Ο Φίλιππος Γαλιάσος γεννήθηκε το 1972 στην Αθήνα και έχει αποφοιτήσει από το Ο.Π.Α. To βιβλίο «Δι

Κυριακή 7 Απριλίου 2013

ΟΠΙΣΘΟΔΡΟΜΩΝΤΑΣ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ

Περπατούσε στα σοκάκια του νησιού. Δεν την περίμενε αυτή την εξέλιξη και να που βρέθηκε στην Άνδρο μετά από τριάντα ολόκληρα χρόνια. Ήταν Απρίλιος και οι κάτοικοι προετοιμαζόντουσαν για τον εορτασμό του Πάσχα. Ολόκληρες γειτονιές έβγαιναν έξω με ταβανόβουρτσες για το καθιερωμένο άσπρισμα. Ένα νησί διακοσμημένο με σχέδια λουλουδιών και γεωμετρικών σχημάτων σε γαλατένιες αποχρώσεις. Περιπλανιόταν εκεί που περπατούσε παιδί, ψάχνοντας να βρει το καφενεδάκι του κυρ-Αποστόλη. Ο συμβολαιογράφος του είπε ότι εκεί θα έβρισκε τα κλειδιά για το πατρικό του. Ο καφενές ήταν ένας παράδεισος ζαχαρωτών για τον Κυριάκο στα νιάτα του. Τρύπωνε όλη την ώρα μέσα και ζητούσε σουμάδες και αμυγδαλωτά. Ο κυρ-Απόστολος ήταν πρόσχαρος άνθρωπος και ανοιχτοχέρης. Ποτέ δεν του χαλούσε χατίρι.

«Θα παχύνεις παιδί μου, μη τρως τόσο πολύ.» και όλο του παράχωνε στις τσέπες γλυκίσματα.

Στρίβοντας στο δρομάκι που οδηγούσε στην αγορά κοίταξε την απλωμένη μπροστά του θάλασσα ανακατεμένη με την κλασσική ησυχία αυτής της ώρας του μεσημεριού. Σε αυτό το σημείο στεκόταν τότε με την ξαδέλφη του, την Έφη, τους Ιούλιδες των διακοπών τους. Η Έφη φορούσε εκείνα τα μακριά αέρινα φουστανάκια, γεμάτα με τριαντάφυλλα όλων των αποχρώσεων και εκείνος κοιτούσε τις μανιασμένες κινήσεις του φορέματος από τα πέρα δώθε των αέριδων. Στεκόντουσαν και οι δύο με τεντωμένα τα χέρια τους και γελούσαν με τα καμώματα του ανέμου.

Η πόρτα του καφενέ ήταν ίδια και απαράλλακτη όπως την θυμόταν. Μπαίνοντας μέσα βεβαιώθηκε ότι όλα ήταν όπως και τότε. Όλα εκτός του κυρ-Αποστόλη ο οποίος ήταν ήδη αρκετά γέρος από τα μικράτα του Κυριάκου. Ημέρεψε ο άνθρωπος, πήρε το σώμα και την καλοσύνη του και ανέβηκε ψηλά να αγναντεύει.

