Ο Φίλιππος Γαλιάσος γεννήθηκε το 1972 στην Αθήνα και έχει αποφοιτήσει από το Ο.Π.Α. To βιβλίο «Δι

Δευτέρα 22 Απριλίου 2013

ΤΟ ΕΚΠΤΩΤΟ ΧΕΡΟΥΒΕΙΜ



-Από εδώ πάμε για τον παράδεισο;
Ήταν ένα μικρό μυξιάρικο Χερουβείμ που προσπαθούσε να βρει τον δρόμο του.

-Τι λες για μια μπύρα;
Το Χερουβείμ με κοίταξε και ξερογλείφτηκε. 

-Δεν είναι και άσχημη η ιδέα σου. Έως ότου φτάσω στον παράδεισο δεν είναι και κακή ιδέα μια στάση για ξεδίψασμα.
Σέρβιρα την μπύρα με μπόλικο αφρό, σα συννεφάκια τουρλωτά και του την πάσαρα.

-Λοιπόν; Πως σου φαίνεται;
Είπα και σήκωσα και το δικό μου ποτήρι.

-Μια χαρά.
Τη ρούφηξε σα να έπινε νεράκι. Λογικό ακουγόταν γιατί η βροχή πάντα έπεφτε από κάτω του και πρέπει να ήτανε για χρόνια διψασμένο.

- Σε ευχαριστώ αλλά έχω αργήσει. Έχεις ιδέα κατά που πέφτει ο παράδεισος γιατί με τα πολλά  πέρα δώθε χάθηκα για τα καλά.

-Και ‘γω κατά κει πάω. Περίμενε λίγο και ακολούθα με μετά. Θα σε πάω εγώ στο πιτς φυτίλι. 

-Βάλε τότε άλλη μια.
Η μια ακολούθησε την άλλη και το Χερουβείμ όταν βγήκαμε στο φως της ημέρας, τρέκλιζε για τα καλά.  Είπα τότε:

-Κοιτά να δεις, εμένα ο παράδεισος μπορεί να με περιμένει. Εσύ όμως άργησες γι’ αυτό και σε έφερα κατευθείαν εδώ. Πρέπει να φύγω τώρα. Θα τα ξαναπούμε. Κάποτε θα σε βρω ξανά ή θα με βρεις εσύ πρώτο. 

Έστριψα να φύγω δίχως να ξέρω ποιος έλεγε ψέματα σε ποιόν.  Δεν ήξερα αν ξεγέλασα ένα ξεπεσμένο Χερουβείμ ή αν βρισκόμουν στον παράδεισο κιόλας.  Ήξερα ότι αν έβρισκα τη λύση θα αισθανόμουν τελείως καλά ή τελείως χάλια. Δε ρίσκαρα για άλλη μια φορά σε αντίθεση με τα Χερουβείμ που έκοβαν βόλτες εδώ και κει.

ΑΠΛΩΜΑ



Βγήκε για ένα τσιγάρο στο πίσω μπαλκόνι που κοιτούσε στον ακάλυπτο. Ο καιρός ήταν τυπικά ανοιξιάτικος και κείνος φορούσε ένα μαύρο βαμβακερό μπλουζάκι. Πάτησε τον αναπτήρα και τράβηξε την πρώτη τζούρα, αφήνοντας τη στη συνέχεια να αιωρηθεί τριγύρω από τις αχτίδες του ήλιου. Ήταν μια μέρα με λίγη δουλειά και πολλές σκέψεις. Ατένισε τριγύρω, απολαμβάνοντας το τσιγάρο του. Είδε τους ηλιακούς στις στέγες, τις κεραίες που συνδέονταν σε τηλεοράσεις που έπαιζαν σε φόντο νοικοκυρέματος σπιτιών. Κοιτούσε τους πεσμένους σοβάδες και την ξεραμένη μπογιά των τοίχων να χάσκει στο κενό. Παρατηρούσε τη μούχλα γύρω από τις υδρορροές και τις μαυρισμένες καμινάδες των τζακιών από το κάψιμο των ξύλων ενός αδυσώπητου οικονομικά χειμώνα. Το βλέμμα του κατέβαινε και το τσιγάρο εξατμιζόταν.

