Άνοιξε την πόρτα, έβγαλε τα παπούτσια του στο χαλάκι της και
προχώρησε προς τα μέσα. Ήταν τακτικός με την καθαριότητα. Δεν ήθελε να σούρει
όλη τη σκόνη των παπουτσιών του μέσα στο διαμέρισμα. Ήθελε η γαλήνη του να
είναι πεντακάθαρη.
Άνοιξε το φώς, έβγαλε μια μπύρα από το ψυγείο και κοίταξε το
ρολόι στον τοίχο. Του άρεσε να πίνει παγωμένη μπύρα ακόμα και μέσα στο
καταχείμωνο. Δεν ήθελε αυτή η δροσιά στα σωθικά του να εξαρτάται από εποχές.
Άνοιξε το πικάπ, έβγαλε το Berlin του Lou Reed από το εξώφυλλο και τον τοποθέτησε,
αφού πρώτα πέρασε το βουρτσάκι από πάνω του. Τους σεβόταν τους δίσκους
του. Του κρατούσαν συντροφιά στις πιο
δύσκολες στιγμές. Πάντα με επιτυχία.
Άνοιξε τον ενισχυτή, έβγαλε το καπάκι από το μπουκάλι της μπύρας
και την άφησε να τρέξει μπόλικη μέσα του. Οι πρώτες νότες από το πιάνο του Berlin έκαναν την εμφάνιση τους μέσα στο
μισοσκόταδο του απογεύματος.
Άνοιξε το παντζούρι, έβγαλε την κουρτίνα από τη μέση. Του
άρεσε όταν η νύχτα ξεκινούσε. Του άρεσε που τέλειωσε άλλη μια μέρα σκληρής δουλειάς
και τώρα έμοιαζε πως η ζωή του ανήκε. Οι πορτοκαλί χαρακίες στο βαθυμπλε του
ουρανού το άξιζαν αυτό. Άξιζαν το βλέμμα του.
«it was very
nice, it was paradise”.
Πάντα τον καθήλωνε αυτό το τραγούδι, Λίγο πιάνο, απλοί
στίχοι, ίσα τραγουδιστή φωνή. Δεν χρειάζονται και πολλά για να φτιαχτεί τέλειο
το οτιδήποτε με πολύ απλά υλικά. Λίγο πάθος, λίγη φροντίδα και κάτι να σε
τσιγκλάει από μέσα σου. Αυτά χρειάζονται μόνο. Τέντωσε το χέρι του μπροστά και
κοίταξε το εσωτερικό της παλάμης του. Ήταν ολόκληρη μπλέ. Σωστό σημειωματάριο!
Πάνω της σημείωνε αριθμούς κινητών της δουλειάς του, μέτρα για παραγγελίες,
ημερομηνίες και ένα σωρό άλλα πράγματα. Μόνο ποιήματα δεν έγραφε στην παλάμη
του.
«in a small, small
café we could hear the guitars play”.
Σηκώθηκε και πήγε ξανά προς το ψυγείο. Το καπάκι ξεψύχησε από
το ανοιχτήρι. Ρούφηξε τρείς γενναίες γουλιές και πήγε προς τον καναπέ.
Άπλωσε το σώμα του πάνω του, ακούμπησε τα πόδια του στο
τραπεζάκι μπροστά του. Ήταν η ώρα που το αίμα θα ξεκινούσε τη φυσιολογική του
ροή μετά από όλη αυτή την ορθοστασία του πρωινού. Κοίταξε ξανά έξω και έφερε
μπροστά από τον ουρανό την παλάμη του. Την κοίταζε για ώρα. Τόσες σημειώσεις
μέσα της. Τόσα πολλά έκανε τελικά σήμερα; Μόλις τώρα ήταν που αισθάνθηκε σα να
μην έγινε τίποτα. Μόνο μια κούραση του έστριβε του μύες και πίεζε τα κόκκαλα
του. Τόσο γράψιμο μέσα της και σαν ούτε ένα βήμα να μην έγινε.
