Ο Φίλιππος Γαλιάσος γεννήθηκε το 1972 στην Αθήνα και έχει αποφοιτήσει από το Ο.Π.Α. To βιβλίο «Δι

Παρασκευή 18 Ιανουαρίου 2013

ΕΚΕΙΝΟΣ ΠΟΥ ΑΝΟΙΓΕ ΚΑΙ ΕΒΓΑΖΕ. ΑΠΛΩΝΕ ΚΑΙ ΑΚΟΥΜΠΟΥΣΕ




Άνοιξε την πόρτα, έβγαλε τα παπούτσια του στο χαλάκι της και προχώρησε προς τα μέσα. Ήταν τακτικός με την καθαριότητα. Δεν ήθελε να σούρει όλη τη σκόνη των παπουτσιών του μέσα στο διαμέρισμα. Ήθελε η γαλήνη του να είναι πεντακάθαρη.

Άνοιξε το φώς, έβγαλε μια μπύρα από το ψυγείο και κοίταξε το ρολόι στον τοίχο. Του άρεσε να πίνει παγωμένη μπύρα ακόμα και μέσα στο καταχείμωνο. Δεν ήθελε αυτή η δροσιά στα σωθικά του να εξαρτάται από εποχές.

Άνοιξε το πικάπ, έβγαλε το Berlin του Lou Reed από το εξώφυλλο και τον τοποθέτησε, αφού πρώτα πέρασε το βουρτσάκι από πάνω του. Τους σεβόταν τους δίσκους του.  Του κρατούσαν συντροφιά στις πιο δύσκολες στιγμές. Πάντα με επιτυχία.

Άνοιξε τον ενισχυτή, έβγαλε το καπάκι από το μπουκάλι της μπύρας και την άφησε να τρέξει μπόλικη μέσα του. Οι πρώτες νότες από το πιάνο του Berlin έκαναν την εμφάνιση τους μέσα στο μισοσκόταδο του απογεύματος.

Άνοιξε το παντζούρι, έβγαλε την κουρτίνα από τη μέση. Του άρεσε όταν η νύχτα ξεκινούσε. Του άρεσε που τέλειωσε άλλη μια μέρα σκληρής δουλειάς και τώρα έμοιαζε πως η ζωή του ανήκε. Οι πορτοκαλί χαρακίες στο βαθυμπλε του ουρανού το άξιζαν αυτό. Άξιζαν το βλέμμα του.

«it was very nice, it was paradise”. 

Πάντα τον καθήλωνε αυτό το τραγούδι, Λίγο πιάνο, απλοί στίχοι, ίσα τραγουδιστή φωνή. Δεν χρειάζονται και πολλά για να φτιαχτεί τέλειο το οτιδήποτε με πολύ απλά υλικά. Λίγο πάθος, λίγη φροντίδα και κάτι να σε τσιγκλάει από μέσα σου. Αυτά χρειάζονται μόνο. Τέντωσε το χέρι του μπροστά και κοίταξε το εσωτερικό της παλάμης του. Ήταν ολόκληρη μπλέ. Σωστό σημειωματάριο! Πάνω της σημείωνε αριθμούς κινητών της δουλειάς του, μέτρα για παραγγελίες, ημερομηνίες και ένα σωρό άλλα πράγματα. Μόνο ποιήματα δεν έγραφε στην παλάμη του. 

«in a small, small café we could hear the guitars play”.

Σηκώθηκε και πήγε ξανά προς το ψυγείο. Το καπάκι ξεψύχησε από το ανοιχτήρι. Ρούφηξε τρείς γενναίες γουλιές και πήγε προς τον καναπέ.

Άπλωσε το σώμα του πάνω του, ακούμπησε τα πόδια του στο τραπεζάκι μπροστά του. Ήταν η ώρα που το αίμα θα ξεκινούσε τη φυσιολογική του ροή μετά από όλη αυτή την ορθοστασία του πρωινού. Κοίταξε ξανά έξω και έφερε μπροστά από τον ουρανό την παλάμη του. Την κοίταζε για ώρα. Τόσες σημειώσεις μέσα της. Τόσα πολλά έκανε τελικά σήμερα; Μόλις τώρα ήταν που αισθάνθηκε σα να μην έγινε τίποτα. Μόνο μια κούραση του έστριβε του μύες και πίεζε τα κόκκαλα του. Τόσο γράψιμο μέσα της και σαν ούτε ένα βήμα να μην έγινε. 

Το τραγούδι τελείωνε. Η μπύρα το ίδιο. Δεν ήθελε να πιεί άλλο τώρα. Με το τραγούδι αυτό όμως ευχόταν να είχε βγει χωρίς τέλος.

«One sweet day, You' re right, oh, and I'm wrong». 