Τίναξε την στάχτη στο τασάκι που υπήρχε στο μπαλκόνι, την ίδια στιγμή που οι σειρήνες ακούστηκαν. Ήταν συνηθισμένο το φαινόμενο στο κέντρο της Αθήνας και δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία.  Σειρήνες από περιπολικά και ασθενοφόρα. Σειρήνες από συναγερμούς διαμερισμάτων και αρχαίες Σειρήνες που περίμενες να σε μαγέψουν και να σε πάρουν μακριά από εδώ. Σε λίγο θα χάνονταν από το ακουστικό του πεδίο και η ζωή θα συνεχιζόταν και πάλι. Αυτές οι σειρήνες όμως δε κορυφώθηκαν πριν αρχίσουν να εξασθενούν. Έμοιαζε σα να σταμάτησαν εδώ τριγύρω. Κορυφώθηκαν στο εδώ και τώρα. Τράβηξε άλλη μια τζούρα και σκέφτηκε ότι θα έπρεπε να μπει ξανά στο γραφείο για να στείλει την προσφορά που είχε ήδη ετοιμάσει.

Σκύβοντας για να λιώσει τη γόπα στο τασάκι πρόσεξε με την άκρη του ματιού του όλα εκείνα τα σχοινιά που ήταν δεμένα στα μπαλκόνια για το άπλωμα των ρούχων. Ήταν όλα τους κομμένα, χάσκοντας αιωρούμενα στις διαθέσεις του λιγοστού ανέμου που κατάφερνε να τρυπώσει στον ακάλυπτο. Μόλις την προηγούμενη εβδομάδα έστεκαν μια χαρά στη θέση τους.  Το θυμόταν καλά γιατί του είχε κάνει εντύπωση μια γριούλα η οποία άπλωνε τα ρούχα της στην έκτη σειρά των σχοινιών. Την είχε δει την προηγούμενη εβδομάδα. Ακροβατούσε με τα τεντωμένα της πέλματα να απλώσει ένα βρακί στην τελευταία σειρά των τεντωμένων σχοινιών. Μικρά διαμερίσματα, μικρά μπαλκόνια, πολλά τα ρούχα. Ακροβατούσε μεταξύ ζωής και θανάτου για ένα μονάχα εσώρουχο. Ένα εσώρουχο που έπρεπε να φορεθεί, να πλυθεί και να στεγνώσει.

Ενστικτωδώς έριξε το βλέμμα του όροφο τον όροφο, σηκώνοντας τον κορμό του μακριά από την πεθαμένη του γόπα. Σε κάθε όροφο υπήρχαν πιασμένα ρούχα με μανταλάκια τα οποία κρεμόντουσαν πάνω σε κομμένα, από τη μια πλευρά, σχοινιά. Είδε έναν τύπο να καβαλάει την μάντρα του ακάλυπτου και να πλησιάζει στη βεράντα του ισογείου που υπήρχε κάτω από τη συστάδα των εκκρεμών πλυμένων ρούχων. Τότε ήταν που πρόσεξε εκείνη τη γριούλα ξαπλωμένη σε μορφή τελικού σίγμα στο δάπεδο της βεράντας του ισογείου, κρατώντας στο χέρι της ένα τσούρμο από ρούχα. Ίσως από ένα από κάθε όροφο.  Να μη τα πολυλογώ, εκείνη η γριούλα δέχτηκε τις πρώτες βοήθειες από τον ασπροφορεμένο νοσοκόμο αλλά ήταν ήδη πολύ αργά για την οποιαδήποτε βοήθεια. Πήρε μαζί της μια αγκαλιά φρεσκοπλυμένα ρούχα για να περάσει στην αντίπερα όχθη και ίσως να ένοιωθε κάπως ευτυχισμένη τώρα που με καθαρά ρούχα θα βρισκόταν εκεί.  Συνηθισμένη να ακροβατεί μεταξύ ζωής και θανάτου για κάτι το τόσο επιπόλαιο, όπως ήταν το άπλωμα των ρούχων, δε θα έδινε σημασία σε ένα χαμό. Είχε μάθει στη ζωή της να μη δίνει σημασία στις λεπτομέρειες. Είχε θάψει ένα σύζυγο και τα παιδιά της πάνε χρόνια τώρα που δεν την είχαν επισκεφτεί. Το μόνο που μετρούσε ήταν να είναι φρεσκοπλυμένη και καλοσιδερωμένη για την Κυριακάτικη λειτουργία στην εκκλησία της ενορίας της. Βουβά θα μετρούσε τις μέρες, βουβά θα έτρωγε, βουβά θα έπλενε τα ρούχα και βουβά θα τα άπλωνε. Ακόμα και στην πτώση της δε πρέπει να έβγαλε ούτε ένα αχ. Οι άνθρωποι, οι μόνοι,  έχουν μάθει να τα λένε από μέσα τους. Δεν έχουν την ανάγκη να ακουστούν. Αξιοπρεπείς ακόμα και στις τελευταίες τους πτώσεις, δε θέλουν να ενοχλήσουν. Απαρατήρητοι πέρασαν τη ζωή τους, απαρατήρητοι φεύγουν. Πόσο θα ήθελε να μην είχε ρημάξει τα σχοινιά των γειτόνων! Κουβάλησε αυτό το μαράζι μαζί της!