Το τραγούδι τελείωνε. Η μπύρα το ίδιο. Δεν ήθελε να πιεί άλλο
τώρα. Με το τραγούδι αυτό όμως ευχόταν να είχε βγει χωρίς τέλος.
«One sweet
day, You' re right, oh, and I'm wrong».
Άπλωσε την παλάμη του πάνω στον καναπέ και σηκώθηκε.
Ακούμπησε το άδειο μπουκάλι της μπύρας στο τραπέζι και πήγε να πλύνει τα χέρια
του. Ήταν γεμάτα σκόνη και μαυρίλες στα νύχια. Ήταν γεμάτα με σημειώσεις του
τίποτα και κούραση στο πουθενά. Θα πήγαινε να τα πλύνει, να διώξει την κούραση
και όλες αυτές τις ριμάδες σημειώσεις. Δεν ήθελε κανένα σύνδεσμο με τη μέρα
του. Η νύχτα βάθαινε και η βελόνα στο πικάπ κατευθυνόταν προς το κέντρο του βινυλίου.
Μακάρι το μυαλό να ήταν φτιαγμένο σα την παλάμη του! Να σβήνει κανείς όποτε
θελήσει το οτιδήποτε από εκεί μέσα. Να ξαναγεννιέται έτσι. Να αρχίζει ξανά από
το μηδέν.
Άπλωσε τις παλάμες του κάτω από την βρύση και την άνοιξε. Το
νερό ήταν κρυστάλλινο. Ακούμπησε για λίγο το σαπούνι πριν το γραπώσει κανονικά
και αρχίσει να τρίβει. Να τρίβει και να τρίβει. Να φύγουν όλα. Να φύγουν
τηλέφωνα, μέτρα, νούμερα, ημερομηνίες. Να φύγουν όλα και να μη ξανάρθουν. Θα
έσβηνε τη μέρα του γιατί η νύχτα ήταν εκεί. Τον περίμενε. Του κουνούσε το
δάκτυλο της μέσα από την τζαμένια μπαλκονόπορτα και εκείνος τόσο την ήθελε. Τη
νύχτα και τη γαλήνη της.
«One sweet
day, one sweet day, oh, one sweet day».
Το τραγούδι τελείωσε με εκείνον να σκουπίζει τα χέρια του στο
μπάνιο. Βγαίνοντας έξω κοίταξε πρώτα το κάδρο της μπαλκονόπορτας και μετά ό, τι
αυτή περιείχε. Ουρανούς και άστρα. Σύμπαν και αστερόσκονη. Γέλια από τα καφέ
και ανεμελιά. Θα χωνόταν τώρα μέσα της. Είχε σβήσει από την παλάμη του το
παρελθόν και ικανός πλέον ήταν μόνο για το μέλλον.
Κοιτούσε τη νύχτα και το “lady day” έπαιζε στο πικάπ. Ξεκίνησε,
εκτονώθηκε και τελείωσε με κείνον να είναι όρθιος, μπροστά από την πόρτα της τουαλέτας, κοιτάζοντας έξω από την πόρτα του μπαλκονιού.
Όταν το «men of good fortune” ξεκίνησε, εκείνος πήγε ξανά στο
ψυγείο γιατί η νύχτα ήταν νέα και εκείνος διψασμένος. Για μπύρα, για ζωή, για
όνειρα και λίγη αστερόσκονη να του γαργαλάει τα σωθικά.
«The rich son waits for his father to
die, the poor just drink and cry. And me, I just don't care at all»
Άνοιξε άλλο ένα μπουκάλι, έβγαλε τον δίσκο από το πικάπ,
άπλωσε το σώμα του στον καναπέ και ακούμπησε στα έγκατα της νύχτας. Σήμερα
ήθελε να καεί, εκείνος και όλη του η μέρα. Ένα μυαλό σα την καθαρή του παλάμη. Ένας
άνθρωπος με καλή τύχη.