Ο Φίλιππος Γαλιάσος γεννήθηκε το 1972 στην Αθήνα και έχει αποφοιτήσει από το Ο.Π.Α. To βιβλίο «Δι

Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου 2014

ΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΤΣΙΓΑΡΑ



Το είχε πάρει απόφαση. Το πακέτο είχε τέσσερα τσιγάρα μέσα, όταν τα κάπνιζε όλα μετά θα αυτοκτονούσε. Το κάπνισμα αυτό θα ήταν κάτι σα ξυπνητήρι. Άναψε λοιπόν το πρώτο.
Έβλεπε τον καπνό να ξεχύνεται μπροστά και πότε πότε τον έβγαζε από τα ρουθούνια του. Το είχε δει σε ταινίες του Χολυγουντ με κάτι σκληρά τυπάκια μέσα. Τους έκανε να μοιάζουν λίγο ταύροι με αυτό τον τρόπο. Εκείνου δε του άρεσε η αίσθηση, προτιμούσε να γεύεται τον καπνό, όχι να τον μυρίζει στην έξοδο. Δεν ήταν και κανένα σκληρό τυπάκι εξάλλου. Αν ήταν θα προτιμούσε να σκοτώνει αντί να αυτοκτονεί. Αν και τελικά το να θέλει να αυτοκτονήσει κάποιος δεν είναι και εύκολο πράμα. Αυτός που αυτοκτονεί θα μπορούσε κάλλιστα να σκοτώσει κάποιον τριγύρω. Ίσως ηρεμούσε έτσι. Ίσως αισθανόταν καλύτερα μετά. Αν θέλει σταθερό χέρι του να σκοτώσεις τότε όταν το όπλο στρέφεται στο ίδιο σου το καύκαλο τότε θέλει ακρίβεια μελετημένη. Η στάχτη έπεσε μισή έξω, μισή μέσα στο τασάκι. Η καύτρα είχε φτάσει στο φίλτρο. Μια απαίσια μπόχα, η ίδια μπόχα που μυρίζει όταν τα ωραία τελειώνουν. Έβγαλε το δεύτερο τσιγάρο από το πακέτο. 

Το άναψε με την καύτρα που χαροπάλευε μέσα στο τασάκι. Δε ρούφηξε, μόνο πίεζε. Το τασάκι του ήταν ένα νεκροταφείο από γόπες. Είχαν ξεχειλίσει. Στρίμωξε το τσιγάρο του εκεί μέσα και περίμενε. Το σήκωσε και το κοίταξε. Δεν είχε ανάψει ακόμα. Έβγαλε τον αναπτήρα από την τσέπη και άναψε με αυτόν το κατασχετήριο του σπιτιού του. Το χαρτί λαμπάδιασε στο λεπτό. Το έφερε μπροστά του και ρούφηξε, καψαλίζοντας τα φρίδια του. Πρίν προλάβει να πετάξει το χαρτί στο πάτωμα, το τσιγάρο του έπεσε από το στόμα. Τα δάκτυλα του είχαν καεί για τα καλά και εκείνος χοροπηδούσε πάνω στη φλόγα, προσπαθώντας να τη σβήσει. Στο πάτωμα υπήρχαν ένα σωρό σκουπίδια. Πακέτα τσιγάρων, κατασχετήρια, λογαριασμοί νερού, λογαριασμοί τραπεζών και δε συμμαζεύεται. Όλα τους είχαν πάρει να ξερνάνε φλόγες. Εκείνος χοροπηδούσε με μανία πάνω τους καταφέρνοντας να σβήσει τη φωτιά, λίγο πρίν λαμπαδιάσει το χαλί. 

Πήγε λαχανιασμένος στο γραφείο του και κάθησε. Κοίταξε το μαυρισμένο χαλί και το πακέτο με τα τσιγάρα που έχασκε σα χαμόγελο μπροστά του. Άνοιξε το συρτάρι του και έβγαλε από μέσα τον χαρτοκόπτη. Η ώρα πλησιάζε, τα τσιγάρα λιγόστευαν. 