Βρήκε ένα τραπεζάκι στο τέλος της βεράντας  και βολεύτηκε. Η βεράντα ήταν φρεσκοασπρισμένη και μόνο η άμμος από τις πατούσες μερικών τολμηρών κολυμβητών θόλωνε το απόλυτο λευκό του δαπέδου. Παράγγειλε διπλό ελληνικό μαζί με γλυκό καρυδάκι και έβγαλε από την τσέπη του τη διαθήκη του πατέρα του. Ο πατέρας του ήταν νοικοκύρης σε κάτι τέτοια. Προσπαθούσε να έχει τα πάντα υπό έλεγχο. Όλα εκτός της οικογένειας του με την οποίο αντάμωσε ξανά μετά από τριάντα χρόνια. Στην κηδεία του. Μυστήριο τραίνο ο άνθρωπος. Ο Κυριάκος ποτέ δεν τον είχε συγχωρήσει που άφησε την μητέρα του για μια άλλη γυναίκα. Γιατί έριξε μαύρη πέτρα πίσω του; Ο έρωτας; Γιατί αποφάσισε να γράψει σε αυτόν το πατρικό του σπίτι και όχι στη νέα του γυναίκα; Όλα ήταν ανάκατα στο μυαλό του. Το ταξίδι, ο θάνατος του πατέρα του, η διαθήκη, η απουσία του αυτά τα χρόνια. Ρούφηξε μια γουλιά από τον καφέ του και κοίταξε τη θάλασσα. Το πλοίο, με το οποίο είχε φτάσει, τώρα αναχωρούσε για την επιστροφή του, σηκώνοντας τούφες κάπνας από την τσιμινιέρα. Έβλεπε τους ανοιξιάτικους κολυμβητές να βουτάνε μέσα στα κύματα και θυμόταν τον εαυτό του να βουτάει μαζί με την Έφη στα παγωμένα νερά της παραλίας. Ήταν όμορφη κοπέλα η Έφη και τον είχε βοηθήσει αρκετά στο να κατανοήσει τα γυναικεία μυστήρια της εφηβείας του. Καθόντουσαν με τις ώρες στο κατώφλι του σπιτιού της και όλη την ώρα την ρωτούσε πως το ένα και πως το άλλο. Εκείνη ήταν τρία χρόνια μεγαλύτερη του και αυτό της έδινε την αίγλη μιας θηλυκής αυθεντίας.

Σήκωσε το χέρι του και φώναξε τον υπάλληλο για τον λογαριασμό.

«Σας έχει αφήσει κάποιο κλειδί η κυρία Δημούλη για το σπίτι στο μέσα χωρίο;»

«Ναι, είστε ο κύριος Φωτόπουλος;»

«Μάλιστα, είμαι ο γιός του κυρ-Γιάννη, ο Κυριάκος. Τι σας οφείλω;»

«Τίποτα, είναι κερασμένα»

«Από ποιόν;»

«Ο πατέρας σας ήταν καθημερινός πελάτης στο μαγαζί μας. Μιλούσε συνέχεια για εσάς με τα καλύτερα λόγια. Δεν θα ήταν πρέπον τώρα που μας επισκεφτήκατε να σας πάρουμε χρήματα»

«Ευχαριστώ, να είστε καλά. Καλό μεσημέρι να έχετε.»

Ο Κυριάκος σηκώθηκε και έβαλε το κλειδί στην τσέπη του. Ο δρόμος για το σπίτι ήταν δεν ήταν πέντε λεπτά με τα πόδια. Περπατούσε και ένιωθε ότι φορούσε τα σορτσάκια όπως τότε. Ένα déjà vu μιας ζωής που ήταν σα να μην έζησε ποτέ, με έναν πατέρα εξαφανισμένο και μια μάνα τρελή από έναν σκοτωμένο έρωτα. Πήρε να ανεβαίνει τα σκαλοπάτια προς τη βρύση του οικισμού. Απέναντι ακριβώς ήταν το πατρικό του. Μια ξεχαρβαλωμένη ξύλινη εξώπορτα και αγριόχορτα σε όλα τα μήκη και πλάτη του κήπου. Ο πατέρας του πρέπει να είχε παρατήσει κάθε προσπάθεια στα τελευταία του. Ακόμα και το χώμα που πατούσε ο Κυριάκος ήταν ρυτιδιασμένο και συμπαγές, σαν να είχε αιώνες να σκαφτεί. Το μόνο που υπήρχε εκεί, δίνοντας μια πινελιά ζωής ήταν η χελιδονοφωλιά πάνω από την κυρία είσοδο του σπιτιού.

Γύρισε το κλειδί στην πόρτα και την άνοιξε δειλά. Κατευθύνθηκε προς το παράθυρο της τραπεζαρίας και τράβηξε διάπλατα το παντζούρι για να μπει ο μεσημεριάτικος ήλιος μέσα. Στο τραπέζι πάνω υπήρχε ένα κουτί που σκέπαζε μια σελίδα. Το κουτί ήταν ξύλινο και άνοιγε συρταρωτά από πάνω. Ενώ του Κυριάκου του άρεσαν πάντα οι εκπλήξεις, ετούτη τη φορά πήρε το κουτί στα χέρια του σχεδόν τρομαγμένα. Το κράτησε στα χέρια του αφήνοντας τα ακροδάχτυλα του να περιπλανηθούν σε όλη του την επιφάνεια πριν τελικά το ανοίξει. Μέσα υπήρχε ένα ρολόι γιλέκου. Ένα ασημένιο ρολόι με φθαρμένο από τη χρήση το τζαμάκι. Ακούμπησε το κουτί με το ρολόι πάνω στο τραπέζι και σήκωσε την σελίδα που είχε αφήσει ο πατέρας του για εκείνον.