Άπλωσε την παλάμη του πάνω στον καναπέ και σηκώθηκε. Ακούμπησε το άδειο μπουκάλι της μπύρας στο τραπέζι και πήγε να πλύνει τα χέρια του. Ήταν γεμάτα σκόνη και μαυρίλες στα νύχια. Ήταν γεμάτα με σημειώσεις του τίποτα και κούραση στο πουθενά. Θα πήγαινε να τα πλύνει, να διώξει την κούραση και όλες αυτές τις ριμάδες σημειώσεις. Δεν ήθελε κανένα σύνδεσμο με τη μέρα του. Η νύχτα βάθαινε και η βελόνα στο πικάπ κατευθυνόταν προς το κέντρο του βινυλίου. Μακάρι το μυαλό να ήταν φτιαγμένο σα την παλάμη του! Να σβήνει κανείς όποτε θελήσει το οτιδήποτε από εκεί μέσα. Να ξαναγεννιέται έτσι. Να αρχίζει ξανά από το μηδέν.

Άπλωσε τις παλάμες του κάτω από την βρύση και την άνοιξε. Το νερό ήταν κρυστάλλινο. Ακούμπησε για λίγο το σαπούνι πριν το γραπώσει κανονικά και αρχίσει να τρίβει. Να τρίβει και να τρίβει. Να φύγουν όλα. Να φύγουν τηλέφωνα, μέτρα, νούμερα, ημερομηνίες. Να φύγουν όλα και να μη ξανάρθουν. Θα έσβηνε τη μέρα του γιατί η νύχτα ήταν εκεί. Τον περίμενε. Του κουνούσε το δάκτυλο της μέσα από την τζαμένια μπαλκονόπορτα και εκείνος τόσο την ήθελε. Τη νύχτα και τη γαλήνη της.
«One sweet day, one sweet day, oh, one sweet day».

Το τραγούδι τελείωσε με εκείνον να σκουπίζει τα χέρια του στο μπάνιο. Βγαίνοντας έξω κοίταξε πρώτα το κάδρο της μπαλκονόπορτας και μετά ό, τι αυτή περιείχε. Ουρανούς και άστρα. Σύμπαν και αστερόσκονη. Γέλια από τα καφέ και ανεμελιά. Θα χωνόταν τώρα μέσα της. Είχε σβήσει από την παλάμη του το παρελθόν και ικανός πλέον ήταν μόνο για το μέλλον. 

Κοιτούσε τη νύχτα και το “lady day” έπαιζε στο πικάπ. Ξεκίνησε, εκτονώθηκε και τελείωσε με κείνον να είναι όρθιος, μπροστά από την πόρτα της τουαλέτας, κοιτάζοντας έξω από την πόρτα του μπαλκονιού. 

Όταν το «men of good fortune” ξεκίνησε, εκείνος πήγε ξανά στο ψυγείο γιατί η νύχτα ήταν νέα και εκείνος διψασμένος. Για μπύρα, για ζωή, για όνειρα και λίγη αστερόσκονη να του γαργαλάει τα σωθικά. 

«The rich son waits for his father to die, the poor just drink and cry. And me, I just don't care at all»

Άνοιξε άλλο ένα μπουκάλι, έβγαλε τον δίσκο από το πικάπ, άπλωσε το σώμα του στον καναπέ και ακούμπησε στα έγκατα της νύχτας. Σήμερα ήθελε να καεί, εκείνος και όλη του η μέρα. Ένα μυαλό σα την καθαρή του παλάμη. Ένας άνθρωπος με καλή τύχη.

