Ο Φίλιππος Γαλιάσος γεννήθηκε το 1972 στην Αθήνα και έχει αποφοιτήσει από το Ο.Π.Α. To βιβλίο «Δι

Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου 2013

ΚΥΡΙΑΚΗ ΕΙΝΑΙ ΣΗΜΕΡΑ;



 http://www.motionteam.gr/photos/19552/350100/photo_594_400.jpg

Οι Κυριακές πάντα ήταν ένα θέμα! 


Οι Κυριακές που ξεκινούσαν με ένα πόνο στη μέση από τον πολύ και καλό ύπνο. Που ξεκινούσαν με ένα βαριεστημένο φτιάξιμο του καφέ και μια τσαλακωμένη πιτζάμα φορεμένη γύρω του την ώρα που τον απολάμβανε κοιτώντας έξω από το παράθυρο. Οι Κυριακές ήθελαν να τα δώσουν όλα. Να δώσουν ό,τι η εβδομάδα των προηγούμενων ημερών του είχε στερήσει. Έτσι είχε δομηθεί ο σύγχρονος πολιτισμός. Μια ανάσα μέσα στο λαχάνιασμα. Μια λάμψη μέσα στο έρεβος. Μια γωνία με μπουνάτσα μέσα στα κύματα των ωκεανών. Μια Κυριακή ρε διάολε για να αντέξουμε άλλες έξι ημέρες! 


Για εκείνον οι Κυριακές ποτέ δεν ήταν με το μέρος του. Του γυρνούσαν το κεφάλι πέντε σβούρες. Του κατέβαζαν τις πυτζάμες του στο κέντρο της πλατείας και εκείνος κοκκίνιζε από ντροπή. Κοκκίνιζε γιατί δε μπορούσε να τις φέρει με το μέρος του, να τις κάνει να του δώσουν ένα απαλό φιλί στο στόμα, δε μπορούσε να τις συμπαθήσει. Δε μπορούσε να τις φτιάξει για να τον συμπαθήσουν και αυτές. 


Κοντολογίς ήταν από εκείνους τους τύπους που σιχαινόντουσαν τις Κυριακές και ας τον λέγανε Κυριάκο. Κυριακή είχε γεννηθεί, Κυριάκος ο παππούς του λεγόταν. Τι καλύτερο;  Τι άσχετο; Τι θέλαν όλες εκείνες οι Κυριακές που είχαν περάσει από πάνω του να του πούνε; Σα να ήθελαν να του θυμίσουν ότι πρέπει να ξεκουραστεί τώρα γιατί τον περιμένει άλλη μια δύσκολη εβδομάδα. Σα να του έλεγε ο βασανιστής να πάρει δύο ανάσες πριν ξεκινήσει και πάλι το μαστίγωμα.  Πώς να χαρεί τη ζωή μια δόλια ψυχή με τόσο απότομες εναλλαγές; Η ζωή θα έπρεπε να ρέει σα κύμα . Είτε μια καταιγίδα να ναι  με κύματα των δέκα μέτρων, είτε η απαλή κίνηση των αφρόνερων σε μια ακρογιαλιά το καλοκαίρι. Οι απότομες εναλλαγές δε βοηθούσαν κανέναν! Ούτε καν την ίδια την εβδομάδα. 


Εκείνος ρουφούσε το καφεδάκι του στον καναπέ και σκεφτόταν το γιατί να υπάρχει αυτό το σκωτζέζικο ντούζ μέσα στη ζωή του. Ούτε σα Κυριακές ήθελε να ναι η ζωή του αλλά ούτε και αυτό που βίωνε πριν και μετά από αυτές. 


Για να πούμε όμως την πικρή αλήθεια, οι Κυριακές από μόνες τους ήταν μια χαρά. Μια ραστώνη ανέδιδαν, μια ηρεμία, μια βόλτα μέσα στα λιβάδια της ουσίας της ανθρώπινης ύπαρξης. Αυτό που δεν άντεχε ήταν η εναλλαγή. Η τόσο απότομη, η επιβεβλημένη.  Σα να του έλεγε κάποιος να ηρεμήσει τώρα, να χαλαρώσει. Σα να του έλεγε να το απολαύσει πριν ξαναπέσει στη μάχη. 

