Θέλω να ξορκίσω το «δεν». Κάθε τι
καινούργιο που θέλω, ορέγεται να ξεκινάει αρνητικά. Είναι ο φόβος; Είναι η
ανασφάλεια να θελήσω κάτι; Ακόμα και ευχή να κάνω, πλέον από το «δεν» θα την
ξεκινήσω. Αυτό λέγεται φοβία. Ναι λοιπόν! Έχω φοβία να ξεκινήσω προτάσεις αν
πρώτα δε βάλω το «δεν» μπροστά τους. Θέλω ειρήνη αλλά αντί αυτού θα πω «δε θέλω
άλλο πόλεμο». Θέλω προοπτικές, αλλά αντί αυτού θα πω: «δεν θέλω να βαλτώσω
περισσότερο». Θέλω λίγη αγάπη αλλά αντί τούτου θα ψελλίσω μόνο: «δεν αντέχω
άλλο μίσος.»
Θα πείτε πως με λίγη καθαρή
μαθηματική σκέψη, το αποτέλεσμα το ίδιο είναι. Θα πείτε πως αν εύχεσαι να μη
γίνει το χειρότερο, τότε το καλύτερο θα ξεπροβάλει. Δίκιο θα έχετε. Και εγώ
έτσι το έβλεπα. Μέχρι σήμερα. Μέχρι ετούτη εδώ ακριβώς τη στιγμή που το τελευταίο
«δεν» ξεμπούκαρε από το κεφάλι μου. Και τώρα λέω στον εαυτό μου πως όλες οι
σκέψεις και όλες οι προτάσεις που ξεκινάνε από «δεν», δεν είναι ευχές,
προτάσεις, μήτε τίποτα. Είναι μια σκέτη τρύπα κάπου, στο κέντρο του κενού. Αν
ξεκινάει κανείς μια πρόταση με «δεν» αυτό δεν είναι τίποτε άλλο παρά μόνο να
κάνει ένα βήμα στο σκοτάδι, κοιτάζοντας πίσω. Κοιτάζοντας προς την πλευρά του
τρόμου, ευχόμενος να μη συμβεί το χειρότερο, ρίχνει μια ευχή. «Δεν θέλω να
έρθει το τέρας να με κάνει μια χαψιά μέσα στην άγρια τούτη νύχτα.» λέει. Και τα
βήματα του ολοένα και λοξεύουν, το βλέμμα τρεμοπαίζει, η προοπτική στενεύει, ο
φόβος μπουκάρει γενναία μέσα. Ένα γενναίο φαγοπότι με τα σωθικά μόλις ξεκινά.
Από ένα μόλις «δεν».
Ο τρόπος που ξεκινά η πρόταση,
είναι ο τρόπος που η σκέψη βαραίνει. Ο τρόπος που οι λέξεις χοροπηδάνε μέσα
στην πρόταση δε δείχνει μόνο τις πολλές επιλογές του συντακτικού αλλά και τη
δική σου κατάσταση. Μπορείς να πεις το ίδιο ακριβώς πράγμα με πολλούς
διαφορετικούς τρόπους, ο τρόπος όμως που το λες δηλώνει το τι νιώθεις και το
που σκοπεύεις να πας. Αν σκεφτώ ένα απλό παράδειγμα θα ήταν με τη Λόλα.
«Λόλα, να ένα μήλο» (φοβάσαι μη
φύγει. Πρώτα τη φωνάζεις να γυρίσει και μετά της δίνεις το δώρο. Σχεδόν
απεγνωσμένα.)
«Να ένα μήλο, Λόλα.»(είσαι
ορθολογιστής. Δε καίγεσαι για κάτι περισσότερο από ένα απλό πήδημα. Δίνεις το
μήλο πρώτα και μετά κάνεις παιχνίδι.)
«Ένα μήλο για σένα Λόλα.» (Λίγο
ρομαντικός είναι η αλήθεια. Σα να περπάτησες μέσα στην έρημο για να κόψεις και
να προσφέρεις το μήλο στην αγαπημένη σου.)
«Για σένα Λόλα. Να ένα μήλο.»(Πραγματικά
μελό. Νομίζεις πως έχεις κάνει τα πάντα για αυτήν. Η αλήθεια είναι πως
περιμένεις μια σίγουρη απόρριψη και μια μοναχική νύχτα δίχως Λόλα.)
«Δε θα μείνεις νηστική Λόλα. Να
ένα μήλο.» (Πραγματικά αξιολύπητο. Της υπενθυμίζεις το πόσο πεινασμένη είναι.
Μη περιμένεις κάτι περισσότερο από το να κοιμηθεί αφού πρώτα φάει το μήλο.)
Ίσως αν το σκεφτώ παραπάνω να
φτιάξω και άλλες προτάσεις με τη Λόλα και το μήλο αλλά πιστεύω πως έγινα
κατανοητός. Ο τρόπος που ξεκινάμε να μιλάμε, είναι ο τρόπος που σκεφτόμαστε. Η προτεραιότητα
που δίνουμε στα ρήματα, τα ουσιαστικά και τα επίθετα είναι αυτό που μας
χαρακτηρίζει. Μπορούμε να πούμε το κάθετι με χίλιους δύο μαγικούς τρόπους.
Μπορούμε να χτίζουμε και να γκρεμίζουμε. Να μιλάμε και να μιλάμε. Αν κάποτε
όμως μας έρθει να γράψουμε κάτι που ξεκινάει από «δεν» καλό θα ήταν να ξέρουμε
πως δε κάνουμε ευχή, δε γράφουμε προσευχή. Αν οι προτάσεις μας ξεκινάνε από
«δεν» τότε μόνο παρακαλάμε τους φόβους μας να μη μας χλαπακιάσουν.
«Δεν θέλω να πεθάνω»
Συγκρίνετε το με το εξής:
«Να μείνω ζωντανός μόνο. Τίποτε
άλλο δε θέλω»
Το δεύτερο δείχνει μια επιπλέον
προοπτική. Πως σκεφτόμαστε για εκείνα που έχουμε αφήσει ατελείωτα μπροστά μας.
Για εκείνα που τελικά θα φέρουμε εις πέρας.
Η δεύτερη πρόταση δείχνει τελικά πως η Λόλα θα έρθει στο κρεβάτι μαζί
μας και θα το γεμίσει με χυμούς από το μήλο.
…
Πλέον φοβάμαι να βάλω μπροστά από
τις προτάσεις μου το «δεν».
Αν κάποτε το βάλω ξανά θα είναι
μόνο για να γράψω:
«Δεν τέλειωσα ακόμα ρουφιάνοι
νεκροθάφτες!»