Ο Φίλιππος Γαλιάσος γεννήθηκε το 1972 στην Αθήνα και έχει αποφοιτήσει από το Ο.Π.Α. To βιβλίο «Δι

Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2014

Μια απογοήτευση οι άνθρωποι.



Οι άνθρωποι είναι άσπροι, κίτρινοι, κόκκινοι και μαύροι. Μιλάνε χίλιες δύο γλώσσες, κάποιοι με επιτυχία και κάποιοι άλλοι μόλις και μετά βίας. Οι άνθρωποι είναι έτοιμοι να πάνε στο διάστημα αλλά μέχρι στιγμής την περνάνε μια χαρά σε πόλεις, χωριά, παραλίες, καφετέριες, πλατείες, εφορίες, τράπεζες, πεζοδρόμια, κουζίνες και υπνοδωμάτια που όλα τους βρίσκονται πάνω στη Γή. Οι άνθρωποι ανοίγουν κουβέντα για τον καιρό, την πολιτική, την μόδα, τα αμάξια και την τέχνη. Ορισμένοι γιατί το πιστεύουν και κάποιοι άλλοι για να σπάσουν τον πάγο. Οι άνθρωποι πάνε λίγο ή πολύ στον γιατρό, πίνουν λίγο ή πολύ, τρώνε λίγο ή πολύ, γελάνε λίγο ή πολύ, κλαίνε λίγο ή πολύ, χοροπηδάνε λίγο ή πολύ, κάνουν έρωτα λίγο ή πολύ, αποταμιεύουν λίγο ή πολύ, φτωχαίνουν λίγο ή πολύ, φοβούνται λίγο ή πολύ, ζητάνε λίγα ή πολλά, λένε ψέματα λίγο ή πολύ, περπατάνε λίγο ή πολύ, λοξοκοιτάνε λίγο ή πολύ, φιλάνε καλά ή όχι ή καθόλου. Οι άνθρωποι είναι έτοιμοι για το οτιδήποτε και εντελώς απροετοίμαστοι για ένα γαμημένο τίποτα. Οι άνθρωποι είναι ικανοί να σε φτάσουν μέχρι τη ρίζα του παραδείσου ή απλά να σε ακουμπήσουν πάνω στις φρεσκοαναμμένες φωτιές της κόλασης. 

Οι άνθρωποι μου αρέσουν για αυτά που μπορούν να κάνουν και αυτά που δεν ικανοί. Μου αρέσουν γιατί φοβούνται και κρέμονται πάνω σε άλλους ανθρώπους για να σωθούν. Μου αρέσουν γιατί αισθάνονται τόσο δυνατοί σα να πρόκειται η επόμενη τους προαγωγή να είναι κατευθείαν στο θρόνο του βασιλιά. Μου αρέσουν γιατί κάποιοι από αυτούς θέλουν να υπάρχει βασιλιάς και κάποιοι άλλοι δε τον γουστάρουν καθόλου. Μου αρέσουν γιατί είναι τόσο πολύπλοκοι τη μια φορά ενώ την άλλη έχουν την ίδια ακτινογραφία με μια αχιβάδα. Μου αρέσουν γιατί κάποιοι από αυτούς πίνουν για να ξεχάσουν ενώ κάποιοι άλλοι παίρνουν συμπληρώματα διατροφής για να μη ξεχνάνε. Μου αρέσουν γιατί σκέφτονται χίλια δύο σε ένα μόλις δευτερόλεπτο και μου αρέσουν γιατί δε μπορούν να συγκεντρωθούν σε μια και μόνο ερώτηση που θα τους κάνεις σχετικά με το τι ώρα είναι. Μου αρέσουν γιατί είναι ικανοί να φορέσουν το βρακί τους ανάποδα για να βγούν έξω ή να αφιερώσουν δύο ώρες για τον ίδιο ακριβώς σκοπό. Μου αρέσουν οι άνθρωποι. Μου αρέσουν στα αλήθεια. Μου αρέσουν γιατί κάποιοι από αυτούς σε βοηθάνε και κάποιοι άλλοι σε κάνουν να αισθάνεσαι δυνατότερος σκοτώνοντας σε σιγά σιγά. Μου αρέσουν γιατί έχουν τόσα πολλά διαφορετικά χρώματα – σα τα ουράνια τόξα που ξεπροβάλλουν μετά από βροχή – ενώ ταυτόχρονα είναι τόσο ίδιοι σα την εξαφάνιση του ουράνιου τόξου μετά την βροχή, σε όλα τα πλάτη και μήκη της Γής.

Οι άνθρωποι μου αρέσουν και τελικά χαίρομαι που και εγώ είμαι ένας από αυτούς.

Με απογοητεύουν όμως. Πολύ. Οι άνθρωποι με απογοητεύουν τόσο μα τόσο πολύ που μου έρχεται να χωθώ μέσα σε μια τρύπα έτσι ώστε να μη μπορώ να τους βλέπω. Έτσι ώστε και αυτοί να μη μπορούν να με βρούν. Με απογοητεύουν τόσο πολύ που φτάνω στο σημείο να μη μπορώ πλέον να τους πιστέψω.  Ακόμα και καλημέρα να μου πουν, να μη πιστεύω. Να με φτάνουν σε τέτοιο σημείο που να ξεπατικώνω κάθε λογής ναυτική βρισιά και ταυτόχρονα να ευχαριστώ το θεϊκό πλάνο που μου έδωσε κάποιους δίπλα μου για να με σταματάνε. Κάποιους που να με κάνουν να γελώ. Κάποιους που και η νύχτα μέρα να γίνει φίλοι μου θα είναι. Κάποιους που - αν και έχω καιρό να δω -ξέρω πως δίπλα μου θα είναι. Και δίπλα μου θα είναι όχι γιατί τους βολεύω σε κάποιο τους μονοπάτι. Δίπλα μου θα είναι γιατί και σε εκείνους αρέσουν οι άνθρωποι. Δίπλα μου θα είναι γιατί σε μένα βλέπουν όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου, παρότι τέτοια πολυχρωμία δεν την αξίζω.

