Ο Φίλιππος Γαλιάσος γεννήθηκε το 1972 στην Αθήνα και έχει αποφοιτήσει από το Ο.Π.Α. To βιβλίο «Δι

Δευτέρα 12 Νοεμβρίου 2012

ΣΤΗ ΣΚΙΑ





Αυτή η πόλη, γεμάτη φώτα νέον. Βράδυ Παρασκευής, βράδυ αφετηρίας ζωής.
Ήταν Παρασκευή και ήταν βράδυ, εκτός αυτών όμως ήταν και μέσα Άνοιξης. Γεμάτος Απρίλης, ντροπαλός Μάης. Εκείνη έκλεισε το ταπεράκι με το τοστ ζαμπόν τυρί, μασουλώντας την τελευταία μπουκιά, περισσότερο από συνήθεια παρά από πείνα. Τα πλακάκια άστραφταν, το ίδιο και οι τουαλέτες. Ήταν οκτώ και μισή ακριβώς, η ώρα που παράταγε τη δουλειά στη μέση και καταπιανόταν με το τοστάκι της. Μόνο το ξεσκόνισμα απέμενε. Το ξεσκόνισμα δέκα γραφείων από μελαμίνη, των δέκα υπαλλήλων με τις δέκα γραβάτες που χτυπούσαν τις δέκα κάρτες εξόδου στις πέντε ακριβώς. Της άρεσε η δουλειά της ήταν η αλήθεια. Ήταν αφεντικό του εαυτού της. Δούλευε πάντα μόνη, όταν όλοι είχαν φύγει από το γραφείο του ορόφου. Έδινε στη δουλειά το ρυθμό που ήθελε. Κάποιες φορές, όντας κουρασμένη, πήγαινε τη σφουγγαρίστρα όπως, όπως και αγάλι, αγάλι. Σήμερα όμως ήταν φουριόζα. Παρότι κοιτούσε μέσα από τη τζαμαρία του πρώτου ορόφου το απέναντι κτίριο, η σφουγγαρίστρα πήγαινε σα τρελή σε ένα υγρό, μανιασμένο πέρα δώδε πάνω στα πλακάκια του γραφείου. Το σφουγγάρισμα έλαβε τέλος, το τοστάκι της το ίδιο και μόνο ένα έρμο ξεσκόνισμα απέμεινε.

 Καθόταν στο γραφείο του προϊσταμένου του τμήματος και έσφιγγε το ξεσκονόπανο στα χέρια της κοιτάζοντας πέρα από την τζαμαρία. Στο απέναντι κτίριο ο κόσμος μαζευόταν δειλά αλλά σταθερά. Σήμερα ήταν η μέρα. Η μέρα που εδώ και τρείς εβδομάδες περίμενε. Μέσα από τη φόρμα της καθαρίστριας είχε φορέσει το καλύτερο της φόρεμα. Εκείνο με το οποίο είχε παντρευτεί στο δημαρχείο τον Πέτρο. Ένα άσπρο φουστανάκι με ένα ραμμένο φιογκάκι στη μέση, πάνω στον αφαλό σχεδόν. Τόσο κοντό για να μπορεί κανείς να δει λίγο πάνω από το γόνατο και τόσο μακρύ για να πρέπει να φαντάζεται τα υπόλοιπα. Ήταν ωραίο και σικάτο φόρεμα. Τα καφέ παπούτσια με τη μπαρέτα τα είχε σε μια σακούλα από τον Σκλαβενίτη και μετά από το ξεσκόνισμα θα τα φορούσε. Το ξεσκόνισμα όμως δεν είχε καμιά όρεξη να το ξεκινήσει. Κοιτούσε μόνο πέρα από τη τζαμαρία σφίγγοντας το ξεσκονόπανο στα χέρια της.

