Ο Φίλιππος Γαλιάσος γεννήθηκε το 1972 στην Αθήνα και έχει αποφοιτήσει από το Ο.Π.Α. To βιβλίο «Δι

Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2017

Η ΦΑΡΜΑ ΤΩΝ ΜΗΧΑΝΩΝ

Μετά την μηχανή του εσπρέσο που τα έφτυσε, αφήνοντας μια κενή θέση στον πάγκο της κουζίνας και στην καρδιά μου, το ψυγείο αρχίζει και κάνει διάφορους παράξενους θορύβους μέσα στο σκοτάδι της καληνύχτας μου. Πότε "μπζζζζ" και άλλοτε "κρουτς-κρουτς". Ίσως να ζήλεψε την τρυφερότητα με την οποία νοσήλευσα την εσπρεσιέρα (μπορεί και οι μηχανές να έχουν αισθήματα. Αν κανείς σκεφτεί πως ο θεός έφτιαξε τον άνθρωπο με αισθήματα, τότε γιατί όχι; Μπορεί και ο άνθρωπος τελικά να έχει φτιάξει μηχανές με αισθήματα).
Κάποιο "μπζζζ" με ξύπνησε μέσα στην ήρεμη κατά τα άλλα νύχτα και κίνησα για το ψυγείο. Στάθηκα μπροστά του και του χάιδεψα την πάνω πόρτα. Έγειρα πάνω του και του μιλούσα, του έλεγα λόγια τρυφερά, λόγια αγάπης. Του έλεγα πως δε θέλω και αυτό να με αφήσει, του έλεγα πως λατρεύω τα παγάκια που μου φτιάχνει και μου αρέσει η ιδέα να καλύπτει άλλον ένα κενό χώρο στην κουζίνα. Προσπάθησα να του εξηγήσω πως είναι πολύ μεγάλο για τα μέτρα μου για να αρχίσω να το φέρνω βόλτες στους μαστόρους και πως με την ιδιαίτερη του ιδιοσυγκρασία έπρεπε να δει τα πράγματα πιο ψύχραιμα όπως συνήθως έκανε.
Η νύχτα περπατούσε πάνω στο λεπτοδείκτη του ρολογιού του φούρνου. Μια μπαλαρίνα σκέτη. Πρόσεξα την ψηφιακή της ένδειξη να αναβοσβήνει στο κατράν και είπα: "Μη με παρατάτε όλες σας τώρα. Αν έχετε αισθήματα θα πρέπει να τα συμπεριλάβετε στις αποφάσεις σας, αν πάλι όχι τότε πως γίνεται να με αφήνετε σιγά σιγά όλες μαζί; Αν πάλι πρόκειται για κάποιου είδους εξέγερση τότε θα πρέπει να γνωρίζετε πως εγώ ποτέ δε σας εκμεταλεύτηκα. Σας καθάριζα, σας τάιζα ρεύμα, σας άλλαζα τακτικά τις τσιμούχες, μπορεί να σας είχα αγοράσει σας σκλάβες στο παζάρι αλλά μετά σας φερόμουν σαν πριγκίπισσες λαχταριστές και ζουμερές".
Ξαφνικά το ρολόι πάνω στον φούρνο έκανε δύο κωλοτούμπες στους αριθμούς του και τίναξε τα ποδαράκια του στο ταβάνι, εξαφανίζοντας κάθε του ύπαρξη. Εγώ εξακολουθούσα να χαϊδεύω την πάνω πόρτα του ψυγείου μου έως ότου αισθάνθηκα μια υγρασία στις πατούσες μου που κατά πάσα πιθανότητα προέρχονταν από την κάτω του πόρτα. Είτε έτρεφε ιδιαίτερα αισθήματα για μένα, είτε απλά είχε και αυτό με τη σειρά του τινάξει τα πέταλα.
Απομακρύνθηκα διακριτικά, και σε αυτή μου τη διαδρομή προς το κρεβάτι, προσπάθησα να μη συναντηθώ με κάποια άλλη συσκευή που έχει δημιουργηθεί από ανθρώπου χέρι.
Ήμουν σίγουρος πως τελικά και οι μηχανές είχαν αισθήματα και λογική. Εκεί που εγώ νόμιζα πως απλά μπαίνοντας στην πρίζα εκείνες λειτουργούν, μια νέα πραγματικότητα ανοίγονταν μπροστά μου, τραβώντας τα κουρτινάκια της στο πλάι.
Αν ο άνθρωπος απογοητεύονταν από τη λειτουργία των δημιουργημάτων του, τότε γιατί όχι και ο θεός από τους ανθρώπους;
Μεγάλα ερωτήματα. Αναπάντητα σα τις περισσότερες κρίσιμες ερωτήσεις. Ειδικά αν αυτές ξεκινάνε από τα παγάκια που πλέον δεν μπορούν να γίνουν. Το συνηθισμένο πρόβλημα του να φτιάχνεις κάτι για ένα συγκεκριμένο λόγο και ξαφνικά εκείνο να αποκτά τη δική του υπόσταση.
Αν ο θεός με έφτιαξε για να παράγω παγάκια, να φτιάχνω καφέ ή να βράζω νερό τότε θα αρκούσε να μου το κάνει σαφές εξαρχης. Δεν θα τον παρεξηγούσα, όπως οι μηχανές εμένα.
Γλιστρώντας μέσα στα στρωσίδια μου, χάρηκα που το κρεβάτι μου δεν είχε κάτι το ηλεκτρονικό πάνω του.
Όταν με πήρε ξανά ο ύπνος μια τάβλα θα έσπαζε. Ίσως γιατί και τα κρεβάτια, ανθρώπου χέρι τα είχε φτιάξει. Εγώ όμως κοιμόμουν βαθιά για να μπορώ να το αντιληφθώ.
Και καθότι το ξυπνητήρι μου θα χαλούσε με τη σειρά του, δεν σκόπευα να ξυπνήσω σύντομα.