Ο Φίλιππος Γαλιάσος γεννήθηκε το 1972 στην Αθήνα και έχει αποφοιτήσει από το Ο.Π.Α. To βιβλίο «Δι

Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2014

ΧΟΝΤΡΑ ΨΕΜΜΑΤΑ


Τον άκουγα να μιλάει και να μιλάει, να λέει ψέματα, το ένα πίσω από το άλλο ή και με την ανάποδη σειρά. Μιλούσε τόσο πολύ, με τόσο πάθος που οι ακροατές δεν έβρισκαν κάποιο κενό στον χρόνο για να μπουκάρουν μέσα και να αξιολογήσουν τα λεχθέντα. Εκείνος είχε γίνει μεγάλος τεχνίτης σε αυτή την τέχνη. Στην τέχνη της αποπλάνησης, παραπλάνησης, διαστρέβλωσης ίσιων πραγμάτων και ξεχειλίσματος μισογεμάτων ποτηριών. Μπορούσε να φέρει ένα πλανήτη πέντε σβούρες ή ακόμα και να του αλλάξει τροχιά.
Περίμενα πίσω από την πόρτα, ακούγοντας για εκείνο τον φανταστικό εαυτό μου μέσα από το ξεδοντιάρικο του στόμα. Τον σκεφτόμουν έτσι όπως τον είχα αφήσει. Κοντό τόσο σα κάθε του ψέμα να τον έκανε ολοένα και μικρότερο, χοντρό σα κάθε του κουβέντα να του ξεχείλωνε την κυριαρχική του κοιλιά. Υπήρχαν λίγοι άνθρωποι που είχαν καταφέρει κάτι αντίστοιχο και τα βιβλία περιέγραφαν τους σκληρούς θανάτους που είχαν βρει. Εκείνο που δεν περιέγραφαν τα βιβλία ήταν η μίζερη, στενή και άχρωμη ζωή τους.
Περιμένοντας λοιπόν πίσω από την πόρτα, ακούγοντας τα ψέματα στη σειρά και ένα βουβό πλήθος που ήθελε από κάπου να πιαστεί για να φρενάρει την πτώση της νοημοσύνης του, δεν άντεξα και μπήκα μέσα.
Τους έφερα μια γύρα στο βλέμμα μου και έκανα δύο βήματα ακριβώς για να μπορώ να σταθώ στο κέντρο τους. Είχε καταφέρει να στρέψει τους πάντες εναντίον μου και μάλλον είχα λίγες ελπίδες να επιζήσω τώρα πια. Δεν είχε νόημα να φέρω τα λοξά στην ευθεία τους, δεν είχε καμιά ελπίδα να προσπαθήσω να αποδείξω. Περίμενα μόνο για την πρώτη κίνηση και όταν αυτή έγινε, σβάρνισα το πάτωμα και βρέθηκα πίσω από τη ραχοκοκαλιά του. Τον έπιασα από την κοιλιά και τον έσφιξα. Άρχισε να ξερνάει, μέσα από εκείνο το τεράστιο στομάχι πετάχτηκαν κάθε λογής πράγματα. Τα περισσότερα ενδιαφέροντα, έπεφταν πάνω στο τραπέζι, στο πάτωμα, στις καρέκλες στις μπλούζες, στα κεφάλια. Άλλα τινάζονταν και κολλούσαν στο ταβάνι σα φρέσκος πλακούντας. Είδα τον κόσμο να εναλλάσσει τις θέσεις του, να ψάχνει, να βουτάει μέσα στους εμετούς του και να ξαφνιάζεται. Άλλοι έβρισκαν χαμένα πράγματα που τους είχε κλέψει κάποτε, άλλοι έβρισκαν κρυμμένες λύσεις στα προβλήματα τους, άλλοι - βλέποντας τους υπόλοιπους να κερδίζουν λάφυρα - βουτούσαν μέσα και έφερναν απλωτές μέσα στα γαστρικά του υγρά.
