Ο Φίλιππος Γαλιάσος γεννήθηκε το 1972 στην Αθήνα και έχει αποφοιτήσει από το Ο.Π.Α. To βιβλίο «Δι

Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2016

Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΑΤΗΡΙΟΥ Ή ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ ΤΟΥ ΝΑ ΕΧΕΙΣ ΓΕΝΝΗΘΕΙ ΣΤΗ ΚΑΛΗ ΠΛΕΥΡΑ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ

Είσαι 40 και κάτι ψιλά. Μεγάλωσες ακούγοντας Rock και ανεξάρτητη σκηνή. Γεννήθηκες τότε που η χούντα πέθανε, και όταν έπαιζες έξω, μπορούσες να δεις κόσμο να περιφέρεται με τις σημαίες της αλλαγής. Όσο μεγάλωνες οι επιλογές σου αμβλύνονταν, μπήκε το χρώμα στην τηλεόραση και ξεπήδησαν πολλά κανάλια, μπορούσες πλέον να αγοράσεις αμερικάνικα τζινς δίχως να χρειαστεί να ταξιδέψεις. Ήταν η εποχή που οι νοικοκυρές ήταν ακόμα χαρούμενες στις διαφημίσεις. Γεννήθηκες τη σωστή στιγμή λοιπόν. Σαν όλα να είχαν προρρυθμιστεί υπέρ σου. Σαν ο αγώνας που έκαναν οι τσολιάδες και οι εξεγερθέντες του Πολυτεχνείου να έγινε για να μπορείς εσύ να έχεις όνειρα που θα πραγματοποιηθούν.
Και κάπου εκεί, στο ενδιάμεσο όσο εσύ μεγάλωνες, βγήκαν και άλλα ωραία πράγματα. Έπαιζες πάκμαν με τις ώρες, έζησες την γέννηση του διαδικτύου, είχες γονείς που ήθελαν να σπουδάσεις αντί να τρέχεις να τσαπίζεις στα χωράφια, είχες ελεύθερο χρόνο και μπορούσες να παίζεις και χρήματα για να βγαίνεις με τους φίλους σου. Και άλλα πολλά που όσο εσύ γέμιζες από αισιοδοξία, εκείνα έπαιρναν τις δικές τους πορείες και δεν συναντηθήκατε πουθενά τελικά. Γεννήθηκες ελεύθερος και έτοιμος να δημιουργήσεις το μέλλον σου δίχως φραγμούς.
Και τελικά, τώρα που είσαι 40 και κάτι ψιλά, θυμάσαι όλες εκείνες τις στιγμές τις νιότης και σου μοιάζει σαν όνειρο το παρελθόν. Για το μέλλον έχεις πάψει να σκέφτεσαι. Ίσως μεγάλωσες, ίσως βάρυνες, ίσως το πιο ονειρικό κομμάτι να μοιάζει μόνο το παρελθόν σου, ενώ το μέλλον απλά χάσκει αβέβαιο.
Διάλεξες λάθος; Κανείς δεν ξέρει. Κανένας δεν μπορεί να πει με σιγουριά. Ξέμαθες να ονειρεύεσαι, όπως οι παλιότεροι μπορούσαν; Ίσως. Κανείς δεν ξέρει. Κανένας δεν μπορεί να πει με σιγουριά. Αποφάσισες να λουφάρεις περισσότερο από αυτό που σου αναλογούσε; Διάλεξες να γίνεις golden boy/girl; Επέλεξες να ζήσεις αντί να παλέψεις γι'αυτό; Κανένας δεν ξέρει με σιγουριά.
Το βλέπω διαφορετικά κάπως. Σα να ξυπνάς έχοντας μόλις δει ένα όνειρο ή έναν εφιάλτη.
Όταν έχεις δει όνειρο, μετά σε καταθλίβει η πραγματικότητα. Όταν έχεις δει τον εφιάλτη το πρώτο που ψάχνεις είναι να κρατηθείς από κάτι που σου λέει πως αυτό δεν είναι αλήθεια, και όταν κοιτάζεις ιδρωμένος το ταβάνι του δωματίου σου καταλαβαίνεις το που βρίσκεσαι και πως ό,τι έχεις δει είναι ψέμα. Κάπου εκεί εισβάλει η πραγματικότητα ως βάλσαμο στις λυσσαλέες σκηνές του εφιάλτη που είδες. Όταν ξεπηδάς από τις φλόγες παίρνεις τις καλύτερες σου ανάσες.
Γεννήθηκες την εποχή εκείνη που μπορούσες να ονειρευτείς το καλύτερο μέλλον. Γεννήθηκες σε μια εποχή και σε μια περιοχή που δεν υπήρχαν πόλεμοι και ο προοδευτισμός δρασκέλιζε την ιστορία για να μπορέσει να ξεπεράσει τον αέναο της κύκλο. Και συ; Τι έκανες εσύ; Δεν αμύνθηκες απέναντι σε κανένα εχθρό. Το μόνο που είχες να πράξεις ήταν να δημιουργήσεις το όνειρο σου. Και κάπου χάθηκες στην πορεία, κάπου άραξες ή κάπου άραξαν άλλοι. Οι μεγάλοι εχθροί συσπειρώνουν τους αμυνόμενους ενώ όταν οι αμυνόμενοι βρεθούν σε καιρό ειρήνης αισθάνονται κάπως άβολα να συνεργαστούν.
Δεν ξέρω τι έφταιξε και πήγαν στράφι τόσες καλές συγκυρίες. Αν ήμουν οπαδός θα τα έριχνα στον διαιτητή αλλά τώρα παίζαμε δίχως αυτόν. Ελεύθεροι και ωραίοι. Εμείς με τα όνειρα τα οποία ποτέ δε καταφέραμε ούτε καν να ονειρευτούμε.
Είναι κάτι τέτοιες στιγμές που αισθάνομαι πως η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται ως κύκλος αλλά φορτίζεται και αποφορτίζεται ως ελατήριο. Απλά για να μας ξεκουνά, να μας πάει παραπέρα γιατί μόνοι δεν μπορούμε. Και όσοι έχουν γεννηθεί σε περιόδους που το ελατήριο της ιστορίας μαζεύει τις σπείρες του μπορούν να χαμογελάσουν με την εκτίναξη του, ενώ από την άλλη όσοι γεννήθηκαν πάνω σε αυτή, αισθάνονται να μετεωρίζονται δίχως κανένα όραμα μπροστά.
Περιμένοντας απλά το ελατήριο να ξαναμαζευτεί στην αρχική θέση της εκτίναξης του.

Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2016

ΤΟ ΕΞΥΠΝΟ ΚΑΡΟΤΟ

Μπήκε στο σπίτι και ξεντύθηκε. Έκανε ένα γρήγορο ντους και πήγε στην κουζίνα να ετοιμάσει κάτι να φάει. Έβαλε το τελευταίο LP του Cohen να παίζει και έβαλε ένα ποτήρι κονιάκ το οποίο κατέβασε πιο γρήγορα από ότι η βαρύτητα θα μπορούσε να καταφέρει μόνη της. Μετά έκοψε καρότα, κρεμμύδια, σκόρδα, πατάτες. Δεν ήξερε τι θα έφτιαχνε, δεν είχε συγκεκριμένη συνταγή κατά νου, αλλά κάτι θα σκαρφιζόταν. Μετά έκοψε στα τέσσερα μια πράσινη πιπεριά, δύο κόκκινες και μια πορτοκαλί η οποία έστεκε μισομαραζομένη στο βάθος του ψυγείου του. Κοίταξε τον φούρνο, βρισκόταν δύο μέτρα μακριά του. Του ανοιγόκλεισε την πόρτα τέσσερις φορες ενώ σε κάθε άνοιγμα του το ταψί έβγαινε και έμπαινε μέσα. Του έβγαζε γλώσσα ο άτιμος. Μετά άνοιξε το καπάκι από τον ντενεκέ με τα σπυριά του καφέ. Τα έβλεπε να σηκώνονται και να βγαίνουν το ένα μετά το άλλο μέσα από εκεί και να πετάνε το ένα πίσω από το άλλο. Πήγαιναν στο σαλόνι, στο διάδρομο, πετούσαν και στροβιλίζονταν πάνω από το κεφάλι του σα σμήνος από μέλισσες.
Κάθισε στην καρέκλα που βρισκόταν στο τραπεζάκι της κουζίνας και σέρβιρε άλλο ένα κονιάκ τον εαυτό του. Αυτή τη φορά το καπάκι ξεβιδώθηκε μόνο του και δύο γουλιές γλίστρησαν από το μπουκάλι κατευθείαν στο στόμα του.
Παρατηρούσε τα τεμαχισμένα καρότα να επανασυνδέονται, τα κρεμμύδια να τυλίγουν τους φλοιούς τους, τον ένα μέσα στον άλλο. Τα κομματάκια από τις πράσινες πιπεριές να ενώνονται με κομμάτια από τα άλλα δύο χρώματα.
Έξω είχε πάρει να βρέχει, το τζάμι του δάκρυζε και σε κάθε σταγόνα που έπεφτε πάνω του σχηματίζονταν και ένα ζευγάρι μάτια. Που τον κοιτούσαν. Ένα συρτάρι άνοιξε, το τηγάνι βγήκε έξω και το καπάκι από το μπουκάλι του λαδιού τινάχτηκε σα πώμα σαμπάνιας. Ένα μικρό κύμα από ελαιόλαδο κολύμπησε λίγο πάνω από την επιφάνεια του πάγκου της κουζίνας και έπεσε μέσα στο τηγάνι. Το ένα μάτι της κουζίνας άνοιξε και κοίταξε τα δακρυσμένα μάτια στο τζάμι του παραθύρου. Όταν το λάδι άρχισε να σφυρίζει