Μόλις πέντε μήνες στο τμήμα, μόλις εικοσιπέντε χρονών. Ήμουν
μικρός για τέτοιες ιστορίες αλλά από την άλλη ήταν μια καθαρή επιλογή μου.
Μπουκάραμε σε κείνο το σπίτι στο τέλος του δρόμου στις δέκα το βράδυ. Έβλεπα τα
κεφαλάκια από τους γείτονες να προβάλουν μέσα από κουρτίνες και μπαλκόνια.
Υπήρχε μια ανεξάντλητη γαλήνη τριγύρω και κάθε ήχος κινούσε την προσοχή. Πόσο
μάλλον το σπάσιμο της πόρτας του σπιτιού από το καλογυμνασμένο πόδι του προϊστάμενου
μου.
Ο αρχηγός σήκωσε το πόδι και με τη δεύτερη κλωτσιά κατάφερε
την τελική πτώση της κατασαρακοφαγωμένης εξώπορτας. Το σπίτι φαινόταν
παρατημένο από καιρό, σύμφωνα με μαρτυρίες γειτόνων. Εγώ ήμουν επιφορτισμένος
να τους πάρω τις μαρτυρίες αφού πρώτα είχα δει εκείνη την εικόνα στο δωμάτιο
στο τέλος του διαδρόμου. Ήμουν άβγαλτος είναι η αλήθεια αλλά δε νομίζω ότι
υπήρχαν και πολλοί έμπειροι αστυνομικοί στην πιάτσα που θα αντίκριζαν με
ευκολία αυτό που τότε είχα δει. Οι περισσότεροι θα ξερνούσαν εμετούς και για
πολλά χρόνια μετά θα κατάφερναν με δυσκολία να κοιμηθούν τα βράδια χωρίς να
ξυπνήσουν ιδρωμένοι έστω και μια φορά. Για να μη τα πολυλογώ όμως εκείνο το
βράδυ, μετά την κλωτσιά, μπήκα και εγώ στο σπίτι. Ήμασταν μια ομάδα από
τέσσερις, ζωσμένοι με τα όπλα και τα κράνη μας, με τις κυριαρχικές μας στολές.
Ψάχναμε να λύσουμε τον γρίφο που προέκυψε από ένα απλό τηλεφώνημα. Ήμασταν
απλήρωτοι για πάνω από τρείς μήνες αλλά παρόλα αυτά το να κυνηγάς φονιάδες
είναι καλύτερο από το να σκοτώνεις εσύ ο ίδιος την ώρα σου στο σπίτι, όντας
άνεργος.
«Σας παρακαλώ ελάτε αμέσως. Τον άκουσα να κλαίει και στη
συνέχεια φώναζε για κάτι που έχει να κάνει με παπαρούνες. Μιλούσε με αναφιλητά,
δε καταλάβαινα τι έλεγε. Ελάτε πριν να είναι αργά. Ναι, Δωδεκανήσου 24 είναι το
σπίτι.» Στη συνέχεια δέχτηκα και δεύτερο τηλεφώνημα στο τμήμα. Άλλος γείτονας,
ίδια ιστορία, άλλες λέξεις. «Κάτι συμβαίνει σε αυτό το σπίτι. Έκλαιγε για ώρα
και φώναζε ότι θέλει να βουτήξει μέσα σε έναν κάμπο γεμάτο παπαρούνες. Μετά
σώπασε και μόνο κάτι αναφιλητά ακουγόντουσαν. Ελάτε γρήγορα.». Πήγαμε γρήγορα.