Είχε ακόμα ένα τέταρτο στη διάθεση της. Η διάθεση της δεν είχε ούτε ένα λεπτό στη διάθεση της. Το μόνο που την ένοιαζε ήταν να ξεφορτωθεί τη βρώμικη φόρμα καθώς και το ξεσκονόπανο και να βρεθεί περιποιημένη μπροστά από την είσοδο της γκαλερί. Ήταν πραγματικά πολύ τολμηρό βήμα να σκεφτεί κανείς να ανοίξει μια γκαλερί μέσα στη κρίση. Η ταμπέλα όμως ήταν σαφής. "Ζητούνται πωλήτριες με γνώσεις ζωγραφικής". Έμοιαζε σαν ευκαιρία ζωής. Τι καλύτερο από το να επισκεφτεί την γκαλερί στα εγκαίνια και φεύγοντας να ρωτήσει για την αγγελία; Κάτι σα δύο σε ένα. Όλη της τη ζωή πινέλα χάιδευε, ζωγράφιζε, σκιτσάριζε, ανακάτευε τέμπερες και λαδομπογιές. Μέχρι και φορέματα σκάρωνε σε σχέδια. Τα δάκτυλα της ήταν φτιαγμένα για αυτό. Η ψυχή της κολυμπούσε μέσα στα χρώματα και τις φωτοσκιάσεις. Το σώμα της όμως και το μυαλό της έπρεπε να τα φέρουν βόλτα με αυτό που λεγόταν πραγματικότητα. Η σχολή καλών τεχνών μεταφραζόταν σε σχολή μπατίρηδων και συνεπώς δεν αποτελούσε μια εκ των επιλογών. Από μικρή συμβιβάστηκε με την αλήθεια και οι όροι ήταν κάπως σκληροί. "Έτσι είναι οι συμβιβασμοί γλυκιά μου, σκληροί σαν ακλόνητες πέτρες." Αυτά έλεγε στον εαυτό της, αυτά έλεγε και στα ντελικάτα της δάκτυλα χρόνια τώρα. Στη φαντασία της απέφευγε να το πει. Ήταν ευαίσθητη δαύτη και την άφηνε να καταγίνεται με κάθε λογιών σχήματα που έφτιαχνε η σφουγγαρίστρα στο πάτωμα. Κάθε απόγευμα έφτιαχνε ένα έργο τέχνης πάνω στα πλακάκια που με το που άνοιγε το παράθυρο μετά χανόταν. Εξαϋλωνόταν. Στέγνωνε το σφουγγάρισμα και εξαφάνιζε φαντασία και έργο μαζί. Με το ξεσκόνισμα ήταν πιο σκληρά τα πράγματα. Έπρεπε να καταστρέψει η ίδια τα σκαριφήματα της. Εκεί που είχε δημιουργήσει μια ολόκληρη πολιτεία πάνω στο τραπέζι των συνεδριάσεων, να δώσει μια και να γκρεμίσει όλα τα κτίρια μαζί. Κοίταξε στα χέρια της το κόκκινο πανί και στη συνέχεια το άπλωσε πάνω στο γραφείο. Δε θα ζωγράφιζε τίποτα σήμερα, δεν είχε χρόνο, δεν είχε όρεξη να σβήνει. Πέρασε δύο φορές την επιφάνεια του λακαριστού ξύλου και μετά τοποθέτησε το πανί μέσα στο διάφανο σακουλάκι της.

Σίγουρα δεν ήταν κατάντια να είναι καθαρίστρια αλλά όσο τα χρόνια περνούσαν τόσο εκείνη δε μπορούσε να το καταπιεί. Όχι το ότι τώρα σφουγγαρίζει, αλλά περισσότερο που πλέον δεν ζωγραφίζει. Η αγγελία αυτή ήταν μάνα εξ ουρανού. Τι καλύτερο από το να βρίσκεται ανάμεσα σε ζωγράφους, γκαλερίστες, και ανθρώπους που εκτιμούν την τέχνη; Και τι και εάν ανάμεσα στους ανθρώπους της τέχνης βρισκόντουσαν και εκείνοι που εκτιμούσαν ένα πίνακα ανάλογα με το πόσο ταιριάζει με τον καναπέ που μόλις αγόρασαν; Εκείνη θα το τολμούσε. Θα πήγαινε ως επισκέπτης στην γκαλερί και θα προσπαθούσε να εντυπωσιάσει με τις γνώσεις της τους ιδιοκτήτες. Ο τάδε πίνακας είναι της δείνα σχολής και ο δείνα ζωγράφος είναι της τάδε εποχής. Πως πέρασε την σπάτουλα με την λαδομπογιά πάνω στο κύμα και πως έσβησε τη σκιά από το σύννεφο με το βουτηγμένο στο κάρβουνο δάκτυλο της. Η συνέχεια ήταν εξασφαλισμένη. Η επιτυχία επίσης. Κανένας δε θα ρωτούσε για προϋπηρεσία. Θα το έβλεπαν ξεκάθαρα ότι η συγκεκριμένη γυναίκα ήταν στα σίγουρα ο άνθρωπος τους. 

