"Τι
θα κάνουμε τώρα;", νιαούρισε δίπλα του όλο μαραζωμένο νάζι. Καθόντουσαν
στα σκαλοπάτια της εισόδου της πολυκατοικίας μη κάνοντας τίποτα. Είχε πια
βραδιάσει για τα καλά και τα στομάχια τους είχαν πάρει να γουργουρίζουν από
εχθές το πρωί.
"Τι
θα κάνουμε τίγρη μου;", εκείνος ήταν βαρύθυμος, σα να σκεφτόταν, σα να
είχε βαλτώσει. Η ιδιοκτήτρια δεν είχε φανεί σήμερα και τίποτα δεν είχαν να
φάνε, ούτε να ξαπλώσουν κάπου τα κορμιά τους μπορούσαν. Κάπου όπου το κρύο θα
έλεγες πως έμεινε έξω. Τι να έκανε και αυτή η χριστιανή μια μέρα ολόκληρη! Που
χάθηκε έτσι ξαφνικά;
"Δε
ξέρω μωρό μου, κάτι θα σκεφτούμε μην ανησυχείς". Την έσφιξε πάνω του και
πλησίασε το στόμα του στο λαιμό της. Χώθηκε μέσα του και έκλεισε τα μάτια.
"Αυτό ήταν. Αν εξαρτάσαι από κάποιον αυτά παθαίνεις! Τόσους μήνες
καλομάθαμε και στηριζόμασταν πάνω της. Ήθελες τα κι έπαθες τα!", σκέφτηκε
λίγο πριν τον πάρει ο ύπνος. Τι όμορφα που θα ήταν! Να τρώγανε κάτι και να
βουλιάζανε αγκαλιά σε ένα ζεστό μέρος σα και αυτό που τους είχε παραχωρήσει
εκείνη. Δε πρέπει να έχει περάσει μισός χρόνος που τους μάζεψε, σε άθλια
κατάσταση είναι η αλήθεια, από το δρόμο. Δυο αλητάκια που πεινούσαν ήταν και
εκείνη ήταν τόσο μόνη, τόσο καλή. Τους μάζεψε και τους έδωσε όλα τα καλά του
θεού. Κάθε μέρα κάθονταν μαζί στο σαλόνι της και κοίταζαν την αναμμένη
τηλεόραση. Ο ορισμός της θαλπωρής. Τους είχε πάει και σε γιατρό, τους είχε σα
παιδιά της και τους φρόντιζε σα δύο μάνες μαζί.
"Μη
κοιμάσαι τώρα! Κάτι πρέπει να κάνουμε. Δε μπορεί να χάθηκε από προσώπου Γής
έτσι ξαφνικά! Κάτι συμβαίνει. Θεέ μου πεινάω τόσο πολύ!"
Εκείνος
άνοιξε βαριεστημένα τα μάτια του και το πρώτο πράγμα που είδε ήταν ο σκουπιδοτενεκές
στο απέναντι πεζοδρόμιο. Τα έκλεισε και τα άνοιξε απότομα για άλλη μια φορά. Ο
κάδος έστεκε εκεί. Τόσα χρόνια στην αλητεία είχε μάθει όλα τα κόλπα της
επιβίωσης στην πόλη. Ήξερε που πετούσαν χρήσιμα πράγματα και που δεν άξιζε τον
κόπο να ψάξει κανείς. Αυτή η γειτονιά είχε πλούσιους σκουπιδοτενεκέδες μα το
Θεό! Τόσα χρόνια αυτοί τους είχαν κρατήσει στη ζωή. Αυτό θα γινόταν και τώρα
λοιπόν. Η καλή του όμως είχε καλομάθει. Δεν ήθελε με τίποτα να γυρίσει στην
προηγούμενη της ζωή. Τότε που περπατούσε στους δρόμους και σε κάθε γωνία
παραφύλαγε ο φόβος. Τότε που ήταν μέσα στη βρωμιά και τη σκόνη των δρόμων και
οι μπουκιές έπεφταν με το στανιό στο στομάχι της. Πως θα της έλεγε κάτι τέτοιο
λοιπόν;
Στο
βάθος φάνηκε το σκουπιδιάρικο να πλησιάζει. Κάτι έπρεπε να σκεφτεί και να το
κάνει στο δευτερόλεπτο.
"Μικρή
μου πιάστηκα από το καθισιό. Πάω λίγο να περπατήσω και έρχομαι"
Εκείνη
τον κοίταξε απορημένη αλλά δεν είπε τίποτα. Ο καλός της σιχαινόταν το περπάτημα
σα γάτα το νερό. Μια εκκένωση όμως από το στομάχι της, διέκοψε το συλλογισμό
της.