Στρίμωξε το τρίτο τσιγάρο στα δάχτυλα του και το έφερε μεσα στο στόμα. Πάτησε τον αναπτήρε και ρούφηξε. Έγυρε πίσω στην πλάτη της καρέκλας και κοίταξε το πακέτο με το τελευταίο τσιγάρο μέσα. Πάντα έλεγε πως θα το έκοβε μια μέρα. Θα γλίτωνε χρήματα και τα πνευμόνια του. Θα το έκοβε μια μέρα και θα γλίτωνε για τα καλά. Η ανάγκη όμως ερχόταν στις δυσκολίες και τα πακέτα άδειαζαν στα τασάκια και γέμιζαν στο περίπτερο. Οι δυσκολίες δεν έφευγαν και του έμοιζε άκαιρο να ξεκινήσει να φτιάχνει τη ζωή του κόβοντας το τσιγάρο. Ξεφύσηξε. Έκλεισε τα μάτια. Προσπάθησε να βγάλει την τζούρα από τα ρουθούνια του. Αυτή τη φορά έβηξε. Πολύ έβηξε. Δε μπορούσε να ανασάνει τώρα. Χτύπησε το χέρι του πάνω στο γραφείο και σηκώθηκε όρθιος. Έμπηξε το τσιγάρο μέσα στο τασάκι και όλες εκείνες οι γόπες ξεχύθηκαν σα μελλοθάνατοι ενός ναυαγίου. Άρχισε να στριφογυρίζει και να σφίγγει τον λαιμό με τα χέρια του. Κοπανούσε με την πλάτη του τον τοίχο του διαδρόμου, πηγαίνοντας προς την κουζίνα για νερό. Πότε δεξιά, πότε αριστερά. Έπεσε στα γόνατα και μπουσούλησε εως το νεροχύτη. Χτύπησε τη ράχη της βρύσης και έβαλε το στόμα του από κάτω. Οι γουλιές έπεφταν μέσα του, βρέχοντας του το πρόσωπο. Η ανάσα του ξανάρθε. Σκαρφάλωσε πάνω στον πάγκο της κουζίνας και ξάπλωσε. Ήταν η ώρα. Θα πήγαινε μέσα στο γραφείο ξανά και ανάβοντας το τελευταίο τσιγάρο θα έκοβε τις φλέβες του. Οι γείτονες θα τον έβρισκαν στην επόμενη πληρωμή των κοινοχρήστων. Οι άνθρωποι των αναζητούσαν έντονα όταν έπρεπε να πληρώσει. Οι φίλοι ξεθώριαζαν. Ίσως το μάθαιναν από τις ειδήσεις μια μέρα. 

Έβαλε πλώρη για το γραφείο και το τέταρτο τσιγάρο. Κάθησε ξανά στην καρέκλα και το έφερε στο στόμα του. Έπιασε αναπτήρα και κοπίδι μαζί. Σκέφτηκε να ανάψει και όσο καπνίζει να φαλτσάρει την πορεία από το αίμα του. Ήταν όμορφη εικόνα. Σχεδόν ποιητική. Πάτησε τον αναπτήρα αλλά δε ρούφηξε. Φοβήθηκε. Θυμήθηκε το άγχος του να μη μπορείς να πάρεις ανάσα. Θυμήθηκε το άγχος του να σβήνεις μια φωτιά. Το να μη ξέρεις αν θα σβήσει τελικά. Χάιδεψε με τη ράχη από το ξυράφι τους καρπούς του και το άφησε στο πλάι. Πήγε στην κουζίνα για δεύτερη φορά. Θα έφτιαχνε ένα εσπρέσσο και θα κάπνιζε το τσιγάρο. Μετά θα το έκοβε. Ήταν σα να αυτοκτόνησε τελικά και τώρα όλα έμοιαζαν πιο απλά. Δεν ήξερε αν το τσιγάρο του έσωσε τη ζωή ή αν ήταν τόσο δειλός. Μετά από αυτό το τσιγάρο θα το έκοβε για τα καλά. Ήθελε να δει ως που μπορεί να φτάσει. Όλα ήταν δρόμος και εκείνος δεν ήθελε φλόγες και βήχα στην πορεία.

Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2014

Μια απογοήτευση οι άνθρωποι.



Οι άνθρωποι είναι άσπροι, κίτρινοι, κόκκινοι και μαύροι. Μιλάνε χίλιες δύο γλώσσες, κάποιοι με επιτυχία και κάποιοι άλλοι μόλις και μετά βίας. Οι άνθρωποι είναι έτοιμοι να πάνε στο διάστημα αλλά μέχρι στιγμής την περνάνε μια χαρά σε πόλεις, χωριά, παραλίες, καφετέριες, πλατείες, εφορίες, τράπεζες, πεζοδρόμια, κουζίνες και υπνοδωμάτια που όλα τους βρίσκονται πάνω στη Γή. Οι άνθρωποι ανοίγουν κουβέντα για τον καιρό, την πολιτική, την μόδα, τα αμάξια και την τέχνη. Ορισμένοι γιατί το πιστεύουν και κάποιοι άλλοι για να σπάσουν τον πάγο. Οι άνθρωποι πάνε λίγο ή πολύ στον γιατρό, πίνουν λίγο ή πολύ, τρώνε λίγο ή πολύ, γελάνε λίγο ή πολύ, κλαίνε λίγο ή πολύ, χοροπηδάνε λίγο ή πολύ, κάνουν έρωτα λίγο ή πολύ, αποταμιεύουν λίγο ή πολύ, φτωχαίνουν λίγο ή πολύ, φοβούνται λίγο ή πολύ, ζητάνε λίγα ή πολλά, λένε ψέματα λίγο ή πολύ, περπατάνε λίγο ή πολύ, λοξοκοιτάνε λίγο ή πολύ, φιλάνε καλά ή όχι ή καθόλου. Οι άνθρωποι είναι έτοιμοι για το οτιδήποτε και εντελώς απροετοίμαστοι για ένα γαμημένο τίποτα. Οι άνθρωποι είναι ικανοί να σε φτάσουν μέχρι τη ρίζα του παραδείσου ή απλά να σε ακουμπήσουν πάνω στις φρεσκοαναμμένες φωτιές της κόλασης. 