Σήμερα το είχε πάρει απόφαση ότι θα καθόταν μέσα. Δε θα έκανε ούτε ρούπι από τον καναπέ. Σε αυτόν θα διάβαζε ένα βιβλίο, θα χάζευε στην τηλεόραση, θα έτρωγε και θα έριχνε τον μεσημεριανό του υπνάκο. Δεν άντεχε άλλο να βλέπει αυτόν τον καλοντυμένο κόσμο των Κυριακών. Τον κόσμο που κουβαλούσε το άγχος μιας ηρεμίας-σφήνας.  Τον κόσμο που έβγαινε την ίδια ώρα έξω και αγχωνόταν να κλείσει τραπέζι το μεσημέρι σε ένα εστιατόριο. Άντρες με παρδαλές φόρμες να καπνίζουν πούρα στα καφέ, και γυναίκες με τέλεια κραγιόν να κυνηγάνε τα βλαστάρια τους στις γεμάτες πλατείες των Κυριακών. Σα να έπρεπε όλοι να το παίξουν ευτυχισμένοι και ανέμελοι. Δε γινόταν. Όσο και να το πίεζε κανείς, από όποια πλευρά, απλά δε γινόταν. Τι δηλαδή; Ανέμελος από τη μια μέρα στην άλλη; Σα να λέμε από πρόβατο τίγρης; Δε γινόταν, δε το χωρούσε το μυαλό του. Οι φίλοι τον έλεγαν παράξενο. "Ελα ρε έξω να πάμε τις τσάρκες μας, να πιούμε, να δούμε γυναίκες". Όχι και πάλι όχι. Σήμερα θα καθόταν μέσα. Ήθελε να βουλιάξει, να χαθεί. Δεν ήθελε να αντικρίσει καμιά φάτσα που γελά τις Κυριακές. Υποχρεωτική δεν είναι η χαρά! Ούτε η λύπη εξάλλου! Πρέπει να τα νιώθει κανείς αυτά για να γίνουν σωστά. Να μεγαλώσουν μέσα του και μετά να ξεμπουκάρουν από εκεί. Να ψηθούν για λίγο στα σωθικά του και μετά να πάρουν το δρόμο τους. 


Ήταν της μόδας όμως η ευτυχία πλέον. Άπλωνες ένα καθαρό ρούχο μαζί με το χαμόγελο σου και έβγαινες έξω να το παίξεις ευτυχισμένος. Επιτυχημένος, ολοκληρωμένος. Το απόγευμα οι περισσότεροι από δαύτους μπούκαραν στα σπίτια τους. Με ενοίκιο η ιδιόκτητα. Με γούστο φτιαγμένα ή κιτς του κερατά. Μπούκαραν εκεί μέσα και όλο αυτό χανόταν. Σα τον ηθοποιό που πάει στο καμαρίνι του να ξεβαφτεί και η ηχώ από το χειροκρότημα όλο και ξεμακραίνει αναγκάζοντας τον να μείνει μόνος με τον εαυτό του. 


Η χαρά ήθελε πρόβες, η λύπη ήταν αυτοδίδακτη. Η λύπη ήταν πηγαίο ταλέντο, της έβγαινε με την πρώτη. Η χαρά όμως ήθελε προπόνηση. Όλοι αυτοί οι τύποι της Κυριακής ήταν κατά βάση απροπόνητοι. Απλοί κομπάρσοι της χαράς. Τι να σου κάνει το μια φορά την εβδομάδα; Τι να σου κάνει ένα χαμόγελο σαν αυτοκόλλητο; Τι να σου κάνουν τα ταβερνάκια της Κυριακής και τα καλοσιδερωμένα πουκάμισα; Τι να σου πουν άλλο, τι; Φτιάξε μια Κυριακή για την υπόλοιπη εβδομάδα. Εδώ σε θέλω. Όχι εκεί, κολλημένο σε μια Κυριακή που όλα θέλεις να τα κάνεις και τίποτα δε γίνεται. Μια εβδομάδα μόνο φτιάξε όπως τη θέλεις και άσε την Κυριακή στην άκρη. Γίνε ο εαυτός σου, γίνε τα όνειρα σου για έξι ημέρες και άσε την Κυριακή να λυσσομανά να χωθεί μέσα τους. 


Ο Κυριάκος έβγαλε τις πιτζάμες του και κατευθύνθηκε προς το μπάνιο. Άνοιξε το νερό να τρέχει, να ζεσταθεί. Κοίταξε την μπανιέρα και κατέβασε το εσώρουχο του. Έφερε το κασετοφωνάκι του και έβαλε να παίζει Στέρεο Νόβα. Χώθηκε μέσα στο νερό και άφησε το σώμα του ελεύθερο. Κοίταξε προς τα πάνω τα χνώτα του καυτού ατμού και σκέφτηκε ότι σήμερα ήταν η τέλεια μέρα για να γίνει όλα αυτά που κάποτε ήθελε. Η τέλεια μέρα για το οτιδήποτε. Η τέλεια μέρα για ένα πλύσιμο στην μπανιέρα που από μικρός είχε να κάνει. Γύρισε το κεφάλι και κοίταξε το εσώρουχο του στο πάτωμα. Σήκωσε τα πόδια του ψηλά και τα ακούμπησε στο χείλος της μπανιέρας. Βούτηξε το κεφάλι του μέσα στο νερό και το ξαναέβγαλε έξω. Χαμογέλασε πρώτα και μετά τα μάτια του λάμπρυναν. Σήμερα θα ήταν μια ξεχωριστή μέρα. Θα είχε την ευτυχία της στιγμής. Μέσα στην μέρα θα έφτιαχνε πολλές τέτοιες στιγμές. Θα ξυριζόταν μετά από χρόνια και θα πήγαινε στο μπαλκόνι να πιεί τον καφέ του. Θα μαγείρευε κάτι σε μακαρονάδα και θα άνοιγε εκείνο το κόκκινο μπουκάλι με κρασί που τόσο καιρό λιμπίζονταν. Όταν έπεφτε το σούρουπο θα αυτοσχεδίαζε. Ήταν μια ολόκληρη Κυριακή που έστεκε εκεί. Κάπως θα τα κατάφερνε μαζί της και αυτή τη φορά.  

Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2013

ΠΕΤΩΝΤΑΣ ΤΙΣ ΛΕΞΕΙΣ

Σίγουρα δεν είναι καμιά φιλοσοφία αιχμής αλλά στον δικό μου κόσμο αυτό είναι μια πραγματικότητα. Το να γράφει κανείς είναι σα να πετάει τα σκουπίδια του. Πέρα από το ότι σου δίνει μια αίσθηση καθαριότητας, καταλήγεις πάντα να λες "μα καλά όλα αυτά ήταν εδώ μέσα;". Όταν το πράγμα αρχίζει και βρωμάει και κάτι δε σου πάει καλά τότε τα βάζεις όλα μέσα. Αραδιάζεις μερικές λέξεις στο λεπτό με την ίδια λαχτάρα που πετάς τα σκουπίδια στον κάδο. Στη συνέχεια απομένεις να διαβάζεις τις λέξεις σου και ίσως και να χαμογελάς. Πάς και ανοίγεις το ντουλάπι του νεροχύτη και βλέπεις τον κάδο σου πεντακάθαρο, το μυαλό σου ξάστερο. Όλα καλά λοιπόν. Πέφτεις για ύπνο πιο ελαφρύς και μερικές μέρες πετάγεσαι από αυτόν. "Και αν πέταξα κατα λάθος εκείνο το...;" ή "φτου σου ξέχασα το καλαθάκι στο γραφείο!". Ποτέ δε τελειώνει η γραφή. Πάντα κάτι θα μένει που δεν έχει ειπωθεί ή κάτι θα περισσεύει και άντε μετά να το μαζεύεις.
Βέβαια υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να σου φωνάξει ο γείτονας από απέναντι: "ρε χαμένε πάλι εδώ βρήκες να πετάξεις τα σκουπίδια σου!".

Τρίτη 19 Φεβρουαρίου 2013

ΤΟ ΣΚΟΥΠΙΔΙΑΡΙΚΟ ΤΩΡΑ ΘΑ ΠΕΡΑΣΕΙ


http://now24.gr/wp-content/uploads/2013/01/skoupidiariko_533_355.jpg

"Τι θα κάνουμε τώρα;", νιαούρισε δίπλα του όλο μαραζωμένο νάζι. Καθόντουσαν στα σκαλοπάτια της εισόδου της πολυκατοικίας μη κάνοντας τίποτα. Είχε πια βραδιάσει για τα καλά και τα στομάχια τους είχαν πάρει να γουργουρίζουν από εχθές το πρωί.

"Τι θα κάνουμε τίγρη μου;", εκείνος ήταν βαρύθυμος, σα να σκεφτόταν, σα να είχε βαλτώσει. Η ιδιοκτήτρια δεν είχε φανεί σήμερα και τίποτα δεν είχαν να φάνε, ούτε να ξαπλώσουν κάπου τα κορμιά τους μπορούσαν. Κάπου όπου το κρύο θα έλεγες πως έμεινε έξω. Τι να έκανε και αυτή η χριστιανή μια μέρα ολόκληρη! Που χάθηκε έτσι ξαφνικά; 

"Δε ξέρω μωρό μου, κάτι θα σκεφτούμε μην ανησυχείς". Την έσφιξε πάνω του και πλησίασε το στόμα του στο λαιμό της. Χώθηκε μέσα του και έκλεισε τα μάτια. "Αυτό ήταν. Αν εξαρτάσαι από κάποιον αυτά παθαίνεις! Τόσους μήνες καλομάθαμε και στηριζόμασταν πάνω της. Ήθελες τα κι έπαθες τα!", σκέφτηκε λίγο πριν τον πάρει ο ύπνος. Τι όμορφα που θα ήταν! Να τρώγανε κάτι και να βουλιάζανε αγκαλιά σε ένα ζεστό μέρος σα και αυτό που τους είχε παραχωρήσει εκείνη. Δε πρέπει να έχει περάσει μισός χρόνος που τους μάζεψε, σε άθλια κατάσταση είναι η αλήθεια, από το δρόμο. Δυο αλητάκια που πεινούσαν ήταν και εκείνη ήταν τόσο μόνη, τόσο καλή. Τους μάζεψε και τους έδωσε όλα τα καλά του θεού. Κάθε μέρα κάθονταν μαζί στο σαλόνι της και κοίταζαν την αναμμένη τηλεόραση. Ο ορισμός της θαλπωρής. Τους είχε πάει και σε γιατρό, τους είχε σα παιδιά της και τους φρόντιζε σα δύο μάνες μαζί. 

