύχτα. Σα να κάνει πατινάζ στο παρελθόν, ολα να τσουλάνε μέσα σε πιρουέτες και άψογες-ακοπίαστες κινήσεις. Όλα να είναι στη σωστή τους θέση και εκείνος χωμένος μέσα στην παγωμένη ατμόσφαιρα. Του άρεσε να περπατάει χώνοντας τις μπότες του στο απάτητο χιόνι. Να ακούει τον ήχο που κάνει αυτό. Σα να πεθαίνει στα βήματα του. Σα να ξεψυχά.

Ολοζώντανος μέσα στην πιο κρύα νύχτα του χρόνου. Λυπημένος ίσως, μπερδεμένος στα σίγουρα, τόσο μα τόσο ζωντανός όμως. Τα χνώτα του τα ίδια του το θύμιζαν αυτό. Θα γυρνούσε ξανά στο σπίτι αλλά θα προτιμούσε να το κάνει αφού αυτά τα χιόνια θα έλιωναν πρώτα. Έως τότε θα περπατούσε, θα χνώτιζε την ατμόσφαιρα με τη ζέση των σωθικών του και θα αγκάλιαζε τους αγγέλους που τόσο μα τόσο ανάγκη έχουν από μια αγκαλιά.

Τρίτη 1 Ιανουαρίου 2013

ΣΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΓΗΣ









Τόσα μέτρα κάτω από τη Γη. Τόσα χρόνια σε μια μόνο πλάτη. Πήγαινε πολύ. Ήταν σα να σήκωνε όλο αυτό το βάρος της Γής πάνω του μαζί με άλλα εβδομήντα χρόνια εμπειρίας. Που πέρασαν, χόρεψαν μέσα του και τώρα φεύγουν. Εκείνος όμως ήταν χαμογελαστός και στητός.  Φορούσε το μάλλινο πουλόβερ του μέσα από το σακάκι και πιο μέσα πιθανόν ένα βαμβακερό μπλουζάκι. Στα χέρια του κρατούσε μια μαύρη μαγκούρα, καλογυαλισμένη, η οποία σε σχέση με τα πόδια του ήταν η πιο δυνατή. Ο Ιάσονας τον κοιτούσε εδώ και ώρα και το βλέμμα του είχε αγκιστρωθεί στην φιγούρα εκείνου του γέρου στο Μετρό. Ήταν χαμογελαστός, μόνος αυτός με το μπαστούνι του και έκανε σα να μη συμβαίνει τίποτα. Σα να μη βρισκόταν τώρα τόσα μέτρα κάτω από τη γη, σα να μην είχαν περάσει τόσα χρόνια από πάνω του, σμιλεύοντας στο πρόσωπο του κάθε λογής ρυτίδες. Όλα ήταν όμορφα και γι' αυτό εκείνος γελούσε. Του έφτανε μόνο το γεγονός ότι ήταν Κυριακή και έκανε την βόλτα του στην πόλη. Μέσα στο Μετρό. Ο Ιάσονας όμως φοβόταν το Μετρό. Φοβόταν τόσο βάθος κάτω από τη Γη και κοιτάζοντας εκείνον εκεί τον γέρο αντλούσε δύναμη. Εντάξει, η αλήθεια ήταν ότι πάντα τον τραβούσαν οι γέροντες, οι γερόντισσες επίσης. Εκεί που άλλοι έκαναν σαν τρελοί μπροστά από ένα βρέφος ο Ιάσονας πήγαινε δίπλα από τους γέρους και τους έκανε χαρές. Ήταν κάποιου είδους διαστροφή αυτή; Ίσως. Δε μπορούσε όμως να αφήνει να περνάει απαρατήρητο το γεγονός της εμπειρίας της ίδιας να περπατάει δίπλα του!

