Ο Φίλιππος Γαλιάσος γεννήθηκε το 1972 στην Αθήνα και έχει αποφοιτήσει από το Ο.Π.Α. To βιβλίο «Δι

Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2013

ΑΛΛΟ ΕΝΑ ΚΟΥΚΟΥΤΣΙ ΑΠΟ ΚΕΡΑΣΙ




Τα κεράσια λικνίζονταν σαν ονειροπαγίδες πάνω στο δέντρο. Ήταν η μία και μοναδική κερασιά του κήπου τους. Μια κατακόκκινη πινελιά στο  κάτασπρο φόντο του κτιρίου. Και ήταν εξαίσια κερασιά, ήταν εκείνη η χαρούμενη νότα. Η μοναδική αν θέλει κανείς να ακριβολογεί στα λεγόμενα του. Πίσω από το παράθυρο, πίσω από εκείνη τη κερασιά, βρισκόταν τυλιγμένος στα σεντόνια του. Η δεύτερη του εβδομάδα στο νοσοκομείο είχε καταντήσει ήδη ρουτίνα. Τουλάχιστον τις πρώτες ημέρες υπήρχε και η προοπτική του θανάτου που έδινε μια κάποια διαφορετικότητα στην όλη κατάσταση. Μετά, αφού ο κίνδυνος είχε φύγει (προς το παρόν βέβαια γιατί ο χάρος κερδίζει πάντα στη ρεβάνς), άρχισε μια σειρά από επαναλαμβανόμενα και παντελώς βαρετά γεγονότα. Η πάπια γέμιζε, η πάπια άδειαζε, το φαγητό ήταν νερόβραστο και το βράδυ και το μεσημέρι, οι νοσοκόμες δεν είχαν καμία σχέση με εκείνες τις ανεξάντλητες φαντασιώσεις των εφηβικών του χρόνων που οδηγούσαν αρκετούς σπυριάριδες δεκαπεντάχρονους να θέλουν να γίνουν γιατροί. Εδώ οι νοσοκόμες περίσσευαν στις ρόμπες τους, ενώ εκείνος κάποτε φαντασιωνόταν πως οι ρόμπες έπρεπε να περισσεύουν πάνω στις νοσοκόμες. Δεν είχαν κότσο, μήτε σοφιστικέ γυαλιά. Δε τον κοιτούσαν με μια λαγνεία στα μάτια παίρνοντας μακριά την αχνιστή πάπια για να την αδειάσουν στις τουαλέτες. Εδώ οι νοσοκόμες ήταν κακοπληρωμένες, ίσως και τελείως απλήρωτες και ο μοναδικός άνθρωπος που κοίταζαν κάπως ηδονικά ήταν εκείνο το κοράκι από το γραφείο κηδειών παραδίπλα. Κάποιες φορές, στο αχνοχάραμα της επίδρασης των φαρμάκων που κατάπινε με ρυθμούς πιο γρήγορους και από τα ίδια του τα σάλια, είχε προσέξει τον τύπο με τη λεπτή γραβάτα να παραχώνει στις τσέπες τους κάτι χαρτονομίσματα. Μετά από μια ή δύο ημέρες μάθαινε για ένα θάνατο ασθενούς του δικού του θαλάμου ή των γειτονικών. Στην αρχή νόμιζε ότι ήταν ένα κλασσικό ελληνικό λάδωμα της νεοελληνικής εποχής. Στη συνέχεια όμως και με τη βοήθεια του οξυγόνου που είχε για τουλάχιστον δώδεκα ώρες κάθε ημέρα προχώρησε τη σκέψη του λίγο βαθύτερα αλλά αυτό δε συνέβη πριν το ξημέρωμα της αυριανής ημέρας.