Ο νοσοκόμος της άνοιξε το χέρι που κρατούσε τα ρούχα και τα απέθεσε παραδίπλα. Αυτό το ταξίδι της θα ήταν τελικά χωρίς αποσκευές. Σήκωσε το κεφάλι της και τρείς στάλες αίματος έσταξαν από το στόμα της. Ο δεύτερος νοσοκόμος ήρθε μαζί με το φορείο, βοήθησε τον πρώτο να την ακουμπήσουν εκεί. Κάποτε στην πλάκα της θα γραφόταν με αόρατα γράμματα το "πέθανε στο καθήκον". Με χαραγμένα όμως στο μάρμαρο ανεξίτηλα γράμματα θα γραφόταν "1930-2013, η Τάδε". Πόσο λίγη φαντασία έλειπε από τον κόσμο αυτό;

Πέμπτη 18 Απριλίου 2013

ΣΒΗΣΕ ΤΗ ΛΑΜΠΑ






Κανείς γεννημένος επι Γης δε κατάφερε ποτέ να φτάσει τα αστέρια. Δεν θέλει μουσαφίρηδες ο ουρανός γιατί τα φέρνει βόλτα μια χαρά έτσι όπως είναι. Αν ήταν έτσι θα γεννιόμασταν στα αστέρια. Θα φωτίζαμε το σύμπαν και θα στροβιλιζόμασταν στο άπειρο. Θα είχαμε ένα σαφή σκοπό και ένα απέραντο μεγαλείο. Θα ξέραμε το πότε, το πως και το γιατί. 


Όμως,  δε γεννηθήκαμε παρά μόνο σε ένα μαιευτήριο ή σε κάποιο ταξί σαν άλλοι Tom Waits. Μονόκλινο, δίκλινο, με μαία ή χωρίς. Έπρεπε κάπως να έρθει μια ελπίδα ονείρου και σε ένα πλανήτη που δε φεγγοβολάει στο σύμπαν. Εφεύραμε το ρεύμα και ανάψαμε τις λάμπες. Για όλα τα υπόλοιπα θα χρειαζόταν λίγη προσπάθεια ακόμα. Τα αστέρια μπορούσαν να περιμένουν μαζί με το πότε, το πως και το γιατί. Είχαμε άλλα να λύσουμε στο μεταξύ.


Πάντα μας άρεσαν τα μεγάλα βήματα όμως. Κοιτάζαμε τα αστέρια και νοιώθαμε σα να τα είχαμε κιόλας αγγίξει. Μια υπέρμετρη φαντασία αγκαλιά με μια απροθυμία να δώσουμε λίγη λάμψη τριγύρω. Έπρεπε όλα να έχουν φτιαχτεί για εμάς. Να μας προϋπαντήσουν με γιρλάντες και ντουντούκες. Πριν ξεκινήσουμε το ταξίδι στα άστρα, νιώθαμε σαν να είχαμε κιόλας φτάσει.


