Πολλές φορές δεν υπάρχει κάτι συγκεκριμένο για να ειπωθεί. Μερικές
φορές δεν υπάρχει τίποτε απολύτως. Μένει κανείς μετέωρος με τους δαίμονες του μπαστακομένους
μέσα στο κεφάλι και πορεύεται. Θάβει τόσο βαθιά τις λέξεις που στο τέλος και ο ίδιος
δεν μπορεί να βρει ούτε ένα «γεια σου» μέσα του. Η αλήθεια είναι ότι όταν δεν υπάρχει κάτι για
να ειπωθεί τότε τα πράγματα δε πάνε καλά. Από πού να παραδειγματιστεί κανείς
γι’ αυτό; Από ζευγάρια σε διάλυση που δε λένε λέξη ο ένας στον άλλον, παρότι
στο ίδιο σπίτι ζούνε; Από ένα βουβό θυμό
για κάποιον προϊστάμενο; Από το να
προσπερνάει κανείς μια γριά που ψάχνει στα σκουπίδια έξω από ένα σουπερ μάρκετ
και να στρέφει το βλέμμα αλλού; Από πού να πιαστεί ένας άνθρωπος που
βουβαίνεται; Από πιο πάθος, όταν τα πάθη σβήνουν σιγά σιγά μαζί με την όρεξη να
ζήσει; Να βοηθήσει και να βοηθηθεί. Όταν
κανείς στερεύει από λέξεις τότε είναι σα να στραγγίζει και η ζωή μέσα του. Οι
λέξεις είναι τα πυροτεχνήματα της σκέψης. Είναι οι εκρήξεις των θέλω. Είναι τα
νούφαρα πάνω στη λίμνη. Όταν χάνεται η όρεξη να μιλάει κανείς, να γράφει
κανείς, να σκέφτεται, τότε χάνεται και η όρεξη να περπατάει πάνω στο σχοινί που
λέγεται ζωή. Χάνεται η όρεξη να ζήσει.
Μα τι μου λέτε; Υπάρχουν χίλια δυο πράγματα για να εκφραστεί
κανείς. Μπορεί να κόψει βόλτες στο πάρκο παρέα με το σκύλο του ή να σηκώνει
βάρη στο γυμναστήριο. Μπορεί να βουτήξει σε μια θάλασσα ή να κάτσει να
ζωγραφίσει κάποια ορχιδέα. Μπορεί να σφυρίξει κλέφτικα στον άνεμο ή να τον
πάρει ο ύπνος μπροστά από μια ανοικτή τηλεόραση. Ναι, μπορεί να τα κάνει όλα
αυτά, θα απαντήσω γυρνώντας σας την πλάτη μου για να φύγω. Μπορεί κάλλιστα,
κάνοντας όλα αυτά, να βγάλει ζωή από μέσα του, προνοώντας παράλληλα να γεμίζει που
και που το δοχείο της. Όλα αυτά όμως χρειάζονται τις λέξεις. Ένα «Ουαου είναι
κρύα τα νερά» ή «πόσα κιλά να είναι αυτό το βαράκι τώρα;» ή ακόμα «γιατί ο Ιβάν
δεν έκανε κακά του σήμερα;» είναι λέξεις που πάνε μαζί με αυτό που
καταπιανόμαστε. Νιώθουμε έκπληξη, βαρεμάρα, οργή ή τρυφερότητα. Με λέξεις
εκφράζονται αυτά, λόγια ειπωμένα ή ανείπωτα. Αν καμία λέξη δε βγαίνει από τα χείλη σου, από
τα δάκτυλα σου ή αν δεν υπάρχουν λέξεις που κρύβονται πίσω από τη ματιά σου, τότε τα πράγματα δεν
είναι καλά. Και το ξέρεις αυτό. Και τότε είναι που σωπαίνεις περισσότερο. Και
αφουγκράζεσαι τσαλαβουτώντας μέσα στα κατακλυσμίαια απόνερα του σύμπαντος
ψάχνοντας μια απάντηση. Ψάχνοντας τη σωστή ερώτηση που αργεί να έρθει και εσύ
σφραγίζεσαι ακόμα περισσότερο μέσα σου. Και
είσαι τόσο βυθισμένος που δεν έχεις τη διάθεση ούτε ανάσα να πάρεις.
Τότε είναι που εύχεσαι έστω και ένα «αχ» να βγει έξω από σένα, να κοιταχτείτε στα μάτια και να νιώσεις και πάλι ζωντανός. Έστω ένα «Αχ».
Και τότε ξέρεις ότι αν κάποια μέρα συμβεί αυτό, θα νιώσεις πως είσαι για άλλη
μια φορά μες στον αγώνα. Όχι κάπου ξεχασμένος στις ξεχαρβαλωμένες κερκίδες. Σα
σπασμένο κάθισμα, ξεχασμένος. Σα σπασμένη σε μικρές λέξεις, εξαφανισμένη σκέψη.