Ο Ιάσονας ήταν τριάντα ετών, ενώ ο γέρος έφτιαχνε δύο και μισούς Ιάσονες στην ηλικία. Ποίος θα έχανε τα περισσότερα σε μια κατολίσθηση μέσα στο Μετρό; Αν όλα γινόντουσαν ένα μάτσο από ράγες, βαγόνια και μπετό, τότε ποιός θα αισθανόταν με μεγαλύτερη αγαλλίαση ότι τώρα ήρθε η ώρα; Σχετικό το ερώτημα. Ο Ιάσονας είχε μαζέψει τα χειρότερα του βάσανα εκείνη την Κυριακή. Είχε μόλις απολυθεί από την δουλειά του σερβιτόρου και φεύγοντας από την καφετέρια είδε την καλή του στο δρόμο να είναι βουτηγμένη στην αγκαλιά ενός πρώην συναδέλφου του που είχε ρεπό. Που να πάει τώρα και που να χωρέσει; Ας γκρεμιζόντουσαν όλα τώρα μόλις. Οι κυλιόμενες σκάλες να γεμίσουν από στραπατσαρισμένα πτώματα και οι κανονικές από φρεσκοποδοπατημένα σκέλεθρα και ας ήταν και εκείνος μέσα σε αυτούς. Να λυτρωθεί από αυτό το μαρτύριο. Το μαρτύριο μιας Κυριακής που όλα τα έφερε ανάποδα. Μπροστά όμως από τούτο το συρμό, κοιτάζοντας τον γέρο με το μπαστούνι να πάει πέρα δώθε. Αεικίνητος και γεμάτος χαμόγελα, η όλη εικόνα έμοιαζε κατευναστική. "Τι στο διάβολο έκανε σωστά ετούτος εδώ ο γέρος και τώρα μόνος του χαμογελάει με όλες αυτές τις ρυτίδες πάνω του;". Ο Ιάσονας αναρωτιόταν και του φαινόταν πολύ περίεργο το πως αυτός ο παππούλης αποφάσισε να πάρει μόνος του το Μετρό και να βγει για βόλτα. Και μάλιστα χαμογελώντας! "Μπα, κανένας τρελόγερος θα είναι και τούτος". Οι εύκολες διαπιστώσεις χωράνε πιο εύκολα μέσα στις δύσκολες στιγμές. Εκεί που ο άνθρωπος ψαχουλεύει στο κενό για να βρει από κάπου να πιαστεί.

Ο κόσμος άρχισε να συγκεντρώνεται στην πλατφόρμα και το ρολόι έγραφε πέντε λεπτά ακόμα για το επόμενο τραίνο. Ο παππούλης ελισσόταν επιδέξια αλλά αργά, ανάμεσα από τον κόσμο και έμοιαζε σα να κινείται όχι μόνο με την βοήθεια του μπαστουνιού του αλλά κυριολεκτικά να μεταφέρεται με αυτό. Σαν εκείνο το περίεργο παιχνίδι που έπαιζε μικρός ο Ιάσονας. Μια μεταλλική ράβδος με τιμονάκι και ελατήριο στο κάτω της άκρο. Ανέβαινε πάνω της και άρχισε να χοροπηδά πηγαίνοντας μπρός πίσω, δεξιά και λίγο αριστερά, πριν τελικά σαβουρντιστεί σε κάποια πλευρά της αλάνας που έπαιζαν. Όσο κέφι έλειπε τώρα από τον Ιάσονα και όσο θα μπορούσε να συσσωρεύσει, έως ότου φτάσει στην ηλικία του παππού, φαινόταν ότι το είχε κερδίσει εκείνος ο γέρος. Τρέκλιζε και χαμογελούσε. Σα σχεδόν να γελούσε τρανταχτά μέσα από την ψυχή του. Ο Ιάσονας έστρεψε το βλέμμα του και ανακάτεψε στην μνήμη του την εικόνα της καλής του παρέα με εκείνον τον καμπόσο τον Βύρωνα. Τι να του βρήκε άραγε; Τι έλειπε από τον Ιάσονα; Και στα ίσα να ήταν, τώρα του έλειπε μια δουλειά! Μόλις την είχε χάσει. Ναι, έκανε λάθος στα ρέστα. Και μετά έδωσε δύο λάθος παραγγελίες στην μπάρα. Και λοιπόν; Δούλευε ήδη ένα χρόνο σε κείνη την καφετέρια και σήμερα, αυτό ήταν το πρώτο του λάθος. Περίεργη μέρα η σημερινή. Παράξενη Κυριακή. Μια Κυριακή που για τον πολύ κόσμο ήταν ημέρα χαλάρωσης και βόλτας, ενώ για τον ίδιο η ζωή είχε μόλις φάει μια μεγαλοπρεπή τούμπα.