Αγαπώ τους ανθρώπους γιατί με απογοητεύουν σε τέτοιο βαθμό που αισθάνομαι ευγνώμων να έχω βρει τρείς με τέσσερις από δαύτους που αξίζουν πραγματικά. Αισθάνομαι ευγνώμων γιατί θα ήθελα να κλείσω ένα δωμάτιο στον παράδεισο μαζί τους. Αγαπώ τους ανθρώπους γιατί όλη την ώρα, όλοι τους, σε όλα τα μήκη και πλάτη της Γής, με οποιοδήποτε χρώμα και να φοράνε και οτιδήποτε και να περιμένουν από την αφεντιά μου μου φωνάζουν μόνο ένα πράμα. Να μη τους εμπιστεύομαι. Μου το φωνάζουν ο καθένας με τον τρόπο του. Ο ένας απευθείας και χωρίς πολλές τσιριμόνιες, ο άλλος διπλωματικά, ο παρακεί κλαίγοντας για να τον λυπηθώ. Κάποιοι το λένε με τη δύναμη και κάποιοι με την αδυναμία τους. Ο,τι όπλο όμως και να χρησιμοποιήσουν ο στόχος είναι να κάνουν τη δουλειά τους. Ζητιάνοι και αφεντικά. Ο καθείς με τον τρόπο του.

Οι άνθρωποι με απογοητεύουν.

Με απογοητεύουν τόσο μα τόσο πολύ που αισθάνομαι πολύ όμορφα που έχω αποφασίσει να αγαπήσω πολύ λίγους από δαύτους. Με απογοητεύουν γιατί νιώθω πως ενώ έχω μια αγάπη μέσα μου αυτοί μου λένε πως η αγάπη δε χωράει πουθενά. Μου το λένε πάντα με τον δικό τους τρόπο. Μου γελάνε, με ρωτάνε και με ζητάνε. Δε θέλουν όμως την αγάπη. Θέλουν τα δικά τους ζητήματα μόνο. Οι άνθρωποι με απογοητεύουν τελικά για αυτόν ακριβώς τον λόγο. Ζητάνε τόσα λίγα από την ζωή. Τόσα λίγα που δε θα τους φτάσουν για το επόμενο τους βήμα. Τόσα λίγα που και η πτώση στο φέρετρο στεγνή θα μείνει. Ούτε ένα δάκρυ δε θα χυθεί. Ούτε ένας άνθρωπος δε θα βρεθεί εκεί γύρω. Και αν ποτέ τύχει να αναρωτηθούν λίγο πριν φύγουν, η σκέψη θα μοιάζει σαν ρέψιμο. Και ξέρω πως και εγώ αθάνατος δεν είμαι και η εκδίκηση πάντα καθυστερεί. Και ξέρω πως δεν θέλω εκδίκηση, δεν θέλω να πληγώνω μα ούτε να παίρνω πίσω το αίμα που μου στερούν. Ξέρω πως δε φτιάχτηκα έτσι και ευχαριστώ για αυτό. Ξέρω πως ό,τι συμβαίνει και ό,τι κάθε μέρα παρουσιάζεται μου λέει μόνο αυτό: Να μείνω εκεί που ανήκω. Σε εκείνους που με κάνουν να γελώ, όχι σε εκείνους που μου τραβάνε το χαμόγελο. Να μείνω εκεί που με κοιτάζουν στα μάτια όχι εκεί που λένε «κοίταξε με». Να μείνω στον δικό μου παράδεισο γιατί ο παράδεισος δεν είναι τόσο ευρύχωρος όσο νομίζουμε.

Στο τέλος κάθε μέρας που μοιάζει σαν και αυτή λέω μόνο αυτό:

«Ευτυχώς που υπάρχουν τόσοι πολλοί καργιόληδες και καργιόλες τριγύρω. Ευτυχώς που υπάρχουν για να μη χάνω την ουσία. Ευτυχώς που έχουν τόσα πολλά χρώματα, τόσες πολλές δυνάμεις ή αδυναμίες, ευτυχώς που τους αρέσει το τάδε ή το δείνα και ευτυχώς που κάθε τρείς και λίγο ρωτάνε τι μου αρέσει. Μέσα από αυτό μαθαίνω να αγαπώ. Μαθαίνω για τα πολύτιμα μέσα σε ένα κόσμο που τα χρηματιστήρια ολοένα τρεμοπαίζουν».