Άφησε στη τσάντα της το σακουλάκι με το πεινασμένο ξεσκονόπανο, το ξεσκόνισμα στη μέση και της ρόμπα της στο πάτωμα κοιτώντας μέσα από την τζαμαρία τον κόσμο της γκαλερί να μαζεύεται. Τον κόσμο εκεί έξω. Έναν άλλο κόσμο, τόσο κοντά μα τόσο μακριά της. Κάθισε στην καρέκλα του προϊσταμένου, γέρνοντας μπροστά για να φορέσει τα παπούτσια με τις μπαρέτες. Ο χρόνος περνούσε και η ζωή το ίδιο. Έπρεπε να βιαστεί. Δεν θα έχανε τίποτα εξάλλου πέρα από λίγη σκόνη παραπάνω.

Το ασανσέρ τη ξέβρασε στην είσοδο του εμπορικού κέντρου μαζί με το φόβο για αυτή την επίσκεψη. Πέρασε ανάμεσα από ανθρώπους που φορούσαν δύο στροφές κασκόλ, παπιγιόν και κρατούσαν μακρουλά ποτήρια γεμισμένα με λευκό ή κόκκινο κρασί. Πέρασε μέσα από το πάθος μιας ζωής και το μόνο που την ένοιαζε ήταν να δει τους πίνακες. Δε δέχτηκε το κρασί που της πρόσφεραν και για καναπεδάκι ούτε λόγος να γίνεται. Καθόταν μόνο μπροστά από τους πίνακες ενόσω οι ειδήμονες της τέχνης μπεκρούλιαζαν και μασουλούσαν. Καθόταν από απόσταση και αναλογιζόταν για προοπτικές, οπτικές, αναλογίες και τεχνοτροπίες. Οι γουλιές κατέβαιναν, ο κόσμος μαζευόταν, η ώρα περνούσε και εκείνη γέμιζε από ζωγραφιές το δικό της κόσμο.