Τα λεπτά περνούσαν και το ρολόι του σταθμού έδειχνε τώρα ένα ολόκληρο λεπτό. Ο Ιάσονας το είχε αναλύσει αρκούντος. Μόλις η άμαξα έβαζε την μούρη της στην πλατφόρμα το ρολόι θα έγραφε μισό λεπτό. Το είχαν σκεφτεί σοφά. Έπαιρνε ακριβώς μισό λεπτό για να σταματήσει τελείως ο συρμός από τη στιγμή που θα πρωτοεμφανιζόταν στην πλατφόρμα. Είναι κάπως παράδοξο σε μια χώρα που δε τα πάει καλά με τον προγραμματισμό να υπάρχει κάτι που μετριέται με τόση δα λεπτομέρεια. Σχεδόν ένιωθε υπερήφανος τώρα. "Να και κάτι που λειτουργεί σωστά". Ο κόσμος είχε μαζευτεί μπροστά από τις πόρτες, αφήνοντας πίσω εκείνον τον παππούλη με το μπαστούνι του. Ήταν από τους πρώτους που είχαν έρθει στην πλατφόρμα, όπως και ο Ιάσονας εξάλλου, αλλά εδώ κάτι τέτοιο δεν έπαιζε ρόλο. Ο δυνατότερος και νεότερος θα νικούσε. Αυτός θα έμπαινε πρώτος στο βαγόνι, αυτός θα έβρισκε πρώτος ένα κάθισμα. "Να που τελικά τα περισσότερα πράγματα εδώ πέρα δε λειτουργούν σωστά". Σκέφτηκε ξανά, επανερχόμενος στην αρχική του ψυχολογία. Ο παππούς είχε καθίσει στο μέσον, μεταξύ δύο πορτών, περιμένοντας για τη σειρά του. Ας το έβλεπε ότι δεν είχε καμία πιθανότητα να κερδίσει. Αυτός περίμενε στωικά και έσερνε τα καλογυαλισμένα του παπούτσια στην πλατφόρμα, κερδίζοντας μόλις λίγους πόντους κάθε φορά. Ούτε έσπρωχνε, ούτε τίποτα. Ο Ιάσονας τον παρακολουθούσε, ξεχνώντας το γεγονός ότι και εκείνος ο ίδιος είχε μείνει τελευταίος στην ουρά. Το βαγόνι γέμισε τελικά και οι πόρτες πήραν να κλείνουν, με εκείνη την ταχύτητα που καλό είναι να μη βρεθεί κανείς στο διάβα τους. Μια γυναίκα βρέθηκε όμως εκεί. Στην τροχιά των συρόμενων πορτών. Μισή μέσα, μισή έξω. Οι πόρτες την είχαν στριμώξει για τα καλά. Ο κόσμος την κοιτούσε απορημένος και κανένας δεν έκανε την παραμικρή κίνηση. Τι θα μπορούσε να κάνει δηλαδή; Ε! τουλάχιστον να βάλει καμία φωνή. Απεναντίας, όλοι έμειναν σα πακτωμένοι στις θέσεις τους. Όχι τόσο από τρόμο ή άγχος αλλά περισσότερο από απλή, αγνή, βαριεστιμάρα. Ο Ιάσονας πρόσεξε με την άκρη του ματιού του τον παππού να σηκώνει το μπαστούνι του προς την πλευρά του οδηγού προσπαθώντας να ψελλίσει "σταματήστε". Η μασέλα του έκανε αγώνα δρόμου. Πόση δύναμη θα χρειάστηκε άραγε να επιστρατεύσει ο δόλιος για να σηκώσει εκείνη εκεί την μαγκούρα; Οι πόρτες άνοιξαν ως δια μαγείας. Ο Ιάσονας ήξερε ότι δεν ήταν ο παππούς που το προκάλεσε αυτό, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν ήταν αυτό που μετρούσε. Αποφάσισε να πάρει το επόμενο τραίνο. Θα έμενε παρέα με τον παππού και το μπαστούνι του. Με τη δύναμη που είχε μέσα του και μαζί με το χαμόγελο του. Ίσως κάτι να μπορούσε να κερδίσει από αυτό. Τι παράξενο όμως! Του ερχόταν να βάλει τα κλάματα τώρα. "Τι στο καλό έπαθα πάλι;". Ο παππούς πήγε στο πίσω μέρος της πλατφόρμας, βρήκε μια θέση και κάθισε. Κάθισε και ο Ιάσονας κάμποσα μέτρα μακριά του, συνεχίζοντας να τον παρατηρεί. Το χαμόγελο ήρθε και πάλι στη θέση του, με έναν τρόπο που ήταν σα να μην έφυγε ποτέ από εκεί.