"Μη κοιμάσαι τώρα! Κάτι πρέπει να κάνουμε. Δε μπορεί να χάθηκε από προσώπου Γής έτσι ξαφνικά! Κάτι συμβαίνει. Θεέ μου πεινάω τόσο πολύ!"
Εκείνος άνοιξε βαριεστημένα τα μάτια του και το πρώτο πράγμα που είδε ήταν ο σκουπιδοτενεκές στο απέναντι πεζοδρόμιο. Τα έκλεισε και τα άνοιξε απότομα για άλλη μια φορά. Ο κάδος έστεκε εκεί. Τόσα χρόνια στην αλητεία είχε μάθει όλα τα κόλπα της επιβίωσης στην πόλη. Ήξερε που πετούσαν χρήσιμα πράγματα και που δεν άξιζε τον κόπο να ψάξει κανείς. Αυτή η γειτονιά είχε πλούσιους σκουπιδοτενεκέδες μα το Θεό! Τόσα χρόνια αυτοί τους είχαν κρατήσει στη ζωή. Αυτό θα γινόταν και τώρα λοιπόν. Η καλή του όμως είχε καλομάθει. Δεν ήθελε με τίποτα να γυρίσει στην προηγούμενη της ζωή. Τότε που περπατούσε στους δρόμους και σε κάθε γωνία παραφύλαγε ο φόβος. Τότε που ήταν μέσα στη βρωμιά και τη σκόνη των δρόμων και οι μπουκιές έπεφταν με το στανιό στο στομάχι της. Πως θα της έλεγε κάτι τέτοιο λοιπόν; 

Στο βάθος φάνηκε το σκουπιδιάρικο να πλησιάζει. Κάτι έπρεπε να σκεφτεί και να το κάνει στο δευτερόλεπτο. 
"Μικρή μου πιάστηκα από το καθισιό. Πάω λίγο να περπατήσω και έρχομαι"
Εκείνη τον κοίταξε απορημένη αλλά δεν είπε τίποτα. Ο καλός της σιχαινόταν το περπάτημα σα γάτα το νερό. Μια εκκένωση όμως από το στομάχι της, διέκοψε το συλλογισμό της.

"Άντε καλά, σε περιμένω. Έτσι και αλλιώς που να πάω;"

Σηκώθηκε και τέντωσε το σώμα του. Το φορτηγό πλησίαζε και ό, τι καλό υπήρχε μέσα στον κάδο σε λίγο θα χανόταν. Έδωσε ένα σάλτο και χώθηκε πίσω από ένα αμάξι. Κοίταξε προς την πλευρά της. Όλα καλά, αυτή κοίταζε αλλού. Έφερε ένα γύρο τον ντενεκέ και από την πίσω του πλευρά σκαρφάλωσε πάνω και μετά μέσα του. Ένα σωρό σακούλες υπήρχαν εκεί μέσα. Οι περισσότερες από σούπερ μάρκετ. Κάποιες άλλες ήταν μαύρες. Οι αριστοκράτες της γειτονιάς ήθελαν ειδικές σακούλες ακόμα και για τα σκουπίδια τους! Υπήρχαν κουτάκια από κόκα-κόλες και μπύρες. Οι έφηβοι της γειτονιάς ήταν αυτοί. Δοκίμασε να ανοίξει την πρώτη σακούλα που του φάνηκε κάπως ενδιαφέρουσα. Ήταν από ντελικατέσεν μαγαζί και όλο και κάτι καλό θα έβρισκε μέσα της. Το φορτηγό πρέπει να είχε πλησιάσει αρκετά. Άκουγε τις βρισιές από τον οδηγό και το κοπάνημα των κάδων πιο πέρα. Έχωσε στο στόμα του ένα κομμάτι τυρί και με ένα πήδο βγήκε έξω. Τίναξε τα πόδια του στο δρόμο για να φύγουν τα σκουπίδια που είχαν τυλιχτεί γύρω του και διέσχισε τον δρόμο προς την καλή του. 
Πίσω από το σκουπιδιάρικο περίμενε ένα μαύρο αμάξι. Πολυτελές αμάξι. Από αυτά τα γερμανικά που κουβαλάνε όχι μόνο ολοζώντανους αλλά και πλήρως πεθαμένους. Μια μάρκα για όλα τα γούστα λοιπόν! Με την άκρη του ματιού του είδε δύο τύπους να μεταφέρουν ένα μαύρο κουτί. Μακρόστενο κουτί. Το πήγαιναν προς την πλευρά της. Προς την είσοδο της ιδιοκτήτριας. Κοίταξε καλύτερα και την είδε να απομακρύνεται φοβισμένη από τα σκαλοπάτια της εισόδου και εκείνους να μπαίνουν μέσα με το μαύρο τους κιβώτιο. Η πόρτα άνοιξε και εκείνοι χώθηκαν μέσα της. Μέσα στο σκοτεινό διάδρομο με το μαύρο τους κουτί.

