Μου την είχε σπάσει για τα καλά
εκείνη η χαλασμένη λάμπα που ένας θεός γνώριζε τον ανώμαλο εφευρέτη της. Την
είχα ξεβιδώσει και είχα πάρει σβάρνα όλα τα μαγαζιά που πουλάνε λάμπες. Τζίφος όμως.
Κανένας δεν γνώριζε το είδος αυτό. Μετά, όλο νεύρα, γύρισα στο δωμάτιο και
ξεπάτωσα το ντουί της. Άφησα ξοπίσω τα καλώδια να χάσκουν απειλητικά μέσα από
το φωτιστικό και πήρα και πάλι τους δρόμους. «Αφού δεν υπάρχει η λάμπα τότε θέλω
να αλλάξω το ντουί του φωτιστικού. Να μου δώσετε ένα ντουί που να παίρνει
λάμπες που έχετε. Αν είναι δυνατόν δώστε μου ένα ντουί που να παίρνει τις λάμπες
που πουλάνε περισσότερο» είπα στον πρώτο, στον δεύτερο και στον τρίτο πωλητή
που έτυχε να μιλήσω στα μαγαζιά που επισκέφτηκα, κρατώντας εκείνο το αθώο ντουί
με εκείνη την κακούργα λάμπα βιδωμένη μέσα του.
Όλοι τους άρχισαν να με ρωτάνε διάφορα
για το φωτιστικό αυτό, για τα βατ του, τα βόλτ του και ένα σωρό άλλες λεπτομέρειες
που εγώ δεν καταλάβαινα αλλά εκλάμβανα ως μια πονηρή πρόθεση εκ μέρους των
πωλητών για να μάθουν όλες τις πικάντικες πτυχές της διακόσμησης του σπιτιού ,
αφήνοντας παράλληλα τον χρόνο να τρέχει ανούσια και αγόγγυστα πάνω στη μηνιαία τους
μισθοδοσία.
Μετά από όλο αυτό βρέθηκα έξω από
ένα άλλο μαγαζί που η ταμπέλα του έλεγε πως πουλάει ηλεκτρολογικό υλικό «παντός
είδους». «Έ, εδώ σίγουρα θα έχω μια ευκαιρία παραπάνω» αναλογίστηκα και
μπούκαρα μέσα. Με υποδέχτηκε ένα τύπος που είχε ένα κίτρινο μούσι γύρω από το
στόμα του το οποίο γινόταν ολοένα και λευκότερο όσο οι πτυχώσεις των τριχών απομακρύνονταν
από αυτό. Κρατούσε ένα σβησμένο στριφτό τσιγάρο μεταξύ δείκτη και μέσου του
δεξιού του χεριού, ενώ το αριστερό του χέρι ήταν χωμένο μέσα στην αριστερή του
τσέπη. Του είπα λοιπόν όλη την πονεμένη μου ιστορία και εκείνος μου απίθωσε το
χέρι της αριστερής του τσέπης για να του ακουμπήσω τη λάμπα. Την πήρε και την
πλησίασε τόσο κοντά στα μάτια του που για μια στιγμή αναρωτήθηκα αν είχε πρόθεση
να τη βιδώσει στις κόγχες τους για να δει αν αυτή τελικά λειτουργεί.
«32,5 βατ» φώναξε σχεδόν και
αμέσως μετά είπε «να μια δύσκολη περίπτωση». Το τελευταίο βγήκε παρέα με μια
στριγγλιά από μέσα του. Άρχισε τότε να προχωράει και να χώνεται σε διαδρόμους
και σκάλες που υπήρχαν σε αφθονία μέσα σε εκείνο το μαγαζί το οποίο από έξω
έδειχνε πολύ μικρό αλλά μέσα ήταν πραγματικά απεριόριστο. Οι διάδρομοι ήταν
καμωμένοι για να χωράει κανείς ίσα ίσα ενώ ταυτόχρονα έπρεπε να προσέχει για να
μη ρίξει στο πέρασμά του τη σκονισμένη, ντανιασμένη, στρυμωγμένη, και σχεδόν σφηνωμένη
πραμάτεια που βρισκόταν στα ράφια εκατέρωθεν. Τον ακολούθησα έως ότου εκείνος
κάτσει σε ένα πάγκο ο οποίος είχε ακουμπισμένα ένα σωρό εργαλεία πάνω του.