Οι άνθρωποι με απογοητεύουν γιατί κάθε μα κάθε γαμημένη μέρα που περνά από την πλάτη μου μου αποδεικνύουν πως δεν αξίζει τον κόπο να ασχολούμαι. Τους ευχαριστώ για αυτό και τους εύχομαι κάποτε να βρούν αυτό που εγώ έχω βρεί στους ανθρώπους που έχω αποφασίσει να έχω δίπλα μου. Στους ανθρώπους που όχι μόνο ήρθαν στον γάμο μου αλλά και σε εκείνους που θα έρθουν στην κηδεία μου. Σε εκείνους που μετά θα βγούν για να το γλεντήσουν γιατί ήξεραν που μου αρέσει να τους κοιτάζω να γλεντάνε. Σε εκείνους που θα προτιμήσουν να κάτσουν μαζί μου σε ένα παγκάκι παρά να κάνουν οτιδήποτε άλλο. Οι άνθρωποι με απογοητεύουν όλη την ώρα και ενώ ξέρω πως αυτό δε θα σταματήσει να συμβαίνει όσο ζω, τους ευχαριστώ γι’ αυτό. Τους ευχαριστώ γιατί σιγά σιγά με μαθαίνουν να απογοητεύομαι και να μη γκρεμίζομαι. Τους ευχαριστώ γιατί με κάνουν πιο δυνατό. Τους ευχαριστώ γιατί μου δίνουν ακριβώς τα μισά από αυτά που περιμένουν και τους ευχαριστώ γιατί και τα διπλά να πάρουν το ξέρω πως δε θα τους φτάσει. Τους ευχαριστώ γιατί με ανακαλύπτω και τους ευχαριστώ που βρέθηκαν αυτοί σε αυτοί τη θέση. Που βρέθηκαν εκεί που δεν υπάρχουν σκέψεις, αισθήματα, εμπιστοσύνη. Τους ευχαριστώ που υπάρχουν για να κρατιούνται οι ισορροπίες αυτής της ζωής. Τους ευχαριστώ που δεν αισθάνονται ούτε  το πιο δυνατό αίσθημα του πλανήτη. Τους ευχαριστώ που με αφήνουν να αισθάνομαι τόσο μόνος, τόσο απογοητευμένος και μπερδεμένος.

Αγαπώ τους ανθρώπους γιατί ενώ τους έχεις σώσει εκείνοι σου ρίχνουν μια καλοδουλεμένη κλωστιά στα πισινά σου, στο χείλος του γκρεμού.

Απογοητεύομαι όμως γιατί δεν ξέρουν ούτε οι ίδιοι γιατί το κάνουν αυτό.

Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2013

ΑΛΛΟ ΕΝΑ ΚΟΥΚΟΥΤΣΙ ΑΠΟ ΚΕΡΑΣΙ




Τα κεράσια λικνίζονταν σαν ονειροπαγίδες πάνω στο δέντρο. Ήταν η μία και μοναδική κερασιά του κήπου τους. Μια κατακόκκινη πινελιά στο  κάτασπρο φόντο του κτιρίου. Και ήταν εξαίσια κερασιά, ήταν εκείνη η χαρούμενη νότα. Η μοναδική αν θέλει κανείς να ακριβολογεί στα λεγόμενα του. Πίσω από το παράθυρο, πίσω από εκείνη τη κερασιά, βρισκόταν τυλιγμένος στα σεντόνια του. Η δεύτερη του εβδομάδα στο νοσοκομείο είχε καταντήσει ήδη ρουτίνα. Τουλάχιστον τις πρώτες ημέρες υπήρχε και η προοπτική του θανάτου που έδινε μια κάποια διαφορετικότητα στην όλη κατάσταση. Μετά, αφού ο κίνδυνος είχε φύγει (προς το παρόν βέβαια γιατί ο χάρος κερδίζει πάντα στη ρεβάνς), άρχισε μια σειρά από επαναλαμβανόμενα και παντελώς βαρετά γεγονότα. Η πάπια γέμιζε, η πάπια άδειαζε, το φαγητό ήταν νερόβραστο και το βράδυ και το μεσημέρι, οι νοσοκόμες δεν είχαν καμία σχέση με εκείνες τις ανεξάντλητες φαντασιώσεις των εφηβικών του χρόνων που οδηγούσαν αρκετούς σπυριάριδες δεκαπεντάχρονους να θέλουν να γίνουν γιατροί. Εδώ οι νοσοκόμες περίσσευαν στις ρόμπες τους, ενώ εκείνος κάποτε φαντασιωνόταν πως οι ρόμπες έπρεπε να περισσεύουν πάνω στις νοσοκόμες. Δεν είχαν κότσο, μήτε σοφιστικέ γυαλιά. Δε τον κοιτούσαν με μια λαγνεία στα μάτια παίρνοντας μακριά την αχνιστή πάπια για να την αδειάσουν στις τουαλέτες. Εδώ οι νοσοκόμες ήταν κακοπληρωμένες, ίσως και τελείως απλήρωτες και ο μοναδικός άνθρωπος που κοίταζαν κάπως ηδονικά ήταν εκείνο το κοράκι από το γραφείο κηδειών παραδίπλα. Κάποιες φορές, στο αχνοχάραμα της επίδρασης των φαρμάκων που κατάπινε με ρυθμούς πιο γρήγορους και από τα ίδια του τα σάλια, είχε προσέξει τον τύπο με τη λεπτή γραβάτα να παραχώνει στις τσέπες τους κάτι χαρτονομίσματα. Μετά από μια ή δύο ημέρες μάθαινε για ένα θάνατο ασθενούς του δικού του θαλάμου ή των γειτονικών. Στην αρχή νόμιζε ότι ήταν ένα κλασσικό ελληνικό λάδωμα της νεοελληνικής εποχής. Στη συνέχεια όμως και με τη βοήθεια του οξυγόνου που είχε για τουλάχιστον δώδεκα ώρες κάθε ημέρα προχώρησε τη σκέψη του λίγο βαθύτερα αλλά αυτό δε συνέβη πριν το ξημέρωμα της αυριανής ημέρας.