Το σκουπιδιάρικο περνούσε από πίσω ενόσω εκείνος περήφανος και κουνιστός κατευθυνόταν προς εκείνη. Προς τα εκεί που εκείνη είχε αποτραβηχτεί. Τέντωσε το στόμα του, που κρατούσε το τυρί, και την πλησίασε. Εκείνη το πήρε πρόθυμα και το χλαπάκισε στο δευτερόλεπτο.

"Ευχαριστημένη τώρα;". Τρίφτηκε πάνω της και της έγλειψε την πλάτη.

"Μην ανησυχείς μωρό μου, όλα καλά θα πάνε. Να δεις που η κυρία θα προμηθεύτηκε γατοτροφές για όλο τον χρόνο! Θα πήγε να τις παραγγείλει και το κουτί ήρθε πριν από αυτή. Όπου να ναι θα φανεί και δαύτη."

Εκείνη γύρισε και τον κοίταξε όλο αγάπη. Το ήξερε ότι έτσι θα ήταν τα πράγματα. Είχε δει και εκείνη το τεράστιο κουτί στη είσοδο. Όλα καλά τελικά θα πήγαιναν. Λίγη υπομονή μόνο χρειαζόταν και όλα θα πήγαιναν προς το καλύτερο.
Ακόμα και όταν το κουτί βγήκε έξω δεν έχασαν το θάρρος τους. Δύο γάτες μοναχές φτιάχνουν τα καλύτερα σενάρια. Όταν κανείς είναι μοναχός όλα του φαίνονται μαύρα. Μαύρα σα το βαρύ κουτί που οι άντρες τώρα μπροστά τους έβγαζαν από την είσοδο. Όταν είσαι με παρέα τότε όλα γίνονται πιο εύκολα. Τόσο εύκολα σα το περπάτημα της γάτας πάνω στα κεραμίδια. 

Δευτέρα 18 Φεβρουαρίου 2013

ΔΑΚΤΥΛΑ

http://www.mylady.gr/ImageGen.ashx?image=/media/26562/%CE%94%CE%91%CE%A7%CE%A4%CE%A5%CE%9B%CE%91.jpg&width=460&constrain=true


















Τα δάκτυλα του ανθρώπου μου αρέσουν δουλεμένα. Του άντρα να δείχνουν το παρελθόν και της γυναίκας την φαντασία. Τα δάκτυλα είναι μετά από το βλέμμα το επόμενο στοιχείο που μπορεί κάποιος να πιαστεί για να βγάλει συμπεράσματα. Το πως αυτά κινούνται στο χώρο. Πως αγγίζουν ένα ποτήρι, πως χαιδεύουν μια επιφάνεια, πως γλυστράνε πάνω σε κουπαστές, πως κρατάνε ένα τσιγάρο ή ένα καπέλο μη το πάρει ο άνεμος.

Τα όμορφα δάκτυλα έχουν να κάνουν με τον τρόπο. Τα περιποιημένα με όλα τα υπόλοιπα.

Ρόζοι, παρανυχίδες, σημάδια, σκισίματα απο το κρύο, δεν σκιάζουν ποτέ τη μελετημένη κίνηση ενός χεριού. Ο τρόπος μετράει στα δάκτυλα έτσι όπως και με το βλέμμα συμβαίνει. Δε μετράει το φτιαξίδι αλλά ο τρόπος που βγάζεις από τα μάτια σου όλο αυτό που έχεις μαζεμένο τόσο καιρό μέσα στο μυαλό σου.Τα δάκτυλα είναι ο τρόπος να καταλάβουμε καλύτερα τον κόσμο γύρω μας. Είναι τα πρώτα που μπαίνουν στον αγώνα της κατανόησης του πράγματος που λέγεται ζωή. Άγγιζε μην ακουμπάς. Χαίδεψε μη χασομεράς. Σφίξε πριν να είναι αργά.

Τα δάκτυλα έχουν πολλά περισσότερα να πουν από τις λέξεις τις ίδιες. Ένα χάδι δε χρειάζεται τις λέξεις. Ένα χάδι λέει δύο ποιήματα και μια ιστορία, ένα παραμύθι και εικόνες για να χεις να θυμάσαι για μια ζωή γεμάτη. Ένα σφίξιμο στο μπράτσο σου, ένα πέρασμα πάνω από το μάγουλο σου, ένα μπέρδεμα τους μέσα στα μαλλιά σου. Δάκτυλα κρατάνε το σφυρί και δάκτυλα καθαρίζουν τη φακί. Δάκτυλα σκουπίζουν τα δάκρυα και δάκτυλα τραβάνε γυμνά σώματα, το ένα πάνω στο άλλο . Δάκτυλα με μακρουλά νύχια μπήγονται στη σάρκα, δάκτυλα οργισμένα ή δάκτυλα εκστασιασμένα. Μια γροθιά θα σου ρθει με πέντε δάκτυλα και μια τσιμπιά με δύο. Ενα χάδι έχει τις επιλογές του, και ένα παιχνίδι στο κρεββάτι θα ξεκινήσει από ένα. Τα δάχτυλα ανοίγουν και μαζεύονται, πιέζουν και απομακρύνονται. Είναι ικανά για μια πάλη και μια σκανδάλη. Είναι ικανά να βγάλουν ένα μάτι ή να φορέσουν τα γυαλιά. Είναι σε μικρή απόσταση από ένα κουμπί που τα κάνει όλα ριμαδιό ή πιέζουν το αίμα που τρέχει από μια πληγή, μη φύγει όλο. Τα δάκτυλα κάνουν τον έρωτα πιο όμορφο και είναι εκείνα που κάνουν το ντύσιμο πιο γρήγορο όταν τόσο θέλεις να φύγεις από αυτόν. Τα δάκτυλα τρέχουν πιο γρήγορα από τη ματιά και είναι ικανά για όλα.