Η κερασιά  έξω από το παράθυρο, ένιωθε το βάρος των αφάγωτων καρπών της. Με τόση κορτιζόνη και θανατίλα εκεί γύρω ούτε ένα ζωύφιο της προκοπής δεν ερχόταν για να την ξαλαφρώσει από αυτό το βάρος. Ούτε καν ένα πουλί. Στη μνήμη του κλωθογύριζε παιδικές μνήμες με εκείνον να σκαρφαλώνει πάνω στην κερασιά του πατρικού του και να γεμίζει τις τσέπες του με χούφτες κεράσια. Η κατάβαση από το δέντρο συνήθως τον έβρισκε με κατακόκκινες τσέπες από τους ζουπιγμένους μεζέδες γιατί εδώ που τα λέμε εύκολο δεν είναι να κατεβαίνεις από ένα δέντρο. Ενώ στη ζωή οι αναβάσεις είναι δυσκολότερες από τις καταβάσεις σε ότι αφορά ένα δέντρο ισχύει το ακριβώς αντίθετο. Τότε, καθόταν στη ρίζα και ξαναμμένος όπως ήταν από την αναρρίχηση, άρχιζε να φτύνει τα κουκούτσι. Και το είχε βάλει στόχο να τα ρίχνει όλο και πιο μακριά. Κατάπινε πρώτα τη σάρκα για να έχει τις καλύτερες προϋποθέσεις βολής και στη συνέχεια σημάδευε λίγο πιο μακριά από το προηγούμενο κουκούτσι. Είχε βελτιώσει τόσο πολύ την τεχνική του σε αυτό που κάποιος πονηρός αγρότης του είχε ζητήσει να τον βοηθάει στη σπορά. Ή έτσι θυμόταν τουλάχιστον γιατί τώρα με όλα αυτά τα παραισθησιογόνα που είχε μέσα του, η φαντασία με την πραγματικότητα έπαιζαν τρικλοποδιές.  Όπως και να είχε πάντως, ήταν σίγουρος πως είχαν περάσει ούτε λίγο, ούτε πολύ εβδομήντα χρόνια από τότε. Και το άσχημο δεν ήταν αυτό. Το άσχημο ήταν πως δεν είχε κάνει πράξη αυτό που ήθελε. Ένα ολόκληρο δάσος από κερασιές. Έφτυνε τα κουκούτσια και έκανε κάθε του φορά μια ευχή. Του χρόνου να βρει εκεί ένα κλωνάρι. Για την ακρίβεια όχι ένα αλλά εκατό γιατί με τα τόσα που έσπερνε με το στόμα του αυτό θα έπρεπε να είναι το αποτέλεσμα. Δε του είπε κανείς, δε ρώτησε ποτέ του, για την ακριβή μέθοδο σποράς. Το μόνο που έκανε με επιμέλεια ήταν να σκαρφαλώνει στην κερασιά, να γεμίζει τις τσέπες του, να φτύνει τα κουκούτσια πάνω στο άσκαφτο χώμα και στο τέλος να ακούει την κατσάδα της μάνας του για το ότι δε τρώει το φαγητό του έτσι όπως πρήστηκε πάλι από τα πολλά κεράσια.