Η κερασιά  έξω από το παράθυρο, ένιωθε το βάρος των αφάγωτων καρπών της. Με τόση κορτιζόνη και θανατίλα εκεί γύρω ούτε ένα ζωύφιο της προκοπής δεν ερχόταν για να την ξαλαφρώσει από αυτό το βάρος. Ούτε καν ένα πουλί. Στη μνήμη του κλωθογύριζε παιδικές μνήμες με εκείνον να σκαρφαλώνει πάνω στην κερασιά του πατρικού του και να γεμίζει τις τσέπες του με χούφτες κεράσια. Η κατάβαση από το δέντρο συνήθως τον έβρισκε με κατακόκκινες τσέπες από τους ζουπιγμένους μεζέδες γιατί εδώ που τα λέμε εύκολο δεν είναι να κατεβαίνεις από ένα δέντρο. Ενώ στη ζωή οι αναβάσεις είναι δυσκολότερες από τις καταβάσεις σε ότι αφορά ένα δέντρο ισχύει το ακριβώς αντίθετο. Τότε, καθόταν στη ρίζα και ξαναμμένος όπως ήταν από την αναρρίχηση, άρχιζε να φτύνει τα κουκούτσι. Και το είχε βάλει στόχο να τα ρίχνει όλο και πιο μακριά. Κατάπινε πρώτα τη σάρκα για να έχει τις καλύτερες προϋποθέσεις βολής και στη συνέχεια σημάδευε λίγο πιο μακριά από το προηγούμενο κουκούτσι. Είχε βελτιώσει τόσο πολύ την τεχνική του σε αυτό που κάποιος πονηρός αγρότης του είχε ζητήσει να τον βοηθάει στη σπορά. Ή έτσι θυμόταν τουλάχιστον γιατί τώρα με όλα αυτά τα παραισθησιογόνα που είχε μέσα του, η φαντασία με την πραγματικότητα έπαιζαν τρικλοποδιές.  Όπως και να είχε πάντως, ήταν σίγουρος πως είχαν περάσει ούτε λίγο, ούτε πολύ εβδομήντα χρόνια από τότε. Και το άσχημο δεν ήταν αυτό. Το άσχημο ήταν πως δεν είχε κάνει πράξη αυτό που ήθελε. Ένα ολόκληρο δάσος από κερασιές. Έφτυνε τα κουκούτσια και έκανε κάθε του φορά μια ευχή. Του χρόνου να βρει εκεί ένα κλωνάρι. Για την ακρίβεια όχι ένα αλλά εκατό γιατί με τα τόσα που έσπερνε με το στόμα του αυτό θα έπρεπε να είναι το αποτέλεσμα. Δε του είπε κανείς, δε ρώτησε ποτέ του, για την ακριβή μέθοδο σποράς. Το μόνο που έκανε με επιμέλεια ήταν να σκαρφαλώνει στην κερασιά, να γεμίζει τις τσέπες του, να φτύνει τα κουκούτσια πάνω στο άσκαφτο χώμα και στο τέλος να ακούει την κατσάδα της μάνας του για το ότι δε τρώει το φαγητό του έτσι όπως πρήστηκε πάλι από τα πολλά κεράσια.


Πέτυχε με την άκρη του ματιού του τη νοσοκόμα να βγαίνει έξω από τον θάλαμο, σβήνοντας τα φώτα. Δεν είχε καταλάβει για πότε πήρε να βραδιάζει. Η κερασιά εκεί έξω φαινόταν πλέον σα σκιά και εκείνος απορροφημένος όπως ήταν με τις αναμνήσεις του το είχε παραβλέψει. Σκιές όμως ήταν και μέσα στο θάλαμο. Σκιές του θανάτου και ας τους έβλεπε όλους πεντακάθαρα μέσα από το κιτρινιάρικο φωτάκι που άνοιξε η νοσοκόμα λίγο πριν ο άνεμος της βιασύνης της τραβήξει την πόρτα. Πέρα από κάτι ψιθυριστούς μονολόγους και μερικά πνιχτά αγκομαχητά δεν υπήρχε τίποτε άλλο εκεί πέρα που να έμοιαζε κάπως ζωντανό. Ακόμα και ύπνος δεν υπήρχε.  Για τον ίδιο τουλάχιστον γιατί πάνε τρείς μέρες τώρα που είχε να κλείσει μάτι. Το είχε πάρει ζεστά το πράγμα. Θα τα έκλεινε μια και καλή. Έως τότε… ας φύσαγε μόνο εκεί έξω και ας χόρευε η κερασιά στα μάτια του σα Τουρκάλα το χορό της. Ανοιγόκλεισε στιγμιαία τα μάτια του και πέρασε ένα χάδι πάνω από το μούσι του. Έπιασε μια τρίχα και την τράβηξε. Σκέφτηκε το τι περίεργο πράγμα ήταν που οι τρίχες των ανθρώπων γινόντουσαν λευκές με τα χρόνια. Τι περίεργο που και τα σύννεφα άσπρα ήταν στα καλά τους. Σα να προσπάθησε ο Θεός να ταιριάξει χρωματικά το φευγιό του ανθρώπου. Σα να είχε σκεφτεί κάθε λεπτομέρεια. Να ‘ταν άραγε έτσι; Και αν φρόντισε τόσο την έξοδο, τότε γιατί έμοιαζε να μην έκανε και τόσα πολλά για την ίδια την παραμονή του ανθρώπου στη Γη;  Όλοι τους στον θάλαμο έμοιαζαν τώρα σαν εκείνα τα κουκούτσια που έφτυνε ο ίδιος πάνω στο χώμα. Σα να μη φύτρωσαν ποτέ τους, να μην έβγαλαν ρίζες, να μη φούντωσαν. Σα να μη μπόρεσαν να χορέψουν στον άνεμο όπως η κερασιά εκεί έξω κάνει. Εκείνος ήταν μικρός, ήταν άνθρωπος, δε θα μπορούσε να είχε καταφέρει και πολλά περισσότερα από αυτό. Από κάμποσα κουκούτσια πεταμένα τριγύρω  με την κάψα του καλοκαιριού να ρουφάει και τους τελευταίους τους χυμούς. Αν ο θεός είχε σκεφτεί και την παραμικρή λεπτομέρεια για το κάθε τι, τότε χρειαζόταν κάποιον να του πει ότι ξέχασε κάμποσους μπαμπόγερους σε κείνο το νοσοκομείο σα κουκούτσια πάνω στο χώμα.