Τα δάκτυλα είναι το ικανότερο όργανο του σώματος. Δεν είναι τυχαίο που έχουμε δέκα από δαύτα στα χέρια μας εξάλου!

ΜΠΟΥΚΑΛΑ




 https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgqY6O6C60LvjLaryB7ZMt-bCCNQolkEDSRvFHcjAXl4qw1De2N7rOBUPNV9A754Qk7-8zgbFkEKOMvADGM58oqzRoarbJ1WibqqQthFmQkYxw6Sdd6Zw6UjM-aA8pLU7CfAvUksq0lHLVg/s1600/590_e97c4d6f820e30f8280aff9cd258a431.jpg

Η αλήθεια ήταν ότι κανένας δεν το είχε προβλέψει αυτό. Ξεκίνησε από μια στάλα στο κεφάλι του, την ώρα που περίμενε το λεωφορείο στην στάση.  Κοίταξε ψηλά στον ουρανό και η δεύτερη του ήρθε κατευθείαν στο μάτι. «Την γκαντεμιά μου μέσα! Σήμερα βρήκα να ξεχάσω την ομπρέλα μου!». Οι επόμενες σταγόνες δεν ήταν τόσο επιεικείς μαζί του. Ξεκίνησαν ένα ρυθμικό κρεσέντο πάνω στο κεφάλι του, λούζοντας τον στο λεπτό. Το νερό ξεκίνησε να φουντώνει μέσα στους δρόμους και τα φρύδια έσταζαν σα ολόγιομα σφουγγάρια. Σήμερα ήταν η σημαντικότερη μέρα στη δουλειά. Θα παρέδιδε το τελικό έργο και από το αποτέλεσμα θα κρινόταν το κεφάλι του ή στην καλύτερη των περιπτώσεων η θέση του στην εταιρία.  Ήταν γεμάτος με άγχος. Άγχος που έφτανε ως τα μεδούλια του. Όλος ο προηγούμενος μήνας έτσι ήταν για εκείνον. Ανεξάντλητα ξενύχτια εργασίας. Δεν ήξερε καλά καλά το γιατί. Γιατί είχε ακολουθήσει αυτό το δρόμο στη ζωή του και τώρα με το ζόρι μπορούσε να οδηγήσει ευθεία σε αυτόν. Προτιμούσε να παρομοιάζει τη ζωή του όχι με έναν δρόμο αλλά με ένα ποτάμι. Η κίνηση να είναι πιο γλυκιά, πιο νανουριστική. ;Ένα απαλό κουπί για κάθε μίλι. Πολλές φορές το προσπαθούσε να ηρεμήσει με αυτόν τον τρόπο, λίγες το κατάφερνε. Η πραγματικότητα τον έφερνε να τραβάει αλλεπάλληλες λαχανιασμένες κουπιές. Και το αφεντικό του έκανε το παν γι’ αυτό. Δέκα χρόνια τώρα προσπαθούσε να τον ξεζουμίσει έως εκεί μη παρέκει Το ποτάμι τώρα φαινόταν να σχηματίζεται μπροστά του, στα ρείθρα του δρόμου. Τα νερά ξεχείλιζαν πάνω από τα κράσπεδα και τις πλάκες του πεζοδρομίου κάνοντας όλους τους πεζούς να τεστάρουν τις δυνάμεις τους. Αυτή η βροχή ήταν ικανή να φέρει τα πάνω κάτω. Αυτή η βροχή ανακάτευε μέσα στο μυαλό του την τελευταία κουβέντα του προϊσταμένου του. «Αν δεν κερδίσουμε αυτή τη δουλειά τότε να ετοιμάσεις τα πράγματα σου.»