Η γειτονιά ήταν ήσυχη. Το σπίτι ήταν ξέφραγο αμπέλι. Η
μάντρα είχε ξαπλώσει μπρούμυτα από τη σαπίλα και εγώ κοίταζα τον αρχηγό της αποστολής
να κατευθύνεται προς την πόρτα του σπιτιού. Τον είδα να φωνάζει, κρατώντας το
όπλο του όρθιο και κανείς να μη δίνει απάντηση από το σπίτι. Σταθήκαμε δύο στο
πλάι και ο αρχηγός μαζί με τον υπαρχηγό μπροστά από την πόρτα. Όλοι είχαμε τα
όπλα μας όρθια αλλά ένας θεός ξέρει το κατά πόσο ήμασταν αποφασισμένοι να τα
χρησιμοποιήσουμε. Ο αρχηγός όμως ήταν άλλης σχολής. Χωρισμένος από γυναίκα και
παιδιά είχε δοθεί ολοκληρωτικά στον αγώνα κατά του εγκλήματος. Οι υπόλοιποι
είχαμε πιάσει απλά μια δουλειά. Τα όπλα έτρεμαν στα χέρια μας την ώρα που η
πόρτα έπεφτε με ορυμαγδό στο πάτωμα του σαλονιού. Η φωνή του αρχηγού μας επανέφερε
στην πραγματικότητα. «Πάμε. Εσείς δεξιά, εγώ με τον Πέτρο στα αριστερά.» Μπήκαμε
μέσα και ένιωσα για πρώτη φορά σωστός μπάτσος. Όχι σα τους πραγματικούς αλλά σαν
εκείνους που έπαιζαν στις πάμπολλες σειρές της τηλεόρασης. Τι Miami Vice και CSI; Eμείς αποτελούσαμε το πραγματικό γεγονός.
Έξυνα με την πλάτη μου τους τοίχους και το σκεφτόμουν δύο
φορές πριν αποκαλυφθώ σε κάθε άνοιγμα πόρτας μέσα στο σπίτι. Φώναζα όλη την ώρα
αν είναι κανείς εκεί αλλά σίγουρος δεν ήμουν αν αυτό ήταν καλή ιδέα. Ίσως
έπρεπε να την περάσω στη μούγκα γιατί με τις φωνές προσδιόριζα τη θέση μου στο
χώρο. Τη θέση μου ως στόχο. Το πρωτόκολλο όμως έτσι έλεγε, έτσι έκανα και ‘γω. Περάσαμε από δύο πόρτες, μια διαδρόμου και μια
υπνοδωματίου και κανείς δεν απαντούσε στις φωνές μας. Όλα έδειχναν ότι η λύση του αινίγματος θα
ήταν στην πόρτα στο τέλος του διαδρόμου και κάπου εκεί ήταν που
σκέφτηκα ότι μάλλον θα έπρεπε να είχα διαλέξει να γίνω λογιστής ή έστω ταμίας
σε σούπερ μάρκετ. Μάζεψα το μυαλό μου και προχώρησα. Για τρεις και εξήντα στο
κάτω κάτω θα πάλευα, όπως και να 'χε.
Οι τοίχοι του διαδρόμου ήταν ταλαιπωρημένοι. Ολόκληρες φλοίδες
από μπογιά έχασκαν στο πέρασμα μου και τις σβάρνιζα με την καλοσιδερωμένη μου
στολή. Κάπου, κάπου υπήρχαν μικρά καδράκια με φωτογραφίες από χωράφια. Όλες τους
είχαν το ίδιο θέμα. Μια άνοιξη με ντούρες παπαρούνες. Ο λεγάμενος είχε κάποιου
είδους εμμονή με το αντικείμενο. Εξαιρετικές φωτογραφίες, τραβηγμένες από
ιδιαίτερες οπτικές γωνίες με διαφορετικό κάθε φορά φωτισμό. Πάντα παπαρούνες,
κάθε φορά διαφορετικές. Μια άλλη εικόνα για μια ίδια ιστορία. Προσπαθούσα να
αποφύγω τα καδράκια και αυτό ίσως ήταν που με έκανε να βγω στο κέντρο του διαδρόμου
και να βρεθώ πρώτος στην τελευταία πόρτα του διαδρόμου. Ο αρχηγός μου σφύριξε
πίσω από την πλάτη μου «έμπα» και εγώ σήκωσα αυτόματα το πόδι μου για να σπάσω
την κλειστή πόρτα. «Πιάσε πρώτα το πόμολο Χριστιανέ μου!». Λογικό ακουγόταν και
κατεβάζοντας το ετοιμοπόλεμο μου πόδι έπιασα το πόμολο και έγειρα δευτερόλεπτο
το δευτερόλεπτο την πόρτα.