Οι άνθρωποι μου αρέσουν για αυτά που μπορούν να κάνουν και αυτά που δεν ικανοί. Μου αρέσουν γιατί φοβούνται και κρέμονται πάνω σε άλλους ανθρώπους για να σωθούν. Μου αρέσουν γιατί αισθάνονται τόσο δυνατοί σα να πρόκειται η επόμενη τους προαγωγή να είναι κατευθείαν στο θρόνο του βασιλιά. Μου αρέσουν γιατί κάποιοι από αυτούς θέλουν να υπάρχει βασιλιάς και κάποιοι άλλοι δε τον γουστάρουν καθόλου. Μου αρέσουν γιατί είναι τόσο πολύπλοκοι τη μια φορά ενώ την άλλη έχουν την ίδια ακτινογραφία με μια αχιβάδα. Μου αρέσουν γιατί κάποιοι από αυτούς πίνουν για να ξεχάσουν ενώ κάποιοι άλλοι παίρνουν συμπληρώματα διατροφής για να μη ξεχνάνε. Μου αρέσουν γιατί σκέφτονται χίλια δύο σε ένα μόλις δευτερόλεπτο και μου αρέσουν γιατί δε μπορούν να συγκεντρωθούν σε μια και μόνο ερώτηση που θα τους κάνεις σχετικά με το τι ώρα είναι. Μου αρέσουν γιατί είναι ικανοί να φορέσουν το βρακί τους ανάποδα για να βγούν έξω ή να αφιερώσουν δύο ώρες για τον ίδιο ακριβώς σκοπό. Μου αρέσουν οι άνθρωποι. Μου αρέσουν στα αλήθεια. Μου αρέσουν γιατί κάποιοι από αυτούς σε βοηθάνε και κάποιοι άλλοι σε κάνουν να αισθάνεσαι δυνατότερος σκοτώνοντας σε σιγά σιγά. Μου αρέσουν γιατί έχουν τόσα πολλά διαφορετικά χρώματα – σα τα ουράνια τόξα που ξεπροβάλλουν μετά από βροχή – ενώ ταυτόχρονα είναι τόσο ίδιοι σα την εξαφάνιση του ουράνιου τόξου μετά την βροχή, σε όλα τα πλάτη και μήκη της Γής.

Οι άνθρωποι μου αρέσουν και τελικά χαίρομαι που και εγώ είμαι ένας από αυτούς.

Με απογοητεύουν όμως. Πολύ. Οι άνθρωποι με απογοητεύουν τόσο μα τόσο πολύ που μου έρχεται να χωθώ μέσα σε μια τρύπα έτσι ώστε να μη μπορώ να τους βλέπω. Έτσι ώστε και αυτοί να μη μπορούν να με βρούν. Με απογοητεύουν τόσο πολύ που φτάνω στο σημείο να μη μπορώ πλέον να τους πιστέψω.  Ακόμα και καλημέρα να μου πουν, να μη πιστεύω. Να με φτάνουν σε τέτοιο σημείο που να ξεπατικώνω κάθε λογής ναυτική βρισιά και ταυτόχρονα να ευχαριστώ το θεϊκό πλάνο που μου έδωσε κάποιους δίπλα μου για να με σταματάνε. Κάποιους που να με κάνουν να γελώ. Κάποιους που και η νύχτα μέρα να γίνει φίλοι μου θα είναι. Κάποιους που - αν και έχω καιρό να δω -ξέρω πως δίπλα μου θα είναι. Και δίπλα μου θα είναι όχι γιατί τους βολεύω σε κάποιο τους μονοπάτι. Δίπλα μου θα είναι γιατί και σε εκείνους αρέσουν οι άνθρωποι. Δίπλα μου θα είναι γιατί σε μένα βλέπουν όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου, παρότι τέτοια πολυχρωμία δεν την αξίζω.

Αγαπώ τους ανθρώπους γιατί με απογοητεύουν σε τέτοιο βαθμό που αισθάνομαι ευγνώμων να έχω βρει τρείς με τέσσερις από δαύτους που αξίζουν πραγματικά. Αισθάνομαι ευγνώμων γιατί θα ήθελα να κλείσω ένα δωμάτιο στον παράδεισο μαζί τους. Αγαπώ τους ανθρώπους γιατί όλη την ώρα, όλοι τους, σε όλα τα μήκη και πλάτη της Γής, με οποιοδήποτε χρώμα και να φοράνε και οτιδήποτε και να περιμένουν από την αφεντιά μου μου φωνάζουν μόνο ένα πράμα. Να μη τους εμπιστεύομαι. Μου το φωνάζουν ο καθένας με τον τρόπο του. Ο ένας απευθείας και χωρίς πολλές τσιριμόνιες, ο άλλος διπλωματικά, ο παρακεί κλαίγοντας για να τον λυπηθώ. Κάποιοι το λένε με τη δύναμη και κάποιοι με την αδυναμία τους. Ο,τι όπλο όμως και να χρησιμοποιήσουν ο στόχος είναι να κάνουν τη δουλειά τους. Ζητιάνοι και αφεντικά. Ο καθείς με τον τρόπο του.

Οι άνθρωποι με απογοητεύουν.