«Μόνο ένα συγγνώμη μπορώ να σου πω γιέ μου. Ένα συγγνώμη που όλα αυτά τα χρόνια με τυραννούσε. Δεν έχω λέξεις να σου εξηγήσω το γιατί. Έφυγα γιατί αρρώστησα βαριά και δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς.  Ο χρόνος είναι αμείλικτος όμως. Κάθε μέρα που περνούσε από τούτο εδώ το ρολόι με έκανε και πιο δυστυχισμένο, μαζί και εσάς. Το τελευταίο πράγμα που θα μπορούσα να σου προσφέρω είναι αυτό το σπίτι. Να το φτιάξεις και να έρθεις εδώ να μείνεις με τη γυναίκα σου. Να είστε ευτυχισμένοι για μια ολάκερη ζωή.

Ο πατέρας σου.»

Ο Κυριάκος άφησε την σελίδα να του πέσει από το χέρι και κάθισε στην ψάθινη καρέκλα της τραπεζαρίας. Το βλέμμα του ήταν γκρίζο. Σαν και αυτό που τώρα έχει βολοδέρνοντας μέσα στο ΚΑΠΗ με το ρολόι σφιγμένο στη χούφτα του. Ο χρόνος είναι αμείλικτος και μόνο πίσω πάει.

Σάββατο 30 Μαρτίου 2013

ΠΕΡΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑΣ



 

Εκεί έξω, υπήρχαν ένα σωρό φώτα. Μια πόλη που ρουφούσε το λιγνίτη της ΔΕΗ αχόρταγα για να φωτίσει τις πιο άκομψες στιγμές της. Υπήρχε μια βουή, μια ανεξάντλητη κίνηση ενός ακατανόητου πέρα δώθε. Μια μανία επιτυχίας, μια ανάγκη επιβίωσης. Υπήρχαν λογιών, λογιών άνθρωποι, άλλοι έτσι και άλλοι αλλιώς. Όπως και να είχε, οι περισσότεροι τους χωρίζονταν σε δύο βασικές κατηγορίες. Σε εκείνους που χρωστούσε και εκείνους που του χρωστούσαν. Απλά, άκομψα, νέτα και σκέτα.

 Άνοιξε την πόρτα του σπιτιού του και ξάπλωσε στον καναπέ. Σήμερα δε θα άνοιγε ούτε μισή γρίλια από τα παντζούρια. Ευχήθηκε μόνο να τα βρουν μεταξύ τους. Οι μεν και οι δε. Βαρέθηκε να ναι στη μέση. Ήθελε απλά να ζήσει ενόσω οι εργάτες σκάλιζαν τα βουνά του λιγνίτη στην Πτολεμαΐδα,  με την ελπίδα να μείνουν φωτισμένα τα σκοτάδια του. Η ζωή στην πόλη ήταν σκληρή, αλλά πάντα υπήρχε μια λύση.

Έβαλε ένα τραγούδι να παίζει, κάτι από μπλούζ. Ξαναξάπλωσε  και έφερε το σώμα του σε όλες τις πιθανές πόζες. Το σώμα έκανε καταπληκτικά πράγματα ακόμα και στις μοναξιές του. Χάιδεψε για λίγο την δεξιά του γάμπα με την αριστερή του πατούσα και ακούμπησε το ένα του χέρι πάνω στην κοιλιά ενώ το άλλο βρισκόταν χωμένο πίσω από τα μαλλιά του. Ήταν μια από εκείνες τις καλές στιγμές. Τις αφράτες και τις γαλήνιες.

