Τόσα
μέτρα κάτω από τη Γη. Τόσα χρόνια σε μια μόνο πλάτη. Πήγαινε πολύ. Ήταν σα να
σήκωνε όλο αυτό το βάρος της Γής πάνω του μαζί με άλλα εβδομήντα χρόνια
εμπειρίας. Που πέρασαν, χόρεψαν μέσα του και τώρα φεύγουν. Εκείνος όμως ήταν
χαμογελαστός και στητός. Φορούσε το μάλλινο πουλόβερ του μέσα από το
σακάκι και πιο μέσα πιθανόν ένα βαμβακερό μπλουζάκι. Στα χέρια του κρατούσε μια
μαύρη μαγκούρα, καλογυαλισμένη, η οποία σε σχέση με τα πόδια του ήταν η πιο
δυνατή. Ο Ιάσονας τον κοιτούσε εδώ και ώρα και το βλέμμα του είχε αγκιστρωθεί
στην φιγούρα εκείνου του γέρου στο Μετρό. Ήταν χαμογελαστός, μόνος αυτός με το
μπαστούνι του και έκανε σα να μη συμβαίνει τίποτα. Σα να μη βρισκόταν τώρα τόσα
μέτρα κάτω από τη γη, σα να μην είχαν περάσει τόσα χρόνια από πάνω του,
σμιλεύοντας στο πρόσωπο του κάθε λογής ρυτίδες. Όλα ήταν όμορφα και γι' αυτό
εκείνος γελούσε. Του έφτανε μόνο το γεγονός ότι ήταν Κυριακή και έκανε την
βόλτα του στην πόλη. Μέσα στο Μετρό. Ο Ιάσονας όμως φοβόταν το Μετρό. Φοβόταν
τόσο βάθος κάτω από τη Γη και κοιτάζοντας εκείνον εκεί τον γέρο αντλούσε
δύναμη. Εντάξει, η αλήθεια ήταν ότι πάντα τον τραβούσαν οι γέροντες, οι
γερόντισσες επίσης. Εκεί που άλλοι έκαναν σαν τρελοί μπροστά από ένα βρέφος ο
Ιάσονας πήγαινε δίπλα από τους γέρους και τους έκανε χαρές. Ήταν κάποιου είδους
διαστροφή αυτή; Ίσως. Δε μπορούσε όμως να αφήνει να περνάει απαρατήρητο το
γεγονός της εμπειρίας της ίδιας να περπατάει δίπλα του!
Ο
Ιάσονας ήταν τριάντα ετών, ενώ ο γέρος έφτιαχνε δύο και μισούς Ιάσονες στην
ηλικία. Ποίος θα έχανε τα περισσότερα σε μια κατολίσθηση μέσα στο Μετρό; Αν όλα
γινόντουσαν ένα μάτσο από ράγες, βαγόνια και μπετό, τότε ποιός θα αισθανόταν με
μεγαλύτερη αγαλλίαση ότι τώρα ήρθε η ώρα; Σχετικό το ερώτημα. Ο Ιάσονας είχε
μαζέψει τα χειρότερα του βάσανα εκείνη την Κυριακή. Είχε μόλις απολυθεί από την
δουλειά του σερβιτόρου και φεύγοντας από την καφετέρια είδε την καλή του στο
δρόμο να είναι βουτηγμένη στην αγκαλιά ενός πρώην συναδέλφου του που είχε ρεπό.
Που να πάει τώρα και που να χωρέσει; Ας γκρεμιζόντουσαν όλα τώρα μόλις. Οι
κυλιόμενες σκάλες να γεμίσουν από στραπατσαρισμένα πτώματα και οι κανονικές από
φρεσκοποδοπατημένα σκέλεθρα και ας ήταν και εκείνος μέσα σε αυτούς. Να λυτρωθεί
από αυτό το μαρτύριο. Το μαρτύριο μιας Κυριακής που όλα τα έφερε ανάποδα.