Πέμπτη 17 Ιανουαρίου 2013

ΤΟ ΠΑΡΚΕ ΤΗΣ ΓΙΑΓΙΑΣ




Κωλόπαιδο του κερατά ήταν εκείνη την εποχή. Είχε αλλάξει τρία σχολεία λόγω διαγωγής και φίλους δεν είχε. Κλοτσούσε τα τενεκεδάκια φεύγοντας από το δημοτικό σε όλη τη διαδρομή προς το σπίτι του. Την έσπαγε στους διερχόμενους γιατί ακόμα και να κατάφερνε να μη τους πετύχει ο εκκωφαντικός ήχος από ένα χιλιοτσακισμένο τενεκεδάκι αναψυκτικού έσπαγε τα νεύρα ακόμα και στον πιο ζεν τύπο. Του άρεσε αυτό και έτσι έκρυβε πίσω από ένα πεύκο το τενεκεδάκι του καταφθάνοντας στο σπίτι. Θα το είχε για την κλοτσοπατινάδα της επόμενης μέρας. Τότε δεν έδινε δεκάρα τσακιστή για το διάβασμα του σχολείου. Μόνο να παίζει μπάλα ,να τσακώνεται με τους συμμαθητές του και να κάνει επισκέψεις στο σπίτι της γιαγιάς του ήθελε. Αγνός άνθρωπος η γιαγιά του, από εκείνους που η κακία δεν υπήρχε ούτε στη σφαίρα του φανταστικού. Τον τρατάριζε και ένα φοντάν με ολόκληρο φουντούκι μέσα και τον είχε δικό της. Το αγαπημένο της εγγόνι. Το σπίτι ξεκινούσε με ένα μπόλικο προθάλαμο ο οποίος οδηγούσε στο σαλόνι και στον διάδρομο προς τα κύρια δωμάτια του ύπνου και της κουζίνας. Χωλ το λέγανε. Του έκανε εντύπωση αυτή η λέξη και θεωρούσε ότι η γιαγιά του δεν την ήξερε καλά γι’ αυτό την έλεγε μισή. Μισή λέξη που πριν αρχίσει τελείωνε και μάλιστα σε σύμφωνο. Αφού ξερογλείφονταν από το σοκολατάκι έδινε στη κυρά Ειρήνη το χαρτάκι και πήγαινε καρφί στο σαλόνι. Ο παππούς, αμέτοχος κοιτούσε τηλεόραση, γυρνούσε το κεφάλι του και τα γαλάζια του μάτια προς το μέρος του εγγονού και τον χαιρετούσε. «Πως πήγε το σχολείο σήμερα;» ήταν η πρώτη και μοναδική ερώτηση που του έκανε. Μετά ξαναγύρναγε το κεφάλι του στην ασπρόμαυρη οθόνη και η ζωή συνεχιζόταν. Ήταν ήσυχοι άνθρωποι οι δύο τους. Ακόμα και τώρα που γράφονται αυτές οι λέξεις και εκείνοι τραμπαλίζονται στα συννεφάκια δεν έχει αποφασίσει αν αγαπήθηκαν ποτέ τους. Πέρασαν όμως μαζί την κατοχή και έθαψαν μια κόρη. Αυτό από μόνο του δημιούργησε ένα τέτοιο πλαίσιο που κάμποσοι πλέον στους καιρούς μας μεταφράζουν και ως αγάπη. Τότε ήταν μονόδρομος. Παντρευόσουν, έκανες οικογένεια και έπρεπε να τα φέρεις βόλτα. Αυτό ήταν, τελεία και παύλα. Ε, τώρα αν τύχαινε και ήσουν και ερωτευμένος τόσο το καλύτερο. Δεν ήταν όμως απαραίτητο. 

Η γιαγιά λοιπόν είχε μια απίθανη για την ηλικία της ποσότητα μαλλιών. Τόσο σε πυκνότητα όσο και σε μήκος. Και το φοβερό ήταν ότι μιλάμε για μαύρο σα κατράμι μαλλί. Κάποια πρωινά που αυτός είχε τύχει να ξυπνήσει στο σπίτι της, την παρατηρούσε να στριφογυρίζει σε μια μοναδική πλεξούδα τον μαύρο της τρίχινο καταρράκτη πριν αυτός εξαφανιστεί τελικά μέσα σε ένα ταπεινό φιλεδάκι αγορασμένο από το ψιλικατζίδικο της γειτονιάς. Ποτέ δεν κατάλαβε γιατί κάτι τόσο όμορφο και ιδιαίτερο έπρεπε να καμουφλαριστεί τόσο άτσαλα. Ήταν σα να ντρέπονταν που ο χρόνος ήταν τόσο επιεικής με τα μαλλιά της. Σα να προσπαθούσε να κρυφτεί από δαύτον για να μη τη βρει και μετατρέψει το κεφάλι της σε ένα κατάλευκο μαλλιοκούβαρο. Μπορεί να μην αισθανόταν και άνετα με τις συνομήλικες της στα απογευματινά τους σουαρέ. Άντε τώρα να εξηγεί ότι δε πέρασε κανένα μαυροζούμι στις τούφες της ή δεν έφαγε κάποιο μαντζούνι. Και πάλι βέβαια μέσα από το πυκνοφτιαγμένο φιλεδάκι μπορούσες να ρίξεις μια ματιά στο χρώμα. Δεν είχες όμως ολόκληρη την εικόνα με τις ολόισιες μαύρες τούφες που κατρακυλούσαν έως τη ζώνη της ρόμπας της. Όπως και να είχαν τα πράγματα, από φόβο προς τις φίλες της,  από κρυφτούλι με τον χρόνο, από ατόφια μετριοφροσύνη η γιαγιά ξεγέλασε τελικά το χρόνο σε ότι αφορούσε την τριχοφυΐα της αλλά δε τα κατάφερε το ίδιο καλά με το χάρο τον ίδιο ο οποίος ένα απόγευμα Παρασκευής κατέβηκε ή για την ακρίβεια ανέβηκε έως το δωμάτιο που ήταν ξαπλωμένη και της ξερίζωσε την ανάσα.