Το τραγούδι τελείωσε λίγο μετά από τον ίδιο να βρίσκεται όρθιος ξανά. Πήγε προς το γραφείο του και ακούμπησε τα πισινά του και την πλάτη στο περίγραμμα της. Θα έγραφε σε όλους. Τα πάντα, διευθύνσεις, ονόματα, ποσά. Θα το έστελνε σε όσους χρωστούσε, αναφέροντας εκείνους που του χρωστάνε. Δε πήγαινε άλλο το πράμα. Αυτό ήταν κάτι που και το ίδιο το πράγμα το γνώριζε. Ξεκίνησε λοιπόν…

«Αγαπητέ κύριε Τάδε,
Κατόπιν ωρίμου σκέψεως και καθότι αναγνωρίζω το χρέος μου απέναντι σου, μελέτησα την πρόταση που θα περιγράψω κατωτέρω. Λόγω του ότι έχω διάφορες πηγές που μου οφείλουν θα ήθελα να παρουσιάσω μια βιώσιμη λύση για ένα χρέος που με έχει κάνει αβίωτο. Έχουμε και λέμε λοιπόν: Με τα τόσα σου χρωστούμενα, πήγαινε στον Δείνα οφειλέτη, της Δείνας διεύθυνσης,  με τα τόσα του οφειλόμενα. Η αλήθεια βέβαια είναι πως δεν ξέρω πως θα τα βγάλεις πέρα μαζί του, εγώ τόσο καιρό δε τα κατάφερα, ίσως εσύ όμως κάτι καλύτερο καταφέρεις από μένα. Αυτό που θέλεις από μένα δεν είναι η ζωή μου. Μόνο λεφτά ζητάς. Δεν έχω αντίρρηση. Αναγνωρίζω ότι δε ζητάς πολλά παρά μόνο λίγα χαρτονομίσματα. Θέλω να σε παρακαλέσω να πιάσουμε το νήμα και να το ξετυλίξουμε.

Ποιος ξέρει; Μπορεί να είμαι τυχερός και εσύ τελικά να χρωστάς σε αυτόν που μου χρωστάει, ενώ εγώ σου οφείλω. Να τα βρούμε κάπως έτσι, γιατί το αλλιώς δε το βλέπω πιθανό.

Τι λες λοιπόν κύριε Τάδε; Πιστεύεις στα μαγικά; Αν όλοι μας ήρθαμε εδώ, τώρα, σε αυτή την κατάσταση της απόγνωσης τότε γιατί να μη πιστεύουμε στη μαγεία; Απλά πρέπει να ήταν τα πράγματα από γεννησιμιού τους. Εμείς κάναμε τα μαγικά μας και τα φτάσαμε ίσαμε ΄δω.  Ας χρησιμοποιήσουμε λοιπόν λίγη ακόμα από τη μαγεία που μας απέμεινε. Με κάποιο μυστήριο τρόπο όλοι μας είμαστε μπλεγμένοι σε αυτό. Και εγώ αυτή τη στιγμή σου λέω ότι δε θα πάρεις ούτε μια κατοχική δεκάρα από την τσέπη μου, όχι γιατί δε θέλω αλλά γιατί ακόμα και εγώ έχω ξεχάσει κατά που πέφτει η θέση της στο παντελόνι μου. Έχω ξεχάσει τόσο πολύ το κατά που πέφτουν οι τσέπες μου που ακόμα και τα χέρια μου χαροπαλεύουν μετέωρα ενώ θα μπορούσα πιο απλά να τα χώσω εντός τους.

Λοιπόν τι γνώμη έχεις κύριε Τάδε μου; Ας πιάσουμε τώρα την άκρη του νήματος με την ελπίδα να ισοσκελίσουμε τους ισολογισμούς των χαμένων μας χρημάτων. Των χαμένων μας στιγμών. Σε περίπτωση όμως που δε συμφωνήσεις, θέλω να μη με παρεξηγήσεις. Εγώ εδώ θα είμαι και δε θέλω να είμαστε παρεξηγημένοι. Το πολύ, πολύ να φύγω σε καμιά Αυστραλία και να πουλάω γάντια για καγκουρό. Ποιος ξέρει το πώς τα φέρνει η ζωή; Ποιος ξέρει ποιος είναι εκείνος που τα έφερε έως εδώ;