Μπροστά όμως από τούτο το συρμό, κοιτάζοντας τον γέρο με το μπαστούνι να πάει
πέρα δώθε. Αεικίνητος και γεμάτος χαμόγελα, η όλη εικόνα έμοιαζε κατευναστική.
"Τι στο διάβολο έκανε σωστά ετούτος εδώ ο γέρος και τώρα μόνος του χαμογελάει
με όλες αυτές τις ρυτίδες πάνω του;". Ο Ιάσονας αναρωτιόταν και του
φαινόταν πολύ περίεργο το πως αυτός ο παππούλης αποφάσισε να πάρει μόνος του το
Μετρό και να βγει για βόλτα. Και μάλιστα χαμογελώντας! "Μπα, κανένας
τρελόγερος θα είναι και τούτος". Οι εύκολες διαπιστώσεις χωράνε πιο εύκολα
μέσα στις δύσκολες στιγμές. Εκεί που ο άνθρωπος ψαχουλεύει στο κενό για να βρει
από κάπου να πιαστεί.
Ο
κόσμος άρχισε να συγκεντρώνεται στην πλατφόρμα και το ρολόι έγραφε πέντε λεπτά
ακόμα για το επόμενο τραίνο. Ο παππούλης ελισσόταν επιδέξια αλλά αργά, ανάμεσα
από τον κόσμο και έμοιαζε σα να κινείται όχι μόνο με την βοήθεια του
μπαστουνιού του αλλά κυριολεκτικά να μεταφέρεται με αυτό. Σαν εκείνο το
περίεργο παιχνίδι που έπαιζε μικρός ο Ιάσονας. Μια μεταλλική ράβδος με τιμονάκι
και ελατήριο στο κάτω της άκρο. Ανέβαινε πάνω της και άρχισε να χοροπηδά
πηγαίνοντας μπρός πίσω, δεξιά και λίγο αριστερά, πριν τελικά σαβουρντιστεί σε
κάποια πλευρά της αλάνας που έπαιζαν. Όσο κέφι έλειπε τώρα από τον Ιάσονα και
όσο θα μπορούσε να συσσωρεύσει, έως ότου φτάσει στην ηλικία του παππού,
φαινόταν ότι το είχε κερδίσει εκείνος ο γέρος. Τρέκλιζε και χαμογελούσε. Σα
σχεδόν να γελούσε τρανταχτά μέσα από την ψυχή του. Ο Ιάσονας έστρεψε το βλέμμα
του και ανακάτεψε στην μνήμη του την εικόνα της καλής του παρέα με εκείνον τον
καμπόσο τον Βύρωνα. Τι να του βρήκε άραγε; Τι έλειπε από τον Ιάσονα; Και στα
ίσα να ήταν, τώρα του έλειπε μια δουλειά! Μόλις την είχε χάσει. Ναι, έκανε
λάθος στα ρέστα. Και μετά έδωσε δύο λάθος παραγγελίες στην μπάρα. Και λοιπόν;
Δούλευε ήδη ένα χρόνο σε κείνη την καφετέρια και σήμερα, αυτό ήταν το πρώτο του
λάθος. Περίεργη μέρα η σημερινή. Παράξενη Κυριακή. Μια Κυριακή που για τον πολύ
κόσμο ήταν ημέρα χαλάρωσης και βόλτας, ενώ για τον ίδιο η ζωή είχε μόλις φάει
μια μεγαλοπρεπή τούμπα.