Με απογοητεύουν τόσο μα τόσο πολύ που αισθάνομαι πολύ όμορφα που έχω αποφασίσει να αγαπήσω πολύ λίγους από δαύτους. Με απογοητεύουν γιατί νιώθω πως ενώ έχω μια αγάπη μέσα μου αυτοί μου λένε πως η αγάπη δε χωράει πουθενά. Μου το λένε πάντα με τον δικό τους τρόπο. Μου γελάνε, με ρωτάνε και με ζητάνε. Δε θέλουν όμως την αγάπη. Θέλουν τα δικά τους ζητήματα μόνο. Οι άνθρωποι με απογοητεύουν τελικά για αυτόν ακριβώς τον λόγο. Ζητάνε τόσα λίγα από την ζωή. Τόσα λίγα που δε θα τους φτάσουν για το επόμενο τους βήμα. Τόσα λίγα που και η πτώση στο φέρετρο στεγνή θα μείνει. Ούτε ένα δάκρυ δε θα χυθεί. Ούτε ένας άνθρωπος δε θα βρεθεί εκεί γύρω. Και αν ποτέ τύχει να αναρωτηθούν λίγο πριν φύγουν, η σκέψη θα μοιάζει σαν ρέψιμο. Και ξέρω πως και εγώ αθάνατος δεν είμαι και η εκδίκηση πάντα καθυστερεί. Και ξέρω πως δεν θέλω εκδίκηση, δεν θέλω να πληγώνω μα ούτε να παίρνω πίσω το αίμα που μου στερούν. Ξέρω πως δε φτιάχτηκα έτσι και ευχαριστώ για αυτό. Ξέρω πως ό,τι συμβαίνει και ό,τι κάθε μέρα παρουσιάζεται μου λέει μόνο αυτό: Να μείνω εκεί που ανήκω. Σε εκείνους που με κάνουν να γελώ, όχι σε εκείνους που μου τραβάνε το χαμόγελο. Να μείνω εκεί που με κοιτάζουν στα μάτια όχι εκεί που λένε «κοίταξε με». Να μείνω στον δικό μου παράδεισο γιατί ο παράδεισος δεν είναι τόσο ευρύχωρος όσο νομίζουμε.

Στο τέλος κάθε μέρας που μοιάζει σαν και αυτή λέω μόνο αυτό:

«Ευτυχώς που υπάρχουν τόσοι πολλοί καργιόληδες και καργιόλες τριγύρω. Ευτυχώς που υπάρχουν για να μη χάνω την ουσία. Ευτυχώς που έχουν τόσα πολλά χρώματα, τόσες πολλές δυνάμεις ή αδυναμίες, ευτυχώς που τους αρέσει το τάδε ή το δείνα και ευτυχώς που κάθε τρείς και λίγο ρωτάνε τι μου αρέσει. Μέσα από αυτό μαθαίνω να αγαπώ. Μαθαίνω για τα πολύτιμα μέσα σε ένα κόσμο που τα χρηματιστήρια ολοένα τρεμοπαίζουν».

Οι άνθρωποι με απογοητεύουν γιατί κάθε μα κάθε γαμημένη μέρα που περνά από την πλάτη μου μου αποδεικνύουν πως δεν αξίζει τον κόπο να ασχολούμαι. Τους ευχαριστώ για αυτό και τους εύχομαι κάποτε να βρούν αυτό που εγώ έχω βρεί στους ανθρώπους που έχω αποφασίσει να έχω δίπλα μου. Στους ανθρώπους που όχι μόνο ήρθαν στον γάμο μου αλλά και σε εκείνους που θα έρθουν στην κηδεία μου. Σε εκείνους που μετά θα βγούν για να το γλεντήσουν γιατί ήξεραν που μου αρέσει να τους κοιτάζω να γλεντάνε. Σε εκείνους που θα προτιμήσουν να κάτσουν μαζί μου σε ένα παγκάκι παρά να κάνουν οτιδήποτε άλλο. Οι άνθρωποι με απογοητεύουν όλη την ώρα και ενώ ξέρω πως αυτό δε θα σταματήσει να συμβαίνει όσο ζω, τους ευχαριστώ γι’ αυτό. Τους ευχαριστώ γιατί σιγά σιγά με μαθαίνουν να απογοητεύομαι και να μη γκρεμίζομαι. Τους ευχαριστώ γιατί με κάνουν πιο δυνατό. Τους ευχαριστώ γιατί μου δίνουν ακριβώς τα μισά από αυτά που περιμένουν και τους ευχαριστώ γιατί και τα διπλά να πάρουν το ξέρω πως δε θα τους φτάσει. Τους ευχαριστώ γιατί με ανακαλύπτω και τους ευχαριστώ που βρέθηκαν αυτοί σε αυτοί τη θέση. Που βρέθηκαν εκεί που δεν υπάρχουν σκέψεις, αισθήματα, εμπιστοσύνη. Τους ευχαριστώ που υπάρχουν για να κρατιούνται οι ισορροπίες αυτής της ζωής. Τους ευχαριστώ που δεν αισθάνονται ούτε  το πιο δυνατό αίσθημα του πλανήτη. Τους ευχαριστώ που με αφήνουν να αισθάνομαι τόσο μόνος, τόσο απογοητευμένος και μπερδεμένος.