Κοιτώντας προς τα πάνω, θυμήθηκε ξανά το πόσα μέτρα κάτω από τη Γη βρισκόντουσαν. Είναι τρομακτικό αν κάτσει κάποιος να το σκεφτεί. Όλος ο όγκος να πέφτει πάνω σε σώματα και να τους κόβει πόδια, χέρια, κεφάλια και την ανάσα. Θυμήθηκε τότε που σαν παιδί είχε διαβάσει το βιβλίο του Ιούλιου Βερν για το ταξίδι στο κέντρο της Γης. Πόσο πολύ είχε φοβηθεί τότε! Το βιβλίο όμως ήταν καλογραμμένο και η ιστορία τον ρουφούσε μέσα της. Το είχε διαβάσει ολόκληρο και μετά, για ένα μήνα, κοιμόταν ανάμεσα από τους γονείς του. Έβλεπε συνέχεια όνειρα, ότι καταπλακώνεται από τη Γη, φυτεμένος και ανήμπορος να κινηθεί. Σίγουρος δεν ήταν βέβαια, αλλά υποψιαζόταν ότι αυτό το βιβλίο του άφησε μια φοβία που τον ακολουθούσε για πολλά χρόνια μετά. Πέρασε κάμποσος καιρός από τότε που δεν είχε κατεβεί σε υπόγεια διάβαση πεζών για να περάσει στην απέναντι πλευρά μιας λεωφόρου. Προτιμούσε να παίζει κορόνα γράμματα μήπως και τον χτυπήσει κανένα αυτοκίνητο παρά αυτό. "Όσο πατάει κανείς στη Γη μόνο καλά μπορούν να πάνε τα πράγματα, αν βρίσκεται πάνω ή κάτω της τότε ξεκινάνε τα χοντρά προβλήματα". Αυτό πίστευε και αυτό έκανε. Μετά, στην εφηβεία του, το κρεβάτι των γονιών του έμεινε κενό από τη θέση του πατέρα. Δε μπορούσε πλέον να χωθεί κάπου και να προστατευτεί από τα όνειρα του. Τα χρήματα στο σπίτι δεν έφταναν και ο Ιάσονας έπρεπε να γίνει ο προστάτης της οικογένειας. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να πρέπει να χρησιμοποιήσει το Μετρό για τις διάφορες δουλείες του ποδαριού που έπιανε κατά καιρούς. Η φοβία του έμεινε βέβαια αλλά πάντα έβρισκε κάποιο τρικ για να την ξεπεράσει. Πολλές φορές για παράδειγμα καθόταν στην είσοδο του σταθμού περιμένοντας να φανεί κάποια εξωπραγματικής ομορφιάς κοπέλα και να την ακολουθήσει. Ή κάποιον τρελό. Κατέβαινε τότε μαζί τους και το μυαλό του, ως δια μαγείας, ήταν πάνω στα οπίσθια της καλλονής ή στα λοξά λόγια του τρελού. Ξεχνούσε το ότι βρισκόταν τόσα μέτρα κάτω από τη Γη και έτσι μπορούσε να πάρει το επόμενο βαγόνι για το μεροκάματο.

