Είναι δύσκολο να ζεις σε ένα κόσμο που τείνει να πιστέψει πως το τέλειο πρέπει
να μοιάζει και να είναι αψεγάδιαστο, καλά γυαλισμένο και με παντελή έλλειψη
εμφανών ελαττωμάτων.
Η σκέψη αυτή έρχονταν εδώ και ημέρες στο μυαλό μου. Γυρόφερνε, στην αρχή με ασάφεια και μετά αποκτώντας ένα
σχήμα οριστικό.
Πολλές ημέρες τυραννιέμαι πραγματικά και δεν μπορώ να ηρεμήσω πριν γυαλίσω
το αμάξι, το πάτωμα, αν δεν στοκάρω τα χτυπήματα στους τοίχους, αν δεν ξυριστώ
κόντρα, αν δεν είναι καλοσιδερωμένα τα ρούχα, και πάει λέγοντας. Αισθανόμουν
πως αν δεν γίνονταν πρώτα όλα αυτά, δεν θα μπορούσα να προχωρήσω (η αλήθεια
είναι πως αποκτώ μια κάποιου είδους ηρεμία με το να πέφτω στον καναπέ
αποκαμωμένος, έχοντας ρυθμίσει κάθε εκκρεμότητα και καταφέρνοντας να φέρω κάθε
λεπτομέρεια βόλτα). Αισθάνομαι για λίγο ασφαλής, πως μπορώ να ορίσω το μέλλον
μου, να το τιθασέψω, να το ελέγξω. Κοιτάζω με το ένα άγρυπνο μάτι, ενώ το άλλο
πέφτει για ύπνο, το ξεπλυμένο πάτωμα, το κρεμασμένο και ατσαλάκωτο πουκάμισο,
τον πεντακάθαρο νεροχύτη και από τη μια αισθάνομαι πως τα κατάφερα ενώ
ταυτόχρονα σκέφτομαι πως τώρα επιτέλους μπορώ να κάνω πράγματα που μου αρέσουν.
Και μετά; Μετά ανακαλύπτω πως τελικά δεν υπάρχουν πράγματα που μου αρέσουν
περισσότερο από το να γυαλίζω, να πλένω, να φέρνω στην ευθεία, να τοποθετώ
σωστά, να φροντίζω, να τικάρω σε λίστες εκκρεμοτήτων και να ξεσκονίζω.
Ανακαλύπτω πως δεν υπάρχει μεγαλύτερη απόλαυση από το να διώχνω μακριά κάθε
μικρό κόκκο σκόνης που πέφτει πάνω στην μακρουλή ευθεία της κανονικότητάς μου,
ταλαντώνοντάς τη, καθώς και να ξεπαστρεύω κάθε δακτυλιά που με φρίκη ανακαλύπτω
πάνω στις λουστραρισμένες επιφάνειες της ζωής μου.
Και τότε είναι που φρίκαρα και η σκέψη που τόσες ημέρες ζουζούνιζε στο
μυαλό μου, πήρε σχήμα οριστικό.
Το μέσο έγινε αυτοσκοπός. Αυτή η καταραμένη στιγμή! Σα μαραγκός που λάτρεψε
το σκαρπέλο του τόσο πολύ που αποφάσισε να μη το φθείρει ξανά πάνω σε ξύλο. Έφθασα
και εγώ σε τέτοιο σημείο που αγάπησα το δικό μου σκαρπέλο και ξέχασα την
ξυλογλυπτική. Και κοιτάζω τώρα τις τέλειες ευθείες και τις καθαρές επιφάνειες
που δεν έχουν τίποτα να μου πουν και τίποτα δεν προσθέτουν. Ανοίγω την
τηλεόραση, κοιτάζω ευτυχισμένους ανθρώπους να φοράνε ντελικάτα ρούχα, να
οδηγούν καλογιαλισμένα αμάξια και να περπατάνε σε αψεγάδιαστα πατώματα και όλοι
τους γελάνε τόσο πολύ. Έχουν δίπλα τους πανέμορφους και τέλειους συντρόφους και
τέλεια, πεντακάθαρα και πανευτυχή μωρά, μένουν σε τέλεια σπίτια, σε τέλειες
γειτονιές και ο καιρός είναι για κοντομάνικο πάντα, και οι πλάκες των
πεζοδρομιών πάντα είναι λευκές και οι αρμοί τους ακόμα περισσότερο λευκοί. Και
αν μπεις μέσα στην εικόνα, σκύψεις και κοιτάξεις στην ευθεία του κάθε αρμού των
πεζοδρομίων, θα δεις με έκπληξη πως ο κάθε ένας είναι σε ευθεία γραμμή και αν
σηκώσεις το μάτι τότε θα ανακαλύψεις πως όλοι είναι παράλληλοι μεταξύ τους. Ποτέ
τους δεν συναντιούνται, αλλά ούτε καταλήγουν πουθενά. Σα τις τέλειες ζωές μας, τις
ατσαλάκωτες, ναι, αυτές που προσπαθούμε να φτιάξουμε, κάθε μέρα και
περισσότερο. Στις διαφημίσεις όμως, όσοι περπατάνε σε τέτοια πεζοδρόμια, δείχνουν
ευτυχισμένοι, περπατάνε πάνω τους δίχως φόβο για κάποια ξεχαρβαλωμένη πλάκα, η
χαρά ξεπηδά μέσα από τα χαμογελαστά τους μάτια. Όσο πιο πολύ κοιτάζω αυτή την
εικόνα τόσο επικεντρώνομαι στο μέσο και όχι στο χαμόγελο. Παλεύω για αυτές τις ευθείες
γραμμές, ξύνω κάθε γρέζι, τρίβω κάθε λεκέ, σιδερώνω κάθε πιέτα, οργανώνω το
παραμικρό με τέτοια εμμονή στη λεπτομέρεια που θα μπορούσα να δώσω μερικά
μαθήματα σε νευροχειρούργο.