Αγαπώ τους ανθρώπους γιατί ενώ τους έχεις σώσει εκείνοι σου ρίχνουν μια καλοδουλεμένη κλωστιά στα πισινά σου, στο χείλος του γκρεμού.

Απογοητεύομαι όμως γιατί δεν ξέρουν ούτε οι ίδιοι γιατί το κάνουν αυτό.

Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2013

ΑΛΛΟ ΕΝΑ ΚΟΥΚΟΥΤΣΙ ΑΠΟ ΚΕΡΑΣΙ




Τα κεράσια λικνίζονταν σαν ονειροπαγίδες πάνω στο δέντρο. Ήταν η μία και μοναδική κερασιά του κήπου τους. Μια κατακόκκινη πινελιά στο  κάτασπρο φόντο του κτιρίου. Και ήταν εξαίσια κερασιά, ήταν εκείνη η χαρούμενη νότα. Η μοναδική αν θέλει κανείς να ακριβολογεί στα λεγόμενα του. Πίσω από το παράθυρο, πίσω από εκείνη τη κερασιά, βρισκόταν τυλιγμένος στα σεντόνια του. Η δεύτερη του εβδομάδα στο νοσοκομείο είχε καταντήσει ήδη ρουτίνα. Τουλάχιστον τις πρώτες ημέρες υπήρχε και η προοπτική του θανάτου που έδινε μια κάποια διαφορετικότητα στην όλη κατάσταση. Μετά, αφού ο κίνδυνος είχε φύγει (προς το παρόν βέβαια γιατί ο χάρος κερδίζει πάντα στη ρεβάνς), άρχισε μια σειρά από επαναλαμβανόμενα και παντελώς βαρετά γεγονότα. Η πάπια γέμιζε, η πάπια άδειαζε, το φαγητό ήταν νερόβραστο και το βράδυ και το μεσημέρι, οι νοσοκόμες δεν είχαν καμία σχέση με εκείνες τις ανεξάντλητες φαντασιώσεις των εφηβικών του χρόνων που οδηγούσαν αρκετούς σπυριάριδες δεκαπεντάχρονους να θέλουν να γίνουν γιατροί. Εδώ οι νοσοκόμες περίσσευαν στις ρόμπες τους, ενώ εκείνος κάποτε φαντασιωνόταν πως οι ρόμπες έπρεπε να περισσεύουν πάνω στις νοσοκόμες. Δεν είχαν κότσο, μήτε σοφιστικέ γυαλιά. Δε τον κοιτούσαν με μια λαγνεία στα μάτια παίρνοντας μακριά την αχνιστή πάπια για να την αδειάσουν στις τουαλέτες. Εδώ οι νοσοκόμες ήταν κακοπληρωμένες, ίσως και τελείως απλήρωτες και ο μοναδικός άνθρωπος που κοίταζαν κάπως ηδονικά ήταν εκείνο το κοράκι από το γραφείο κηδειών παραδίπλα. Κάποιες φορές, στο αχνοχάραμα της επίδρασης των φαρμάκων που κατάπινε με ρυθμούς πιο γρήγορους και από τα ίδια του τα σάλια, είχε προσέξει τον τύπο με τη λεπτή γραβάτα να παραχώνει στις τσέπες τους κάτι χαρτονομίσματα. Μετά από μια ή δύο ημέρες μάθαινε για ένα θάνατο ασθενούς του δικού του θαλάμου ή των γειτονικών. Στην αρχή νόμιζε ότι ήταν ένα κλασσικό ελληνικό λάδωμα της νεοελληνικής εποχής. Στη συνέχεια όμως και με τη βοήθεια του οξυγόνου που είχε για τουλάχιστον δώδεκα ώρες κάθε ημέρα προχώρησε τη σκέψη του λίγο βαθύτερα αλλά αυτό δε συνέβη πριν το ξημέρωμα της αυριανής ημέρας.