Τα
λεπτά περνούσαν και το ρολόι του σταθμού έδειχνε τώρα ένα ολόκληρο λεπτό. Ο
Ιάσονας το είχε αναλύσει αρκούντος. Μόλις η άμαξα έβαζε την μούρη της στην
πλατφόρμα το ρολόι θα έγραφε μισό λεπτό. Το είχαν σκεφτεί σοφά. Έπαιρνε ακριβώς
μισό λεπτό για να σταματήσει τελείως ο συρμός από τη στιγμή που θα
πρωτοεμφανιζόταν στην πλατφόρμα. Είναι κάπως παράδοξο σε μια χώρα που δε τα
πάει καλά με τον προγραμματισμό να υπάρχει κάτι που μετριέται με τόση δα
λεπτομέρεια. Σχεδόν ένιωθε υπερήφανος τώρα. "Να και κάτι που λειτουργεί
σωστά". Ο κόσμος είχε μαζευτεί μπροστά από τις πόρτες, αφήνοντας πίσω
εκείνον τον παππούλη με το μπαστούνι του. Ήταν από τους πρώτους που είχαν έρθει
στην πλατφόρμα, όπως και ο Ιάσονας εξάλλου, αλλά εδώ κάτι τέτοιο δεν έπαιζε ρόλο.
Ο δυνατότερος και νεότερος θα νικούσε. Αυτός θα έμπαινε πρώτος στο βαγόνι,
αυτός θα έβρισκε πρώτος ένα κάθισμα. "Να που τελικά τα περισσότερα
πράγματα εδώ πέρα δε λειτουργούν σωστά". Σκέφτηκε ξανά, επανερχόμενος στην
αρχική του ψυχολογία. Ο παππούς είχε καθίσει στο μέσον, μεταξύ δύο πορτών,
περιμένοντας για τη σειρά του. Ας το έβλεπε ότι δεν είχε καμία πιθανότητα να
κερδίσει. Αυτός περίμενε στωικά και έσερνε τα καλογυαλισμένα του παπούτσια στην
πλατφόρμα, κερδίζοντας μόλις λίγους πόντους κάθε φορά. Ούτε έσπρωχνε, ούτε
τίποτα. Ο Ιάσονας τον παρακολουθούσε, ξεχνώντας το γεγονός ότι και εκείνος ο
ίδιος είχε μείνει τελευταίος στην ουρά. Το βαγόνι γέμισε τελικά και οι πόρτες
πήραν να κλείνουν, με εκείνη την ταχύτητα που καλό είναι να μη βρεθεί κανείς
στο διάβα τους. Μια γυναίκα βρέθηκε όμως εκεί. Στην τροχιά των συρόμενων
πορτών. Μισή μέσα, μισή έξω. Οι πόρτες την είχαν στριμώξει για τα καλά. Ο
κόσμος την κοιτούσε απορημένος και κανένας δεν έκανε την παραμικρή κίνηση. Τι
θα μπορούσε να κάνει δηλαδή; Ε! τουλάχιστον να βάλει καμία φωνή. Απεναντίας,
όλοι έμειναν σα πακτωμένοι στις θέσεις τους. Όχι τόσο από τρόμο ή άγχος αλλά
περισσότερο από απλή, αγνή, βαριεστιμάρα. Ο Ιάσονας πρόσεξε με την άκρη του
ματιού του τον παππού να σηκώνει το μπαστούνι του προς την πλευρά του οδηγού
προσπαθώντας να ψελλίσει "σταματήστε". Η μασέλα του έκανε αγώνα
δρόμου. Πόση δύναμη θα χρειάστηκε άραγε να επιστρατεύσει ο δόλιος για να
σηκώσει εκείνη εκεί την μαγκούρα; Οι πόρτες άνοιξαν ως δια μαγείας. Ο Ιάσονας
ήξερε ότι δεν ήταν ο παππούς που το προκάλεσε αυτό, αλλά στη συγκεκριμένη
περίπτωση δεν ήταν αυτό που μετρούσε. Αποφάσισε να πάρει το επόμενο τραίνο. Θα
έμενε παρέα με τον παππού και το μπαστούνι του. Με τη δύναμη που είχε μέσα του
και μαζί με το χαμόγελο του. Ίσως κάτι να μπορούσε να κερδίσει από αυτό. Τι
παράξενο όμως! Του ερχόταν να βάλει τα κλάματα τώρα. "Τι στο καλό έπαθα
πάλι;". Ο παππούς πήγε στο πίσω μέρος της πλατφόρμας, βρήκε μια θέση και
κάθισε. Κάθισε και ο Ιάσονας κάμποσα μέτρα μακριά του, συνεχίζοντας να τον
παρατηρεί. Το χαμόγελο ήρθε και πάλι στη θέση του, με έναν τρόπο που ήταν σα να
μην έφυγε ποτέ από εκεί.