Σήμερα όμως το μυαλό του δεν χρειαζόταν αντιπερισπασμούς. Είχε μπόλικα να σκεφτεί. Και η λεγάμενη δεν τον πείραζε τόσο. Αλίμονο! Μόνο δυο μήνες τα είχανε! Δεν ζούσαν και μαζί στο κάτω-κάτω! Τώρα έπρεπε να σπάσει το κεφάλι του για το που θα βρει δουλειά. Η Ελλάδα πήγαινε από το κακό στο χειρότερο και το να βρει κάποιος απασχόληση ήταν σα να παίζει ρουλέτα. Με απειροελάχιστες πιθανότητες επιτυχίας. Ο παππούς ήταν σα να τον έβγαζε τώρα από αυτή την σκέψη-λαβύρινθο. Και όλες αυτές οι λεπτομέρειες πάνω του. Ντυμένος, όχι ακριβά, αλλά με φροντίδα. Φρεσκοσιδερωμένος, καλοξυρισμένος. Τα παπούτσια δε ήταν σα σε επιθεώρηση στρατηγού. Έπεφτε μια τρίχα πάνω τους και γλιστρούσε να πέσει χάμω. Περιποιημένος και χαμογελαστός. Τι έκανε σωστά στη ζωή του; Γιατί χαμογελούσε αυτή την παράξενη Κυριακή; Που το έβρισκε το κουράγιο; Εκεί που άλλοι, νεότεροι και πιο δυνατοί είχαν παραιτηθεί, αυτός προχωρούσε με τα γεμάτα αρθριτικά βήματα του. Σήκωνε τη μαγκούρα του και προσπαθούσε να σώσει εγκλωβισμένους σε πόρτες τραίνου, προσπαθούσε να σώσει τον κόσμο και τελικά την ίδια του την ψυχή. 

Το επόμενο τραίνο έφτασε. Ευτυχώς αυτή τη φορά είχε λιγότερο κόσμο. Ο Ιάσονας βρισκόταν στο κατόπι του γέρου και δεν σταμάτησε να τον παρατηρεί. Τώρα είχε κάτσει στο πλάι της πόρτας και περίμενε τον κόσμο να βγει έξω. Το γεγονός αυτό μπορεί να ακούγεται λογικό σε κάποιον, αλλά δεν είναι. Όχι, αν έβλεπε ότι όλοι όσοι περίμεναν να μπουν, κάθονταν μπροστά στη πόρτα φράζοντας την έξοδο στους επιβάτες. Όλοι εκτός του παππού, ο οποίος με τελετουργική ευλάβεια φύλαγε την αξιοπρέπεια του και τον σεβασμό προς τους άλλους. Όχι ότι τους χρώσταγε και τίποτα στο κάτω-κάτω. Το έκανε γιατί το πίστευε. Αφού όλοι μπήκαν πριν από αυτούς που ήταν να βγουν και αφού αυτοί που ήταν να βγουν βγήκαν, ο παππούς ακούμπησε το μπαστούνι του μέσα στο βαγόνι και μετά το υπόλοιπο του σώμα, έχοντας ξοπίσω του τον Ιάσονα να τον παραμονεύει. Ευτυχώς, υπήρξε κάποιος μέσα στο τραίνο που παραχώρησε τη θέση του στον γέροντα. Και εκείνος γέρος ήταν αλλά δεν ήθελε να το πιστέψει.