Σε χαιρετώ λοιπόν και σου στέλνω τις πιο θερμές μου ευχές να βρεις τη λύση με τον κύριο Δείνα. Ούτε εκείνος φταίει όμως, να μη τον κακολογείς. Ίσως και κείνος αυτή τη στιγμή γράφει ένα γράμμα σε κάποιον άλλον κύριο Τάδε. Ίσως σε κάποιον που του χρωστάς και ακόμα δε σκέφτηκες καν ένα γράμμα να του γράψεις. Γράψε του λοιπόν τώρα. Να γεμίσουμε όλοι μας τα γραμματοκιβώτια με τέτοια γράμματα και μετά να χτυπήσουμε τα κομπιουτεράκια μας και να βρούμε το αποτέλεσμα μεταξύ μας. Στο τέλος να πάμε και να περπατήσουμε μαζί στο δάσος και να πούμε όλα εκείνα που οι εμπορικές μας συναλλαγές δε μας επέτρεψαν.

Υ.Γ. Σε περίπτωση που το αίτημα μου δε γίνει αποδεκτό, η πρόταση για τη βόλτα στο δάσος ισχύει. Πες μου μόνο αν χρειαστεί και καραμπίνα.

Με εκτίμηση,
Ο Δείνα»

Σάλιωσε τον πρώτο φάκελο και πήρε φόρα για να γράψει και τα υπόλοιπα. Δε σκέφτηκε ούτε στιγμή να αλλάξει το cd που είχε σταματήσει να παίζει. Εκείνη η μουσική του στυλού πάνω στο χαρτί ήταν τόσο μελωδική που δεν ήθελε να την ανταλλάξει.

Το ρολό από το παντζούρι του τρεμόπαιξε για λίγο στο άνεμο. Σαν μια τεράστια ανάσα του σύμπαντος που του νότιζε το παράθυρο. Όλα θα γινόντουσαν όμορφα και πάλι. Φουυυυυυ.

Πέμπτη 28 Μαρτίου 2013

ΛΑΧΑΝΙΑΣΜΑ



http://efagonizesthe.files.wordpress.com/2012/03/3589.jpg

Έτρεχε με αγκομαχητά μέσα στα στενά της πόλης. Ήτανε Μάρτης και φορούσε ένα βαμβακερό φούτερ που τώρα ήταν καταϊδρωμένο. Λαχάνιαζε και ξεφυσούσε, γυρνώντας προς τα πίσω το κεφάλι του κάθε πέντε δρασκελιές. Δεν ήξερε που πήγαινε. Κυρίως όμως δεν ήξερε πως στο καλό κατάφερνε να τρέχει με τα δύο πακέτα τσιγάρων την ημέρα που κάπνιζε εδώ και τόσα χρόνια. Τι ήταν αυτό που τον δρασκέλιζε όλο και πιο μακριά από τους φόβους του; Η αγωνία να ξεφύγει, να χαθεί, να βουλιάξει κάπου και να κοιμηθεί. Να εξατμιστεί σα τη βροχή του Αυγούστου και μετά να μαζέψει όλο του το είναι μέσα σε ένα σύννεφο. Να ταξιδεύει με τη ρότα του ανέμου. Με την ηρεμία του σύμπαντος. Να μη φοβάται άλλο μόνο. Έτρεχε και λυσσομανούσε τώρα να ξεφύγει.

Κάποιος στο δρόμο του ζήτησε λεφτά και εκείνος έψαξε στις τσέπες του να τα βρει. Ήρθε η αστυνομία για εξακρίβωση των στοιχείων του ζητιάνου. Εκείνος έφυγε, φοβήθηκε γιατί κάτι παλιές δοσοληψίες είχε με τις αρχές.  Πάνε χρόνια από τότε βέβαια αλλά ο φόβος συνήθως είναι ο τελευταίος που κλείνει την πόρτα. Έκανε στην αρχή ένα βήμα, και μετά δύο δρασκελιές. Στη συνέχεια μάζεψε τις ανάσες στα πλεμόνια του και άρχισε να γρονθοκοπά τα βήματα του στα μήκη της εξαφάνισης του. Ο ζητιάνος τον κοιτούσε, ο αστυνόμος το ίδιο. Γύρισε και τους κοίταξε και κείνος από τη γωνία του στενού. Ο φόβος όμως εξακολουθούσε να τρέχει ξοπίσω του. Έστριψε, έφυγε, πέταξε, έτρεξε, έτρεξε, έτρεξε.

