Φώναζε «σώσε με!». Πλησίασα και έριξα μια ματιά. Τον βρήκα
ξαπλωμένο να παραπαίει μέσα στο αίμα.
«Και αν σε σώσω, τι έχεις σκοπό να κάνεις με το υπόλοιπο της
ζωής σου;», είπα προτείνοντας του το δεξί μου χέρι.
«Θα κάνω οικογένεια, θα βρω μια δουλειά, θα γεράσω και θα
βουτάω τις μασέλες μου στο ποτήρι πριν πάω για ύπνο.»
Τον πήρα στους ώμους μου και προχωρήσαμε ίσαμε μια σκιά. Τον
ξάπλωσα και του έδεσα τις πληγές. Τον πότισα με νερό και βούτηξα ένα φρούτο από
την τσάντα μου για να φάει, να δυναμώσει.
«Τώρα, αν τελικά σωθείς τι θα ήθελες να κάνεις;»
«Να φορέσω καθαρά ρούχα και να βγω έξω στο πανηγύρι μπας και
βρω καμιά νοστιμούλα, να κάνω επενδύσεις, να γίνω μεγάλος και τρανός και όλοι να
με σέβονται.»
Τον σήκωσα πάλι και τον πήγα ακόμα πιο πέρα. Μέσα σε μια
καλύβα που υπήρχε μια ιθαγενής με μια ποικιλία από μαγικά βότανα και μαντζούνια.
Της είπα δύο κουβέντες στη γλώσσα της και εκείνη άρχισε τα κόλπα της. Του έβαλε
κάτι φύλλα πάνω στις πληγές και τα έδεσε με κλωστές από κορμούς δέντρων. Εκείνος πρόσεχε τα δεμένα στήθη της να
πηγαινοέρχονται και ήθελε να τη μουντάρει. Οι πληγές του δε τον άφηναν να κάνει
ρούπι αλλά την επόμενη μέρα όλο και κάτι θα γινόταν.
Αφού τον περιποιήθηκε, βγήκε έξω από την καλύβα και κάθισε
δίπλα μου.
«Που τον βρήκες πάλι τούτον;» Μου είπε ενώ εγώ κοιτούσα το
φεγγάρι να γεμίζει τον ουρανό. Μόλις είχα ανάψει μια φωτιά και από όλες τις ανακαλύψεις
του κόσμου ευγνωμονούσα εκείνον που πρώτος την είχε ανακαλύψει.
«Ένας πόλεμος γίνεται εδώ πιο πέρα και όλο και κάτι
βρίσκεται»
«Τι λες; Θα φάμε αυτή τη φορά; Όλο μου φέρνεις τραυματίες
και την τελευταία στιγμή τους αφήνεις ελεύθερους.»
«Με πιάνουν οι ευαισθησίες μου την τελευταία στιγμή. Συγχώρα
με. Πάρε ένα φρούτο να φας.»
«Βαρέθηκα να τρώω φρούτα. Θέλω κρέας. Φέρε μου κάποιον να
τον βάλουμε στο καζάνι.»
«Ο πολιτισμός τελικά δεν έχει καμιά ελπίδα. Έτσι είναι. Άσε
να ξημερώσει και βλέπουμε. Έλα τώρα, ξάπλωσε εδώ να κοιμηθούμε». Γείραμε στο
πλάι και χαζεύαμε ο ένας τον άλλο. Ήμασταν νέοι ακόμα και το αίμα μας έβραζε
για τα καλά. Ανακατέψαμε την άμμο και μετά από κάμποση ώρα μείναμε ιδρωμένοι
και αποκαμωμένοι. Η φωτιά λιγόστευε και πετάχτηκα στην καλύβα να φέρω μια
κουβέρτα. Δεν υπήρχε πιο όμορφο πράγμα από το να κοιμάται κανείς κάτω από τα
αστέρια.
Το πρωί μπήκα μέσα στην καλύβα και τον είδα να έχει κάτσει
στον πισινό του και να προσπαθεί να σηκωθεί. Φαινόταν κιόλας καλύτερα.
«Τελικά τι θα κάνεις αν σωθείς;» τον ρώτησα για μια ακόμα
φορά.
«Τι να σωθώ; Από τι; Νιώθω ήδη γερός σα ταύρος. Το είδες το
μανούλι που με μπλάστρωσε με τα μαντζούνια; Παρότι απολίτιστη έχει ένα σώμα
άλλο πράμα. Θα την βάλω στα τέσσερα και θα βγάλω το άχτι μου. Μετά από αυτό
βλέπουμε. Ίσως πάω στην πόλη να σουλατσάρω. Θα μπορούσες να μου δώσεις τώρα
κάτι να φάω γιατί έχω μια πείνα, άλλο πράμα.»
Του έβγαλα άλλο ένα φρούτο από την τσάντα μου και το
παράχωσα στο στόμα του, την ίδια στιγμή που τράβηξα μια δυνατή λεπιδιά στην καρωτίδα
του. Τον έβλεπα να σφαδάζει και να τρέχει σαν αποκεφαλισμένη κότα δεξιά και
αριστερά. Στο τέλος έπεσε κάτω. Τον μάζεψα και τον έβαλα μέσα στην κατσαρόλα. Άναψα τη φωτιά από κάτω και το νερό πήρε να
βράζει. Μπορεί να ήμουν και εγώ άγριος
ιθαγενής αλλά είχα μάθει μερικά κόλπα της μοντέρνας μαγειρικής. Έτσι και αλλιώς
μάλλον αυτό ήταν το μόνο που έπρεπε κανείς να κρατήσει από αυτό που λέμε «πολιτισμένος
άνθρωπος».