Η κερασιά  έξω από το παράθυρο, ένιωθε το βάρος των αφάγωτων καρπών της. Με τόση κορτιζόνη και θανατίλα εκεί γύρω ούτε ένα ζωύφιο της προκοπής δεν ερχόταν για να την ξαλαφρώσει από αυτό το βάρος. Ούτε καν ένα πουλί. Στη μνήμη του κλωθογύριζε παιδικές μνήμες με εκείνον να σκαρφαλώνει πάνω στην κερασιά του πατρικού του και να γεμίζει τις τσέπες του με χούφτες κεράσια. Η κατάβαση από το δέντρο συνήθως τον έβρισκε με κατακόκκινες τσέπες από τους ζουπιγμένους μεζέδες γιατί εδώ που τα λέμε εύκολο δεν είναι να κατεβαίνεις από ένα δέντρο. Ενώ στη ζωή οι αναβάσεις είναι δυσκολότερες από τις καταβάσεις σε ότι αφορά ένα δέντρο ισχύει το ακριβώς αντίθετο. Τότε, καθόταν στη ρίζα και ξαναμμένος όπως ήταν από την αναρρίχηση, άρχιζε να φτύνει τα κουκούτσι. Και το είχε βάλει στόχο να τα ρίχνει όλο και πιο μακριά. Κατάπινε πρώτα τη σάρκα για να έχει τις καλύτερες προϋποθέσεις βολής και στη συνέχεια σημάδευε λίγο πιο μακριά από το προηγούμενο κουκούτσι. Είχε βελτιώσει τόσο πολύ την τεχνική του σε αυτό που κάποιος πονηρός αγρότης του είχε ζητήσει να τον βοηθάει στη σπορά. Ή έτσι θυμόταν τουλάχιστον γιατί τώρα με όλα αυτά τα παραισθησιογόνα που είχε μέσα του, η φαντασία με την πραγματικότητα έπαιζαν τρικλοποδιές.  Όπως και να είχε πάντως, ήταν σίγουρος πως είχαν περάσει ούτε λίγο, ούτε πολύ εβδομήντα χρόνια από τότε. Και το άσχημο δεν ήταν αυτό. Το άσχημο ήταν πως δεν είχε κάνει πράξη αυτό που ήθελε. Ένα ολόκληρο δάσος από κερασιές. Έφτυνε τα κουκούτσια και έκανε κάθε του φορά μια ευχή. Του χρόνου να βρει εκεί ένα κλωνάρι. Για την ακρίβεια όχι ένα αλλά εκατό γιατί με τα τόσα που έσπερνε με το στόμα του αυτό θα έπρεπε να είναι το αποτέλεσμα. Δε του είπε κανείς, δε ρώτησε ποτέ του, για την ακριβή μέθοδο σποράς. Το μόνο που έκανε με επιμέλεια ήταν να σκαρφαλώνει στην κερασιά, να γεμίζει τις τσέπες του, να φτύνει τα κουκούτσια πάνω στο άσκαφτο χώμα και στο τέλος να ακούει την κατσάδα της μάνας του για το ότι δε τρώει το φαγητό του έτσι όπως πρήστηκε πάλι από τα πολλά κεράσια.


Πέτυχε με την άκρη του ματιού του τη νοσοκόμα να βγαίνει έξω από τον θάλαμο, σβήνοντας τα φώτα. Δεν είχε καταλάβει για πότε πήρε να βραδιάζει. Η κερασιά εκεί έξω φαινόταν πλέον σα σκιά και εκείνος απορροφημένος όπως ήταν με τις αναμνήσεις του το είχε παραβλέψει. Σκιές όμως ήταν και μέσα στο θάλαμο. Σκιές του θανάτου και ας τους έβλεπε όλους πεντακάθαρα μέσα από το κιτρινιάρικο φωτάκι που άνοιξε η νοσοκόμα λίγο πριν ο άνεμος της βιασύνης της τραβήξει την πόρτα. Πέρα από κάτι ψιθυριστούς μονολόγους και μερικά πνιχτά αγκομαχητά δεν υπήρχε τίποτε άλλο εκεί πέρα που να έμοιαζε κάπως ζωντανό. Ακόμα και ύπνος δεν υπήρχε.  Για τον ίδιο τουλάχιστον γιατί πάνε τρείς μέρες τώρα που είχε να κλείσει μάτι. Το είχε πάρει ζεστά το πράγμα. Θα τα έκλεινε μια και καλή. Έως τότε… ας φύσαγε μόνο εκεί έξω και ας χόρευε η κερασιά στα μάτια του σα Τουρκάλα το χορό της. Ανοιγόκλεισε στιγμιαία τα μάτια του και πέρασε ένα χάδι πάνω από το μούσι του. Έπιασε μια τρίχα και την τράβηξε. Σκέφτηκε το τι περίεργο πράγμα ήταν που οι τρίχες των ανθρώπων γινόντουσαν λευκές με τα χρόνια. Τι περίεργο που και τα σύννεφα άσπρα ήταν στα καλά τους. Σα να προσπάθησε ο Θεός να ταιριάξει χρωματικά το φευγιό του ανθρώπου. Σα να είχε σκεφτεί κάθε λεπτομέρεια. Να ‘ταν άραγε έτσι; Και αν φρόντισε τόσο την έξοδο, τότε γιατί έμοιαζε να μην έκανε και τόσα πολλά για την ίδια την παραμονή του ανθρώπου στη Γη;  Όλοι τους στον θάλαμο έμοιαζαν τώρα σαν εκείνα τα κουκούτσια που έφτυνε ο ίδιος πάνω στο χώμα. Σα να μη φύτρωσαν ποτέ τους, να μην έβγαλαν ρίζες, να μη φούντωσαν. Σα να μη μπόρεσαν να χορέψουν στον άνεμο όπως η κερασιά εκεί έξω κάνει. Εκείνος ήταν μικρός, ήταν άνθρωπος, δε θα μπορούσε να είχε καταφέρει και πολλά περισσότερα από αυτό. Από κάμποσα κουκούτσια πεταμένα τριγύρω  με την κάψα του καλοκαιριού να ρουφάει και τους τελευταίους τους χυμούς. Αν ο θεός είχε σκεφτεί και την παραμικρή λεπτομέρεια για το κάθε τι, τότε χρειαζόταν κάποιον να του πει ότι ξέχασε κάμποσους μπαμπόγερους σε κείνο το νοσοκομείο σα κουκούτσια πάνω στο χώμα.