Πέτυχε με την άκρη του ματιού του τη νοσοκόμα να βγαίνει έξω από τον θάλαμο, σβήνοντας τα φώτα. Δεν είχε καταλάβει για πότε πήρε να βραδιάζει. Η κερασιά εκεί έξω φαινόταν πλέον σα σκιά και εκείνος απορροφημένος όπως ήταν με τις αναμνήσεις του το είχε παραβλέψει. Σκιές όμως ήταν και μέσα στο θάλαμο. Σκιές του θανάτου και ας τους έβλεπε όλους πεντακάθαρα μέσα από το κιτρινιάρικο φωτάκι που άνοιξε η νοσοκόμα λίγο πριν ο άνεμος της βιασύνης της τραβήξει την πόρτα. Πέρα από κάτι ψιθυριστούς μονολόγους και μερικά πνιχτά αγκομαχητά δεν υπήρχε τίποτε άλλο εκεί πέρα που να έμοιαζε κάπως ζωντανό. Ακόμα και ύπνος δεν υπήρχε.  Για τον ίδιο τουλάχιστον γιατί πάνε τρείς μέρες τώρα που είχε να κλείσει μάτι. Το είχε πάρει ζεστά το πράγμα. Θα τα έκλεινε μια και καλή. Έως τότε… ας φύσαγε μόνο εκεί έξω και ας χόρευε η κερασιά στα μάτια του σα Τουρκάλα το χορό της. Ανοιγόκλεισε στιγμιαία τα μάτια του και πέρασε ένα χάδι πάνω από το μούσι του. Έπιασε μια τρίχα και την τράβηξε. Σκέφτηκε το τι περίεργο πράγμα ήταν που οι τρίχες των ανθρώπων γινόντουσαν λευκές με τα χρόνια. Τι περίεργο που και τα σύννεφα άσπρα ήταν στα καλά τους. Σα να προσπάθησε ο Θεός να ταιριάξει χρωματικά το φευγιό του ανθρώπου. Σα να είχε σκεφτεί κάθε λεπτομέρεια. Να ‘ταν άραγε έτσι; Και αν φρόντισε τόσο την έξοδο, τότε γιατί έμοιαζε να μην έκανε και τόσα πολλά για την ίδια την παραμονή του ανθρώπου στη Γη;  Όλοι τους στον θάλαμο έμοιαζαν τώρα σαν εκείνα τα κουκούτσια που έφτυνε ο ίδιος πάνω στο χώμα. Σα να μη φύτρωσαν ποτέ τους, να μην έβγαλαν ρίζες, να μη φούντωσαν. Σα να μη μπόρεσαν να χορέψουν στον άνεμο όπως η κερασιά εκεί έξω κάνει. Εκείνος ήταν μικρός, ήταν άνθρωπος, δε θα μπορούσε να είχε καταφέρει και πολλά περισσότερα από αυτό. Από κάμποσα κουκούτσια πεταμένα τριγύρω  με την κάψα του καλοκαιριού να ρουφάει και τους τελευταίους τους χυμούς. Αν ο θεός είχε σκεφτεί και την παραμικρή λεπτομέρεια για το κάθε τι, τότε χρειαζόταν κάποιον να του πει ότι ξέχασε κάμποσους μπαμπόγερους σε κείνο το νοσοκομείο σα κουκούτσια πάνω στο χώμα.


Η πρωινή του ένεση πλησίαζε. Έκανε ένα μορφασμό αηδίας, αναλογιζόμενος πως έπρεπε πάλι να βγάλει τα πισινά του φόρα παρτίδα σε όλο το θάλαμο. Για παραβάν ούτε λόγος. Πολυτέλειες, και παρότι υπήρχαν σπανίως τραβιόντουσαν. Συνήθως για τελευταία φορά. Χάρηκε με αυτή τη σκέψη γιατί τουλάχιστον υπήρχε και κάτι πιο αποκρουστικό από τους νερουλούς γέρικους του γλουτούς. Ας ήταν και ο ίδιος ο θάνατος αυτό το κάτι. Ο χρόνος είχε άπειρη ώρα μπροστά του να παίξει με τα νεύρα του. Έμοιαζε σα να γρατζουνάει κανείς μια φρέσκια κιμωλία πάνω σε μαυροπίνακα. Το κάθε τι τώρα έμοιαζε να κινείται σε ρυθμούς χελώνας. Κάπου εκεί ήταν που η φιλοσοφία έβαζε το ποδαράκι της στην πόρτα και ήθελες δεν ήθελες σου έκανε αρμένικη βίζιτα. Γιατί τι λόγο έχει κανείς να φιλοσοφεί όσο νιώθει ευτυχισμένος; Τότε τα πράγματα κινούνται στους σωστούς ρυθμούς και χρόνος δε περισσεύει για σκέψεις. Αν έχεις μια ευτυχία να αντιμετωπίσεις τότε όλα τα υπόλοιπα μπορούν να περιμένουν.