Πέρασε μέσα από την πόλη και πήδηξε πάνω από χωριά, τρέχοντας και πάλι. Γυρνώντας πίσω του να κοιτάξει, να ξεφύγει και να γλιτώσει. Πέρασε μέσα από ολόκληρες ηπείρους και λούστηκε τις πιο αδηφάγες αμμοθύελλες της Αφρικανικής ερήμου.  Έχωνε τα πέλματα του μέσα στην καυτή άμμο και αυτά έβγαιναν από κει, δυνατότερα και ταχύτερα. Εκείνος έστρεφε πάντα το κεφάλι του ξοπίσω, κοιτάζοντας να ξεφύγει. Τα άστρα τον συντρόφεψαν και τα φεγγάρια του κράτησαν τις ανάσες. Περνούσαν τα χιλιόμετρα και οι μέρες και εκείνος σε κάθε του βήμα γινόταν και καλύτερος. Από ένας μπουνταλάς καπνιστής έφτασε να συναγωνίζεται κοπάδια από γαζέλες. Σχεδόν πετούσε θα έλεγε κανείς. 

Στα τελευταία του έφτασε στην Ανταρκτική. Στην αρχή βέβαια σωριαζόταν η ταχύτητα του πάνω στον πάγο αλλά στο τέλος το έμαθε και αυτό. Έμαθε να τρέχει και να γλιστρά όρθιος κερδίζοντας κάμποσα ακόπιαστα μέτρα. Έτρεχε ανάμεσα από τους πιγκουίνους και από τις τεράστιες όρκες. Πηδούσε από το ένα παγόβουνο, στο άλλο. Άκουγε την λεπτή κρούστα του πάγου να θρυμματίζεται πίσω από τα βήματα του και εκείνος δεν έχανε ούτε για μια στιγμή την ορμή του. Οι ανάσες πάγωναν πάνω στη μύτη του και η γλώσσα του είχε γίνει σωστή παγοκολόνα. Γύρισε για άλλη μια φορά να κοιτάξει πίσω. Είδε εκείνο τον αστυνόμο να δένει τις χειροπέδες στο ζητιάνο. Σταμάτησε τότε να τρέχει και γύρισε ξανά μπροστά του. Στήριξε τα χέρια του πάνω στα γόνατα και σκέφτηκε για λίγο. «Που στο διάολο πήγε εκείνος ο φόβος που με κυνηγούσε σε ολόκληρο τον κόσμο; Κοιτάζω πίσω και δε βλέπω παρά έναν αστυνόμο και έναν ζητιάνο. Γιατί ήρθα έως εδώ; Πως βρέθηκα εδώ;». 

Έκανε μετά πως γυρίζει πίσω και έμεινε εκεί παγωμένος. Το τρέξιμο τον κρατούσε ζεστό εδώ και μέρες χωρίς κανένα πρόβλημα. Όλος εκείνος ο ιδρώτας στο φούτερ, στο παντελόνι και στο δέρμα του πάγωσε μονομιάς και του έδεσε το σώμα στην ακινησία. Το τελευταίο πράγμα που κινήθηκε ήταν τα μάτια του. Εκείνα είδαν τον φόβο να τρέχει προς τα πίσω. Να τρέχει σα σατανάς με φωτιά στα μπατζάκια του. Είδε όλα αυτά που κερδήθηκαν και όλα αυτά που χάθηκαν. Είδε τη ζωή του να ξεπροβάλλει πίσω από τις πλάτες του αστυνόμου, είδε τις τούφες του τσιγάρου που αμέριμνος κάπνιζε τότε. Μετά όλα πάγωσαν. Έμειναν σαν τον ίδιο, αποσβολωμένα να χάσκουν. Μόνο ο φόβος έτρεχε ξανά. Ήθελε να φτάσει εκεί από όπου όλα ξεκίνησαν. Από μια ανόητη ιδέα ότι ο άνθρωπος μόνο τον φόβο του φοβάται. Όσο καλός δρομέας και να είχε γίνει, ο φόβος ήτανε πιο σβέλτος. Πάντα με μια ανάσα στην πλάτη του. Το έβλεπε τώρα, πίσω από την λεπτή κρούστα του πάγου που πήρε να σχηματίζεται στην υγρασία των ματιών του.