Δεν ήταν εκεί να της κρατήσει το χέρι. Δε πρόλαβε να τη χαιρετήσει. Δε κατάφερε να ακούσει την τελευταία λέξη από εκείνη, ούτε να ακούσει την τελευταία της πνοή. Ήταν ήμερη; Ήταν κλάμα; Ήταν βογγητό; Πήρε μαζί της εκείνο τον τελευταίο ήχο καθότι πέθανε μόνη. Του στοίχισε, όπως μου είπε σε εκείνες μας τις βραδινές κουβέντες. Του στοίχισε ο θάνατος της γιαγιάς γιατί εκτός της αγάπης που της έτρεφε, την ένιωθε σα την καλοσύνη την ίδια. Μια μετριοφροσύνη αγκαλιασμένη με την ανυπαρξία υστεροβουλίας. Ήταν η παιδικότητα η ίδια αυτή η γιαγιά. Με αυτό της το τελευταίο ταξίδι η γιαγιά πήρε μαζί της όλα αυτά και ο φίλος μου έπρεπε να ψάξει να την συναντήσει ξανά. Πήρε μαζί της αυτόν τον ήχο και άφησε όλους τους υπόλοιπους για να τη θυμάται κανείς. Όπως τα χρατς και χρούτς από το ξεχειλωμένο της φιλέ στην προσπάθεια της να βολέψει τη κόμη της, όπως το κουδούνισμα από τα φοντάν μέσα στο ξύλινο μπολ των κερασμάτων που ακόμα και σήμερα, σχεδόν είκοσι χρόνια μετά, διατηρεί το σοκολατένιο άρωμα των λιχουδιών που έκρυβε.  Μου έλεγε ότι όποτε σήκωνε το καπάκι αυτού του άδειου πλέον δοχείου, ήταν σα να άκουγε και πάλι εκείνο το κουδούνισμα. Μετά, αρώματα σκόρπιζαν μέσα στις καλά φυλαγμένες του μνήμες έως ότου έκλεινε και πάλι το καπάκι. Το κουδούνισμα ήταν η εντονότερη μνήμη γιατί έφερνε μπροστά του και πάλι τη γιαγιά που αγάπησε, κραδαίνοντας μπροστά του τα κεράσματα και λέγοντας του έτσι ότι μπορούσε να φάει όσα ήθελε. Είχε πολλά και απόδειξη αυτού ήταν ο ήχος από το σοκολατοκουδούνισμα.

Τώρα θα με ρωτήσεις τι σχέση μπορεί να έχει ο τίτλος αυτού του κεφαλαίου με όλα αυτά. Θα έλεγα αρχικά ότι αυτή είναι μια δίκαιη ερώτηση αλλά δε θα ήθελα αυτός ο ενικός που ξεκινήσαμε να είναι και η αφορμή για μια τέτοια ανυπομονησία. Όπως και να έχει πάντως οφείλω μια απάντηση. Ολοκληρώνοντας την περιγραφή του σπιτιού των παππούδων του θα αναφέρω ότι από τα δυο δωμάτια στα οποία οδηγούσε ο διάδρομος το ένα λειτουργούσε ως υπνοδωμάτιο ενώ το άλλο ως καθημερινό. Εκεί βρίσκονταν ο παλιός καναπές, η ασπρόμαυρη τηλεόραση, η κλεισμένη στη μέση ροτόντα και δύο ξύλινες καρέκλες επενδυμένες με πράσινο βελουτέ ύφασμα. Σε αυτό το δωμάτιο βολεύονταν και αυτός, καθισμένος στη μια καρέκλα, κάνοντας πέρα δώθε τις πατούσες του, που ακόμα δεν έφταναν στο πάτωμα, μασουλώντας τα κεράσματα του. Αυτό το δωμάτιο είχε επίσης και δυο ζευγάρια μάλλινα πατάκια για τους καλεσμένους τα οποία ήταν παρκαρισμένα στην είσοδο του δωματίου, εκεί δηλαδή ακριβώς που ξεκινούσε το παρκέ. Άψογα συντηρημένο λουστραρισμένο ξύλινο πάτωμα το οποίο με την πρώτη επίσκεψη του παππού στην τουαλέτα μετατρεπόταν σε ένα έξοχο παγοδρόμιο. Με το που έκλεινε ο παππούς την πόρτα, αυτός με ένα πήδο βρισκόταν από την καρέκλα στα μάλλινα πατάκια. Αυτή ήταν η πιο ευχάριστη στιγμή της επίσκεψης . Η γιαγιά τις περισσότερες φορές τον κοίταζε και είτε δεν έλεγε τίποτε ή ίσα που κατάφερνε να ψελλίσει ένα «πρόσεχε βρε». Δεν ήθελε να του κόψει τη φόρα και τη χαρά. Τον έβλεπε να τρέχει στο διάδρομο για να πάρει φόρα, να καβαλάει τα πατάκια και να τσουλάει ως την άλλη άκρη του δωματίου για να επιστρέψει και πάλι στην αφετηρία με την ίδια μέθοδο. Ένα ταχύτατο πέρα δώθε που εκτυλισσόταν παράλληλα με την εκτόνωση της συχνοουρίας του παππού. Έως τη στιγμή που ένας ήχος από καζανάκι θα παρέσερνε μαζί του στη δίνη της λεκάνης και το αναψοκοκκίνισμα του πατιναρίσματος. Πηδούσε πίσω στην καρέκλα σαν καλό και άγιο παιδί λοξοκοιτάζοντας στην πλευρά του διαδρόμου τον παππού να σηκώνει το φερμουάρ του παντελονιού του σιγοψιθυρίζοντας ναυτικές βρισιές.  Σιχτίριζε την τύχη του να πρέπει να βγάζει θάλασσες ούρων κάθε ώρα στερώντας του έτσι τις ειδήσεις και τις σειρές που χάζευε στην τηλεόραση. 

