Ο Φίλιππος Γαλιάσος γεννήθηκε το 1972 στην Αθήνα και έχει αποφοιτήσει από το Ο.Π.Α. To βιβλίο «Δι

Παρασκευή 28 Δεκεμβρίου 2012

Η ΘΕΙΑ ΤΟΥ...




Οι γιορτές ήταν ζόρικες γι’αυτόν. Κυρίως τα Χριστούγεννα. Και πάλι όμως όχι όλα τα Χριστούγεννα. Μόνο αυτά που ακολούθησαν μετά τα 10 του χρόνια. Τότε που πέθανε η θεία του και στο σπίτι πάψανε να στολίζουν. Το έθιμο έλεγε για δύο ή τρία χρόνια θαρρώ αλλά εκείνο το σπίτι δε ξαναστολίστηκε τα Χριστούγεννα για πολλά χρόνια μετά τον θάνατο της. Η αγαπημένη του. Η θεία Κούλα με το λαμπρό της χαμόγελο και μια καλοσύνη να την πιείς και να ξεδιψάσεις για ολόκληρη τη ζωή σου. Η θεία λοιπόν είχε καρκίνο. Έκανε επέμβαση και αλλεπάλληλες χημειοθεραπείες πριν πετάξει μακριά. Εκείνος θυμόταν την επέμβαση της. Μια τεράστια ουλή από τον λαιμό της έως τον αφαλό. Του την έδειχνε τότε και γελούσε με αυτήν. Έλεγε ότι ήταν σωστό επιτραπέζιο παιχνίδι. Φιδάκι. Έπιανε το χεράκι του και του τσουλούσε πάνω στην ουλή της και έσκαγε στα γέλια. «Ουπς, να σε πάλι. Έπεσες βρε ξανά!» Έτσι του έλεγε και το πιαναν φτου και πάλι από την αρχή. Μετά εκείνος άρχισε να παραξενεύεται και ρώταγε όλη την ώρα. «Θεία γιατί φοράς τον σκούφο σου μέσα στο σπίτι;». Και να σου η θεία Κούλα να του λέει ότι θέλει να ζωγραφίσει στο κεφάλι της σύννεφα και καρδούλες και γι’ αυτό το ξύρισε. Και έως ότου τις ζωγραφίσει ντρέπεται για το ξύρισμα και θέλει σκούφο να φοράει. «Ωραία ιδέα θεία!». Έτσι της έλεγε τότε και ας τρόμαζε όταν την πετύχαινε να βγάζει τον σκούφο της στο δωμάτιο της και να κοιτάζεται στον καθρέπτη. Ας τρόμαζε που τότε δεν την έβλεπε να γελάει παρά μια λύπη μπαστάκωμένη στα μάτια της να’χει. «Θεία τι έχεις;». «Αγάπη μου, τίποτα! Απλά σκέφτομαι πόσα συννεφάκια και πόσες καρδιές χωράνε να ζωγραφίσω.»

Για να μη τα πολυλογώ η θεία πέθανε ένα μήνα πριν τα Χριστούγεννα. Εκείνος θυμόταν πάντα το σαλόνι του με εκείνο το πελώριο συναρμολογούμενο έλατο, και με όλα αυτά τα φωτάκια κρεμασμένα τριγύρω του. Καθόταν μαζί με τα αδέλφια του οκλαδόν και το χάζευαν με τις ώρες. Περίμενε πως και πως για το στήσιμο του δέντρου. Πως και πώς να πέσει το σκοτάδι και εκείνος να κάθεται και να χαζεύει τα φωτάκια να αναβοσβήνουν με εναλλασσόμενους ρυθμούς. Εκείνα τα Χριστούγεννα όμως το έθιμο του θανάτου έλεγε ότι δεν έπρεπε να στολίσουν. Και εκείνος δεν είχε καταλάβει το γιατί. Λυπήθηκε όταν του είπαν ότι η θεία του πήγε ένα ταξίδι και τα Χριστούγεννα εκείνα δε θα ήταν μαζί τους όπως πάντα. Λυπήθηκε και έκλαψε γιατί τόσο την αγαπούσε. Και εκείνος το μόνο που ήθελε τότε για να ισιώσει τη λύπη του ήταν εκείνο το δέντρο και ούτε αυτό γινόταν. Ήταν σα να τράβηξε κάποιος το χαλί κάτω από τα πόδια του. Δεν καταλάβαινε τίποτα. Γιατί έφυγε η θεία, που πήγε, γιατί δεν στολίζουν το δέντρο. Δεν καταλάβαινε τίποτα και ξαφνικά οι πιο λαμπρές ημέρες του χρόνου έγιναν μια σκέτη μιζέρια.