Βγαίνοντας από την γκαλερί ένιωθε ευτυχής. Ήταν η καλύτερη βόλτα της ζωής της. Το αεράκι της νύχτας έπαιρνε μακριά όλη της την κούραση. Είχε μαζέψει τόσα χρώματα και πινελιές μέσα της που έφταναν για την υπόλοιπη ζωή της. Βγήκε έξω με το σινιέ της φόρεμα και ένοιωσε ό, τι τόσα χρόνια δεν είχε νιώσει. Ανακατεμένη σα τέμπερα στην παλέτα. Να στριφογυρίζει υγρή - σα φρεσκοαπλωμένη λαδομπογιά - και να μελετά τις αποχρώσεις. Ένοιωσε πλήρης και τίποτε άλλο δεν την έμελε. Σκεφτόταν εκείνες τις φωτοσκιάσεις του σχεδίου στο βάθος δεξιά. Κάρβουνο σε χαρτί. Καταπληκτικός πίνακας με απροσμέτρητο βάθος προοπτικής. Ο καλλιτέχνης είχε δώσει όλη του την ψυχή σε αυτό το έργο. Ιδιαίτερα στις σκιές. Εκείνη καθόταν σε τέσσερα  μέτρα απόσταση, στητή με το λευκό της φόρεμα και το φιογκάκι στον αφαλό της ντούρο και ατένιζε τις ατελείωτα τέλειες σκιές του πίνακα μπροστά της. Ήταν σα κάποιος να της άνοιγε τη μια πόρτα μετά την άλλη. Η κάθε σκιά του πίνακα έκρυβε μέσα της τη διέξοδο για κάπου πέρα από εκεί που βρισκόταν εκείνη. Τα μάτια της ταξίδευαν και η ψυχή της ανέμιζε μέσα στα απαλά τραμπαλίσματα των επτά αποχρώσεων του γκρι των σκιών. Ο κόσμος πηγαινοερχόταν πίσω της με τα ζουπιγμένα στα δάκτυλα καναπεδάκια και εκείνη βουτούσε από τη μια σκιά στην άλλη. Άνοιγε τη μια πόρτα μετά την άλλη. Η κάθε σκιά την οδηγούσε όλο και πιο βαθιά, στο παρελθόν της, στη τέχνη της, στην τρικυμισμένη της ψυχολογία. Ο πίνακας έδειχνε μια πόλη, βουτηγμένη στη νύχτα, σα και αυτές που ζωγράφιζε με το ξεσκονόπανο στο τραπέζι των συνεδριάσεων. Οι σκιές δημιουργούσαν τα βάθη των κτιρίων, τα σοκάκια, τους φωτισμούς από τις λάμπες στα στενά. Εκείνη τρύπωνε και κρυβόταν, χωνόταν πίσω από τα κτίρια και χανόταν. Βρισκόταν κάτω από τις λάμπες και μετά εξαφανιζόταν. Όλο και πιο βαθιά στην πόλη. Όλο και πιο βαθιά στον πίνακα. Περπατούσε για ώρα μέσα σε αυτή τη σκιασμένη βραδινή πόλη, ακούμπαγε τις βαριές πέτρες των κτιρίων, αγνάντευε στις στέγες και πιο πέρα, στο απόλυτο μαύρο κάρβουνο του ουρανού. Περπάτησε για πολύ ώρα και κατάπιε ολόκληρη την πολιτεία μέχρις ότου ξεβραστεί στην είσοδο της γκαλερί. Μόνο που αυτή τη φορά η είσοδος λεγόταν έξοδος. Έφτιαξε το φιογκάκι στη μέση της, ίσιωσε την τσάντα στον ώμο της και προχώρησε μπροστά. 

Έμοιαζε σα κείνες τις γυναίκες που μετά από μια παράνομη ερωτική περιπέτεια προσπαθούσαν με λίγο φτιαξίδι να επανέλθουν στους προηγούμενους λογικούς τους ρυθμούς. Ούτε που της πέρασε από το μυαλό να ρωτήσει τους ιδιοκτήτες για εκείνη την κενή θέση. Δεν ήταν το ότι ντράπηκε. Η πόλη απλά με τις σκιές της ήταν μια μαγεία σκέτη. Ήταν η γνώση που της έλειπε σε εκείνα τα σκίτσα πάνω στο τραπέζι. Πάνω στη σκόνη. Ο καλλιτέχνης δε λογαριάζει τα υλικά, πότε είναι τέμπερα, πότε λάδι, πότε κάρβουνο και κάποιες φορές είναι και σκόνη. Στις σκιές ζούσαν πάντα οι καλλιτέχνες, σε αντίθεση με τα έργα τους. Εκείνη είχε διαλέξει διαφορετικό δρόμο. Να ζει στο φώς και τα έργα της να εξαφανίζονται στη λήθη λίγο μετά τη δημιουργία τους.

Δευτέρα 5 Νοεμβρίου 2012

ΤΙΚ ΤΑΚ ΝΤΡΙΝ




Ξεκίνησε με κάθε τεχνολογική υπεροχή.
Στην αρχή ήταν ένα μοντέρνο ξυπνητήρι,
Μαύρο, σκληρό πλαστικό με ινοξ πλαίσιο.
Μετά έγινε ένα πλαστικό κοκοράκι,
στη συνέχεια, ένα ράδιο που έπιανε μέχρι το Κατάρ.
Ό, τι και να δοκίμαζε όμως,
το πρωί δε μπορούσε να ξυπνήσει.

Τα μάζεψε όλα σε μια σακούλα,
και τα έδωσε για δώρο σε μια μαυρούλα.
Εκείνη χάρηκε πολύ,
και εκείνος σκέφτηκε για ένα νέο τρόπο.
Πως θα τα καταφέρει να ξυπνάει το πρωί.