Η πρωινή του ένεση πλησίαζε. Έκανε ένα μορφασμό αηδίας, αναλογιζόμενος πως έπρεπε πάλι να βγάλει τα πισινά του φόρα παρτίδα σε όλο το θάλαμο. Για παραβάν ούτε λόγος. Πολυτέλειες, και παρότι υπήρχαν σπανίως τραβιόντουσαν. Συνήθως για τελευταία φορά. Χάρηκε με αυτή τη σκέψη γιατί τουλάχιστον υπήρχε και κάτι πιο αποκρουστικό από τους νερουλούς γέρικους του γλουτούς. Ας ήταν και ο ίδιος ο θάνατος αυτό το κάτι. Ο χρόνος είχε άπειρη ώρα μπροστά του να παίξει με τα νεύρα του. Έμοιαζε σα να γρατζουνάει κανείς μια φρέσκια κιμωλία πάνω σε μαυροπίνακα. Το κάθε τι τώρα έμοιαζε να κινείται σε ρυθμούς χελώνας. Κάπου εκεί ήταν που η φιλοσοφία έβαζε το ποδαράκι της στην πόρτα και ήθελες δεν ήθελες σου έκανε αρμένικη βίζιτα. Γιατί τι λόγο έχει κανείς να φιλοσοφεί όσο νιώθει ευτυχισμένος; Τότε τα πράγματα κινούνται στους σωστούς ρυθμούς και χρόνος δε περισσεύει για σκέψεις. Αν έχεις μια ευτυχία να αντιμετωπίσεις τότε όλα τα υπόλοιπα μπορούν να περιμένουν.


Η πόρτα έτριξε για πρώτη φορά μέσα στη νύχτα και είδε τη νοσοκόμα να πάει στο βάθος του θαλάμου. Έσκυψε πάνω σε ένα κρεβάτι και έμεινε σκυμμένη για αρκετή ώρα. Μετά κοίταξε τον καρπό της που ήταν φορεμένο ένα ρολόι και τραβήχτηκε στην έξοδο. Αυτή τη φορά είχε ξεχάσει ανοιχτή την πόρτα πίσω της. Από το άνοιγμα μπορούσε να τη δει να σχηματίζει ένα αριθμό στο κινητό της και να μιλάει. Το κάθε τι εκεί μέσα έμοιαζε σα γεγονός. Η απουσία οποιασδήποτε δραστηριότητας κάνει τους ανθρώπους ιδιαίτερα παρατηρητικούς. Μη έχοντας τίποτα συγκεκριμένο για να ασχοληθούν είναι ικανοί να σου αναλύσουν την πορεία και το στυλ πετάγματος μιας μύγας που μόλις πέρασε από μπροστά τους.  Μετά από λίγο η πόρτα τραβήχτηκε και του πήρε ώρα για να συνηθίσουν ξανά τα μάτια του σε εκείνο το κίτρινο, αχνό φωτάκι του δωματίου. Η μάσκα του οξυγόνου ήταν καλά σφιγμένη στα ρουφηγμένα του μάγουλα. Όταν του την είχαν πρωτοφορέσει ονειρεύτηκε πως ήταν ήρωας πιλότος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου. Το οξυγόνο είχε μπει τόσο βίαια μέσα του που τύφλα να έχει το LSD.  Η πόρτα έκλεισε ξανά και κείνος προσπάθησε να ταξιδέψει για λίγο με κλειστά τα μάτια στη φαντασίωση ενός ύπνου. Μετά, ανοίγοντας τα ξανά, είδε την κερασιά να έχει φουντώσει από τον άνεμο μέσα της. Σα να του φάνηκε πως έβλεπε ξεκάθαρα κάθε της καρπό. Κάθε μπορντό κεράσι τώρα φαινόταν περισσότερο ξεκάθαρα από πριν. Ακόμα και μέσα από αυτό το δειλό χάραμα που ξεπρόβαλλε. Μετά δεν μπόρεσε να κρατήσει άλλο τα μάτια του ανοιχτά. Κοιμήθηκε μαζί με τη νύχτα που έφευγε.


Εκείνο που τον ξύπνησε ήταν το γνωστό ποδοβολητό της κουστωδίας των γιατρών και των νοσοκόμων που έκαναν επιθεώρηση στους ασθενείς. Το γεγονός πως πάντα υπήρχαν και αρκετοί μαθητευόμενοι εκεί μέσα τον έκανε να νιώθει σαν έκθεμα στο μουσείο δερματολογίας του Συγγρού. Πίσω από εκείνο τον ορυμαγδό της ιατρικής επιστήμης πρόσεξε το κοράκι με τη μαύρη λεπτή του γραβάτα να πάει στο βάθος του θαλάμου. Εκεί που είχε δει τη νοσοκόμα το ξημέρωμα. Πρόσεξε πως αυτή τη φορά είχαν βάλει παραβάν και κατάλαβε πως αυτή τη φορά δεν επρόκειτο να του κάνουν ένεση στα πισινά. Μέσα από την ομάδα αναγνώρισε τη νοσοκόμα που κοιτούσε νευρικά προς το μέρος του νεκροθάφτη. Ήταν σίγουρος πλέον, εκείνη η κακούργα τον είχε φάει. Ποιος ξέρει τι τρόπο να βρήκε για να τον ξεκάνει.


«Εδώ αγαπητοί μου έχουμε καρκίνο του πνεύμονα σε προχωρημένο στάδιο, κοιτάξτε εδώ, σε αυτό το χαρτί την ραγδαία εξέλιξη σε μόλις δύο εβδομάδες. Είναι ένα ασυνήθιστο φαινόμενο για τα ιατρικά δεδομένα γιατί αυτός ο άνθρωπος είναι ογδόντα ενός ετών.»