Τώρα στεκόταν μπροστά από το μικρό του έλατο. Μετά από τριάντα χρόνια και έχοντας τελικά μάθει τι είχε συμβεί. Καταλάβαινε σιγά σιγά γιατί τα Χριστούγεννα του έφερναν πάντα θλίψη μετά από τότε. Καταλάβαινε πόσο πολύ ανάγκη είχε να ξαναδεί τη θεία του. Εκείνη που γελούσε κατάμουτρα στο θάνατο. Εκείνη που χάιδεψε την αθωότητα του μέσα στην καταδίκη της. Καταλάβαινε ότι τα Χριστούγεννα ποτέ δε θα ήταν τα ίδια ξανά. Ούτε οκλαδόν είχε πλέον τη δύναμη να καθίσει, ούτε τόσες ώρες να κοιτάζει τα φώτα να αναβοσβήνουν θέλησε ξανά.  Είχε φτάσει στο σημείο να στολίσει δέντρο δύο μήνες μετά τον θάνατο του πατέρα του. Ετσι, μόνο και μόνο για να πάει κόντρα στον θάνατο. Ούτε τότε ήταν το ίδιο όμως. Πλέον ήταν σίγουρο. Τα τελευταία Χριστούγεννα που πέρασε όμορφα ήταν εκείνα των δέκα του ετών. Από εκεί και πέρα πάλευε να τους προσδώσει ένα άλλο νόημα. Ένα χαμόγελο και μια κόντρα με το πεπρωμένο που τις περισσότερες φορές έχει το κακό συνήθειο ούτε καν να χτυπάει την πόρτα.

Τέντωνει τώρα το δάκτυλο του και το ακουμπάει πάνω στην ουλή στην κοιλιά της θείας του. Την χαιδεύει κατεβαίνοντας και γελάει. Γελάει και εκείνη από εκεί που τώρα βρίσκεται. Τα Χριστούγεννα όσα και να του θυμίζουν του φέρνουν στο μυαλό εκείνη τη μάχη με τον θάνατο. Και ας κέρδισε ξανά ο μπαγάσας. Του φέρνουν στο νου το χαμόγελο της θείας του και την ανάγκη να ξαναγεννηθεί κανείς μέσα από τις στάχτες του. Για αυτό και τώρα τυλίγει τα λαμπάκια τριγύρω από το έλατο του. Για αυτό και πήρε ένα αστέρι λαμπερό σα τα μάτια της που θα κρεμάσει στην κορυφή του. Για αυτό και αποφάσισε ότι αυτά τα Χριστούγεννα θα τα φτιάξει όπως τότε. Χαμογελαστά και απαστράπτοντα. Με γέλια και ένα φόβο να έχει τραβηχτεί στην σπηλιά του.

Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2012

ΑΣΤΡΑ ΝΑ ΠΑΝΕ

https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEj_flmPP3Z3S0r4wsVcWCuC_3i8b5CfArSRahIo3n3DfcjjRKO1Bla8Y5Jzhz19_wgeiQUIZRJC7kPJrkznK40x8aqDL660mPnktNhl2SPKLnZCJFKSZ5CoxmTT-07WmZvWwv3BfvvHXBv4/s320/silent_agony_by_Erni009.jpg



Του άρεσε να κοιτάζει ψηλά μέσα στη νύχτα.
Του άρεσε η νύχτα και ο χειμώνας μέσα σε αυτήν.
Έσβηνε τα φώτα από το δωμάτιο του,
                        ανοιγε το παράθυρο,
                                          αφήνοντας κρύο και νύχτα να μπουκάρουν για τα καλά.

Έπαιρνε μια καρέκλα και καθόταν δίπλα στο παράθυρο.
Του άρεσε να κοιτάζει ψηλά μέσα στη νύχτα.
Ενοιωθε ότι όλα τα κακά της μοίρας του κρυβόντουσαν,
                         παραφυλούσαν,
                                           μη μπορώντας να τον δούν.

Οι νύχτες του, σκέπαζαν τις μέρες και μόνο ένας ουρανός υπήρχε.
και τον κοίταζε.
Τον κοίταζε με τις ώρες,
Μέσα από το παράθυρο του.

Είχε την πολυτέλεια βέβαια,
εκεί έξω υπηρχαν τροχαία δυστυχήματα,
κύκνεια άσματα σε κρεββάτια νοσοκομείων,
υπήρχαν αυτοκτονίες,
υπήρχε μια απογοήτευση δίχως επιστροφή.

Αυτός όμως ήταν μια χαρά,
τα σκέπαζε όλα μέσα στις νύχτες του
και μόνο άστρα και φεγγάρια ήταν η ζωή του.

Τις μέρες έκλεινε τα μάτια του,
και άφηνε τη ζωή να έχει τον πρώτο λόγο.
Το βράδυ έπαιρνε αυτός τη σκυτάλη,
και χωνόταν μέσα στους έναστρους ουρανούς.

Θα μπορούσε να κοιμηθεί αντ' αυτού,
αλλά δεν εμπιστευόταν τα όνειρα του,
η αλήθεια ήταν πως σχεδόν τα φοβόταν,
ή ακόμα χειρότερα, δε τα θυμόταν.

Καθόταν λοιπόν εκεί στην καρέκλα του,
πίσω από το ανοικτό του παράθυρο,
προσκαλώντας νύχτα και πνευμονία μαζί.
Έπαιρνε τα ρίσκα του βέβαια,
αλλά τίποτα δε θα μπορούσε να του δώσει μεγαλύτερη ασφάλεια.

Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου 2012

ΗΤΑΝ ΔΥΟ ΠΑΠΑΓΑΛΟΙ

http://us.123rf.com/400wm/400/400/tanberin/tanberin1109/tanberin110900002/10598065-couple-of-parrot-kissing.jpg
Ήταν που λέτε δύο παπαγαλάκια. Όμορφα και κατακόκκινα αλλά κλεισμένα σε κείνο το λευκό κλουβί. Κάθε μέρα που έμπαινα στο σπίτι της, τα έβλεπα να ραμφίζουν, να τσιμπάνε σπόρια και να χλαπακιάζουν το νεράκι. Έμπαινα, που λέτε, στο σπίτι της Γιάννας και κάθε μέρα τα γαλάκια της ήταν εκεί. Όπως και η ίδια εξάλλου. Τρείς ψυχές με περίμεναν εκεί, κάθε μέρα, μετά το μεσημέρι. Τα παπαγαλάκια ήταν στητά, κελαηδώντας για την αγάπη τους και την τραγουδιστή τους φύση. Ήταν μέσα σε εκείνο το κελί και μου φαινόντουσαν τόσο κόκκινα που με το που τα πρωτοέβλεπα ήθελα να τα δαγκώσω. Τόσο λαχταριστά ήταν. Στριφογυρνούσαν νευρικά στο κλουβί τους και εγώ, τότε, νόμιζα ότι αυτή η παρουσία μου τους την έδινε στα νεύρα. Πάνω, κάτω, πάνω, κάτω, μέσα στο κελί, για τουλάχιστον δέκα λεπτά. Τον πρώτο καιρό, το γεγονός του εκνευρισμού των παπαγάλων της Γιάννας το είχα ρίξει εκεί. Ήμουν ένας άγνωστος τότε, τίποτε άλλο παρά μόνο αυτό. Ήταν σα να έμπαινα ανάμεσα τους, ανάμεσα σε εκείνα και το πανέμορφο αφεντικό τους. Η Γιάννα έκανε τη Γη να στριφογυρίζει τότε. Τη δική μου Γη. Ένιωθα υπέροχα που της άρεσα και κατάφερνα να μπαινοβγαίνω στο σπίτι της κλέβοντας της το κορμί, πόντο τον πόντο. Τα παπαγαλάκια δε το έβλεπαν έτσι όμως. Εκνευριζόντουσαν με το που άνοιγα την πόρτα και έπρεπε να περάσουν δέκα λεπτά πριν ησυχάσουν και το ρίξουν στο τραγούδι. Οι εβδομάδες μπαινόβγαιναν και εγώ έβαζα τα δυνατά μου να κάνω το ίδιο με την Γιάννα που της άρεσα και μου άρεσε και ο έρωτας μας ανέμιζε στο σαλόνι της, πάνω στην τραπεζαρία, κάτω στο χαλί, μέσα στο δωμάτιο της. Ο έρωτας μας ανέμιζε όταν τα παπαγαλάκια ηρεμούσαν και ξεκινούσαν τα πρίμα τους τραγούδια.

Μετά, πέρασε ένα ολόκληρο εξάμηνο και άρχισα να αναρωτιέμαι γιατί τα παπαγαλάκια εξακολουθούσαν να εκνευρίζονται με το που έμπαινα στο σπίτι της Γιάννας. "Τι στο καλό; Ακόμα να με αποδεχτούν ετούτοι οι κόκκινοι διαβολάκοι;". Έτσι έλεγα τότε. Δεν ήξερα και έπρεπε να αναρωτιέμαι όλη την ώρα, ψάχνοντας για τη σωστή απάντηση. Μετά από έξι μήνες θεώρησα ότι την είχα βρει. Δεν έφταιγε το ότι ήμουν άγνωστος. Δε τα αναστάτωνε η παρουσία μου αλλά το γεγονός της φυλακής τους. "Μωρό μου πάντα έτσι κάνουν οι παπαγάλοι σου;" της είπα. "Μόνο όταν έρχεσαι εσύ πασά μου", μου είπε και εγώ βούλιαζα μέσα στο στόμα της. "Γιατί, έρχονται και άλλοι εδώ;" της ξαναείπα, μη καταφέρνοντας να κρύψω την αγωνία μου. "Όχι μωρό μου, εγώ και οι παπαγάλοι μόνο εσένα περιμένουμε." μου ξαναείπε. "Πασά μου!", πρόσθεσε και έγινα ένα γλειφιτζούρι στο στόμα της, ξεχνώντας όχι μόνο τους παπαγάλους αλλά και το ότι το κόκκινο τους χρώμα υπήρχε στη ζωή. Έπρεπε να στεγνώσουμε από τους χυμούς μας για να καταφέρω να της πω το γιατί οι παπαγάλοι κάνουν σα τρελοί με την άφιξη μου. "Με βλέπουν εμένα ελεύθερο να πηγαινοέρχομαι στο σπίτι σου και τους τη δίνω στα νεύρα. Τους τη σπάει που είμαι ελεύθερος και όχι σε κλουβί. Εσύ όλη μέρα είσαι εδώ και θεωρούν ότι και συ παπαγάλος είσαι σα και αυτούς. Συνειδητοποιούν σιγά σιγά το μέγεθος της φυλακής τους". Έτσι είπα και μετά, για άλλη μια φορά, ξέχασα τους παπαγάλους και όρμησα πάνω στη Γιάννα φέρνοντας την τα πάνω κάτω. Εκείνη δε μου απάντησε ποτέ γιατί μετά από εκείνη την ημέρα οι χυμοί μας δε στέγνωσαν ξανά. 