Δεν ασχοληθήκαμε ποτέ με το γιατί ένα άστρο φέγγει, θέλαμε μόνο να το πιάσουμε. Δεν ασχοληθήκαμε με τον δρόμο παρά με το τέρμα. Κάπως έτσι το τέρμα ποτέ δε τερμάτισε και οι δρόμοι ανεξερεύνητοι μείνανε.  Κάπως έτσι πέσαμε από εκεί ψηλά, παρότι ποτέ δε φτάσαμε τόσο.


Τα άστρα κάνουν την αυτοκριτική τους που και που. Τον Αύγουστο κυρίως που χάνονται μέσα στα βλέμματα μας με τάσεις αυτοκτονικές. Η αυτοκριτική πάντα μας έπεφτε δύσκολη και κάπως σκοτεινή ιστορία. Εμείς προτιμήσαμε τα ωραία και τα φωτεινά.  Η αυτοκριτική μπορούσε να περιμένει, ο δρόμος το ίδιο. Τα αστέρια γνωρίζαμε ότι πάντα θα μας περιμένουν. Ήμασταν φτιαγμένοι για κάτι μεγάλο και φωτεινό.


Τα άστρα πέφτουν αφήνοντας μια γραμμή φωτός στη μαύρη νύχτα. Ακόμα και την τελευταία στιγμή φωτίζουν τριγύρω. Ξέρουν το πώς, το πότε και το γιατί.


«Σβήσε τη λάμπα, είναι ώρα να κοιμηθούμε τώρα. Αγκάλιασε με, αγάπησε με, κάνε μου έρωτα ή ροχάλισε στο αυτί μου. Δείξε κάπως ανθρώπινος για μια στιγμή. Φώτισε μου τη στιγμή. Πάρε με από το χέρι και βγάλε με έξω να δούμε τα άστρα. Εκεί που θέλω μαζί να πάμε μια νύχτα. Και αν μας αρέσει; Γιατί όχι. Να μείνουμε για πάντα.»

Τρίτη 16 Απριλίου 2013

ΣΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΑΚΑΛΕΣΤΟΣ



Δεν υπήρχε ούτε ένας αναπτήρας τριγύρω,
ήμουν ο μοναδικός καπνιστής στο σπίτι.
Για την ακρίβεια ήμουν τελείως μόνος σε εκείνο το σπίτι.
Έψαχνα λοιπόν για μια φλόγα να ανάψω ένα τσιγάρο.
Τσακ, τσακ ο ένας αναπτήρας, τσακ, τσακ και ο δεύτερος.
Τζίφος, τους πέταξα και τους δύο στα σκουπίδια.
Κρατούσα το τσιγάρο στα χείλι μου και έσπαγα το κεφάλι μου.
Πως ανάβει κανείς τσιγάρο στις δύο τα μεσάνυχτα;
Τότε ήταν που έγινα έφηβος για άλλη μια φορά.
Θυμήθηκα ένα κόλπο που είχα ακούσει τότε.
Έβαζες λέει λίγο ελληνικό καφέ πάνω στο μάτι της κουζίνας.
Έβαλα και εγώ,
αφού πρώτα άναψα το μάτι.
Σκέφτηκα στη συνέχεια ότι το πιθανότερο είναι να με βρουν καμένο,
την επόμενη μέρα, μέσα στη κουζίνα.

Δεν έδωσα σημασία όμως.

Παρακολουθούσα τη σκόνη του καφέ να τσουρουφλίζεται αρχικά,
και στη συνέχεια να πυρακτώνεται.

Δεν έχασα ευκαιρία.

Πλησίασα το τσιγάρο που είχα γραπωμένο στα χείλη,
και άρχισα να ρουφώ.
Ένοιωσα λίγο αμήχανα με το μέγεθος της εξάρτησης μου.
Αλλά ποιος δίνει σημασία όταν καταφέρνει να χτυπήσει την πόρτα της μνήμης του,
και από μέσα της να ξεπετάγονται χρήσιμα ή άχρηστα δεδομένα;
Με ένα τσιγάρο έγινα έφηβος ξανά.
Αύριο όμως λέω να το κόψω.
Αρκεί να μη χαθεί αυτή μου η ευχέρεια να επιστρέφω πίσω.
Στο παρελθόν ακάλεστος.