Τον έσφιγγα ολοένα και περισσότερο, μέχρι να αδειάσει τελείως, μέχρι να μείνει μόνος με τον εαυτό του χωρίς όλα εκείνα που είχε παραχώσει όλα αυτά τα χρόνια μέσα στην τσιτωμένη του κοιλιά. Αν κάποιος από εσάς δοκίμαζε κάτι αντίστοιχο σε κάποιον πολιτικό θα ήταν θαυμαστός ο τρόπος με τον οποίο θα είχαν λυθεί ένα τσούρμο προβλημάτων.
Στο τέλος έμεινε σκέτος, ένα απολυφάδι σωστό. Μόνο δέρμα σχεδόν και κάτι κόκαλα να τον συγκρατούν στην ανθρώπινη στάση. Χαλάρωσα τη λαβή μου και έγειρα πίσω. Κατάφερε να σταθεί μόνο για μερικά δευτερόλεπτα όρθιος. Σα να προσπαθούσε να χαρεί για λίγο ακόμα την ανθρώπινη του όψη. Παρατηρούσα τον κόσμο εκεί μέσα να παραχώνει πράγματα και αλήθειες μέσα στις τσέπες, κάτω από παλτά και ανάμεσα από τις χούφτες του. Ξαφνικά όλοι έμοιαζαν απολύτως ικανοποιημένοι, παρότι πριν από λίγο εκείνος εκεί ο τύπος έμοιαζε σαν ο απόλυτος σωτήρας. Λίγοι γνώριζαν την εξίσωση. Όσο μεγαλύτερο το ψέμα τόσο ταχύτερη η απομάκρυνση όλων των στοιχείων που πίστεψαν σε αυτό. Η αλήθεια απεναντίας είχε αργούς χρόνους, μάζευε λίγους οπαδούς, σε όλα τα μήκη και πλάτη του χορο-χρόνου η αλήθεια έκανε μικρές πωλήσεις αλλά με ένθερμους και πιστούς φίλους. Κάτι που δεν κατάφερε το ψέμα ποτέ και πουθενά.
Εκείνος άρχιζε να λυγίζει και δεν πήρε πολύ ώρα έως ότου τα χέρια του ακουμπήσουν στο έδαφος. Ξάπλωσε μπρούμυτα και άρχισε να λικνίζεται σα χτυπημένη σαρανταποδαρούσα. Η ταχύτητα του οξύνθηκε και ξεκίνησε να έρπει μέσα στο χώρο. Σε κάθε του λίκνισμα γινόταν και μικρότερος. Η μετάλλαξη του είχε μια απίστευτη ταχύτητα και η περιέργεια μου για να δω που το πήγαινε και τούτη τη φορά με έκανε να τον ακολουθήσω σε όλη του την πορεία. Έμοιαζε σα να έψαχνε απεγνωσμένα για μια έξοδο. Τον πήρα από πίσω στο διάδρομο, στο δωμάτιο στα αριστερά και στη συνέχεια μέσα στην τουαλέτα. Πριν καταφέρω να τον δω καθαρά η άκρη του ματιού μου πέτυχε τα μικροσκοπικά του ποδαράκια να χώνονται μέσα στο σιφόνι του δαπέδου. Έσκυψα και τον είδα να έχει γίνει μια μικρή μπαλίτσα εκεί μέσα, μέσα από το σιδερένιο σχαράκι του σιφονιού.
Σκέφτηκα να τραβήξω το σχαράκι και να τον ισιώσω με τα δάκτυλα μου αλλά ήταν πολύ λίγο για ένα τόσο τρανό τύπο σα του λόγου του. Άνοιξα μόνο τη βρύση του νιπτήρα και τον παρατήρησα να κολυμπάει για λίγο πριν χαθεί για τα καλά μέσα στην τετράποντης διατομής πλαστική σωλήνα της αποχέτευσης.
Αυτή τη φορά είχε πάρει το σωστό δρόμο. Τα βρόχινα, καθαρά νερά έβγαιναν στα κράσπεδα μέσω των υδρορροών και τα βρώμικα νερά πήγαιναν στην αποχέτευση.
Αυτή ήταν η πρώτη φορά που εκείνος ο τύπος είχε βρει τον σωστό δρόμο, αν και τώρα πλέον τείνω να πιστέψω πως τα σκατά τα ίδια δεν θα συμφωνούσαν με αυτό.

Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2014

ΒΙΒΛΙΑ ΣΤΟ ΜΕΤΡΟ

Στο μετρό, μεσημέρι Παρασκευής, μπήκα στο βαγόνι, κάθισα, κοίταξα λίγο έξω να σιγουρευτώ πως απομακρυνόμουν και μετά κοίταξα την ηλεκτρονική ταμπελίτσα μέσα για να σιγουρευτώ πως δεν έκανα λάθος στην κατεύθυνση όπως τόσες άλλες φορές στο παρελθόν.
Στη συνέχεια έβγαλα ένα βιβλίο και ξεκίνησα να το καταπίνω. Ο Γκίντερ Γκράς και το ταμπούρλο του είναι μια μελωδική παρέα κάτι τέτοιες ώρες.
Οι στάσεις περνούσαν σα σελίδες από τη ματιά μου όπως οι άνθρωποι μπαινόβγαιναν στα έγκατα της Γης, μέσα στο Μετρό και μέσα στο βαγόνι που εγώ βρισκόμουν. Δεν έδινα σημασία, όντας χωμένος μέσα στο βιβλίο μου. Μόνο αφού βγήκα έφερα στο μυαλό μου τις φευγαλέες εκείνες εικόνες που μάζεψα σηκώνοντας που και που το βλέμμα μου από τις γραμμές του βιβλίου για να δω τις γραμμές του τραίνου και τις γραμμές των ανθρώπων που περίμεναν να βγουν ή να μπουν στο βαγόνι.
Η συλλογή αυτή είχε ενδιαφέρον.
Μια γυναίκα όμορφη, ένας άντρας οικοδόμος γύριζε σπίτι, ένας ζητιάνος κυριλέ που πουλούσε στιλούς με τρία χρώματα ο καθένας. Μόνο πενήντα λεπτά παρακαλώ. Ένας ζητιάνος με εγκαύματα σε όλη του την αριστερή πλευρά, μια φοιτήτρια που διάβαζε για να φύγει κάποτε από την Ελλάδα, μια έγκυος που χάιδευε την κοιλίτσα της, ένας ιδρωμένος δικηγόρος με τα εξώδικα υπό μάλης και τέλος ένας νεαρός με τόσο όμορφο παρουσιαστικό και ντύσιμο που ήμουν σίγουρος πως ακόμα δεν έχει πάρει πρέφα από το παραμικρό.
Κάπου εκεί ένοιωσα άσχημα.
Ένοιωσα άσχημα πραγματικά.
Είπα πως είμαι στον κόσμο μου για να κάθομαι να διαβάζω αντί να παρατηρώ όλη αυτή την ποικιλία του κόσμου που όχι μόνο φτιάχνουν ένα ολόκληρο βιβλίο αλλά φτιάχνουν πολλά βιβλία που μπερδεύουν τις σελίδες τους το ένα με το άλλο, ανταλλάσσουν φράσεις, προτάσεις και δεν ξέρω και άλλο τι.
Μετά από λίγο ένοιωσα καλύτερα.
Πραγματικά καλύτερα.
Μη με ρωτάτε το γιατί, γιατί είτε ψέμματα θα σας πω ή θα σας απαντήσω πως δεν με ρωτήσατε το γιατί ένοιωσα άσχημα αρχικά. Γιατί λοιπόν να με ρωτάτε τώρα που νιώθω καλά διαβάζοντας τις τόσες διαφορετικές ιστορίες που οι άνθρωποι γύρω μας μας λένε και ενώ εκείνοι δεν μιλάνε, μια ιστορία βουβή αφηγούνται και εγώ τους ακούω παρόλο που αυτή δε μου μιλάνε, διαβάζοντας ένα τόσο υπέροχο βιβλίο σαν αυτό του Γκράς;