Έχουν περάσει πέντε μήνες από εκείνη τη μέρα και τη Γιάννα δεν την ξαναείδα. Εξακολούθησα να μπαινοβγαίνω στο σπίτι της έως ότου ο νέος ενοικιαστής του ιδιοκτήτη (ή για την ακρίβεια ο ιδιοκτήτης ο ίδιος) με βγάλει έξω. Η Γιάννα με αγαπούσε και μου είχε δώσει τα κλειδιά της για να μπαίνω ελεύθερα και όποτε θέλω στο σπίτι της. Απλά την επόμενη μέρα από εκείνη μας την κουβέντα η Γιάννα δεν ήταν στο σπίτι. Είχε φύγει, αφήνοντας απλήρωτα τα κοινόχρηστα και τα ενοίκια τριών μηνών. Έφυγε αφήνοντας εμένα με τους παπαγάλους της να με κρώζουν. Μου πήρε κάμποσο καιρό αλλά τελικά το βρήκα. Όχι το γιατί με παράτησε η Γιάννα, αλλά γιατί εκείνοι οι βρωμοπαπαγάλοι έκαναν σα τρελοί με το που με έβλεπαν.

Ήταν μια μέρα, Παρασκευή ή Σάββατο, σημασία δεν έχει, που μπήκα με τα κλειδιά μου (αυτά της Γιάννας), ξεχνώντας για ακόμα μια φορά ότι οι ιδιοκτήτες του σπιτιού θα μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να παραβιάσουν την κλειδαριά και κάθισα στον καναπέ. Το είχα αγαπήσει το σπίτι της. Είχα αγαπήσει και την ίδια και ό, τι είχε εκείνη ακουμπήσει. Τον καναπέ, τα σεντόνια, το κλουβί με τους παπαγάλους. Κάθισα στον καναπέ και άναψα ένα τσιγάρο κοιτώντας τους παπαγάλους μέσα εκεί. Στη φυλακή τους. Έκαναν σα τρελοί ως συνήθως αλλά όσο τα δευτερόλεπτα κυλούσαν πάνω στα συννεφάκια από το τσιγάρο μου εκείνοι ηρεμούσαν. Μετά το πρώτο μου τσιγάρο γινόντουσαν μια χαρά παπαγάλοι. Σαν εκείνους που έβλεπα ακίνητους στα πανάκριβα λευκώματα των βιβλιοπωλείων. Τότε μόνο κατάλαβα τι στο διάολο ήταν αυτό που τους πείραζε. Το τσιγάρο. Όχι η παρουσία αλλά η απουσία του. Καθότι η Γιάννα καθόλου δε το έβαζε στο στόμα της ενώ εγώ κάπνιζα σα τσιμινιέρα οι παπαγάλοι εθίστηκαν στη νικοτίνη. Με το που έμπαινα στο σπίτι της Γιάννας αυτοί ήταν σα να μου έλεγαν "ένα τσιγάρο ρε φίλε, χαρμανιάσαμε εδώ πέρα". Κουνούσαν τα φτερά τους, στρίγγλιζαν και πετάριζαν ταρακουνώντας συθέμελα το κλουβί τους. Με το που άναβα το πρώτο μου τσιγάρο τότε όλα γινόντουσαν μια χαρά. Γιατί η αλήθεια ήταν ότι πάντα είχα την ανάγκη του ενός τσιγάρου παρέα με τη Γιάννα. Είχα την ανάγκη να μπω μέσα στα μάτια της και να ακούσω τη λαλιά της πριν χαθούμε στις δίνες του έρωτα μας. Μετά από αυτό ξεχνούσα ότι ήμουν καπνιστής. Όλος ο κόσμος, μαζί και οι εξαρτήσεις μου γινόντουσαν εκείνη.

Ακόμα και η φυλακή αντέχεται καλύτερα έχοντας μια εξάρτηση. Μια άλλη φυλακή μέσα στη φυλακή. Το ότι με παράτησε όμως τότε η Γιάννα, στα κρύα του λουτρού, δεν αντέχεται με τίποτα. Αυτό λέω και τώρα, προσπαθώντας να βρω τον λόγο. Έναν λόγο το ίδιο παράξενο σαν αυτόν των παπαγάλων. Να ηρεμήσω επιτέλους κόβοντας τις σκέψεις μου στη μέση όπως με το τσιγάρο μου θέλω να κάνω τώρα. Δε ξαναπάτησα ποτέ στο σπίτι της, το οποίο τώρα είναι σπίτι άλλων. Τα παπαγαλάκια όμως τα πήρα στο δικό μου σπίτι και ζούμε από τότε, όλοι μαζί ευτυχισμένοι. Μου αρέσει να τα κοιτάζω, κατακκόκινα όπως είναι, έχοντας το ένα το άλλο μέσα στη δική τους φυλακή.