Μια μέρα που έκανε την επίσκεψη του μετά το σχόλασμα του σχολείου, ο παππούς έλειπε για ψώνια στη λαϊκή. Αυτή ήταν και η μέρα του τελευταίου του πατινάζ πάνω στο παρκέ. Με το που του είπε η γιαγιά ότι ήταν μόνη της αυτός έκανε σαν αφηνιασμένο άλογο. Ούτε τα κεράσματα δε πρόλαβε να φάει. Πήγε τρέχοντας μέσα στο καθιστικό και καβάλησε τα πατάκια. Απαντούσε σκόρπια ναι και όχι στις ερωτήσεις τις γιαγιάς και προσπαθούσε να σπάσει το φράγμα του ήχου. Και με το ποδήλατο είχε αυτό το χούι. Δεν υπήρχε κατηφόρα στη γειτονιά που να μη την είχε γλύψει με το ποδήλατο του. Με το παρκέ όμως τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Ήταν πιο γλυκιά η ταχύτητα και αυτό ίσως συνέβαινε λόγω του παράνομου και μιας σιωπηρής συνομωσίας με τη γιαγιά του. Ήταν και η λάμψη του βερνικιού που την τόνιζε το φώς που έμπαινε από την μπαλκονόπορτα που οδηγούσε στη μια και μοναδική βεράντα του σπιτιού. Ήταν σχεδόν μαγικό. Εκείνη τη μέρα λοιπόν η ταχύτητα του πατινάζ ήταν μεγαλύτερη από την ικανότητα που είχε να φρενάρει. Συνήθως σταματούσε τοποθετώντας το σώμα του πλάγια ή βάζοντας τα χέρια του στην μπαλκονόπορτα ή στον τοίχο. Αυτή τη φορά όμως για κάποιον ανεξήγητο λόγο αποφάσισε να μην εφαρμόσει καμία από αυτές τις τεχνικές θεωρώντας ότι μπορούσε να φρενάρει έτσι όπως φρέναρε ένα κορίτσι στο σχολείο του που έκανε πατίνια, τοποθετώντας κάθετα τα πέλματα της και επιτρέποντας έτσι στο λάστιχο που είχαν τα πατίνια μπροστά να ακουμπήσει στο έδαφος. Η αλήθεια είναι ότι χρόνια μετά αυτό του φαινόταν πολύ χαζή ιδέα γιατί όπως και να το κάνουμε άλλο το πατίνι και άλλο το πατάκι από μαλλί. Το ατυχές ήταν ότι η φαεινή ιδέα του ήρθε στην κατεύθυνση προς την μπαλκονόπορτα η οποία για καλή του τύχη είχε φτιαχτεί με τον τρόπο που φτιάχνοντας στα τότε χρόνια οι μπαλκονόπορτες και τα παράθυρα. Με μόνο κρύσταλλο. Πρώτα ακούμπησε το κούτελο του πάνω στο τζάμι, μετά πέρασε η μύτη του και στη συνέχεια ακολούθησαν χέρια, πόδια και σώμα. Ένα καταπληκτικός, συνεχόμενος ήχος από αλλεπάλληλες θραύσεις κρύσταλλου με τη συνοδεία της κραυγής της γιαγιάς του ήταν αυτό που του έμεινε από αυτή τη μέρα. Ένα σύντομο ιδιότροπο μουσικό απόσπασμα της ζωής του που τέλειωσε μόνο αφού αυτός έφτασε να κρέμεται από την κουπαστή του μπαλκονιού της γιαγιάς, ευτυχώς από τη μέσα του πλευρά. Το σημάδι κάτω από το δεξί του φρύδι του θύμιζε αυτή τη μέρα αλλά μετά από λίγο καιρό δε του έδινε σημασία. Δε θυμόταν καν ότι είχε ένα τέτοιο σημάδι. Η μελωδία όμως του τζαμιού που έσπαγε σε μεγάλα και μικρά κομμάτια ήταν αυτό που δε ξέχασε ποτέ στη ζωή του. Μια απειρία από πρίμες νότες που παράγονταν από διαφορετικών διαστάσεων σπασμένο κρύσταλλο, με πιο πρίμα αυτήν της γιαγιάς του.

Μετά από αυτό η γιαγιά του δε ξανάβαλε ποτέ πατάκια στο σπίτι και ήταν σαν όλη η χλομάδα που είχε το πρόσωπο της εκείνη τη μέρα να έπεφτε σιγά σιγά πάνω στο παρκέ, θαμπώνοντας το μέρα με τη μέρα. Από τότε ήταν που και η συχνοουρία του παππού του βελτιώθηκε γιατί η προνοητικότητα να μην αφήσει μόνο τον εγγονό του να αλωνίζει στο σπίτι ήταν ισχυρότερη από την πίεση της κύστης του.

Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2013

ΕΝΑΣ ΠΛΟΥΣΙΟΣ ΖΗΤΙΑΝΟΣ


 

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΑΙΤΑ : Ε-ΒΟΟΚ. ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΕΝΟΣ ΧΑΡΤΟΝΟΜΙΣΜΑΤΟΣ



Έτριψε με τα πολυφορεμένα μάλλινα γάντια τα μάτια του, μη πιστεύοντας αυτό που έβλεπε. Καθόταν εκεί, μέσα στους βυθισμένους βαθμούς της θερμοκρασίας και αυτό ίσως να είχε επηρεάσει την κρίση του. Να είχε παγώσει τη λογική του. Έψαχνε για πολύ ώρα να βρει απάγκιο να ζεστάνει το κοκαλάκι του χωρίς αποτέλεσμα όμως. Είδε και απόειδε και κατέληξε στα σκαλοπάτια της εξώπορτας ενός διωρόφου κτίσματος. Το κρύο τον σούβλιζε για ώρες αλλά το είχε ανάγκη να σωριαστεί κάπου και να κοιμηθεί για λίγο. Ο ύπνος όμως δεν ήρθε ποτέ. Καθόταν από το πρωί και τώρα μόλις είχε πάρει να σκοτεινιάζει. Ένα παγωμένο σούρουπο που έσερνε στην καρότσα του την απειλή μιας νύχτας που μπορεί να ήταν και η τελευταία του. Συνέχισε να τρίβει τα μάτια του. Σηκώθηκε ακούγοντας τις κλειδώσεις του να τρίζουν από την ακινησία που είχε προηγηθεί και άπλωσε το χέρι του. Ήταν ένα χαρτονόμισμα των πενήντα ευρώ.
Το γύρισε μπρος και πίσω. Το σήκωσε ψηλά στον ουρανό, κοιτώντας το με θαυμασμό, πριν τελικά αυτό καταχωνιαστεί στο παντελόνι του. Ρημαγμένο παντελόνι. Χιλιοτρυπημένο και βρώμικο έως το μεδούλι. Να το πετάς στο πάτωμα και αυτό να κάθεται ορθό. Οι τσέπες του όμως ήταν ολοκαίνουργιες.   Δεν έβαζε ούτε τα χέρια του μέσα. Προτιμούσε τη ζεστασιά των γαντιών του. Για χρήματα δε, ούτε κουβέντα να γίνεται. Μέρες ολάκαιρες είχε να δει κέρμα να πέφτει στο ντενεκεδάκι του. Ο κόσμος κοιτούσε πως και πώς να πάει σπίτι του να ζεσταθεί. Δεν είχε χρόνο για ελεημοσύνες. Αυτές τις ημέρες είχε σκεφτεί πολύ. Είχε σκεφτεί τα λάθη του και τις αξίες της ζωής. Δεν ήταν του χαρακτήρα του η επαιτεία. Ήταν περήφανος άνθρωπος. Ακόμα και τα γάντια που φορούσε χειμώνα καλοκαίρι, για να κρύβει τον όλεθρο της βρωμιάς των νυχιών του το έκανε. Για να καμουφλάρει κάπως την δόλια του την ύπαρξη. Ήταν περήφανος ζητιάνος και σε αυτό βοηθούσε κάπως και το ποτό που τις καλές ημέρες προμηθευόταν. Είχε γίνει ο αχώριστος φίλος του που τον ταξίδευε ώρες και μίλια μακριά από την αδιέξοδη πραγματικότητα που ζούσε. Πόσες φορές δεν προτίμησε μια μποτίλια ρετσίνα από ένα καρβέλι ψωμί; Δεν ήταν η κατάντια που τον ένοιαζε. Ήταν που ήταν άχρηστος στους υπολοίπους. Που δεν μπορούσε τίποτα να προσφέρει παρά μόνο να τους ξαλαφρώνει από τα κέρματα τους.
Τώρα αυτό το πενηντάρικο ήταν η ανάσταση του Χριστού η ίδια. Ντούρο από το ψύχος και πορτοκαλί σα το σούρουπο που όλο και βάθαινε. Όλος ο κόσμος ήταν δικός του τώρα. Θα σηκωνόταν και θα πήγαινε να επανορθώσει για ότι κακό του είχε κάνει. Θα έπινε για να γλεντήσει και θα κέρναγε για να ακούσει το πρώτο του ευχαριστώ μετά από πολλά πολλά χρόνια. Σηκώθηκε και έστρεψε το σώμα του προς το καφενείο του Θανάση. Από εκεί έπαιρνε τις ρετσίνες του και κανένα ξεραμένο ψωμί. Ήταν η ώρα που μαζεύονταν ο κόσμος. Το καλό ήταν που τον γνώριζαν. Θα τον άφηναν να μπει μέσα και δεν θα τον κοιτούσαν περίεργα.