Τα βράδια του άφηνε το παντζούρι ανοικτό,
με φόβο αρκετό.
Μη τύχει και μπούνε κλέφτες,
και εκείνος κοιμάται.
Έλπιζε ότι το πρώτο πρωινό φως,
θα του άνοιγε τα μάτια.
Και με ένα πήδο αυτός θα σηκωνόταν,
ολόρθος.
Το πρώτο φώς της ημέρας όμως,
το πρώτο πράγμα που έκανε,
ήταν να βουτήξει κάτω από την κουβέρτα του,
δίπλα του να κοιμηθεί και αυτό.
Κάπως έτσι, παντζούρι δεν ξανάνοιξε ποτέ ξανά.

Μετά το έριξε στις κλεψύδρες,
Έκτισε γύρω από το κρεβάτι του μια τέτοια,
και υπολόγισε το χρόνο ακριβώς.
Την ώρα που ήταν να σηκωθεί,
η άμμος θα του έφτανε έως το πιγούνι,
και εκείνος θα ξυπνούσε.
Και εκεί όμως υπήρχε πρόβλημα.
Η άμμος ήτανε ζεστή,
και μέσα της εκείνος χουχούλιαζε μια χαρά.

Το πιγούνι καλύφθηκε τελείως,
Τα χείλη το ίδιο.
Η άμμος έπεφτε και μόνο,
μια μύτη ξεμύτιζε από δαύτη.
Ανάσα μέσα από δύο νυσταγμένα ρουθούνια.

Τον βρήκε η ξαδέλφη του,
θαμμένο εκεί κάτω.
Με κλειστά τα παντζούρια,
και χωρίς να έχει ξυπνητήρι δίπλα του.
"Αυτοκτονία", είπανε.
"Τα είχε παρατήσει από καιρό".
Το είπανε και αυτό.
"Στη δουλειά συνέχεια αργούσε".
"Πολλές φορές δε σήκωνε το τηλέφωνο".
"Που και που τον βρίσκαμε ξαπλωμένο στο γραφείο".
"Κατάθλιψη", είπαν οι ειδικοί.
Δεν ήταν έτσι όμως τα πράγματα.
Απλά δε μπόρεσε να βρει ένα τρόπο για να ξυπνάει,
και ο ύπνος του άρεσε τόσο πολύ...



Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2012

ΥΠΟΣΧΕΣΕΙΣ.



"Να κάτσεις εδώ σου λέω. Θα έρθει όπου να' ναι. Αααχ τι σου ναι τα παιδιά. Υπομονή δε ξέρουν τι θα πει."
Πέρασε μια εβδομάδα που η γιαγιά της έλεγε και της ξανάλεγε την ίδια φράση. Κάθε πρωί τα ίδια λόγια. Η Θεανώ δε μπορούσε να το αντέξει. Η παιδική της ψυχή το ίδιο. Η μάνα της είχε φύγει για μια δουλειά στο χωριό και ο πατέρας της εδώ και χρόνια την κοιτούσε από κει πάνω. Είχε μείνει μαζί με τη γιαγιά της μέσα στο κατακαλόκαιρο. Η Αθήνα έβραζε, Αύγουστος ήτανε, και τα λίγα αμάξια που κυκλοφορούσαν έξω αποτελούσαν μιας πρώτης τάξης κακοφωνία στη γενικότερη απραξία των πάντων. Η Θεανώ, με το ένα της χέρι, έπαιζε με το κοτσιδάκι της, ενώ το άλλο κρατούσε σφικτά το πανεράκι που της είχε παραγεμίσει η γιαγιά με κάθε λογής γλυκίσματα και παξιμαδάκια. Η Θεανώ τρελαινόταν για κάτι τέτοια. Και για τα μπάνια τρελαινόταν. Όταν βούλιαζε μέσα στη θάλασσα ένοιωθε σα τότε που πήγαινε παραλία με τον πατέρα της. Τον αγαπούσε πολύ, αυτόν και τη θάλασσα. Και ο ίδιος όμως ήταν σα να είχε μεταλαμπαδεύσει όλη του την αγάπη για τα κύματα στη Θεανώ. Ναυτικός στο επάγγελμα, είχε θαλασσοδαρθεί και είχε χάσει τα μισά του χρόνια μέσα στα πλοία. "Χαλάλι της της κακούργας." Έτσι συνήθιζε να αποκαλεί τη θάλασσα. "Χαλάλι της έτσι όμορφη που είναι. Το κύμα χαστουκίζει και χαϊδεύει, δαγκώνει και φιλά.". Με τη μάνα της δεν είχε και πολλά, πολλά. Μόνο για το νοικοκύρεμα ήτανε, να τη μάθει να πλέκει και να τρώει χωρίς να λερώνει. Δεν ήξερε τι θα πει αγκαλιά η μάνα της. Δε την είχε σφίξει ποτέ στον κόρφο της και από όσο η Θεανώ μπορούσε να θυμηθεί, δεν την είχε φιλήσει ποτέ.