Πολλές φορές είναι καλύτερα έτσι.

Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 2012

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΙΝΔΙΑΝΟΣ ΚΑΠΝΙΣΤΗΣ

http://www.sansimera.gr/media/photos/main/Smoking-Indian.jpg

Tελευταίο τσιγάρο ημέρας από ένα καινούργιο πακέτο.

Το τσιγάρο δεν έχει να προσθέσει τίποτα στην ποιητική μου διάθεση. Είναι απλά μια κίνηση που με βγάζει από την ανάγκη να φάω τα νύχια μου ή τα σωθικά μου. Ανάβεις ένα τσιγάρο και ξέρεις ότι έχεις μπροστά σου οκτώ λεπτά πριν αυτό τελειώσει. Δε περιμένεις τον χρόνο, αυτός πλέον είναι σύμμαχος σου. Έχεις οκτώ λεπτά για να κάνεις ό, τι θέλεις, παράλληλα με τις δόσεις νικοτίνης. Αυτά τα οκτώ, ολόκληρα, λεπτά λοιπόν αρχίζουν από τώρα γιατί μόλις τώρα αποφάσισα να πατήσω τον αναπτήρα μου.

Σκατά όμως. Δεν ανάβει. Φέρνω βόλτες για να βρω κάποιον άλλο που να κάνει σωστά τη δουλειά του. Και τα καταφέρνω. Πάντα υπάρχει μια λύση σε όλα. Πιο παλιά το είχα δοκιμάσει και με τη μέθοδο των ινδιάνων. Δεν είχε πετύχει τότε, αλλά εγώ απέκτησα μια καταπληκτική ικανότητα να στριφογυρίζω γρήγορα το ξύλο μέσα στις παλάμες μου. Απέκτησα την ικανότητα με το να κάνω γρήγορα, μικρές κινήσεις με τις παλάμες και τα δάκτυλα μου. Στην πορεία το εξέλιξα, έμαθα να μη στριφογυρίζω μόνο αλλά να χαϊδεύω, να πιέζω, να γραπώνω και να αφήνω. Απέκτησα την ικανότητα από μια κίνηση των χεριών να θέλω να βγάλω σπίθες και κάποιες φορές ακόμα και φλόγες. Να γίνει μια σωστή φωτιά για να μπορώ να ζεστάνω τα δάκτυλα που την άναψαν.

Κάπου εκεί κατάλαβα ότι ποτέ δε θα μπορέσω να γίνω ινδιάνος. Για μένα είχε τελικά μεγαλύτερη σημασία η επαφή με το κλαρί παρά το άναμμα της φλόγας. Η αφή ήταν το σημαντικότερο μου θέμα. Το να νιώθω ανάμεσα από τις παλάμες μου το ξύλο, τους κόμπους του, την υγρασία του, την τριβή του πάνω στο άλλο ξύλο. Έτριβα και σκεφτόμουν το δέντρο από το οποίο κόπηκε αυτό, σκεφτόμουν τα φύλλα που είχε πάνω του, σκεφτόμουν το πόσα νυχτοπούλια είχε αυτό δεχτεί στο σώμα του. Εγώ έτριβα, αισθανόμουν και σκεπτόμουν. Η φλόγα δεν άναβε στο ξύλο αλλά σιγά σιγά την καταλάβαινα μέσα μου. Μια τόση δα φλογίτσα που αρκετή δεν ήταν για να μου ανάψει το τσιγάρο αλλά αρκετά σπινθηροβόλα για να μου εξάψει την περιέργεια. Την περιέργεια ότι αυτά που αγγίζουμε είναι αυτά που κουβαλάμε. Ένα χάδι φυλακίζεται στην παλάμη.

Αν ήμουν Ινδιάνος το πιθανότερο θα ήταν να μην ήμουν καπνιστής. Θα στριφογύρναγα μόνο τα ξύλα στα χέρια μου και η φαντασία μου θα έφτιαχνε ένα ολόκληρο δάσος από δαύτα, ξύλα που ανεμίζουν στον αγέρα, ξύλα κομμένα, ξύλα που να ζεστάνουν μπορούν, καθώς και να σκοτώσουν. Θα με έδιωχναν από τη φυλή και θα περιπλανιόμουν στην άγρια δύση. Τώρα όμως που άναψα το τσιγάρο - όντας καπνιστής - αισθάνομαι ευτυχής που υπάρχουν και αναπτήρες. Και τώρα που άναψα το τσιγάρο μπορώ να επιτέλους να γράψω για οκτώ λεπτά.