«Καλώς το παλικάρι! Δε πιστεύω να ψάχνεις κρεβάτι;»
Εκείνος κοίταξε με ένα μάλλον αυστηρό ύφος τον μαγαζάτορα και θρονιάστηκε μπόλικα στο πρώτο ελεύθερο τραπέζι που βρήκε μπροστά του. Οι άνθρωποι φοβόντουσαν τους ζητιάνους με τον ίδιο τρόπο που φοβόντουσαν τη φτώχεια την ίδια. Δεν ήθελαν να τους μπαστακωθεί. Και μολονότι του έδιναν ένα κομμάτι ψωμί που και που, ωστόσο τους ήταν προτιμότερο να του το πετάξουν για να το πάρει. Να αισθανθούν ότι έκαναν το καλό αλλά να κρατήσουν και τις αποστάσεις. Ο Θανάσης τις περισσότερες φορές του έδινε την ρετσίνα στα μουλωχτά. Δεν ήθελε να δουν οι υπόλοιποι ότι έπαιρνε λεφτά από ένα μπεκρή ζητιάνο. Με τα ξεροκόμματα τα πράγματα ήταν κάπως διαφορετικά. Το βροντοφώναζε. «Έλα ρε συ να δεις τι σου χω. Άντε να γεμίσει και σένα η κοιλιά σου κακομοίρη.». Και διάλεγε πάντα την ώρα που θα ήταν όλοι μαζεμένοι για να κάνει την καλή του πράξη ο Θανάσης. Και κάπως έτσι οι περισσότεροι κατάφερναν να έχουν έναν βαθύ και γλυκό ύπνο τα βράδια. Σα να ξόρκιζαν τα κακά πνεύματα. Να έβγαιναν νικητές από τη μάχη με το κακό. Και ας ήξεραν στο βάθος ότι όλα ήταν ένα θέατρο. Το βάθος δεν είχε ανάγκη από ύπνο και μπόσικα γέλια. Εκείνοι ζητούσαν μόνο μια γαλήνη να πασαλειφθούν όπως όπως.
«Θανάση, πιάσε την νταμιτζάνα σου και άρχισε να γεμίζεις τα ποτήρια. Κερνάω όλο το μαγαζί.»
Ο χρόνος σα να ξαπόστασε για μια στιγμή. Όλοι απέμειναν να κοιτάζουν τις λέξεις του ζητιάνου να χορεύουν γύρω τους. Τι αστείο ήταν πάλι και αυτό; Μόνο για μια στιγμή η τέλεια σιωπή και μετά ένας ορυμαγδός από χασκόγελα και χάχανα όλων το αποχρώσεων στούμπωσε το μαγαζί ως τα ταβάνια του.
«Αει στο διάολο. Με έκανες να κατουρηθώ από τα γέλια. Καλύτερα όμως να πάς πουθενά αλλού να πεις τα ανέκδοτα σου.»
Ο ζητιάνος έγειρε τον κορμό του στο πλάι, χώνοντας το χέρι του στην τσέπη. Έβγαλε το χαρτονόμισμα έξω και το τέντωσε με τα δύο του χέρια κάμποσες φορές. Το τέντωσε προσεκτικά αλλά και αρκετά φαφλατάδικα για να κάνει το ηχητικό παιχνίδι που επιθυμούσε.
«Αφού εγώ μίλησα, τον λόγο τον δίνω τώρα στο πορτοκαλί χαρτί που κρατάω στο χέρι μου. Τι λέτε; Δεν θα θέλατε λίγη δωρεάν ρετσίνα να κελαρύσει στα διψασμένα σας στομάχια;»
Τα κεφάλια του μαγαζιού γύρισαν κατά το μέρος του Θανάση, περιμένοντας τη στάση του. Περιουσίες ολόκληρες του είχαν προσφέρει του τσιφούτη και αυτό τώρα έμοιαζε σαν μέρος των τόκων τους. Τα κεφάλια τον κοίταζαν, και εκείνος κοιτούσε με κρεμασμένο το σαγόνι το τεντωμένο χαρτονόμισμα στα χέρια του ζητιάνου.
«Για φέρε το εδώ να του ρίξω μια ματιά.»
«Όπως φαίνεται ούτε και εσύ έχεις δει στη ζωή σου τέτοιο χαρτονόμισμα.»
Μερικά χάχανα ακούστηκαν σκόρπια όση ώρα ο Θανάσης ανέκρινε το χαρτονόμισμα. Και δεν του πήρε και πολύ ώρα πριν ένα σκοτεινιασμένο χαμόγελο του χαρακώσει τα μάγουλα.
«Σύρε έξω ρε κακομοίρη. Πάρε και αυτό μαζί σου. Δες. Στη γωνία. Του λείπει ένα κομμάτι. Δε περνάει. Άντε τώρα, άδειασε μας τη γωνιά.»
Πρέπει από τότε να έχουν περάσει επτά μήνες. Καλοκαίρι πια και εκείνος κάθεται στα σκαλοπάτια περιμένοντας την κομμένη γωνίτσα να φανεί με τη βοήθεια των ανέμων.