Δευτέρα 15 Απριλίου 2013

ΕΝΑΣ ΕΥΑΙΣΘΗΤΟΣ ΜΠΑΤΣΟΣ



Μόλις πέντε μήνες στο τμήμα, μόλις εικοσιπέντε χρονών. Ήμουν μικρός για τέτοιες ιστορίες αλλά από την άλλη ήταν μια καθαρή επιλογή μου. Μπουκάραμε σε κείνο το σπίτι στο τέλος του δρόμου στις δέκα το βράδυ. Έβλεπα τα κεφαλάκια από τους γείτονες να προβάλουν μέσα από κουρτίνες και μπαλκόνια. Υπήρχε μια ανεξάντλητη γαλήνη τριγύρω και κάθε ήχος κινούσε την προσοχή. Πόσο μάλλον το σπάσιμο της πόρτας του σπιτιού από το καλογυμνασμένο πόδι του προϊστάμενου μου. 


Ο αρχηγός σήκωσε το πόδι και με τη δεύτερη κλωτσιά κατάφερε την τελική πτώση της κατασαρακοφαγωμένης εξώπορτας. Το σπίτι φαινόταν παρατημένο από καιρό, σύμφωνα με μαρτυρίες γειτόνων. Εγώ ήμουν επιφορτισμένος να τους πάρω τις μαρτυρίες αφού πρώτα είχα δει εκείνη την εικόνα στο δωμάτιο στο τέλος του διαδρόμου. Ήμουν άβγαλτος είναι η αλήθεια αλλά δε νομίζω ότι υπήρχαν και πολλοί έμπειροι αστυνομικοί στην πιάτσα που θα αντίκριζαν με ευκολία αυτό που τότε είχα δει. Οι περισσότεροι θα ξερνούσαν εμετούς και για πολλά χρόνια μετά θα κατάφερναν με δυσκολία να κοιμηθούν τα βράδια χωρίς να ξυπνήσουν ιδρωμένοι έστω και μια φορά. Για να μη τα πολυλογώ όμως εκείνο το βράδυ, μετά την κλωτσιά, μπήκα και εγώ στο σπίτι. Ήμασταν μια ομάδα από τέσσερις, ζωσμένοι με τα όπλα και τα κράνη μας, με τις κυριαρχικές μας στολές. Ψάχναμε να λύσουμε τον γρίφο που προέκυψε από ένα απλό τηλεφώνημα. Ήμασταν απλήρωτοι για πάνω από τρείς μήνες αλλά παρόλα αυτά το να κυνηγάς φονιάδες είναι καλύτερο από το να σκοτώνεις εσύ ο ίδιος την ώρα σου στο σπίτι, όντας άνεργος.


«Σας παρακαλώ ελάτε αμέσως. Τον άκουσα να κλαίει και στη συνέχεια φώναζε για κάτι που έχει να κάνει με παπαρούνες. Μιλούσε με αναφιλητά, δε καταλάβαινα τι έλεγε. Ελάτε πριν να είναι αργά. Ναι, Δωδεκανήσου 24 είναι το σπίτι.» Στη συνέχεια δέχτηκα και δεύτερο τηλεφώνημα στο τμήμα. Άλλος γείτονας, ίδια ιστορία, άλλες λέξεις. «Κάτι συμβαίνει σε αυτό το σπίτι. Έκλαιγε για ώρα και φώναζε ότι θέλει να βουτήξει μέσα σε έναν κάμπο γεμάτο παπαρούνες. Μετά σώπασε και μόνο κάτι αναφιλητά ακουγόντουσαν. Ελάτε γρήγορα.». Πήγαμε γρήγορα. 


