Mια ζαλάδα συγχορδίας ηλεκτρικής κιθάρας
έπαιζε από το βάθος των ηχείων. Τηλεόραση με τη φωνή σβηστή. Ένα τασάκι γεμάτο,
ξεχειλισμένο. Γόπες που αγωνιούν να ισορροπήσουν. Τρία άδεια μπουκάλια μπύρας
στο πάτωμα. Ένα όρθιο, δύο ξαπλωμένα. Σκόνη γύρω από πατημασιές που κάποτε χάραξαν
πορεία στο πάτωμα. Ιδρώτας καλοκαιριού. Ένα μπλουζάκι μόνο. Ένα ζευγάρι μαύρα
αθλητικά παπούτσια περίμενε να ξαναφορεθεί. Ένα εδώ, το άλλο κάπου εκεί. Το ένα
με το κορδόνι του φιόγκο, το άλλο με το κορδόνι σαν απλωμένο άντερο. Ένα
τσιγάρο ανάμεσα στα δάκτυλα, από καιρό σβησμένο. Το παντζούρι ανοικτό, το τζάμι
σφραγισμένο. Σύννεφα λίγα στον ουρανό. Ένας ήλιος κάπου ψηλά, ξεχασμένος. Ένα
μεσημέρι τυλιγμένο γύρω από το απόγευμα. Ένα Σάββατο παρατημένο μέσα στην
εβδομάδα του. Ξεχασμένο σα τη γόπα στα δάκτυλα του. Σα να κοιμότανε. Σα να μη
ξύπνησε ποτέ του. Ένας καναπές από κάτω, ένα ταβάνι από πάνω. Το τριγύρω τον ζουλούσε
ολοένα.
Η κιθάρα σώπασε, το μπάσο μπήκε
πιο βαθιά και από βυθό μέσα στο τραγούδι. Ένα σαξόφωνο αχνό κάπου, λίγα τύμπανα
με αργόσυρτες μπαγκέτες. Ήταν τζαζ, ήταν γλυκιά, ήταν εκεί, μαζί του. Έκανε πως
σηκώνεται αλλά το μετάνιωσε. Έπεσε στο πλάι. Τα σύννεφα βάραιναν, μια
καλοκαιρινή μπόρα σα να ετοιμαζόταν. Πέταξε στο πάτωμα τη γόπα. Έπεσε μέσα στο
παπούτσι με το φιόγκο. Το χέρι του έφερε μια στροφή και σβάρνισε το μαξιλάρι
πάνω του. Το όρθιο μπουκάλι έπεσε. Τα μπάσα στα ουράνια. Οι ήχοι στις σωστές
οκτάβες. Το μπουκάλι και το μπάσο.
Σα να σκέφτηκε κάτι. Το ξέχασε
αμέσως. Σα να ήθελε να κοιμηθεί τώρα. Σα να μη μπορούσε. Σα να μην ήταν
καλοκαίρι. Σα να μην ήταν εκείνος, στον καναπέ ξαπλωμένος. Σα να μην ήταν
τίποτα. Τίποτα. Τίποτα. Τίποτα απολύτως.
Πίεσε το μαξιλάρι στο κεφάλι του.
Άφησε το καλοκαίρι απέξω. Άφησε τα σύννεφα. Άφησε το να αφεθεί σε έναν ύπνο.
Τώρα κανένα μπάσο δεν ακουγόταν. Ίσως να τελείωσε το τραγούδι. Ίσως. Αλλά και
πάλι μέσα του το είχε. Εκείνο και όλα. Και τίποτα ξανά.
«Στο διάβολο όλα!» μια σκέψη σα σαΐτα
στο μυαλό. Είναι απλά μια άσχημη ημέρα. Τίποτε άλλο. Τίποτε. Τίποτε. Τίποτε
απολύτως.