σαν οχιά τότε τα καρότα σηκώθηκαν στον αέρα, ολόκληρα έτσι όπως είχαν ενωθεί πριν, και έπεσαν από απόσταση μέσα στο τηγάνι, σπάζοντας ξανά στα μικρά εκείνα κομμάτια που τα είχε κόψει. Τα ακολούθησαν τα κρεμμύδια και οι πιπεριές. Η μουσική έπαιζε στο βάθος. Η μπάσα φωνή, τύλιγε τους κόκκους του καφέ που ταξίδευαν ξανά προς την κουζίνα, μπαίνοντας μέσα στον μικρό μύλο. Η μουσική χάθηκε γιατί ο μύλος που έκανε τόσο σαματά δεν άφηνε άλλο ήχο να ακουστεί. Ακόμα και το έτος 3.000 μ.χ δεν ήταν εύκολο να αλέσεις τον καφέ σου σιγανά. Μπορεί όλα τα πράγματα να είχαν γίνει περισσότερο έξυπνα, ακόμα και εκείνα τα πανηλίθια καρότα, αλλά ό,τι αφορούσε τις μηχανές άλεσης του καφέ τα πράγματα δεν είχαν βελτιωθεί και πολύ.
Πίνοντας λίγο ακόμα κονιάκ, παρακολουθούσε μπροστά του να μαγειρεύεται το γεύμα του ολομόναχο. Τα πάντα πλέον είχαν από ένα τσιπάκι πάνω τους το οποίο εμπεριείχε όλο τον προγραμματισμό, το τι έπρεπε το κάθε τι να επιτελέσει. Ακόμα και τα κρεμμύδια είχαν από ένα τέτοιο. Με το που τα άρπαζες εκείνα ήξεραν τι να κάνουν. Ξεκινούσαν να γδύνονται και να τεμαχίζονται ολομόναχα, να πέφτουν μέσα σε έξυπνα τηγάνια με ένα οξυδερκές ελαιόλαδο χαμηλό σε οξέα.
Όταν το πιάτο με το αχνιστό φαγητό προσγειώθηκε σαν ιπτάμενος δίσκος μιας άλλοτε ρομαντικής εποχής μπροστά του, εκείνος δεν είχε όρεξη να φάει. Δεν είχε πλάκα πλέον. Δε μπορούσε να κάνει τίποτα πλέον. Δεν του άρεσε που όλα τα πράγματα γύρω του ήταν εξυπνότερα από εκείνον, γνωρίζοντας με κάθε ακρίβεια ποιός ήταν ο σκοπός της δικής τους ζωής.
Ακούμπησε ανόρεχτα το πιρούνι μέσα στο πιάτο και το παράτησε εκεί ως σύμβολο διαγραφής της όρεξης του. Μετά από ακριβώς δώδεκα λεπτά ένα φλιτζάνι φρεσκοκομμένου και φρεσκοπαρασκευασμένου εσπρέσσο βόλεψε τη λαβή του ανάμεσα από τα δάκτυλα του.
Και ο Leonard ακόμα έπαιζε, η βροχή είχε σταματήσει και εκείνα τα μάτια πάνω στο τζάμι τον κοίταζαν ακόμα. Δεν ήθελε να τα κοιτάξει. Ήξερε πως με ένα του μόνο βλέμμα θα άνοιγαν στην ανάκληση, ενώ με ένα πιο έντονο βλέμμα θα άνοιγαν διάπλατα.