Σχεδόν ξαλάφρωσα εκείνη τη στιγμή, αλήθεια λέω. Βρισκόμουν στο σωστό σημείο την
ύστατη στιγμή. Ο τύπος τότε πήρε ένα μολύβι από το τραπέζι, το στερέωσε στο
πτερύγιο του αυτιού του με το χέρι που κρατούσε το σβησμένο τσιγάρο, πέταξε το
τσιγάρο στο πάτωμα, κοίταξε τη λάμπα για λίγο, και μετά πήρε το μολύβι από το
αυτί και άρχισε να φτιάχνει το περίγραμμα της λάμπας πάνω σε μια απόδειξη που
υπήρχε εκεί. Κρατούσε τη λάμπα όρθια και γλυστρούσε το μολύβι γύρω της. Στα
μάτια μου όλα έμοιαζαν τόσο μαγικά που κάλλιστα θα μπορούσα να περάσω την
υπόλοιπη ζωή μου ερευνώντας πως το φωτιστικό αυτό θα μπορούσε κάποτε και πάλι
να λάμψει.
Μου τέντωσε το χέρι, αφήνοντας
την λάμπα να κυλήσει μέσα στη χούφτα μου και μου είπε «έως το τέλος της εβδομάδας
θα στην έχω». Έχοντας μείνει μαγεμένος δεν κατάφερα να αποκριθώ κάτι το
σημαντικό ή έστω τυπικό παρά μόνο του είπα «δηλαδή μπορείς να την βρείς;».
«Σίγουρος δεν είμαι παιδί μου
αλλά θα σε πάρω τηλέφωνο αν καταφέρω κάτι» μου απάντησε και μετά σηκώθηκε και
άρχισε να ελίσσεται σαν αρχαίος δαίμονας μεταξύ των διαδρόμων που οδηγούσαν προς
την έξοδο και το κυρίως κατάστημα.
Λίγο πριν τον χαιρετήσω του έκανα
άλλη μια ερώτηση.
«Αν δεν την βρεις, θα μπορούσαμε
να αλλάξουμε απλά το ντουί έτσι ώστε να δέχεται άλλη λάμπα;»
Και εκείνος μου αποκρίθηκε,
κοιτάζοντας με για πρώτη φορά ίσα στα μάτια με τέτοιο τρόπο που έδειχνε πως μόλις
είχα πει κάτι άπρεπο.
«Κάποτε τα έκανα και αυτά αλλά
τώρα πιά όχι. Αν βρω την λάμπα έχει καλώς, αν όχι δε μπορώ να πάρω την ευθύνη».
«Να βρεις την λάμπα; Μα τότε
γιατί την σχεδίασες στο χαρτί; Δεν θα προσπαθήσεις να την φτιάξεις; Να την
αναπαράγεις; Να την κάνεις να ανάψει ξανά;» είπα χωρίς να το σκεφτώ και εκείνος
με πλησίασε, έχωσε το μούσι του μπροστά μου και άρχισε να με κοιτάζει τόσο
έντονα και από τόσο κοντά που σχεδόν ένιωσα την αμηχανία που πρέπει να ένιωσε η
καμένη μου λάμπα καθώς την περιεργαζόταν.
«Κάποτε τα έκανα αυτά, αλλά τώρα
όχι πια παιδί μου. Θα σε πάρω τηλέφωνο αν προκύψει κάτι» μου είπε και η αύρα που
έβγαινε μέσα από τα κιτρινισμένα του δόντια με τίναξε στο πεζοδρόμιο όρθιο. Την
επόμενη στιγμή περπατούσα σχεδόν σα να με καταδίωκε και την αμέσως επόμενη
βρέθηκα στο σπίτι μου και κοιτούσα το φωτιστικό με τα καλώδια να χάσκουν επιδεικτικά
προς το μέρος μου.
Μέχρι να με πάρει τηλέφωνο όλα ήταν
πιθανά, αλλά έως τότε μπορούσα να έχω την πεποίθηση πως το δίχως άλλο εκείνος πρέπει να ήταν ο αρχικός κατασκευαστής αυτής της
λάμπας. Το δίχως άλλο, έτσι πρέπει να ήταν. Ένας κατασκευαστής που απαρνήθηκε
το δημιούργημα του και τώρα αφώτιστο παραμένει το δωμάτιο που μέσα του βρίσκομαι
να αναρωτιέμαι τέτοιου είδους ζητήματα.