Έσφιγγε το καλαθάκι στα χέρια της και κάθε τρείς και λίγο γυρνούσε πίσω να κοιτάξει τη γιαγιά που καθάριζε φασολάκια, φακές και ρεβίθια στην βεράντα. "Γιαγιά πάλι χάλασε το λεωφορείο;".
Η γιαγιά σήκωνε το κεφάλι της και έκανε στο πλάι το μαντίλι με τον αντίχειρα της για να μπορέσει να φέρει το βλέμμα της στα ίσια. "Μην ανησυχείς κόρη μου, όπου να 'ναι θα έρθει το δόλιο. Κράτα το καλαθάκι μόνο, μη σου πέσει και χαλάσουν τα φαγητά."
 
Η μάνα της το είχε υποσχεθεί. Όταν θα έφευγε για το χωριό η Θεανώ θα πήγαινε κάθε μέρα στη Λούτσα με το λεωφορείο. "Μα βρε μαμά δεν είμαι μικρή για να τριγυρνάω μόνη μου;". Η μάνα της ήταν κάθετη όμως. "Θα πει η γιαγιά σου στον οδηγό να σε προσέχει σα τα μάτια του. Μη σε μέλλει."
Με αυτά και με τα άλλα η Θεανώ τώρα καθόταν πίσω από την αυλόπορτα, με τη γιαγιά ξοπίσω της να καθαρίζει τα φασολάκια, και το καλαθάκι κόντευε να σπάσει από το σφίξε-σφίξε. Πάνε δύο μέρες τώρα που το λεωφορείο δεν είχε φανεί και η Θεανώ ξεροστάλιαζε πίσω από τη μάντρα. Στεκόταν για ώρες εκεί έως τη στιγμή που η γιαγιά θα τη μάζευε στο σπίτι λέγοντας της ότι το λεωφορείο χάλασε. Την είχε πάρει ο οδηγός και να μην ανησυχεί γιατί την επόμενη ημέρα θα περνούσε για την Λούτσα. Η Θεανώ έσερνε το καλαθάκι της και το έδινε στη γιαγιά για να το βάλει και πάλι πάνω στον πάγκο της κουζίνας. "Αύριο πάλι χρυσό μου. Μη κλαίς, τι φταίει και ο δόλιος ο οδηγός που κάθε τρείς και λίγο του χαλάει το σαράβαλο; Έλα τώρα εδώ να φας και αύριο έχει ο θεός."

Πέρασε έτσι μια γεμάτη εβδομάδα, με τη Θεανώ να στέκει σχεδόν κρεμασμένη στην αυλόπορτα και τη γιαγιά ξοπίσω. Είχε φάει όλα τα καλά που της μαγείρευε η γιαγιά της εκτός από αυτά που βρισκόντουσαν μέσα στο πανέρι. Ήρθε και η μανα της από το χωριό και το καλάθι έμεινε ανέπαφο. Η Θεανώ ούτε οδηγό είδε ποτέ, ούτε λεωφορείο, ούτε τα απαλόνερα της ακρογιαλιάς ένοιωσε στα τόσα δα της πελματάκια. Έφυγε η εβδομάδα, μαζί και η διάθεση για το καλοκαίρι που απέμεινε. Έφυγαν τόσα καλοκαίρια μετά από αυτό και μαζί και όση εμπιστοσύνη φίλαγε για τους ανθρώπους. Απέμεινε τώρα μόνη της με το πανέρι κρεμασμένο στη βεράντα και μια καρδιά σφιγμένη γιατί άλλο δε μπορούσε να περιμένει. Ήταν στην ίδια βεράντα που τότε καθόταν η γιαγιά της. Το πανέρι είχε γίνει γλάστρα με μενεξέδες και η Θεανώ σωστή γριά πιά. Είχε παντρευτεί και χωρίσει. Ήταν η μοναδική στάση που έκανε η ζωή της. Κατά τα άλλα προχωρούσε κανονικά. Όχι σα και εκείνο το λεωφορείο που όλη την ώρα ήταν χαλασμένο.