Κοιτώντας
προς τα πάνω, θυμήθηκε ξανά το πόσα μέτρα κάτω από τη Γη βρισκόντουσαν. Είναι
τρομακτικό αν κάτσει κάποιος να το σκεφτεί. Όλος ο όγκος να πέφτει πάνω σε
σώματα και να τους κόβει πόδια, χέρια, κεφάλια και την ανάσα. Θυμήθηκε τότε που
σαν παιδί είχε διαβάσει το βιβλίο του Ιούλιου Βερν για το ταξίδι στο κέντρο της
Γης. Πόσο πολύ είχε φοβηθεί τότε! Το βιβλίο όμως ήταν καλογραμμένο και η
ιστορία τον ρουφούσε μέσα της. Το είχε διαβάσει ολόκληρο και μετά, για ένα
μήνα, κοιμόταν ανάμεσα από τους γονείς του. Έβλεπε συνέχεια όνειρα, ότι
καταπλακώνεται από τη Γη, φυτεμένος και ανήμπορος να κινηθεί. Σίγουρος δεν ήταν
βέβαια, αλλά υποψιαζόταν ότι αυτό το βιβλίο του άφησε μια φοβία που τον
ακολουθούσε για πολλά χρόνια μετά. Πέρασε κάμποσος καιρός από τότε που δεν είχε
κατεβεί σε υπόγεια διάβαση πεζών για να περάσει στην απέναντι πλευρά μιας
λεωφόρου. Προτιμούσε να παίζει κορόνα γράμματα μήπως και τον χτυπήσει κανένα
αυτοκίνητο παρά αυτό. "Όσο πατάει κανείς στη Γη μόνο καλά μπορούν να πάνε
τα πράγματα, αν βρίσκεται πάνω ή κάτω της τότε ξεκινάνε τα χοντρά
προβλήματα". Αυτό πίστευε και αυτό έκανε. Μετά, στην εφηβεία του, το
κρεβάτι των γονιών του έμεινε κενό από τη θέση του πατέρα. Δε μπορούσε πλέον να
χωθεί κάπου και να προστατευτεί από τα όνειρα του. Τα χρήματα στο σπίτι δεν
έφταναν και ο Ιάσονας έπρεπε να γίνει ο προστάτης της οικογένειας. Αυτό είχε
σαν αποτέλεσμα να πρέπει να χρησιμοποιήσει το Μετρό για τις διάφορες δουλείες
του ποδαριού που έπιανε κατά καιρούς. Η φοβία του έμεινε βέβαια αλλά πάντα
έβρισκε κάποιο τρικ για να την ξεπεράσει. Πολλές φορές για παράδειγμα καθόταν
στην είσοδο του σταθμού περιμένοντας να φανεί κάποια εξωπραγματικής ομορφιάς
κοπέλα και να την ακολουθήσει. Ή κάποιον τρελό. Κατέβαινε τότε μαζί τους και το
μυαλό του, ως δια μαγείας, ήταν πάνω στα οπίσθια της καλλονής ή στα λοξά λόγια
του τρελού. Ξεχνούσε το ότι βρισκόταν τόσα μέτρα κάτω από τη Γη και έτσι
μπορούσε να πάρει το επόμενο βαγόνι για το μεροκάματο.
