Έτρεχε με αγκομαχητά μέσα στα στενά της πόλης. Ήτανε Μάρτης και
φορούσε ένα βαμβακερό φούτερ που τώρα ήταν καταϊδρωμένο. Λαχάνιαζε και
ξεφυσούσε, γυρνώντας προς τα πίσω το κεφάλι του κάθε πέντε δρασκελιές. Δεν
ήξερε που πήγαινε. Κυρίως όμως δεν ήξερε πως στο καλό κατάφερνε να τρέχει με τα
δύο πακέτα τσιγάρων την ημέρα που κάπνιζε εδώ και τόσα χρόνια. Τι ήταν αυτό που
τον δρασκέλιζε όλο και πιο μακριά από τους φόβους του; Η αγωνία να ξεφύγει, να
χαθεί, να βουλιάξει κάπου και να κοιμηθεί. Να εξατμιστεί σα τη βροχή του
Αυγούστου και μετά να μαζέψει όλο του το είναι μέσα σε ένα σύννεφο. Να
ταξιδεύει με τη ρότα του ανέμου. Με την ηρεμία του σύμπαντος. Να μη φοβάται
άλλο μόνο. Έτρεχε και λυσσομανούσε τώρα να ξεφύγει.
Κάποιος στο δρόμο του ζήτησε λεφτά και εκείνος έψαξε στις τσέπες
του να τα βρει. Ήρθε η αστυνομία για εξακρίβωση των στοιχείων του ζητιάνου.
Εκείνος έφυγε, φοβήθηκε γιατί κάτι παλιές δοσοληψίες είχε με τις αρχές. Πάνε χρόνια από τότε βέβαια αλλά ο φόβος
συνήθως είναι ο τελευταίος που κλείνει την πόρτα. Έκανε στην αρχή ένα βήμα, και
μετά δύο δρασκελιές. Στη συνέχεια μάζεψε τις ανάσες στα πλεμόνια του και άρχισε
να γρονθοκοπά τα βήματα του στα μήκη της εξαφάνισης του. Ο ζητιάνος τον
κοιτούσε, ο αστυνόμος το ίδιο. Γύρισε και τους κοίταξε και κείνος από τη γωνία του στενού. Ο
φόβος όμως εξακολουθούσε να τρέχει ξοπίσω του. Έστριψε, έφυγε, πέταξε, έτρεξε,
έτρεξε, έτρεξε.
Πέρασε μέσα από την πόλη και πήδηξε πάνω από χωριά, τρέχοντας και
πάλι. Γυρνώντας πίσω του να κοιτάξει, να ξεφύγει και να γλιτώσει. Πέρασε μέσα
από ολόκληρες ηπείρους και λούστηκε τις πιο αδηφάγες αμμοθύελλες της Αφρικανικής
ερήμου. Έχωνε τα πέλματα του μέσα στην
καυτή άμμο και αυτά έβγαιναν από κει, δυνατότερα και ταχύτερα. Εκείνος έστρεφε
πάντα το κεφάλι του ξοπίσω, κοιτάζοντας να ξεφύγει. Τα άστρα τον συντρόφεψαν
και τα φεγγάρια του κράτησαν τις ανάσες. Περνούσαν τα χιλιόμετρα και οι μέρες
και εκείνος σε κάθε του βήμα γινόταν και καλύτερος. Από ένας μπουνταλάς
καπνιστής έφτασε να συναγωνίζεται κοπάδια από γαζέλες. Σχεδόν πετούσε θα έλεγε
κανείς.
Στα τελευταία του έφτασε στην Ανταρκτική. Στην αρχή βέβαια σωριαζόταν
η ταχύτητα του πάνω στον πάγο αλλά στο τέλος το έμαθε και αυτό. Έμαθε να τρέχει
και να γλιστρά όρθιος κερδίζοντας κάμποσα ακόπιαστα μέτρα. Έτρεχε ανάμεσα από τους
πιγκουίνους και από τις τεράστιες όρκες. Πηδούσε από το ένα παγόβουνο, στο άλλο.
Άκουγε την λεπτή κρούστα του πάγου να θρυμματίζεται πίσω από τα βήματα του και
εκείνος δεν έχανε ούτε για μια στιγμή την ορμή του. Οι ανάσες πάγωναν πάνω στη
μύτη του και η γλώσσα του είχε γίνει σωστή παγοκολόνα. Γύρισε για άλλη μια φορά
να κοιτάξει πίσω. Είδε εκείνο τον αστυνόμο να δένει τις χειροπέδες στο ζητιάνο.
Σταμάτησε τότε να τρέχει και γύρισε ξανά μπροστά του. Στήριξε τα χέρια του πάνω
στα γόνατα και σκέφτηκε για λίγο. «Που στο διάολο πήγε εκείνος ο φόβος που με
κυνηγούσε σε ολόκληρο τον κόσμο; Κοιτάζω πίσω και δε βλέπω παρά έναν αστυνόμο
και έναν ζητιάνο. Γιατί ήρθα έως εδώ; Πως βρέθηκα εδώ;».
Έκανε μετά πως γυρίζει πίσω και έμεινε εκεί παγωμένος. Το
τρέξιμο τον κρατούσε ζεστό εδώ και μέρες χωρίς κανένα πρόβλημα. Όλος εκείνος ο
ιδρώτας στο φούτερ, στο παντελόνι και στο δέρμα του πάγωσε μονομιάς και του
έδεσε το σώμα στην ακινησία. Το τελευταίο πράγμα που κινήθηκε ήταν τα μάτια
του. Εκείνα είδαν τον φόβο να τρέχει προς τα πίσω. Να τρέχει σα σατανάς με
φωτιά στα μπατζάκια του. Είδε όλα αυτά που κερδήθηκαν και όλα αυτά που
χάθηκαν. Είδε τη ζωή του να ξεπροβάλλει πίσω από τις πλάτες του αστυνόμου, είδε
τις τούφες του τσιγάρου που αμέριμνος κάπνιζε τότε. Μετά όλα πάγωσαν. Έμειναν
σαν τον ίδιο, αποσβολωμένα να χάσκουν. Μόνο ο φόβος έτρεχε ξανά. Ήθελε να φτάσει
εκεί από όπου όλα ξεκίνησαν. Από μια ανόητη ιδέα ότι ο άνθρωπος μόνο τον φόβο
του φοβάται. Όσο καλός δρομέας και να είχε γίνει, ο φόβος ήτανε πιο σβέλτος.
Πάντα με μια ανάσα στην πλάτη του. Το έβλεπε τώρα, πίσω από την λεπτή κρούστα
του πάγου που πήρε να σχηματίζεται στην υγρασία των ματιών του.