Η υγρή αναμπουμπούλα κράτησε κανένα μισάωρο και το λεωφορείο δεν είχε φανεί. Εκείνος κοίταζε πέρα, τα ποτάμια στους δρόμους και έβαλε τα δυνατά του να ηρεμήσει από το άγχος. «Αν αργήσω στη δουλειά θα είμαι νεκρός. Θα μου ρίξουν μπετόν έως τους αστραγάλους και θα με φουντάρουν από το λιμάνι. Θα πάω άπατος.». Η βροχή είχε ξεκινήσει να κοπάζει και εκείνος στεκόταν πιο βρεγμένος και από μια σταγόνα στην άκρη του πεζοδρομίου περιμένοντας το λεωφορείο να φανεί. Τα μάτια του έμειναν καρφωμένα στο κέντρο του δρόμου –εκεί από όπου θα φαινόταν το λεωφορείο - και μόνο το ποταμάκι στο πλάι ήταν ικανό να του αποσπάσει την προσοχή. Για την ακρίβεια όχι το ποτάμι το ίδιο αλλά ό, τι τσουλούσε πάνω του. Πάνω εκεί που πριν από λίγο φαινόταν ένα ρείθρο. Κάθε λογής σκουπίδι βρισκόταν εκεί μέσα. Ένας κάδος είχε πέσει λίγο πιο πάνω αδειάζοντας ολόκληρο το σύγχρονο πολιτισμό στην άσφαλτο. Εκεί πέρα, στα βολταρίσματα των σκουπιδιών έβλεπε το πώς τα πέρασε η γειτονιά εχθές το βράδυ. Οι περισσότεροι είχαν φάει το γιαούρτι τους. 2% λιπαρά και παρόλα αυτά ο ύπνος τους δε πρέπει να ήταν ελαφρύς. Γάλατα, και συσκευασίες αυγών, χαρτάκια από βούτυρα και αλεύρια έδειχναν τη φροντίδα της χθεσινής νύχτας. Κέικ ετοιμάστηκαν, φούρνοι άναψαν, οικογένειες συγκεντρώθηκαν στο σπίτι. Κουτάκια μπύρας και χαρτονένια κουτιά από πίτσες φανέρωναν τη χθεσινή ξέφρενη νύχτα του τελικού κυπέλου. 

Το κεφάλι του προσπαθούσε να στραγγίξει και τα πόδια του είχαν παπαριάσει ολόκληρα μέσα στις νοτισμένες κάλτσες του. Η ματιά του παρακολουθούσε όλη την ξέφρενη πορεία των σκουπιδιών. Από τον χαμό στο άγνωστο. Από το τέλος σε μια ελπίδα. Από την ανακύκλωση στο ταξίδι. Βλέποντας το κάθε τι να περνάει από μπροστά του η προσοχή του επικεντρώθηκε σε ένα μπουκάλι. Κόκκινο κρασί πιωμένο, με τον φελλό του αλλού πεσμένο. Μια νύχτα έρωτα ίσως. Μια νύχτα εστιατορίου μπορεί. 750ml καλού κόκκινου κρασιού που καταναλώθηκαν και τώρα τα στομάχια αυτών που το απόλαυσαν θα ξυπνάνε γουργουριστά και χαρούμενα. Ένα μπουκάλι που ταξίδευε στο κύμα ήταν. Εκείνος είχε ξεκινήσει να τρέμει με τα κολλημένα από τη βροχή ρούχα στο δέρμα του. Υπό κανονικές συνθήκες θα γυρνούσε στο σπίτι, θα έκανε ένα ζεστό μπάνιο, θα φορούσε πιτζάμες και θα έγερνε στο κρεβάτι του. Το μπουκάλι που κοιτούσε τώρα τον ταξίδευε. Σα μήνυμα εντός του έμοιαζε ο ίδιος. «Σώσε με» έγραφε. Ήταν σαν ένας τρόπος να φτάσει νωρίς στο γραφείο. Να βγει από το μπουκάλι και να διαβαστεί, να σωθεί, σώζοντας τα σχέδια για το μέλλον του. Ήταν ένα γράμμα που ταξίδευε, ένα μήνυμα στο μπουκάλι, μια ελπίδα ναυαγού.

Το μπουκάλι κατέβαινε με την ορμή από τα λασπόνερα της βροχής και στο βάθος πήρε να φαίνεται ένα λεωφορείο. Ένα μήνυμα σωτηρίας. Ήταν το λεωφορείο του! Ναι, θα πήγαινε στο γραφείο τελικά. Λίγο αργοπορημένος ίσως αλλά αυτό δεν πείραζε, πολύ βρεγμένος στα σίγουρα αλλά αυτό θα ήταν κάτι υπέρ του. Ένας μαχόμενος εργαζόμενος στην αρένα της επιτυχίας. Ένας ταυρομάχος που δεν έπεσε ακόμα. Ακόμα και με τόση βροχή, ήταν εκεί, μπροστάρης στα συμφέροντα της εταιρίας. Το λεωφορείο σταμάτησε στη στάση και εκείνος πήδηξε μέσα του, Το μπουκάλι γλιστρούσε πάνω στο βρώμικο νερό και ταξίδευε. Εκείνος χτύπησε το εισιτήριο του με την ταχύτητα της ελπίδας και το λεωφορείο ξεκίνησε ξανά, στρίβοντας αμέσως δεξιά. Η ματιά του ακολουθούσε τους παφλασμούς του άδειου μπουκαλιού μέσα από το αχνισμένο τζάμι. Οι δρόμοι τους χώριζαν εδώ. Το μπουκάλι θα συνέχιζε την πορεία του. Θα έσωζε και άλλους ναυαγούς.