Σήμερα
όμως το μυαλό του δεν χρειαζόταν αντιπερισπασμούς. Είχε μπόλικα να σκεφτεί. Και
η λεγάμενη δεν τον πείραζε τόσο. Αλίμονο! Μόνο δυο μήνες τα είχανε! Δεν ζούσαν
και μαζί στο κάτω-κάτω! Τώρα έπρεπε να σπάσει το κεφάλι του για το που θα βρει
δουλειά. Η Ελλάδα πήγαινε από το κακό στο χειρότερο και το να βρει κάποιος
απασχόληση ήταν σα να παίζει ρουλέτα. Με απειροελάχιστες πιθανότητες επιτυχίας.
Ο παππούς ήταν σα να τον έβγαζε τώρα από αυτή την σκέψη-λαβύρινθο. Και όλες
αυτές οι λεπτομέρειες πάνω του. Ντυμένος, όχι ακριβά, αλλά με φροντίδα.
Φρεσκοσιδερωμένος, καλοξυρισμένος. Τα παπούτσια δε ήταν σα σε επιθεώρηση
στρατηγού. Έπεφτε μια τρίχα πάνω τους και γλιστρούσε να πέσει χάμω.
Περιποιημένος και χαμογελαστός. Τι έκανε σωστά στη ζωή του; Γιατί χαμογελούσε
αυτή την παράξενη Κυριακή; Που το έβρισκε το κουράγιο; Εκεί που άλλοι, νεότεροι
και πιο δυνατοί είχαν παραιτηθεί, αυτός προχωρούσε με τα γεμάτα αρθριτικά
βήματα του. Σήκωνε τη μαγκούρα του και προσπαθούσε να σώσει εγκλωβισμένους σε
πόρτες τραίνου, προσπαθούσε να σώσει τον κόσμο και τελικά την ίδια του την
ψυχή.
Το
επόμενο τραίνο έφτασε. Ευτυχώς αυτή τη φορά είχε λιγότερο κόσμο. Ο Ιάσονας
βρισκόταν στο κατόπι του γέρου και δεν σταμάτησε να τον παρατηρεί. Τώρα είχε
κάτσει στο πλάι της πόρτας και περίμενε τον κόσμο να βγει έξω. Το γεγονός αυτό
μπορεί να ακούγεται λογικό σε κάποιον, αλλά δεν είναι. Όχι, αν έβλεπε ότι όλοι
όσοι περίμεναν να μπουν, κάθονταν μπροστά στη πόρτα φράζοντας την έξοδο στους
επιβάτες. Όλοι εκτός του παππού, ο οποίος με τελετουργική ευλάβεια φύλαγε την
αξιοπρέπεια του και τον σεβασμό προς τους άλλους. Όχι ότι τους χρώσταγε και
τίποτα στο κάτω-κάτω. Το έκανε γιατί το πίστευε. Αφού όλοι μπήκαν πριν από
αυτούς που ήταν να βγουν και αφού αυτοί που ήταν να βγουν βγήκαν, ο παππούς
ακούμπησε το μπαστούνι του μέσα στο βαγόνι και μετά το υπόλοιπο του σώμα,
έχοντας ξοπίσω του τον Ιάσονα να τον παραμονεύει. Ευτυχώς, υπήρξε κάποιος μέσα
στο τραίνο που παραχώρησε τη θέση του στον γέροντα. Και εκείνος γέρος ήταν αλλά
δεν ήθελε να το πιστέψει.
Ακούμπησε
τα χέρια του πάνω στο μπαστούνι και κοίταζε έξω. Εκεί που μόνο μαυρίλα υπήρχε.