Η γειτονιά ήταν ήσυχη. Το σπίτι ήταν ξέφραγο αμπέλι. Η μάντρα είχε ξαπλώσει μπρούμυτα από τη σαπίλα και εγώ κοίταζα τον αρχηγό της αποστολής να κατευθύνεται προς την πόρτα του σπιτιού. Τον είδα να φωνάζει, κρατώντας το όπλο του όρθιο και κανείς να μη δίνει απάντηση από το σπίτι. Σταθήκαμε δύο στο πλάι και ο αρχηγός μαζί με τον υπαρχηγό μπροστά από την πόρτα. Όλοι είχαμε τα όπλα μας όρθια αλλά ένας θεός ξέρει το κατά πόσο ήμασταν αποφασισμένοι να τα χρησιμοποιήσουμε. Ο αρχηγός όμως ήταν άλλης σχολής. Χωρισμένος από γυναίκα και παιδιά είχε δοθεί ολοκληρωτικά στον αγώνα κατά του εγκλήματος. Οι υπόλοιποι είχαμε πιάσει απλά μια δουλειά. Τα όπλα έτρεμαν στα χέρια μας την ώρα που η πόρτα έπεφτε με ορυμαγδό στο πάτωμα του σαλονιού. Η φωνή του αρχηγού μας επανέφερε στην πραγματικότητα. «Πάμε. Εσείς δεξιά, εγώ με τον Πέτρο στα αριστερά.» Μπήκαμε μέσα και ένιωσα για πρώτη φορά σωστός μπάτσος. Όχι σα τους πραγματικούς αλλά σαν εκείνους που έπαιζαν στις πάμπολλες σειρές της τηλεόρασης. Τι Miami Vice και CSI; Eμείς αποτελούσαμε το πραγματικό γεγονός. 


Έξυνα με την πλάτη μου τους τοίχους και το σκεφτόμουν δύο φορές πριν αποκαλυφθώ σε κάθε άνοιγμα πόρτας μέσα στο σπίτι. Φώναζα όλη την ώρα αν είναι κανείς εκεί αλλά σίγουρος δεν ήμουν αν αυτό ήταν καλή ιδέα. Ίσως έπρεπε να την περάσω στη μούγκα γιατί με τις φωνές προσδιόριζα τη θέση μου στο χώρο. Τη θέση μου ως στόχο. Το πρωτόκολλο όμως έτσι έλεγε, έτσι έκανα και ‘γω.  Περάσαμε από δύο πόρτες, μια διαδρόμου και μια υπνοδωματίου και κανείς δεν απαντούσε στις φωνές μας.  Όλα έδειχναν ότι η λύση του αινίγματος θα ήταν στην πόρτα στο τέλος του διαδρόμου και κάπου εκεί ήταν που σκέφτηκα ότι μάλλον θα έπρεπε να είχα διαλέξει να γίνω λογιστής ή έστω ταμίας σε σούπερ μάρκετ. Μάζεψα το μυαλό μου και προχώρησα. Για τρεις και εξήντα στο κάτω κάτω θα πάλευα, όπως και να 'χε. 


Οι τοίχοι του διαδρόμου ήταν ταλαιπωρημένοι. Ολόκληρες φλοίδες από μπογιά έχασκαν στο πέρασμα μου και τις σβάρνιζα με την καλοσιδερωμένη μου στολή. Κάπου, κάπου υπήρχαν μικρά καδράκια με φωτογραφίες από χωράφια. Όλες τους είχαν το ίδιο θέμα. Μια άνοιξη με ντούρες παπαρούνες. Ο λεγάμενος είχε κάποιου είδους εμμονή με το αντικείμενο. Εξαιρετικές φωτογραφίες, τραβηγμένες από ιδιαίτερες οπτικές γωνίες με διαφορετικό κάθε φορά φωτισμό. Πάντα παπαρούνες, κάθε φορά διαφορετικές. Μια άλλη εικόνα για μια ίδια ιστορία. Προσπαθούσα να αποφύγω τα καδράκια και αυτό ίσως ήταν που με έκανε να βγω στο κέντρο του διαδρόμου και να βρεθώ πρώτος στην τελευταία πόρτα του διαδρόμου. Ο αρχηγός μου σφύριξε πίσω από την πλάτη μου «έμπα» και εγώ σήκωσα αυτόματα το πόδι μου για να σπάσω την κλειστή πόρτα. «Πιάσε πρώτα το πόμολο Χριστιανέ μου!». Λογικό ακουγόταν και κατεβάζοντας το ετοιμοπόλεμο μου πόδι έπιασα το πόμολο και έγειρα δευτερόλεπτο το δευτερόλεπτο την πόρτα. 