Αλήθεια που είχα μείνει;

Δευτέρα 12 Νοεμβρίου 2012

ΣΤΗ ΣΚΙΑ





Αυτή η πόλη, γεμάτη φώτα νέον. Βράδυ Παρασκευής, βράδυ αφετηρίας ζωής.
Ήταν Παρασκευή και ήταν βράδυ, εκτός αυτών όμως ήταν και μέσα Άνοιξης. Γεμάτος Απρίλης, ντροπαλός Μάης. Εκείνη έκλεισε το ταπεράκι με το τοστ ζαμπόν τυρί, μασουλώντας την τελευταία μπουκιά, περισσότερο από συνήθεια παρά από πείνα. Τα πλακάκια άστραφταν, το ίδιο και οι τουαλέτες. Ήταν οκτώ και μισή ακριβώς, η ώρα που παράταγε τη δουλειά στη μέση και καταπιανόταν με το τοστάκι της. Μόνο το ξεσκόνισμα απέμενε. Το ξεσκόνισμα δέκα γραφείων από μελαμίνη, των δέκα υπαλλήλων με τις δέκα γραβάτες που χτυπούσαν τις δέκα κάρτες εξόδου στις πέντε ακριβώς. Της άρεσε η δουλειά της ήταν η αλήθεια. Ήταν αφεντικό του εαυτού της. Δούλευε πάντα μόνη, όταν όλοι είχαν φύγει από το γραφείο του ορόφου. Έδινε στη δουλειά το ρυθμό που ήθελε. Κάποιες φορές, όντας κουρασμένη, πήγαινε τη σφουγγαρίστρα όπως, όπως και αγάλι, αγάλι. Σήμερα όμως ήταν φουριόζα. Παρότι κοιτούσε μέσα από τη τζαμαρία του πρώτου ορόφου το απέναντι κτίριο, η σφουγγαρίστρα πήγαινε σα τρελή σε ένα υγρό, μανιασμένο πέρα δώδε πάνω στα πλακάκια του γραφείου. Το σφουγγάρισμα έλαβε τέλος, το τοστάκι της το ίδιο και μόνο ένα έρμο ξεσκόνισμα απέμεινε.

 Καθόταν στο γραφείο του προϊσταμένου του τμήματος και έσφιγγε το ξεσκονόπανο στα χέρια της κοιτάζοντας πέρα από την τζαμαρία. Στο απέναντι κτίριο ο κόσμος μαζευόταν δειλά αλλά σταθερά. Σήμερα ήταν η μέρα. Η μέρα που εδώ και τρείς εβδομάδες περίμενε. Μέσα από τη φόρμα της καθαρίστριας είχε φορέσει το καλύτερο της φόρεμα. Εκείνο με το οποίο είχε παντρευτεί στο δημαρχείο τον Πέτρο. Ένα άσπρο φουστανάκι με ένα ραμμένο φιογκάκι στη μέση, πάνω στον αφαλό σχεδόν. Τόσο κοντό για να μπορεί κανείς να δει λίγο πάνω από το γόνατο και τόσο μακρύ για να πρέπει να φαντάζεται τα υπόλοιπα. Ήταν ωραίο και σικάτο φόρεμα. Τα καφέ παπούτσια με τη μπαρέτα τα είχε σε μια σακούλα από τον Σκλαβενίτη και μετά από το ξεσκόνισμα θα τα φορούσε. Το ξεσκόνισμα όμως δεν είχε καμιά όρεξη να το ξεκινήσει. Κοιτούσε μόνο πέρα από τη τζαμαρία σφίγγοντας το ξεσκονόπανο στα χέρια της.

Είχε ακόμα ένα τέταρτο στη διάθεση της. Η διάθεση της δεν είχε ούτε ένα λεπτό στη διάθεση της. Το μόνο που την ένοιαζε ήταν να ξεφορτωθεί τη βρώμικη φόρμα καθώς και το ξεσκονόπανο και να βρεθεί περιποιημένη μπροστά από την είσοδο της γκαλερί. Ήταν πραγματικά πολύ τολμηρό βήμα να σκεφτεί κανείς να ανοίξει μια γκαλερί μέσα στη κρίση. Η ταμπέλα όμως ήταν σαφής. "Ζητούνται πωλήτριες με γνώσεις ζωγραφικής". Έμοιαζε σαν ευκαιρία ζωής. Τι καλύτερο από το να επισκεφτεί την γκαλερί στα εγκαίνια και φεύγοντας να ρωτήσει για την αγγελία; Κάτι σα δύο σε ένα. Όλη της τη ζωή πινέλα χάιδευε, ζωγράφιζε, σκιτσάριζε, ανακάτευε τέμπερες και λαδομπογιές. Μέχρι και φορέματα σκάρωνε σε σχέδια. Τα δάκτυλα της ήταν φτιαγμένα για αυτό. Η ψυχή της κολυμπούσε μέσα στα χρώματα και τις φωτοσκιάσεις. Το σώμα της όμως και το μυαλό της έπρεπε να τα φέρουν βόλτα με αυτό που λεγόταν πραγματικότητα. Η σχολή καλών τεχνών μεταφραζόταν σε σχολή μπατίρηδων και συνεπώς δεν αποτελούσε μια εκ των επιλογών. Από μικρή συμβιβάστηκε με την αλήθεια και οι όροι ήταν κάπως σκληροί. "Έτσι είναι οι συμβιβασμοί γλυκιά μου, σκληροί σαν ακλόνητες πέτρες." Αυτά έλεγε στον εαυτό της, αυτά έλεγε και στα ντελικάτα της δάκτυλα χρόνια τώρα. Στη φαντασία της απέφευγε να το πει. Ήταν ευαίσθητη δαύτη και την άφηνε να καταγίνεται με κάθε λογιών σχήματα που έφτιαχνε η σφουγγαρίστρα στο πάτωμα. Κάθε απόγευμα έφτιαχνε ένα έργο τέχνης πάνω στα πλακάκια που με το που άνοιγε το παράθυρο μετά χανόταν. Εξαϋλωνόταν. Στέγνωνε το σφουγγάρισμα και εξαφάνιζε φαντασία και έργο μαζί. Με το ξεσκόνισμα ήταν πιο σκληρά τα πράγματα. Έπρεπε να καταστρέψει η ίδια τα σκαριφήματα της. Εκεί που είχε δημιουργήσει μια ολόκληρη πολιτεία πάνω στο τραπέζι των συνεδριάσεων, να δώσει μια και να γκρεμίσει όλα τα κτίρια μαζί. Κοίταξε στα χέρια της το κόκκινο πανί και στη συνέχεια το άπλωσε πάνω στο γραφείο. Δε θα ζωγράφιζε τίποτα σήμερα, δεν είχε χρόνο, δεν είχε όρεξη να σβήνει. Πέρασε δύο φορές την επιφάνεια του λακαριστού ξύλου και μετά τοποθέτησε το πανί μέσα στο διάφανο σακουλάκι της.