Κανένα λεωφορείο δεν πέρασε από τον δρόμο του σπιτιού της από τότε. Ούτε και το περίμενε εξάλλου. Η Θεανώ είχε μάθει, και αυτός ήταν ο λόγος που κοιτούσε με τόση αγάπη τους μενεξέδες στο πανέρι. Είχε μάθει να μη περιμένει και είχε μάθει να αγαπά μόνο αυτά που έχει. Οι μενεξέδες ήταν φουντωτοί και έδιναν χρώμα στη ζωή της. Τους πότιζε κάθε πρωί που ξυπνούσε και μετά καθάριζε  φακές, ρεβύθια και φρέσκα φασολάκια. Που και που όμως κοιτούσε κατά το δρόμο. Σα τότε που περίμενε το λεωφορείο να φανεί.

Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2012

ΣΗΜΕΡΑ ΣΕ ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ.





Μόλις σήμερα αισθάνθηκα,
πως μεγάλωσα.
Σε μια στιγμή, μια ζωή.
Μια ρουφηξιά, μαζί και εκπνοή.

Αγνάντεψα τριγύρω,
κοίταξα τον ουρανό,
μετά τον δρόμο που πατώ.
Στη συνέχεια κοντοστάθηκα
και σωριάστηκαν στην πλάτη,
αλυσίδες βαριές όλα μου τα λάθη,
σε μόνο μια στιγμή.

Είναι αλήθεια,
πως μεγάλωσα, σήμερα μόλις.
Ξαφνικά, αναπάντεχα πολύ.
Από παιδί, γέρος σε μόνο μια στιγμή.

Τα χέρια μου γλίστρησαν στις τσέπες,
βηματίζοντας μονότονα, άτονα.
Σοβαρός δίχως να απαιτείται.
Σκεπτικός δίχως σκέψη.

Γέλασα μετά,
και έβγαλα τα χέρια μου έξω,
στη ζωή ξανά,
ανεμίζοντας τα με το ρυθμό,
από το βήμα μου.

Υπάρχουν πολλών λογιών άνθρωποι.
Και ας περπατάνε όλοι με τον ίδιο σκοπό,
σα και της αφεντιάς μου.
Υπάρχουν αυτοί που μένουνε παιδιά,
άλλοι που γέροι πάντα ήτανε,
υπάρχουν και κάποιοι άλλοι,
που μεγαλώνουν σε μια μόνο ημέρα.
Όπως τώρα έπαθα και εγώ.

Από παιδί, γέρος ξαφνικά.
Από ζωγραφιά μόνο μια μουτζούρα.

Και αν μόλις σήμερα,
αισθάνθηκα πως τόσο μεγάλωσα.
Και αν σταματώ,
μόλις τώρα να προσπαθώ.
Αυτό είναι μόνο γιατί καταλαβαίνω,
ότι ήρθε ο καιρός να αφήσω πίσω,
όλα αυτά που ξάφνου ήρθανε μπροστά μου.

Είναι αλήθεια,
πως μεγάλωσα, σήμερα μόλις.
Ξαφνικά, αναπάντεχα πολύ.
Από μελωδική ελπίδα, 
ένας κακοκουρντισμένος λεπτοδείκτης.

Παρασκευή 26 Οκτωβρίου 2012

ΓΑΒΓΙΣΜΑΤΑ ΠΕΡΙ ΦΙΛΙΑΣ.