Μετά κοκάλωσα. Δεν έκανα τίποτα, ούτε μπρός αλλά ούτε και πίσω.  Άφησα την ομάδα να περάσει μέσα και εγώ απέμεινα να κοιτάζω από την είσοδο του δωματίου όλη εκείνη τη ζωγραφιά στους τοίχους. Ένα ολόκληρο λιβάδι από παπαρούνες με πολύ έντονα χρώματα ζωγραφισμένες. Ξεκινούσαν σαν από βουνό φυτρωμένες, ψηλά στον τοίχο και όσο πήγαινε χαμήλωναν. Το βλέμμα μου περιπλανήθηκε στο λιβάδι και κατέβαινε και αυτό. Η τελευταία παπαρούνα που διέκρινα ήταν δίπλα από το κεφάλι του. Μια μεγάλη παπαρούνα ξεραμένο αίμα δίπλα από τον κρόταφο του και ένα όπλο με σιγαστήρα πιασμένο μέσα στην σχεδόν άκαμπτη πλέον παλάμη του.


Ναι ήταν άλλη μια αυτοκτονία. Όσο και να ρωτούσα τους γείτονες για το ποιόν του μακαρίτη άκρη δεν έβγαζα. Κρατούσα το μπλοκάκι μου και σημείωνα αλλά στο τέλος αυτό που έγραφα ήταν ότι ήταν ένας ήσυχος άνθρωπος. Έβγαζε καθημερινά το σκύλο του βόλτα και έβαζε βενζίνη στο αμάξι από το πρατήριο της γειτονιάς. Ψώνιζε από τον Σκλαβενίτη και πάντα ήταν με ένα χαμόγελο στα χείλη του.  Η αλήθεια ήταν ότι αμελούσε τη συντήρηση του σπιτιού του και όλοι του είχαν κάνει παρατήρηση για το πόσο πολύ είχε παρατημένο τον κήπο του. Του έλεγαν ότι έπρεπε να ξαναφτιάξει τη μάντρα και να κουρεύει πιο τακτικά το γρασίδι. Εκείνος τους απαντούσε ότι θα τα φτιάξει μια μέρα, αλλά εκείνη η μέρα ποτέ δεν ερχόταν. Φορούσε συνέχεια την ίδια μπλούζα και το μόνο που άλλαζε στις συνήθειες του ήταν η μάρκα των τσιγάρων που κάπνιζε. Ήταν περίεργος άνθρωπος αλλά ήταν τόσο καλός! 


«Άντε, ώρα να φεύγουμε τώρα», φώναξε ο αρχηγός. Του είπα ότι θα μείνω λίγο ακόμα προσπαθώντας να ψάξω για κάποιο στοιχείο. Μου έριξε μια γκριμάτσα απέχθειας και μου είπε να μην αργήσω αύριο στη δουλειά γιατί έπρεπε να γράψω την έκθεση του συμβάντος έως τις εννιά το πρωί. Έγνεψα ένα ναι και κατευθύνθηκα στον κήπο. Περιπλανήθηκα για λίγη ώρα μέσα στα ενός μέτρου αγριόχορτα, ψάχνοντας και ‘γω δε ξέρω τι πριν τελικά σκύψω για να κόψω μια φοβισμένη παπαρούνα από ανάμεσα τους. 


Ίσως δεν ήταν μέσα στα καθήκοντα μου αλλά προσπάθησα να τη βγάλω από τη ρίζα. Γυρνώντας στο σπίτι θα τη φύτευα σε ένα βαζάκι που θα έβαζα μπροστά στο παράθυρο της κουζίνας μου. Ίσως αυτό να μου έφτιαχνε την αυριανή ημέρα αλλά από την άλλη ποιος μπορεί να προβλέψει το μέλλον;