Η πρωινή του ένεση πλησίαζε. Έκανε ένα μορφασμό αηδίας, αναλογιζόμενος πως έπρεπε πάλι να βγάλει τα πισινά του φόρα παρτίδα σε όλο το θάλαμο. Για παραβάν ούτε λόγος. Πολυτέλειες, και παρότι υπήρχαν σπανίως τραβιόντουσαν. Συνήθως για τελευταία φορά. Χάρηκε με αυτή τη σκέψη γιατί τουλάχιστον υπήρχε και κάτι πιο αποκρουστικό από τους νερουλούς γέρικους του γλουτούς. Ας ήταν και ο ίδιος ο θάνατος αυτό το κάτι. Ο χρόνος είχε άπειρη ώρα μπροστά του να παίξει με τα νεύρα του. Έμοιαζε σα να γρατζουνάει κανείς μια φρέσκια κιμωλία πάνω σε μαυροπίνακα. Το κάθε τι τώρα έμοιαζε να κινείται σε ρυθμούς χελώνας. Κάπου εκεί ήταν που η φιλοσοφία έβαζε το ποδαράκι της στην πόρτα και ήθελες δεν ήθελες σου έκανε αρμένικη βίζιτα. Γιατί τι λόγο έχει κανείς να φιλοσοφεί όσο νιώθει ευτυχισμένος; Τότε τα πράγματα κινούνται στους σωστούς ρυθμούς και χρόνος δε περισσεύει για σκέψεις. Αν έχεις μια ευτυχία να αντιμετωπίσεις τότε όλα τα υπόλοιπα μπορούν να περιμένουν.


Η πόρτα έτριξε για πρώτη φορά μέσα στη νύχτα και είδε τη νοσοκόμα να πάει στο βάθος του θαλάμου. Έσκυψε πάνω σε ένα κρεβάτι και έμεινε σκυμμένη για αρκετή ώρα. Μετά κοίταξε τον καρπό της που ήταν φορεμένο ένα ρολόι και τραβήχτηκε στην έξοδο. Αυτή τη φορά είχε ξεχάσει ανοιχτή την πόρτα πίσω της. Από το άνοιγμα μπορούσε να τη δει να σχηματίζει ένα αριθμό στο κινητό της και να μιλάει. Το κάθε τι εκεί μέσα έμοιαζε σα γεγονός. Η απουσία οποιασδήποτε δραστηριότητας κάνει τους ανθρώπους ιδιαίτερα παρατηρητικούς. Μη έχοντας τίποτα συγκεκριμένο για να ασχοληθούν είναι ικανοί να σου αναλύσουν την πορεία και το στυλ πετάγματος μιας μύγας που μόλις πέρασε από μπροστά τους.  Μετά από λίγο η πόρτα τραβήχτηκε και του πήρε ώρα για να συνηθίσουν ξανά τα μάτια του σε εκείνο το κίτρινο, αχνό φωτάκι του δωματίου. Η μάσκα του οξυγόνου ήταν καλά σφιγμένη στα ρουφηγμένα του μάγουλα. Όταν του την είχαν πρωτοφορέσει ονειρεύτηκε πως ήταν ήρωας πιλότος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου. Το οξυγόνο είχε μπει τόσο βίαια μέσα του που τύφλα να έχει το LSD.  Η πόρτα έκλεισε ξανά και κείνος προσπάθησε να ταξιδέψει για λίγο με κλειστά τα μάτια στη φαντασίωση ενός ύπνου. Μετά, ανοίγοντας τα ξανά, είδε την κερασιά να έχει φουντώσει από τον άνεμο μέσα της. Σα να του φάνηκε πως έβλεπε ξεκάθαρα κάθε της καρπό. Κάθε μπορντό κεράσι τώρα φαινόταν περισσότερο ξεκάθαρα από πριν. Ακόμα και μέσα από αυτό το δειλό χάραμα που ξεπρόβαλλε. Μετά δεν μπόρεσε να κρατήσει άλλο τα μάτια του ανοιχτά. Κοιμήθηκε μαζί με τη νύχτα που έφευγε.


Εκείνο που τον ξύπνησε ήταν το γνωστό ποδοβολητό της κουστωδίας των γιατρών και των νοσοκόμων που έκαναν επιθεώρηση στους ασθενείς. Το γεγονός πως πάντα υπήρχαν και αρκετοί μαθητευόμενοι εκεί μέσα τον έκανε να νιώθει σαν έκθεμα στο μουσείο δερματολογίας του Συγγρού. Πίσω από εκείνο τον ορυμαγδό της ιατρικής επιστήμης πρόσεξε το κοράκι με τη μαύρη λεπτή του γραβάτα να πάει στο βάθος του θαλάμου. Εκεί που είχε δει τη νοσοκόμα το ξημέρωμα. Πρόσεξε πως αυτή τη φορά είχαν βάλει παραβάν και κατάλαβε πως αυτή τη φορά δεν επρόκειτο να του κάνουν ένεση στα πισινά. Μέσα από την ομάδα αναγνώρισε τη νοσοκόμα που κοιτούσε νευρικά προς το μέρος του νεκροθάφτη. Ήταν σίγουρος πλέον, εκείνη η κακούργα τον είχε φάει. Ποιος ξέρει τι τρόπο να βρήκε για να τον ξεκάνει.