Σίγουρα δεν ήταν κατάντια να είναι καθαρίστρια αλλά όσο τα χρόνια περνούσαν τόσο εκείνη δε μπορούσε να το καταπιεί. Όχι το ότι τώρα σφουγγαρίζει, αλλά περισσότερο που πλέον δεν ζωγραφίζει. Η αγγελία αυτή ήταν μάνα εξ ουρανού. Τι καλύτερο από το να βρίσκεται ανάμεσα σε ζωγράφους, γκαλερίστες, και ανθρώπους που εκτιμούν την τέχνη; Και τι και εάν ανάμεσα στους ανθρώπους της τέχνης βρισκόντουσαν και εκείνοι που εκτιμούσαν ένα πίνακα ανάλογα με το πόσο ταιριάζει με τον καναπέ που μόλις αγόρασαν; Εκείνη θα το τολμούσε. Θα πήγαινε ως επισκέπτης στην γκαλερί και θα προσπαθούσε να εντυπωσιάσει με τις γνώσεις της τους ιδιοκτήτες. Ο τάδε πίνακας είναι της δείνα σχολής και ο δείνα ζωγράφος είναι της τάδε εποχής. Πως πέρασε την σπάτουλα με την λαδομπογιά πάνω στο κύμα και πως έσβησε τη σκιά από το σύννεφο με το βουτηγμένο στο κάρβουνο δάκτυλο της. Η συνέχεια ήταν εξασφαλισμένη. Η επιτυχία επίσης. Κανένας δε θα ρωτούσε για προϋπηρεσία. Θα το έβλεπαν ξεκάθαρα ότι η συγκεκριμένη γυναίκα ήταν στα σίγουρα ο άνθρωπος τους. 

Άφησε στη τσάντα της το σακουλάκι με το πεινασμένο ξεσκονόπανο, το ξεσκόνισμα στη μέση και της ρόμπα της στο πάτωμα κοιτώντας μέσα από την τζαμαρία τον κόσμο της γκαλερί να μαζεύεται. Τον κόσμο εκεί έξω. Έναν άλλο κόσμο, τόσο κοντά μα τόσο μακριά της. Κάθισε στην καρέκλα του προϊσταμένου, γέρνοντας μπροστά για να φορέσει τα παπούτσια με τις μπαρέτες. Ο χρόνος περνούσε και η ζωή το ίδιο. Έπρεπε να βιαστεί. Δεν θα έχανε τίποτα εξάλλου πέρα από λίγη σκόνη παραπάνω.

Το ασανσέρ τη ξέβρασε στην είσοδο του εμπορικού κέντρου μαζί με το φόβο για αυτή την επίσκεψη. Πέρασε ανάμεσα από ανθρώπους που φορούσαν δύο στροφές κασκόλ, παπιγιόν και κρατούσαν μακρουλά ποτήρια γεμισμένα με λευκό ή κόκκινο κρασί. Πέρασε μέσα από το πάθος μιας ζωής και το μόνο που την ένοιαζε ήταν να δει τους πίνακες. Δε δέχτηκε το κρασί που της πρόσφεραν και για καναπεδάκι ούτε λόγος να γίνεται. Καθόταν μόνο μπροστά από τους πίνακες ενόσω οι ειδήμονες της τέχνης μπεκρούλιαζαν και μασουλούσαν. Καθόταν από απόσταση και αναλογιζόταν για προοπτικές, οπτικές, αναλογίες και τεχνοτροπίες. Οι γουλιές κατέβαιναν, ο κόσμος μαζευόταν, η ώρα περνούσε και εκείνη γέμιζε από ζωγραφιές το δικό της κόσμο.