Η πόρτα έτριξε για πρώτη φορά μέσα στη νύχτα και είδε τη νοσοκόμα να πάει στο βάθος του θαλάμου. Έσκυψε πάνω σε ένα κρεβάτι και έμεινε σκυμμένη για αρκετή ώρα. Μετά κοίταξε τον καρπό της που ήταν φορεμένο ένα ρολόι και τραβήχτηκε στην έξοδο. Αυτή τη φορά είχε ξεχάσει ανοιχτή την πόρτα πίσω της. Από το άνοιγμα μπορούσε να τη δει να σχηματίζει ένα αριθμό στο κινητό της και να μιλάει. Το κάθε τι εκεί μέσα έμοιαζε σα γεγονός. Η απουσία οποιασδήποτε δραστηριότητας κάνει τους ανθρώπους ιδιαίτερα παρατηρητικούς. Μη έχοντας τίποτα συγκεκριμένο για να ασχοληθούν είναι ικανοί να σου αναλύσουν την πορεία και το στυλ πετάγματος μιας μύγας που μόλις πέρασε από μπροστά τους.  Μετά από λίγο η πόρτα τραβήχτηκε και του πήρε ώρα για να συνηθίσουν ξανά τα μάτια του σε εκείνο το κίτρινο, αχνό φωτάκι του δωματίου. Η μάσκα του οξυγόνου ήταν καλά σφιγμένη στα ρουφηγμένα του μάγουλα. Όταν του την είχαν πρωτοφορέσει ονειρεύτηκε πως ήταν ήρωας πιλότος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου. Το οξυγόνο είχε μπει τόσο βίαια μέσα του που τύφλα να έχει το LSD.  Η πόρτα έκλεισε ξανά και κείνος προσπάθησε να ταξιδέψει για λίγο με κλειστά τα μάτια στη φαντασίωση ενός ύπνου. Μετά, ανοίγοντας τα ξανά, είδε την κερασιά να έχει φουντώσει από τον άνεμο μέσα της. Σα να του φάνηκε πως έβλεπε ξεκάθαρα κάθε της καρπό. Κάθε μπορντό κεράσι τώρα φαινόταν περισσότερο ξεκάθαρα από πριν. Ακόμα και μέσα από αυτό το δειλό χάραμα που ξεπρόβαλλε. Μετά δεν μπόρεσε να κρατήσει άλλο τα μάτια του ανοιχτά. Κοιμήθηκε μαζί με τη νύχτα που έφευγε.


Εκείνο που τον ξύπνησε ήταν το γνωστό ποδοβολητό της κουστωδίας των γιατρών και των νοσοκόμων που έκαναν επιθεώρηση στους ασθενείς. Το γεγονός πως πάντα υπήρχαν και αρκετοί μαθητευόμενοι εκεί μέσα τον έκανε να νιώθει σαν έκθεμα στο μουσείο δερματολογίας του Συγγρού. Πίσω από εκείνο τον ορυμαγδό της ιατρικής επιστήμης πρόσεξε το κοράκι με τη μαύρη λεπτή του γραβάτα να πάει στο βάθος του θαλάμου. Εκεί που είχε δει τη νοσοκόμα το ξημέρωμα. Πρόσεξε πως αυτή τη φορά είχαν βάλει παραβάν και κατάλαβε πως αυτή τη φορά δεν επρόκειτο να του κάνουν ένεση στα πισινά. Μέσα από την ομάδα αναγνώρισε τη νοσοκόμα που κοιτούσε νευρικά προς το μέρος του νεκροθάφτη. Ήταν σίγουρος πλέον, εκείνη η κακούργα τον είχε φάει. Ποιος ξέρει τι τρόπο να βρήκε για να τον ξεκάνει.


«Εδώ αγαπητοί μου έχουμε καρκίνο του πνεύμονα σε προχωρημένο στάδιο, κοιτάξτε εδώ, σε αυτό το χαρτί την ραγδαία εξέλιξη σε μόλις δύο εβδομάδες. Είναι ένα ασυνήθιστο φαινόμενο για τα ιατρικά δεδομένα γιατί αυτός ο άνθρωπος είναι ογδόντα ενός ετών.»