Οι υπόγειες στοές του Μετρό δεν ήταν και το καλύτερο θέαμα. Εκείνος όμως
κοιτούσε έξω και χαμογελούσε. Σα κάτι να ήξερε. Ο Ιάσονας δεν καταλάβαινε
τίποτα. Έβλεπε τόση ευγένεια πάνω σε εκείνον τον άνθρωπο και τόση εμπειρία που
του ερχόταν να πάει και να του φιλήσει τα χέρια. Είχε και ο Ιάσονας τα χούγια
του. Ήταν και κείνος ευγενικός, αλλά προσπαθούσε να το κρύψει. Φοβόταν μη τύχει
και τον καταλάβει κανείς και πέσει να τον φάει. Αυτή την οπτική που του έδινε ο
γέρος δεν την είχε ποτέ του σκεφτεί. Να νοιάζεται κανείς και να το δείχνει.
Ειδικά αν είναι αδύναμος. Σήμερα είχε βοηθήσει δύο ανθρώπους παρότι μονάχα ένα
καλοντυμένο σκέλεθρο ήταν. Είχε βοηθήσει την εγκλωβισμένη γυναίκα και τον ίδιο
τον Ιάσονα που μετά βίας συγκρατούσε τα δάκρυα του. Του έπεφτε πολύ όλη αυτή η
εικόνα. Τώρα ήθελε να γίνει ένας σεισμός και να τους πλακώσει όλους. Να μείνει
σώος μόνο ο παππούς. Να φύγουν στα συντρίμμια όλες οι μισαλλοδοξίες και οι
κουτοπονηριές και να μείνει μόνο μια ελπίδα. Όσο γέρικη και αν αυτή ήταν. Θα
ήταν μια ελπίδα ατόφια.
Για
καλή του τύχη κατέβαιναν στην ίδια στάση. Ο παππούλης λόγω ηλικίας καθυστέρησε
να βγει από το βαγόνι. Ξεκίνησε να σηκωθεί όταν το βαγόνι είχε σταματήσει
εντελώς και στη συνέχεια του πήρε ίσαμε αυτό να φύγει. Ο Ιάσονας προχωρούσε
μπροστά, αλλά τα μάτια του τα είχε πίσω. Πρόσεχε τον παππού. Σε κάποια στιγμή
εκείνος παραπάτησε και ο Ιάσονας κοντοστάθηκε για να δει αν χρειάζεται κάποιου
είδους βοήθεια. Ο παππούς τον κοίταξε στα μάτια και με το ελεύθερο του χέρι του
έκανε μια κίνηση. Ένα νεύμα που σήμαινε πολλά πράγματα. Ο Ιάσονας γύρισε προς
τα μπροστά και πήρε να προχωράει προς την έξοδο. Σκεφτόταν τον ηλικιωμένο που
άφησε στο κατόπι του, την κοσμοθεωρία του και τον τρόπο που αντιμετώπισε μια
παράξενη Κυριακή. Ακόμα και το γεγονός ενός εξηντάρη που κοπανούσε την μόλις
κλεισμένη πόρτα, θέλοντας να μπει στο βαγόνι, όντας αργοπορημένος, δε στάθηκε
ικανό να του ταράξει τις σκέψεις. Εκείνο το νεύμα του παππού μόνο σκεφτόταν.
«Μην ανησυχείς γιέ μου, λίγο προσπάθεια θέλει μόνο. Χαμογέλα και προχώρα. Δεν
έχει σημασία το πόσο γρήγορα το κάνεις παρά μόνο να μη ξεχνάς να χαμογελάς».
Αυτό ήθελε να του πει ο παππούς και το είπε με ένα μόλις νεύμα.
Πηγαίνοντας
στο σπίτι του, κατευθύνθηκε προς την βιβλιοθήκη. Τράβηξε έξω το «ταξίδι στο
κέντρο της Γης» και το άνοιξε στην πρώτη του σελίδα. Οι σελίδες ήταν κίτρινες
και το εξώφυλλο σκονισμένο. Οι κατάλληλες συνθήκες για να διαβάσει κανείς για δεύτερη
φορά ένα βιβλίο που κάποτε αγάπησε. Αυτή τη φορά θα το διάβαζε και θα το
χαιρόταν, δε θα φοβόταν.