Μετά κοκάλωσα. Δεν έκανα τίποτα, ούτε μπρός αλλά ούτε και
πίσω. Άφησα την ομάδα να περάσει μέσα
και εγώ απέμεινα να κοιτάζω από την είσοδο του δωματίου όλη εκείνη τη ζωγραφιά στους
τοίχους. Ένα ολόκληρο λιβάδι από παπαρούνες με πολύ έντονα χρώματα
ζωγραφισμένες. Ξεκινούσαν σαν από βουνό φυτρωμένες, ψηλά στον τοίχο και όσο
πήγαινε χαμήλωναν. Το βλέμμα μου περιπλανήθηκε στο λιβάδι και κατέβαινε και
αυτό. Η τελευταία παπαρούνα που διέκρινα ήταν δίπλα από το κεφάλι του. Μια
μεγάλη παπαρούνα ξεραμένο αίμα δίπλα από τον κρόταφο του και ένα όπλο με
σιγαστήρα πιασμένο μέσα στην σχεδόν άκαμπτη πλέον παλάμη του.
Ναι ήταν άλλη μια αυτοκτονία. Όσο και να ρωτούσα τους γείτονες
για το ποιόν του μακαρίτη άκρη δεν έβγαζα. Κρατούσα το μπλοκάκι μου και
σημείωνα αλλά στο τέλος αυτό που έγραφα ήταν ότι ήταν ένας ήσυχος άνθρωπος.
Έβγαζε καθημερινά το σκύλο του βόλτα και έβαζε βενζίνη στο αμάξι από το
πρατήριο της γειτονιάς. Ψώνιζε από τον Σκλαβενίτη και πάντα ήταν με ένα
χαμόγελο στα χείλη του. Η αλήθεια ήταν
ότι αμελούσε τη συντήρηση του σπιτιού του και όλοι του είχαν κάνει παρατήρηση
για το πόσο πολύ είχε παρατημένο τον κήπο του. Του έλεγαν ότι έπρεπε να
ξαναφτιάξει τη μάντρα και να κουρεύει πιο τακτικά το γρασίδι. Εκείνος τους απαντούσε
ότι θα τα φτιάξει μια μέρα, αλλά εκείνη η μέρα ποτέ δεν ερχόταν. Φορούσε
συνέχεια την ίδια μπλούζα και το μόνο που άλλαζε στις συνήθειες του ήταν η
μάρκα των τσιγάρων που κάπνιζε. Ήταν περίεργος άνθρωπος αλλά ήταν τόσο καλός!
«Άντε, ώρα να φεύγουμε τώρα», φώναξε ο αρχηγός. Του είπα ότι
θα μείνω λίγο ακόμα προσπαθώντας να ψάξω για κάποιο στοιχείο. Μου έριξε μια
γκριμάτσα απέχθειας και μου είπε να μην αργήσω αύριο στη δουλειά γιατί έπρεπε
να γράψω την έκθεση του συμβάντος έως τις εννιά το πρωί. Έγνεψα ένα ναι και κατευθύνθηκα
στον κήπο. Περιπλανήθηκα για λίγη ώρα μέσα στα ενός μέτρου αγριόχορτα,
ψάχνοντας και ‘γω δε ξέρω τι πριν τελικά σκύψω για να κόψω μια φοβισμένη
παπαρούνα από ανάμεσα τους.
Ίσως δεν ήταν μέσα στα καθήκοντα μου αλλά προσπάθησα να τη
βγάλω από τη ρίζα. Γυρνώντας στο σπίτι θα τη φύτευα σε ένα βαζάκι που θα έβαζα
μπροστά στο παράθυρο της κουζίνας μου. Ίσως αυτό να μου έφτιαχνε την αυριανή
ημέρα αλλά από την άλλη ποιος μπορεί να προβλέψει το μέλλον;