Και προσπαθώ να γυαλίσω τόσο πολύ τη ζωή μου και σχεδόν το έχω καταφέρει
αλλά δεν μου μοιάζει πως έχω καταφέρει να δείχνω σαν διαφήμιση. Να έχω εκείνο
το χαμόγελο εννοώ. Όλες εκείνες οι minimal σχεδιαστικές ευθείες που θα απλοποιούσαν την πολυπλοκότητα της σύγχρονης
ζωή που ζω δεν τελειώνουν κάπου. Συνεχίζουν με εμένα καβαλάρη πάνω τους προς το
απόλυτο πουθενά.
Θα ήθελα λίγη βρωμιά, λίγη αντικανονικότητα, ρόζους πάνω σε έπιπλα και φθαρμένες
γωνίες στους τοίχους. Θα ήθελα να μπορώ να μη δίνω σημασία. Να καταλάβω πως
αυτό το μέσο δεν οδηγεί πουθενά, είναι η γραμμή δίχως τερματικό σταθμό. Το
τραίνο που μπορείς κάλλιστα να πάρεις και να μείνεις ήσυχος πως αν σε πάρει ο
ύπνος κανένας δε θα σε ξυπνήσει πως επιτέλους έφτασες.
Καθώς ο ύπνος διπλοκλείδωνε τα μάτια μου στη νύχτα, ονειρεύτηκα εκείνο το
βιντεάκι. Έδειχνε ένα τύπο που ρωτούσε: «Τι θα έπαιρνες μαζί σου αν επρόκειτο
να ανεβείς στο βουνό;». Τον έδειχνε να παίρνει στην αρχή βαλίτσες με κάθε λογής
εργαλείο, σωστικό μέσο, τρόφιμο, οτιδήποτε και μετά να το κουβαλά ξέπνοως,
προσπαθώντας να προσεγγίσει την κορυφή. Μετά τον έδειχνε, με ένα μικρό
βαλιτσάκι πλάτης όντας καταφέρνοντας να φτάσει στην κορυφή, κουρασμένο αλλά
απόλυτα και απέραντα ευτυχή, να λέει: «Πήρα τα απαραίτητα μαζί μου, την εικόνα
για το που θέλω να φτάσω και ένα κολατσό».
Τον χαιρόμουν εκείνο τον τύπο. Δε προσπαθούσε να γίνει μια τέλεια ευθεία. Ίσως φοβόταν πως αν όλοι τελικά κάποτε γινόντουσαν τέλειες ευθείες, απόλυτα παράλληλες και συντονισμένες μεταξύ τους, τότε το μόνο πράγμα που θα γινόταν είναι να μη συναντηθούν πότε οι πορείες τους και κυρίως να μη τερματίσουν πουθενά παρά να συνεχίσουν να χαράζουν τις τέλειες πορείες στους στο σύμπαν δίχως κανένα σκοπό παρά μόνο αυτόν της ανάγκης της μη παρέκκλισής τους.
Το επόμενο πρωί ξύπνησα και αισθανόμουν καλύτερα. Ίσως λίγος κυρτός, καθότι ο ύπνος με είχε πάρει στον καναπέ.
Τον χαιρόμουν εκείνο τον τύπο. Δε προσπαθούσε να γίνει μια τέλεια ευθεία. Ίσως φοβόταν πως αν όλοι τελικά κάποτε γινόντουσαν τέλειες ευθείες, απόλυτα παράλληλες και συντονισμένες μεταξύ τους, τότε το μόνο πράγμα που θα γινόταν είναι να μη συναντηθούν πότε οι πορείες τους και κυρίως να μη τερματίσουν πουθενά παρά να συνεχίσουν να χαράζουν τις τέλειες πορείες στους στο σύμπαν δίχως κανένα σκοπό παρά μόνο αυτόν της ανάγκης της μη παρέκκλισής τους.
Το επόμενο πρωί ξύπνησα και αισθανόμουν καλύτερα. Ίσως λίγος κυρτός, καθότι ο ύπνος με είχε πάρει στον καναπέ.