Εκείνος επειδή δεν είχε συνηθίσει να συστήνεται σαν ο «ραγδαίος καρκίνος» δεν προχώρησε σε περαιτέρω κουβέντα με τον γιατρό. Του πέρασε σε κάποια στιγμή από το μυαλό να πει πως πέρα από τον καρκίνο του ήταν και ο ίδιος στο δωμάτιο και καλό θα ήταν για αρχή να πουν απλά τα βαφτιστικά τους ονόματα ή ακόμα και τα επώνυμα τους αν η κουβέντα ευδοκιμούσε. Η προσοχή του όμως αποσπάστηκε από εκείνη τη νοσοκόμα που πήγε πίσω από το παραβάν και βγαίνοντας ίσιωνε με την παλάμη της την τσέπη από την νοσοκομειακή της φόρμα. «Έβγαλε πάλι το μεροκάματο της το κορίτσι!» σκέφτηκε και μετά η ομάδα μετακινήθηκε στον επόμενο ασθενή (ή μάλλον στην επόμενη αρρώστια). Η νοσοκόμα εντάχθηκε ξανά μέσα στην ομήγυρη και εκείνος ήταν πλέον σίγουρος ότι θα κατάστρωνε ήδη το σχέδιο για το επόμενο της θύμα. Κοίταξε έξω από το παράθυρο την κερασιά και του φάνηκαν λιγότεροι οι καρποί της. Όχι πως τους είχε ποτέ μετρήσει αλλά δεδομένου ότι την παρατηρούσε για τόση ώρα εδώ και μέρες, ακόμα και ένα της φύλλο να έφευγε, εκείνος θα το πρόσεχε. Οι καρποί πρέπει να είχαν βαρύνει τόσο που ξεκόλλησαν από τα κοτσάνια τους, γεμίζοντας κερασένιο αίμα το χώμα κάτω τους. Το γέρικο τους κορμί δεν άντεχε άλλο το μονόζυγο πάνω στα κλαριά.  Ήθελαν να αφεθούν στην πτώση της ηλικίας τους. Αφάγωτα και λαχταριστά ακόμα. Τα κεράσια είχαν αυτή την πολυτέλεια. Έπεφταν πάντα τη σωστή στιγμή ή φαγωνόντουσαν. Ακόμα όμως και αφάγωτα, ήξεραν το πότε ακριβώς πρέπει να φύγουν. Ο θεός ίσως είχε σκεφτεί κάτι περισσότερο όταν έφτιαχνε τα σχέδια του για τις κερασιές. Σε ότι αφορούσε τον άνθρωπο έκανε τις υπερβολές του. Τον άφηνε ρουφηγμένο από τους χυμούς του πάνω στο δέντρο της ζωής. Τον άφηνε εκεί αρκετές φορές για πολύ χρόνο. Ξεχασμένο και από τον ίδιο το νόμο της βαρύτητας. Ίσως αυτή η νοσοκόμα αγαπούσε τα κεράσια, όπως αγαπούσε και τα χαρτονομίσματα που της γέμιζε τις τσέπες το χέρι του κορακιού. Όλα έχουν την εξήγηση τους τελικά και το μόνο που χρειάζεται είναι απλά λίγη καλή διάθεση για να πάρουν όμορφα χρώματα.


Βλέποντας το τσούρμο να φεύγει για τον επόμενο θάλαμο, τράβηξε την μάσκα με το χέρι του και φώναξε.


«Νοσοκόμα»

Εκείνη γύρισε να τον κοιτάξει και κατευθύνθηκε προς το μέρος του.

«Σε παρακαλώ σκέψου κάτι για μένα εντός της ημέρας.»

«Τι εννοείτε κύριε Γιαννόπουλε; Δε σας καταλαβαίνω.»

«Μα φυσικά και με καταλαβαίνεις κοπέλα μου. Λίγη παραπάνω μορφίνη ίσως. Δε ξέρω όμως και πάλι. Κάτι τέλος πάντων που να μη πονάει περισσότερο από το τώρα μου. Φυσικά και με καταλαβαίνεις γλυκιά μου. Θέλω να είμαι ο επόμενος. Να κάνουμε ο καθένας τη δουλειά του.»


Εκείνη έφυγε ταραγμένη. Έφυγε περισσεύοντας στη ρόμπα της, τρίζοντας τα σανδάλια της στο πλαστικοποιημένο δάπεδο. Δε την ξαναείδε από τότε. Την επόμενη ημέρα το κρεβάτι του ήταν κενό και ο ίδιος έφτυνε κουκούτσια κάτω από μια κερασιά. Ήταν νέος και πάλι. Μπορούσε να σκαρφαλώνει και να σπέρνει ξανά.


Ευτυχώς για εκείνον, οι κερασιές όταν ξεραίνονται πηγαίνουν στον παράδεισο.