Βγαίνοντας από την γκαλερί ένιωθε ευτυχής. Ήταν η καλύτερη βόλτα της ζωής της. Το αεράκι της νύχτας έπαιρνε μακριά όλη της την κούραση. Είχε μαζέψει τόσα χρώματα και πινελιές μέσα της που έφταναν για την υπόλοιπη ζωή της. Βγήκε έξω με το σινιέ της φόρεμα και ένοιωσε ό, τι τόσα χρόνια δεν είχε νιώσει. Ανακατεμένη σα τέμπερα στην παλέτα. Να στριφογυρίζει υγρή - σα φρεσκοαπλωμένη λαδομπογιά - και να μελετά τις αποχρώσεις. Ένοιωσε πλήρης και τίποτε άλλο δεν την έμελε. Σκεφτόταν εκείνες τις φωτοσκιάσεις του σχεδίου στο βάθος δεξιά. Κάρβουνο σε χαρτί. Καταπληκτικός πίνακας με απροσμέτρητο βάθος προοπτικής. Ο καλλιτέχνης είχε δώσει όλη του την ψυχή σε αυτό το έργο. Ιδιαίτερα στις σκιές. Εκείνη καθόταν σε τέσσερα  μέτρα απόσταση, στητή με το λευκό της φόρεμα και το φιογκάκι στον αφαλό της ντούρο και ατένιζε τις ατελείωτα τέλειες σκιές του πίνακα μπροστά της. Ήταν σα κάποιος να της άνοιγε τη μια πόρτα μετά την άλλη. Η κάθε σκιά του πίνακα έκρυβε μέσα της τη διέξοδο για κάπου πέρα από εκεί που βρισκόταν εκείνη. Τα μάτια της ταξίδευαν και η ψυχή της ανέμιζε μέσα στα απαλά τραμπαλίσματα των επτά αποχρώσεων του γκρι των σκιών. Ο κόσμος πηγαινοερχόταν πίσω της με τα ζουπιγμένα στα δάκτυλα καναπεδάκια και εκείνη βουτούσε από τη μια σκιά στην άλλη. Άνοιγε τη μια πόρτα μετά την άλλη. Η κάθε σκιά την οδηγούσε όλο και πιο βαθιά, στο παρελθόν της, στη τέχνη της, στην τρικυμισμένη της ψυχολογία. Ο πίνακας έδειχνε μια πόλη, βουτηγμένη στη νύχτα, σα και αυτές που ζωγράφιζε με το ξεσκονόπανο στο τραπέζι των συνεδριάσεων. Οι σκιές δημιουργούσαν τα βάθη των κτιρίων, τα σοκάκια, τους φωτισμούς από τις λάμπες στα στενά. Εκείνη τρύπωνε και κρυβόταν, χωνόταν πίσω από τα κτίρια και χανόταν. Βρισκόταν κάτω από τις λάμπες και μετά εξαφανιζόταν. Όλο και πιο βαθιά στην πόλη. Όλο και πιο βαθιά στον πίνακα. Περπατούσε για ώρα μέσα σε αυτή τη σκιασμένη βραδινή πόλη, ακούμπαγε τις βαριές πέτρες των κτιρίων, αγνάντευε στις στέγες και πιο πέρα, στο απόλυτο μαύρο κάρβουνο του ουρανού. Περπάτησε για πολύ ώρα και κατάπιε ολόκληρη την πολιτεία μέχρις ότου ξεβραστεί στην είσοδο της γκαλερί. Μόνο που αυτή τη φορά η είσοδος λεγόταν έξοδος. Έφτιαξε το φιογκάκι στη μέση της, ίσιωσε την τσάντα στον ώμο της και προχώρησε μπροστά. 

Έμοιαζε σα κείνες τις γυναίκες που μετά από μια παράνομη ερωτική περιπέτεια προσπαθούσαν με λίγο φτιαξίδι να επανέλθουν στους προηγούμενους λογικούς τους ρυθμούς. Ούτε που της πέρασε από το μυαλό να ρωτήσει τους ιδιοκτήτες για εκείνη την κενή θέση. Δεν ήταν το ότι ντράπηκε. Η πόλη απλά με τις σκιές της ήταν μια μαγεία σκέτη. Ήταν η γνώση που της έλειπε σε εκείνα τα σκίτσα πάνω στο τραπέζι. Πάνω στη σκόνη. Ο καλλιτέχνης δε λογαριάζει τα υλικά, πότε είναι τέμπερα, πότε λάδι, πότε κάρβουνο και κάποιες φορές είναι και σκόνη. Στις σκιές ζούσαν πάντα οι καλλιτέχνες, σε αντίθεση με τα έργα τους. Εκείνη είχε διαλέξει διαφορετικό δρόμο. Να ζει στο φώς και τα έργα της να εξαφανίζονται στη λήθη λίγο μετά τη δημιουργία τους.