Δύο με τρείς φίλοι αντιστοιχούν στον κάθε έναν από εμάς. Είναι κάτι σαν κανόνας αυτό. Όλοι οι υπόλοιποι είναι απλά για να γεμίζουμε το χρόνο μας. Ακόμα και αν είναι τόσο μα τόσο ευχάριστοι, ευγενικοί, ελκυστικοί ή οτιδήποτε άλλο, αυτό που μένει στο τέλος είναι ότι το πλεόνασμα δε μας αναλογεί. Δεν μας κλείνουν καμία τρύπα και δεν έχουμε τίποτα να τους προσφέρουμε. Διάφορες συνθήκες μας φέρνουν κοντά αλλά πάντα αυτές οι συνθήκες είναι τελείως διαφορετικές από αυτές που φανταζόμαστε. Πολλές φορές μοιάζει σα να έχουμε συναντήσει τον τέλειο άνθρωπο. Εκείνον που θα μπορούσε να γίνει ο καλύτερος μας φίλος. Κάτι σαν το 5+1 στο τζόκερ. Ένας φίλος, εραστής, συνεργάτης, σύντροφος πέρα από κάθε φαντασία που με μόλις μισό ευρώ θα κερδίσεις όλο τον κόσμο. Έχετε κερδίσει ποτέ στο τζόκερ; Αν ναι, τότε πρέπει να κάνουμε παρέα. Αν πάλι όχι τότε πρέπει να σας πω ότι μόλις επιβεβαιώσατε τον αλλάθητο κανόνα περί φιλίας. Και αυτός δεν είναι άλλος από αυτόν. Άν έχεις δύο με τρείς φίλους μη ψάξεις ποτέ για τον τέταρτο. Αν έχεις στη ζωή σου βρεί τις αδελφές ψυχές που σου αναλογούν τότε δεν υπάρχει λόγος να αναλώνεσαι άλλο ψάχνοντας ανάμεσα στα ξερόχορτα. Δε θα βρείς άλλον σαν και αυτούς που ήδη έχεις. Κανέναν που να σε αντέχει στα κάτω και στα πάνω σου. Δε θα βρείς άνθρωπο που να έχει μπει τόσο βαθιά μέσα σου, αφήνοντας και πέρνοντας πράγματα. Όλοι οι υπόλοιποι είναι απλά για να σε χαιδεύουν στην επιδερμίδα.  Και ενώ με το τζόκερ με μόλις μισό ευρώ μπορείς να γίνεις ζάμπλουτος, στο θέμα φιλίας τα πράγματα έχουν πολύ μεγαλύτερα ρίσκα. Το να πεις ότι εμπιστεύεσαι κάποιον δυστυχώς δεν κοστίζει μόνο μισό ευρώ. Κοστίζει πολλά παραπάνω. Ηρεμία κυρίως. Αν πάλι δεν είχες ποτέ σου φίλους που θα μπορούσες να πεις καρδιακούς. Φίλους για μια ζωή. Φίλους έως τον θάνατο. Αν δεν έχεις ήδη καταφέρει κάτι τέτοιο τότε μάλλον αξίζει να το ρισκάρεις. Η πιθανότητα να πετύχεις βέβαια είναι μηδενική αλλά ποτέ δε ξέρεις! Στο κάτω κάτω δε χάνεις και τίποτα. Αν δεν είχες ποτέ σου φίλους κάτι λέει για σένα. Αν όλοι όσοι γνώρισες στη ζωή σου έμπαιναν και έβγαιναν σα πελάτες σε μπουρδέλο της Φυλής τότε αυτό σίγουρα κάτι λέει για σένα. Μη το βάλεις όμως κάτω. Προσπάθησε και ας είναι σίγουρο ότι ποτέ δε θα το καταφέρεις. Το να κάνεις φίλους εννοώ. Δε χάνεις τίποτα στο κάτω κάτω. Δε χάνεις την ηρεμία σου στα σίγουρα γιατί ήρεμοι είναι μόνο εκείνοι που έχουν στο πλάι τους εκείνους τους δύο με τρείς φίλους. Είναι γαλήνιοι, σίγουροι και πέρα για πέρα ασφαλείς ότι ποτέ μα ποτέ δε πρέπει ποτέ να τολμήσουν να εμπιστευτούν στον ίδιο βαθμό οποιονδήποτε άλλο.