Εκείνος επειδή δεν είχε συνηθίσει να συστήνεται σαν ο «ραγδαίος καρκίνος» δεν προχώρησε σε περαιτέρω κουβέντα με τον γιατρό. Του πέρασε σε κάποια στιγμή από το μυαλό να πει πως πέρα από τον καρκίνο του ήταν και ο ίδιος στο δωμάτιο και καλό θα ήταν για αρχή να πουν απλά τα βαφτιστικά τους ονόματα ή ακόμα και τα επώνυμα τους αν η κουβέντα ευδοκιμούσε. Η προσοχή του όμως αποσπάστηκε από εκείνη τη νοσοκόμα που πήγε πίσω από το παραβάν και βγαίνοντας ίσιωνε με την παλάμη της την τσέπη από την νοσοκομειακή της φόρμα. «Έβγαλε πάλι το μεροκάματο της το κορίτσι!» σκέφτηκε και μετά η ομάδα μετακινήθηκε στον επόμενο ασθενή (ή μάλλον στην επόμενη αρρώστια). Η νοσοκόμα εντάχθηκε ξανά μέσα στην ομήγυρη και εκείνος ήταν πλέον σίγουρος ότι θα κατάστρωνε ήδη το σχέδιο για το επόμενο της θύμα. Κοίταξε έξω από το παράθυρο την κερασιά και του φάνηκαν λιγότεροι οι καρποί της. Όχι πως τους είχε ποτέ μετρήσει αλλά δεδομένου ότι την παρατηρούσε για τόση ώρα εδώ και μέρες, ακόμα και ένα της φύλλο να έφευγε, εκείνος θα το πρόσεχε. Οι καρποί πρέπει να είχαν βαρύνει τόσο που ξεκόλλησαν από τα κοτσάνια τους, γεμίζοντας κερασένιο αίμα το χώμα κάτω τους. Το γέρικο τους κορμί δεν άντεχε άλλο το μονόζυγο πάνω στα κλαριά.  Ήθελαν να αφεθούν στην πτώση της ηλικίας τους. Αφάγωτα και λαχταριστά ακόμα. Τα κεράσια είχαν αυτή την πολυτέλεια. Έπεφταν πάντα τη σωστή στιγμή ή φαγωνόντουσαν. Ακόμα όμως και αφάγωτα, ήξεραν το πότε ακριβώς πρέπει να φύγουν. Ο θεός ίσως είχε σκεφτεί κάτι περισσότερο όταν έφτιαχνε τα σχέδια του για τις κερασιές. Σε ότι αφορούσε τον άνθρωπο έκανε τις υπερβολές του. Τον άφηνε ρουφηγμένο από τους χυμούς του πάνω στο δέντρο της ζωής. Τον άφηνε εκεί αρκετές φορές για πολύ χρόνο. Ξεχασμένο και από τον ίδιο το νόμο της βαρύτητας. Ίσως αυτή η νοσοκόμα αγαπούσε τα κεράσια, όπως αγαπούσε και τα χαρτονομίσματα που της γέμιζε τις τσέπες το χέρι του κορακιού. Όλα έχουν την εξήγηση τους τελικά και το μόνο που χρειάζεται είναι απλά λίγη καλή διάθεση για να πάρουν όμορφα χρώματα.


Βλέποντας το τσούρμο να φεύγει για τον επόμενο θάλαμο, τράβηξε την μάσκα με το χέρι του και φώναξε.


«Νοσοκόμα»

Εκείνη γύρισε να τον κοιτάξει και κατευθύνθηκε προς το μέρος του.

«Σε παρακαλώ σκέψου κάτι για μένα εντός της ημέρας.»

«Τι εννοείτε κύριε Γιαννόπουλε; Δε σας καταλαβαίνω.»

«Μα φυσικά και με καταλαβαίνεις κοπέλα μου. Λίγη παραπάνω μορφίνη ίσως. Δε ξέρω όμως και πάλι. Κάτι τέλος πάντων που να μη πονάει περισσότερο από το τώρα μου. Φυσικά και με καταλαβαίνεις γλυκιά μου. Θέλω να είμαι ο επόμενος. Να κάνουμε ο καθένας τη δουλειά του.»


Εκείνη έφυγε ταραγμένη. Έφυγε περισσεύοντας στη ρόμπα της, τρίζοντας τα σανδάλια της στο πλαστικοποιημένο δάπεδο. Δε την ξαναείδε από τότε. Την επόμενη ημέρα το κρεβάτι του ήταν κενό και ο ίδιος έφτυνε κουκούτσια κάτω από μια κερασιά. Ήταν νέος και πάλι. Μπορούσε να σκαρφαλώνει και να σπέρνει ξανά.


Ευτυχώς για εκείνον, οι κερασιές όταν ξεραίνονται πηγαίνουν στον παράδεισο.