Πέμπτη 21 Μαρτίου 2013

ΤΙΠΟΤΕ ΑΠΟΛΥΤΩΣ

https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgpSKZopj9j2FKrfgQiZs-TlZ2Xlmmp7wgsaKV_y3yM2vnE3P49vb2Cxs9AdYYhpi5Gyqo9ipDBn6sBeK2irNz-kYjzXXjrpMvNt9o_Up7ZflpxIUQuSkpD5VXNs6ZL95iiqY7WTpq07GM/s1600/tipota_12511.jpg




Mια ζαλάδα συγχορδίας ηλεκτρικής κιθάρας έπαιζε από το βάθος των ηχείων. Τηλεόραση με τη φωνή σβηστή. Ένα τασάκι γεμάτο, ξεχειλισμένο. Γόπες που αγωνιούν να ισορροπήσουν. Τρία άδεια μπουκάλια μπύρας στο πάτωμα. Ένα όρθιο, δύο ξαπλωμένα. Σκόνη γύρω από πατημασιές που κάποτε χάραξαν πορεία στο πάτωμα. Ιδρώτας καλοκαιριού. Ένα μπλουζάκι μόνο. Ένα ζευγάρι μαύρα αθλητικά παπούτσια περίμενε να ξαναφορεθεί. Ένα εδώ, το άλλο κάπου εκεί. Το ένα με το κορδόνι του φιόγκο, το άλλο με το κορδόνι σαν απλωμένο άντερο. Ένα τσιγάρο ανάμεσα στα δάκτυλα, από καιρό σβησμένο. Το παντζούρι ανοικτό, το τζάμι σφραγισμένο. Σύννεφα λίγα στον ουρανό. Ένας ήλιος κάπου ψηλά, ξεχασμένος. Ένα μεσημέρι τυλιγμένο γύρω από το απόγευμα. Ένα Σάββατο παρατημένο μέσα στην εβδομάδα του. Ξεχασμένο σα τη γόπα στα δάκτυλα του. Σα να κοιμότανε. Σα να μη ξύπνησε ποτέ του. Ένας καναπές από κάτω, ένα ταβάνι από πάνω. Το τριγύρω τον ζουλούσε ολοένα. 

Η κιθάρα σώπασε, το μπάσο μπήκε πιο βαθιά και από βυθό μέσα στο τραγούδι. Ένα σαξόφωνο αχνό κάπου, λίγα τύμπανα με αργόσυρτες μπαγκέτες. Ήταν τζαζ, ήταν γλυκιά, ήταν εκεί, μαζί του. Έκανε πως σηκώνεται αλλά το μετάνιωσε. Έπεσε στο πλάι. Τα σύννεφα βάραιναν, μια καλοκαιρινή μπόρα σα να ετοιμαζόταν. Πέταξε στο πάτωμα τη γόπα. Έπεσε μέσα στο παπούτσι με το φιόγκο. Το χέρι του έφερε μια στροφή και σβάρνισε το μαξιλάρι πάνω του. Το όρθιο μπουκάλι έπεσε. Τα μπάσα στα ουράνια. Οι ήχοι στις σωστές οκτάβες. Το μπουκάλι και το μπάσο. 

Σα να σκέφτηκε κάτι. Το ξέχασε αμέσως. Σα να ήθελε να κοιμηθεί τώρα. Σα να μη μπορούσε. Σα να μην ήταν καλοκαίρι. Σα να μην ήταν εκείνος, στον καναπέ ξαπλωμένος. Σα να μην ήταν τίποτα. Τίποτα. Τίποτα. Τίποτα απολύτως. 

Πίεσε το μαξιλάρι στο κεφάλι του. Άφησε το καλοκαίρι απέξω. Άφησε τα σύννεφα. Άφησε το να αφεθεί σε έναν ύπνο. Τώρα κανένα μπάσο δεν ακουγόταν. Ίσως να τελείωσε το τραγούδι. Ίσως. Αλλά και πάλι μέσα του το είχε. Εκείνο και όλα. Και τίποτα ξανά. 

«Στο διάβολο όλα!» μια σκέψη σα σαΐτα στο μυαλό. Είναι απλά μια άσχημη ημέρα. Τίποτε άλλο. Τίποτε. Τίποτε. Τίποτε απολύτως.