Τρίτη 8 Ιανουαρίου 2013

ΧΙΟΝΙΑ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ




"Το χιόνι είναι η αγκαλιά που οι άγγελοι δεν μπορούν να έχουν". Έτσι μου έλεγε τότε. Και μεγάλη δεν ήτανε και αυτή η σοφία δεν ήξερες πως στο καλό πρόλαβε και γιγαντώθηκε έτσι γρήγορα μέσα της. "Όταν χιονίζει όλοι μας ψάχνουμε για μια ζεστή γωνιά και μια αγκαλιά. Να βρούμε τη σωτηρία από το ψύχος. Να ζεστάνουμε την ύπαρξη και την ψυχή μας". Έτσι έλεγε εκείνη. Τόσο σοφή και όμορφη.

Περπατούσε μέσα στα - στρωμένα χιόνι - πεζοδρόμια της γειτονιάς του και την σκεφτόταν. Οι νιφάδες συνέχιζαν να πέφτουν και βολευόντουσαν πάνω στα φρύδια και στο μούσι του. Το χιόνι έφτιαχνε την όψη του κάμποσα χρόνια μετά. Το χιόνι περόνιαζε τα κόκκαλα του και τα χνώτα του έφτιαχναν ολόκληρες ταινίες του σινεμά μπροστά στα μάτια του. Ασπρόμαυρες ταινίες, σαν και αυτές που βλέπανε μαζί. Ασπρόμαυρες σα τη νύχτα που μαζί της περπατούσε τώρα.

Το χιόνι ήξερε, οι άγγελοι ήξεραν, εκείνη το ήξερε καλύτερα από όλους. Όσο κρατιέται κανείς ζεστός οι πάγοι λιώνουν. Όσο τρέχει κανείς, όσο αγαπάει, όσο αγκαλιάζει, όσο κοιτά και βλέπει, όσο καίγεται να μάθει, καίγεται και να μιλά, όσο να χαϊδεύει θέλει, όσο αρέσκεται να φιλά και αφήνεται να φιλιέται, όσο τα χάδια είναι η μόνη επιλογή, όσο οι λέξεις μέσα του γιγαντώνονται, όσο οι σκέψεις στροβιλίζονται, όσο οι ανάσες που βγαίνουν φωνάζουν για ζωή, όσο όλα αυτά συμβαίνουν τότε με όσο χιόνι και όσο πάγο και να φορτώσεις μια ανθρώπινη ζωή το πράγμα αντέχεται. Βούτηξε μια φλεγόμενη ψυχή μέσα στους πάγους της Αρκτικής και οι πιγκουίνοι θα πισωπατήσουν φοβισμένοι! Έτσι είναι. Έτσι έλεγε εκείνη. Σαν αερικό είχε έρθει στην αγκαλιά του, σαν ανάσα είχε χαθεί, σα φάντασμα τον καταδιώκε μέχρι τώρα. Κάθε χρόνο που έπαιρνε και χιόνιζε την σκεφτόταν. Συνέχεια την σκεφτόταν αλλά με τα χιόνια δεν μπορούσε να κάνει το οτιδήποτε άλλο παρά μόνο να την σκέφτεται.

Σήκωσε τον γιακά και χάιδεψε το μούσι του για να διώξει τις νιφάδες. Έχωσε τα χέρια του στις τσέπες γιατί αισθάνθηκε άβολα με την κίνηση τους. Ήθελε μόνο να γλιστράει μέσα σε εκείνη την κρύα νύχτα. Σα να κάνει πατινάζ στο παρελθόν, ολα να τσουλάνε μέσα σε πιρουέτες και άψογες-ακοπίαστες κινήσεις. Όλα να είναι στη σωστή τους θέση και εκείνος χωμένος μέσα στην παγωμένη ατμόσφαιρα. Του άρεσε να περπατάει χώνοντας τις μπότες του στο απάτητο χιόνι. Να ακούει τον ήχο που κάνει αυτό. Σα να πεθαίνει στα βήματα του. Σα να ξεψυχά.

Ολοζώντανος μέσα στην πιο κρύα νύχτα του χρόνου. Λυπημένος ίσως, μπερδεμένος στα σίγουρα, τόσο μα τόσο ζωντανός όμως. Τα χνώτα του τα ίδια του το θύμιζαν αυτό. Θα γυρνούσε ξανά στο σπίτι αλλά θα προτιμούσε να το κάνει αφού αυτά τα χιόνια θα έλιωναν πρώτα. Έως τότε θα περπατούσε, θα χνώτιζε την ατμόσφαιρα με τη ζέση των σωθικών του και θα αγκάλιαζε τους αγγέλους που τόσο μα τόσο ανάγκη έχουν από μια αγκαλιά.