"Άντε
καλά, σε περιμένω. Έτσι και αλλιώς που να πάω;"
Σηκώθηκε
και τέντωσε το σώμα του. Το φορτηγό πλησίαζε και ό, τι καλό υπήρχε μέσα στον
κάδο σε λίγο θα χανόταν. Έδωσε ένα σάλτο και χώθηκε πίσω από ένα αμάξι. Κοίταξε
προς την πλευρά της. Όλα καλά, αυτή κοίταζε αλλού. Έφερε ένα γύρο τον ντενεκέ
και από την πίσω του πλευρά σκαρφάλωσε πάνω και μετά μέσα του. Ένα σωρό σακούλες
υπήρχαν εκεί μέσα. Οι περισσότερες από σούπερ μάρκετ. Κάποιες άλλες ήταν
μαύρες. Οι αριστοκράτες της γειτονιάς ήθελαν ειδικές σακούλες ακόμα και για τα
σκουπίδια τους! Υπήρχαν κουτάκια από κόκα-κόλες και μπύρες. Οι έφηβοι της
γειτονιάς ήταν αυτοί. Δοκίμασε να ανοίξει την πρώτη σακούλα που του φάνηκε
κάπως ενδιαφέρουσα. Ήταν από ντελικατέσεν μαγαζί και όλο και κάτι καλό θα
έβρισκε μέσα της. Το φορτηγό πρέπει να είχε πλησιάσει αρκετά. Άκουγε τις
βρισιές από τον οδηγό και το κοπάνημα των κάδων πιο πέρα. Έχωσε στο στόμα του
ένα κομμάτι τυρί και με ένα πήδο βγήκε έξω. Τίναξε τα πόδια του στο δρόμο για
να φύγουν τα σκουπίδια που είχαν τυλιχτεί γύρω του και διέσχισε τον δρόμο προς
την καλή του.
Πίσω
από το σκουπιδιάρικο περίμενε ένα μαύρο αμάξι. Πολυτελές αμάξι. Από αυτά τα
γερμανικά που κουβαλάνε όχι μόνο ολοζώντανους αλλά και πλήρως πεθαμένους. Μια
μάρκα για όλα τα γούστα λοιπόν! Με την άκρη του ματιού του είδε δύο τύπους να
μεταφέρουν ένα μαύρο κουτί. Μακρόστενο κουτί. Το πήγαιναν προς την πλευρά της. Προς
την είσοδο της ιδιοκτήτριας. Κοίταξε καλύτερα και την είδε να απομακρύνεται φοβισμένη
από τα σκαλοπάτια της εισόδου και εκείνους να μπαίνουν μέσα με το μαύρο τους
κιβώτιο. Η πόρτα άνοιξε και εκείνοι χώθηκαν μέσα της. Μέσα στο σκοτεινό
διάδρομο με το μαύρο τους κουτί.
Το
σκουπιδιάρικο περνούσε από πίσω ενόσω εκείνος περήφανος και κουνιστός
κατευθυνόταν προς εκείνη. Προς τα εκεί που εκείνη είχε αποτραβηχτεί. Τέντωσε το
στόμα του, που κρατούσε το τυρί, και την πλησίασε. Εκείνη το πήρε πρόθυμα και
το χλαπάκισε στο δευτερόλεπτο.
"Ευχαριστημένη
τώρα;". Τρίφτηκε πάνω της και της έγλειψε την πλάτη.
"Μην
ανησυχείς μωρό μου, όλα καλά θα πάνε. Να δεις που η κυρία θα προμηθεύτηκε
γατοτροφές για όλο τον χρόνο! Θα πήγε να τις παραγγείλει και το κουτί ήρθε πριν
από αυτή. Όπου να ναι θα φανεί και δαύτη."
Εκείνη
γύρισε και τον κοίταξε όλο αγάπη. Το ήξερε ότι έτσι θα ήταν τα πράγματα. Είχε δει
και εκείνη το τεράστιο κουτί στη είσοδο. Όλα καλά τελικά θα πήγαιναν. Λίγη
υπομονή μόνο χρειαζόταν και όλα θα πήγαιναν προς το καλύτερο.
Ακόμα
και όταν το κουτί βγήκε έξω δεν έχασαν το θάρρος τους. Δύο γάτες μοναχές
φτιάχνουν τα καλύτερα σενάρια. Όταν κανείς είναι μοναχός όλα του φαίνονται
μαύρα. Μαύρα σα το βαρύ κουτί που οι άντρες τώρα μπροστά τους έβγαζαν από την
είσοδο. Όταν είσαι με παρέα τότε όλα γίνονται πιο εύκολα. Τόσο εύκολα σα το
περπάτημα της γάτας πάνω στα κεραμίδια.