Τρίτη 12 Νοεμβρίου 2013

ΟΛΑ ΤΑ ΓΙΑΤΙ

Το μόνο άσχημο με τη φιλοσοφία είναι που σου αφαιρεί χρόνο από το να κάτσεις απλά και να χαρείς. Το ίδιο περίπου συμβαίνει με την ιστορία, την κοινωνιολογία και τις θετικές επιστήμες. Πάντα σκέφτεσαι κάτι που μπορεί να βελτιωθεί ή προσπαθείς να βρείς τις αιτίες του γιατί συμβαίνει ότι συμβαίνει. Διαπραγματεύσαι συνεχώς μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος και δίνεις μια στο παρόν να πάει στα τσακίδια. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με λιγότερο ελπιδοφόρους στοχασμούς όπως το να πληρώσεις την ΔΕΗ ή να θυμηθείς να πάρεις γάλα για το σπίτι με το που γυρνάς από τη δουλειά. Παρότι οι περισσότεροι από εμάς καταλαβαίνουμε πως όλα αυτά είναι αναγκαία και ίσως είναι αυτά που μας διαχωρίζουν από το υπόλοιπο ζωικό βασίλειο, ωστόσο πάντοτε περνά από το μυαλό μας γιατί η ζωή να είναι τόσο περίπλοκη. Γιατί να περιμένουμε πάντοτε τα καλοκαίρια, τα σαββατοκύριακα και τα βράδια για να ξαποστάσουμε λίγο από τον τόσο πολιτισμό; Γιατί θέλουμε την φιλοσοφία για να μας δώσει τις απαντήσεις και τα μαθηματικά για να ξετρυπώσουμε τον άγνωστο Χ; Γιατί θέλουμε την κοινωνιολογία για να καταλάβουμε για την αδικία που υπήρχε και υπάρχει ενώ η ιστορία την ίδια στιγμή επαναλαμβάνεται με παντελώς βαρετούς ρυθμούς; Γιατί στο κάτω κάτω να υπάρχει η λέξη "γιατί" στο λεξιλόγιο μας και γιατί τα πιτσιρίκια πάντα μας σπάνε τα νεύρα ρωτώντας μας συνέχεια "γιατί"; Η θεολογία ίσως ρωτά τα λιγότερα αλλά πληρώνει πάντοτε με μεταχρονολογημένες απαντήσεις. Εμείς θέλουμε γρήγορες απαντήσεις, δίχως κάν να σκεφτούμε τις ερωτήσεις. Τα θέλουμε όλα, εδώ και τώρα, έτοιμα και αχνιστά.
Κάπου εκεί λοιπόν είναι που φτιάχνουμε τις όμορφες μας μέρες. Που βρίσκουμε ένα σκυλί στο δρόμο και το παίρνουμε στο σπίτι για να μας πει τα μυστικά. Κάπου εκεί είναι που κόβουμε λαθραία ένα λουλούδι από τον κήπο του πάντοτε μουρτζούφλη γείτονα μας. Κάπου εκεί είναι που έρχεται ο ύπνος και μας στριφογυρνά μέσα σε όνειρα και εφιάλτες, κλωστόντας μας με το πρώτο χτύπημα του ξυπνητηριού ξανά έξω στους δρόμους, στον πολιτισμό, τις επιστήμες και τα χίλια δύο τόσα που βλέπουμε γυρίζοντας σελίδα στο ημερολόγιο της ατζέντας μας.
Κάτι θα ήξερε ο εφευρέτης αυτού του κόσμου που έφτιαξε τις νύχτες. Είναι οι στάσεις που κάνουμε σε ένα άγνωστο ταξίδι, σκεπτόμενοι την συντομότερη διαδρομή προς τον εαυτό μας. Και ενώ το ταξίδι έχει την πλάκα του, ωστόσο δε θέλουμε πουθενά να πάμε. Στο εδώ και τώρα μόνο να ζούμε και να χαμογελάμε. Αυτό θέλουμε στριφογυρίζοντας γύρω από τις ουρές μας. Να στείλουμε στα τσακίδια όλα τα "γιατί".

Τρίτη 10 Σεπτεμβρίου 2013

ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΗΣ ΟΝΕΙΡΩΝ



Κατασκευαστής ονείρων. Αυτό ήταν το επάγγελμα του. Κάθε βράδυ, που όλοι έπεφταν για ύπνο, εκείνος έστηνε σκαλωσιές στον ουρανό και άρχιζε να χτίζει όνειρο το όνειρο μέσα στην πόλη. Το γραφείο του ήταν μια σταλιά αλλά το παράθυρο του έβλεπε μισό την πόλη και μισό την δύση και την ανατολή του ηλίου. Πάνω στο τραπέζι του είχε χάρακες, στένσιλ και μολύβια όλων των ειδών και χρωμάτων. Δεν ήταν εύκολη η δουλειά του αλλά ήταν πέρα για πέρα ενδιαφέρουσα. Έφτιαχνε τα όνειρα των άλλων. Βράδυ το βράδυ, όταν όλοι κοιμόντουσαν, εκείνος ξαγρυπνούσε, χτίζοντας, γκρεμίζοντας, βάφοντας και σβήνοντας. Αυτό που προείχε πάντα ήταν η εξυπηρέτηση του πελάτη και ευχαριστημένος πελάτης ήταν εκείνος που το πρωί ξυπνούσε χαμογελώντας. Εκείνος που θυμόταν τόσο έντονα το όνειρο που είχε δει που μπορεί και να ξεχνούσε να ακυρώσει το εισιτήριο στο μετρό πηγαίνοντας στη δουλειά του. Από αφηρημάδα και λόγω του ότι ακόμα δεν είχε καταφέρει να βγει έξω από το νυχτερινό του όνειρο. Ευχαριστημένος πελάτης ήταν εκείνος που πήγαινε στην κουζίνα για να φτιάξει τον πρωινό του καφέ και νόμιζε πως το όνειρο δεν είχε ακόμα τελειώσει. Εν τέλει ευχαριστημένος πελάτης ήταν εκείνος που είχε δει ένα τέτοιο όνειρο που όχι μόνο δεν τον ξύπνησε αλλά τον κρατούσε χουζουρλίδικα παραπάνω στο κρεβάτι. Για πολλά χρόνια τώρα η πόλη όλη όσο πήγαινε ξυπνούσε όλο και πιο αργά. Κανείς δεν ενδιαφερόταν να σηκωθεί στην ώρα του γιατί ο κατασκευαστής ονείρων είχε τέτοιες ιδέες που ο ύπνος και τα όνειρα μέσα σε αυτόν ήταν μια εμπειρία μοναδική. 