Ακούμπησε τα χέρια του πάνω στο μπαστούνι και κοίταζε έξω. Εκεί που μόνο μαυρίλα υπήρχε. Οι υπόγειες στοές του Μετρό δεν ήταν και το καλύτερο θέαμα. Εκείνος όμως κοιτούσε έξω και χαμογελούσε. Σα κάτι να ήξερε. Ο Ιάσονας δεν καταλάβαινε τίποτα. Έβλεπε τόση ευγένεια πάνω σε εκείνον τον άνθρωπο και τόση εμπειρία που του ερχόταν να πάει και να του φιλήσει τα χέρια. Είχε και ο Ιάσονας τα χούγια του. Ήταν και κείνος ευγενικός, αλλά προσπαθούσε να το κρύψει. Φοβόταν μη τύχει και τον καταλάβει κανείς και πέσει να τον φάει. Αυτή την οπτική που του έδινε ο γέρος δεν την είχε ποτέ του σκεφτεί. Να νοιάζεται κανείς και να το δείχνει. Ειδικά αν είναι αδύναμος. Σήμερα είχε βοηθήσει δύο ανθρώπους παρότι μονάχα ένα καλοντυμένο σκέλεθρο ήταν. Είχε βοηθήσει την εγκλωβισμένη γυναίκα και τον ίδιο τον Ιάσονα που μετά βίας συγκρατούσε τα δάκρυα του. Του έπεφτε πολύ όλη αυτή η εικόνα. Τώρα ήθελε να γίνει ένας σεισμός και να τους πλακώσει όλους. Να μείνει σώος μόνο ο παππούς. Να φύγουν στα συντρίμμια όλες οι μισαλλοδοξίες και οι κουτοπονηριές και να μείνει μόνο μια ελπίδα. Όσο γέρικη και αν αυτή ήταν. Θα ήταν μια ελπίδα ατόφια.

Για καλή του τύχη κατέβαιναν στην ίδια στάση. Ο παππούλης λόγω ηλικίας καθυστέρησε να βγει από το βαγόνι. Ξεκίνησε να σηκωθεί όταν το βαγόνι είχε σταματήσει εντελώς και στη συνέχεια του πήρε ίσαμε αυτό να φύγει. Ο Ιάσονας προχωρούσε μπροστά, αλλά τα μάτια του τα είχε πίσω. Πρόσεχε τον παππού. Σε κάποια στιγμή εκείνος παραπάτησε και ο Ιάσονας κοντοστάθηκε για να δει αν χρειάζεται κάποιου είδους βοήθεια. Ο παππούς τον κοίταξε στα μάτια και με το ελεύθερο του χέρι του έκανε μια κίνηση. Ένα νεύμα που σήμαινε πολλά πράγματα. Ο Ιάσονας γύρισε προς τα μπροστά και πήρε να προχωράει προς την έξοδο. Σκεφτόταν τον ηλικιωμένο που άφησε στο κατόπι του, την κοσμοθεωρία του και τον τρόπο που αντιμετώπισε μια παράξενη Κυριακή. Ακόμα και το γεγονός ενός εξηντάρη που κοπανούσε την μόλις κλεισμένη πόρτα, θέλοντας να μπει στο βαγόνι, όντας αργοπορημένος, δε στάθηκε ικανό να του ταράξει τις σκέψεις. Εκείνο το νεύμα του παππού μόνο σκεφτόταν. «Μην ανησυχείς γιέ μου, λίγο προσπάθεια θέλει μόνο. Χαμογέλα και προχώρα. Δεν έχει σημασία το πόσο γρήγορα το κάνεις παρά μόνο να μη ξεχνάς να χαμογελάς». Αυτό ήθελε να του πει ο παππούς και το είπε με ένα μόλις νεύμα. 

Πηγαίνοντας στο σπίτι του, κατευθύνθηκε προς την βιβλιοθήκη. Τράβηξε έξω το «ταξίδι στο κέντρο της Γης» και το άνοιξε στην πρώτη του σελίδα. Οι σελίδες ήταν κίτρινες και το εξώφυλλο σκονισμένο. Οι κατάλληλες συνθήκες για να διαβάσει κανείς για δεύτερη φορά ένα βιβλίο που κάποτε αγάπησε. Αυτή τη φορά θα το διάβαζε και θα το χαιρόταν, δε θα φοβόταν.