«Εδώ αγαπητοί μου έχουμε καρκίνο του πνεύμονα σε προχωρημένο στάδιο, κοιτάξτε εδώ, σε αυτό το χαρτί την ραγδαία εξέλιξη σε μόλις δύο εβδομάδες. Είναι ένα ασυνήθιστο φαινόμενο για τα ιατρικά δεδομένα γιατί αυτός ο άνθρωπος είναι ογδόντα ενός ετών.»


Εκείνος επειδή δεν είχε συνηθίσει να συστήνεται σαν ο «ραγδαίος καρκίνος» δεν προχώρησε σε περαιτέρω κουβέντα με τον γιατρό. Του πέρασε σε κάποια στιγμή από το μυαλό να πει πως πέρα από τον καρκίνο του ήταν και ο ίδιος στο δωμάτιο και καλό θα ήταν για αρχή να πουν απλά τα βαφτιστικά τους ονόματα ή ακόμα και τα επώνυμα τους αν η κουβέντα ευδοκιμούσε. Η προσοχή του όμως αποσπάστηκε από εκείνη τη νοσοκόμα που πήγε πίσω από το παραβάν και βγαίνοντας ίσιωνε με την παλάμη της την τσέπη από την νοσοκομειακή της φόρμα. «Έβγαλε πάλι το μεροκάματο της το κορίτσι!» σκέφτηκε και μετά η ομάδα μετακινήθηκε στον επόμενο ασθενή (ή μάλλον στην επόμενη αρρώστια). Η νοσοκόμα εντάχθηκε ξανά μέσα στην ομήγυρη και εκείνος ήταν πλέον σίγουρος ότι θα κατάστρωνε ήδη το σχέδιο για το επόμενο της θύμα. Κοίταξε έξω από το παράθυρο την κερασιά και του φάνηκαν λιγότεροι οι καρποί της. Όχι πως τους είχε ποτέ μετρήσει αλλά δεδομένου ότι την παρατηρούσε για τόση ώρα εδώ και μέρες, ακόμα και ένα της φύλλο να έφευγε, εκείνος θα το πρόσεχε. Οι καρποί πρέπει να είχαν βαρύνει τόσο που ξεκόλλησαν από τα κοτσάνια τους, γεμίζοντας κερασένιο αίμα το χώμα κάτω τους. Το γέρικο τους κορμί δεν άντεχε άλλο το μονόζυγο πάνω στα κλαριά.  Ήθελαν να αφεθούν στην πτώση της ηλικίας τους. Αφάγωτα και λαχταριστά ακόμα. Τα κεράσια είχαν αυτή την πολυτέλεια. Έπεφταν πάντα τη σωστή στιγμή ή φαγωνόντουσαν. Ακόμα όμως και αφάγωτα, ήξεραν το πότε ακριβώς πρέπει να φύγουν. Ο θεός ίσως είχε σκεφτεί κάτι περισσότερο όταν έφτιαχνε τα σχέδια του για τις κερασιές. Σε ότι αφορούσε τον άνθρωπο έκανε τις υπερβολές του. Τον άφηνε ρουφηγμένο από τους χυμούς του πάνω στο δέντρο της ζωής. Τον άφηνε εκεί αρκετές φορές για πολύ χρόνο. Ξεχασμένο και από τον ίδιο το νόμο της βαρύτητας. Ίσως αυτή η νοσοκόμα αγαπούσε τα κεράσια, όπως αγαπούσε και τα χαρτονομίσματα που της γέμιζε τις τσέπες το χέρι του κορακιού. Όλα έχουν την εξήγηση τους τελικά και το μόνο που χρειάζεται είναι απλά λίγη καλή διάθεση για να πάρουν όμορφα χρώματα.


Βλέποντας το τσούρμο να φεύγει για τον επόμενο θάλαμο, τράβηξε την μάσκα με το χέρι του και φώναξε.


«Νοσοκόμα»

Εκείνη γύρισε να τον κοιτάξει και κατευθύνθηκε προς το μέρος του.

«Σε παρακαλώ σκέψου κάτι για μένα εντός της ημέρας.»

«Τι εννοείτε κύριε Γιαννόπουλε; Δε σας καταλαβαίνω.»

«Μα φυσικά και με καταλαβαίνεις κοπέλα μου. Λίγη παραπάνω μορφίνη ίσως. Δε ξέρω όμως και πάλι. Κάτι τέλος πάντων που να μη πονάει περισσότερο από το τώρα μου. Φυσικά και με καταλαβαίνεις γλυκιά μου. Θέλω να είμαι ο επόμενος. Να κάνουμε ο καθένας τη δουλειά του.»


Εκείνη έφυγε ταραγμένη. Έφυγε περισσεύοντας στη ρόμπα της, τρίζοντας τα σανδάλια της στο πλαστικοποιημένο δάπεδο. Δε την ξαναείδε από τότε. Την επόμενη ημέρα το κρεβάτι του ήταν κενό και ο ίδιος έφτυνε κουκούτσια κάτω από μια κερασιά. Ήταν νέος και πάλι. Μπορούσε να σκαρφαλώνει και να σπέρνει ξανά.


Ευτυχώς για εκείνον, οι κερασιές όταν ξεραίνονται πηγαίνουν στον παράδεισο.