Οι εργοδότες είχαν αρχίσει να δυσανασχετούν γιατί κανείς πλέον δε χτυπούσε την κάρτα στην ώρα του. Η παραγωγικότητα έφθινε και η κερδοφορία των εταιριών πήγαινε από το κακό στο χειρότερο. Τα περισσότερα εισιτήρια στα μέσα μαζικής μεταφοράς δεν ακυρωνόντουσαν από αφηρημάδα και υπήρχε πολύς κόσμος που δεν ενδιαφερόταν ούτε καν να περάσει μια βόλτα από το σουπερ μάρκετ. Όσο πιο όμορφα γινόντουσαν τα όνειρα, τόσο πιο πολύ κοιμόταν ο κόσμος. Όσο πιο γαλήνια ήταν αυτά, τόσο περισσότερο τα αγαθά που πουλούσαν τα κάθε λογής καταστήματα γινόντουσαν αδιάφορα. Τα όνειρα έκλεβαν την παράσταση. 


Τα χρόνια περνούσαν και τα μολύβια του κατασκευαστή ονείρων κόνταιναν. Κάθε νύχτα είχε και μια καινοτόμα ιδέα που πάντοτε ήταν καλύτερη από την προηγούμενη. Οι εργοδότες είχαν φρίξει και αποφάσισαν να φτιάξουν μια συνομοσπονδία. Μια μέρα ο εκλεγμένος τους εκπρόσωπος επισκέφτηκε τον κατασκευαστή ονείρων. Του είπε πως στην πόλη είχαν ανάγκη από εφιάλτες πλέον. Τα όνειρα δεν ήταν της μόδας, άσε που η πόλη εξαιτίας τους πήγαινε από το κακό στο χειρότερο. Ο εκπρόσωπος ζητούσε κάτι που να ξυπνά τον κόσμο έγκαιρα και να μη θέλει άλλο να κοιμάται. Να φοβάται τόσο που το να πάει στη δουλειά του να είναι η καλύτερη λύση. Του αγόρασαν καινούργια μολύβια και ένα μοντέρνο υπολογιστή. Του άλλαξαν το παράθυρο και έβλεπε πλέον μόνο την πόλη και καθόλου χάραμα ή δύση. Του είπαν πως έτσι θα έχει καλύτερη θερμομόνωση και κατάλληλο φωτισμό. Του έβαλαν καινούργιες κουρτίνες και του έδωσαν ένα μεγάλο μαύρο μαρκαδόρο για να ζωγραφίζει τους πιο ζοφερούς εφιάλτες της πόλης. 


Ο κατασκευαστής ονείρων τα δέχτηκε όλα και όταν πλέον ο εκπρόσωπος της συνομοσπονδίας έκανε να φύγει του είπε:
"Ποτέ δε θα καταφέρετε να αλλάξετε κάποιον που έχει μάθει να ονειρεύεται. Πάντως σας ευχαριστώ για τις κουρτίνες, τον υπολογιστή, τα μολύβια και τον μαύρο μαρκαδόρο. Όσο για το παράθυρο θα προσπαθήσω να σχεδιάσω πιο χαμηλά τα σούρουπα για να τα βλέπω."
Ο εκπρόσωπος γύρισε να τον κοιτάξει. Η μάχη μεταξύ καλού και κακού ήταν πάντοτε μια άνιση μάχη. Το καλό πάντοτε έμοιαζε ομορφότερο, απλά στεκόταν μακρύτερα. Ο εκπρόσωπος το γνώριζε καλά αυτό. 


«Μπορείτε να φτιάξετε ένα σούρουπο και για μένα; Από το παράθυρο του σπιτιού μου βλέπω όλες εκείνες τις καμινάδες των εργοστασίων μου που κάθε που τις κοιτάζω μου έρχεται ζαλάδα σκέτη. Μπορείτε να βάλετε σήμερα ένα σούρουπο έξω από το παράθυρο μου. Να το ονειρευτώ έτσι.»


Ο κατασκευαστής ονείρων αφού σκέφτηκε για λίγο τα λόγια του εκπροσώπου του απάντησε:
«Παρότι έχω ένα σκασμό μολύβια και μαρκαδόρους, ωστόσο δεν έχω κανένα χαρτί για να σχεδιάζω το οτιδήποτε. Ποτέ μου δε ζωγράφισα όνειρα πάνω σε καμβά ή κάτι σχετικό. Ζωγραφίζω μόνο πάνω στα θέλω των άλλων. Πάνω στις προσδοκίες τους και στις σκέψεις τους. Για να φτιάξω ένα όνειρο για σένα πρέπει πρώτα να μου δώσεις ένα όμορφο φόντο. Το δικό σου φόντο, ο καμβάς σου είναι τόσο μπαρουτοκαπνισμένος που δε μπορώ να κάνω και πολλά πράγματα.»


«Τι θα μπορούσα να κάνω για αυτό, τότε;»


«Αν μπορείς τράβα λίγο τις κουρτίνες και άλλαξε το παράθυρο στην αρχική του θέση. Μετά κοίτα λίγο έξω και πιστεύω πως κάτι θα γίνει. Έχει υπέροχη θέα από εδώ.»


«Έχει ενδιαφέρον να φτιάχνει κανείς τα όνειρα των άλλων;» είπε ο εκπρόσωπος κοιτάζοντας έξω τον ήλιο να πέφτει πάνω σε πορτοκαλοκίτρινα συννεφάκια». Είχε ακουμπήσει το κούτελο του πάνω στο τζάμι και κοίταζε σα πεντάχρονο παιδί τα βεγγαλικά στον ουρανό. 


Ο κατασκευαστής ονείρων χαμογέλασε και τον πλησίασε. Στάθηκε δίπλα του και τον έπιασε από τον ώμο. 


«Έχει υπέροχη θέα από εδώ! Έτσι δεν είναι;»