Την ώρα που το λεωφορείο έστριβε στη γωνία, ένας πεζός καθόταν στο φανάρι. Η πίσω ρόδα του λεωφορείου τινάχτηκε πάνω σε μια λακκούβα της ΔΕΗ και όσο νερό υπήρχε μέσα της προσγειώθηκε πάνω στο φροντισμένο του σμόκιν. Ήταν ένας περίεργος, μάλλον νυσταγμένος τύπος, με αυτό το παράξενο και σίγουρα υπερβολικό ντύσιμο για αυτή την πρωινή ώρα. Δεν αντέδρασε καθόλου. Μέσα από το λεωφορείο όλοι πρόσεξαν το τεράστιο κύμα να προσγειώνεται πάνω του και ενώ όλοι περίμεναν ένα ορυμαγδό από χειρονομίες και σταματημένες από το τζάμι βρισιές, ο πεζός το μόνο που έκανε ήταν να χαμηλώσει αργά το κεφάλι του. Το σώμα του έμεινε ακίνητο. Τέλεια ακίνητο. Καμιά κίνηση, καμία χειρονομία, καμία μα καμία βρισιά. 

Το μπουκάλι που ταξίδευε άδειο από κρασί πέρασε μπρος από τα μάτια του. Ήταν κτήμα Παπαμιχαήλ, κόκκινο του 2008. Ωραίο κρασί. Εκείνο που της άρεσε. Εκείνο που ήπιαν μαζί στο σπίτι της εχθές το βράδυ. Το τελευταίο πράγμα που περίμενε να δει πλέον στον κόσμο τώρα ήταν ακριβώς αυτό. Μετά ερχόταν εκείνη. Δεν είχε δυνάμεις πια, δεν είχε τίποτα, δεν είχε εκείνη. Εκείνη τον άφησε μαζί με τα σκουπίδια που κατέβασε για να πετάξει σήμερα, στον κάδο κάτω από το σπίτι της. Ένα σκουπίδι ήταν και κείνος που πετάχτηκε στη βροχή και ταξίδευε χωρίς συγκεκριμένη πορεία. Μια πρόταση γάμου που μετατράπηκε σε κηδεία. «Τι πιο παράξενο αλήθεια; Εγώ να θέλω να την παντρευτώ την ίδια μέρα που εκείνη θέλησε να με χωρίσει.». Σκέφτηκε για λίγο και μετά σήκωσε τα μάτια και κοίταξε το λεωφορείο που τον έκανε λούτσα να απομακρύνεται «Τζάμπα το κρασί και η αγάπη μου, τζάμπα το σμόκιν μου και τζάμπα η βροχή που μόνο στη τζαμαρία της έπρεπε τώρα να πέφτει. Με μένα δίπλα της. Λίγο μετά από εμένα μέσα της. Τι κρίμα αλήθεια!». 

Είχε περάσει όλο του το βράδυ περιφερόμενος. Περιφερόμενος στην περιοχή και στην τρέλα. Σήμερα θα έπρεπε να γιορτάζει. Να γιορτάζει το «ναι» της και το καινούργιο έργο που θα κέρδιζε στην εταιρία του. Ήταν χρόνια υπεύθυνος πωλήσεων και αν κατάφερνε να πείσει τον σημαντικότερο πελάτη για το νέο προϊόν θα πέταγε έως την κορυφή της ιεραρχίας. Εμπορικός διευθυντής. Τόσα χρόνια πάλευε για αυτή τη θέση και να που τώρα το λεωφορείο μόλις πέρασε από μπροστά του και εκείνος θα έχανε την παρουσίαση. Αυτό ισοδυναμούσε με τον βάλτωμα του στην εταιρία. Τη θέση θα την έπαιρνε εκείνος ο αχώνευτος ο Πέτρος που είχε τη μισή του εμπειρία και τη μισή του φιλοδοξία. Όπως και να είχε, τώρα τίποτα άλλο δε μετρούσε. Μόνο εκείνη μετρούσε και το «όχι» της. Εκείνο το «δε σε αγαπώ» ήρθε και κάθισε πρώτο πάνω στην καρέκλα του εμπορικού διευθυντή. Αυτό μόνο μετρούσε τώρα. 

Το λεωφορείο σταμάτησε μπροστά στην Πέμπτη στάση. Από μέσα του κατέβηκε μισοβρεγμένος ο Πέτρος. και πατώντας στο πεζοδρόμιο κοίταξε το ρολόι του και χαμογέλασε. «Εννιά η ώρα ακριβώς! Ούτε ένα λεπτό καθυστερημένος.» Περπάτησε προς την είσοδο της εταιρίας φουριόζος, χωρίς να προσέξει το μπουκάλι του κρασιού που ερχόταν με ταχύτητα στο ρείθρο του πεζοδρομίου.