Ο Φίλιππος Γαλιάσος γεννήθηκε το 1972 στην Αθήνα και έχει αποφοιτήσει από το Ο.Π.Α. To βιβλίο «Δι

Τετάρτη 28 Αυγούστου 2013

ΖΩΗ ΣΑ ΣΠΙΡΤΟ

http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/5/56/Ignition_of_a_match.jpg/220px-Ignition_of_a_match.jpg


Είχα αποκτήσει μια καταπληκτική ικανότητα να φτιάχνω ένα κόσμο γύρω μου. Μια ικανότητα να τον φτιάχνω έτσι όπως θέλω. Μια νύχτα για παράδειγμα πήρα ένα κουτί σπίρτα και προσπάθησα να κάνω εκείνο το παλιό κόλπο με το εκσφενδονισμένο καιόμενο σπίρτο. Μου πήρε καμιά δεκαριά προσπάθειες αλλά στο τέλος το κατάφερα. Σφήνωσα ένα σπίρτο ανάμεσα στο δάκτυλο μου και στο κουτάκι του και ρίχνοντας του ένα γερό χτύπημα με τον μέσο του άλλου μου χεριού το πέταξα φλεγόμενο μακριά. Το έβλεπα να ταξιδεύει και να σηκώνεται όλο και πιο ψηλά. Δε το είδα όμως να σβήνει και έτσι θεώρησα πως πρέπει να έγινε αστέρι. Δεν είχα προσπαθήσει να μετρήσω τα αστέρια πριν και έτσι δε μπορούσα να είμαι και σίγουρος κάνοντας την επαλήθευση. Είπα να ξαναδοκιμάσω αλλά το δεύτερο σπίρτο έπεσε αναμμένο πάνω στην παντόφλα μου. Το έσβησα με την πατούσα μου και μετά άρχισα να χοροπηδώ από το κάψιμο σαν Ινδιάνος στον χορό της βροχής. Δε το έβαλα κάτω όμως. Το επόμενο το πέταξα σε ένα κάδο σκουπιδιών κάτω στο δρόμο και το μεθεπόμενο προς τους πυροσβέστες που κατέφθασαν μετά από μισή ωρίτσα. Στο ενδιάμεσο χρησιμοποίησα άλλο ένα ανάβοντας ένα τσιγάρο και λίγο πριν φτάσω να ρουφάω φίλτρο σκέτο το πέταξα στον γείτονα μου που ακόμα δε μου είχε επιστρέψει εκείνο το δάνειο που του είχα δώσει κάποτε. Δεν είχα χρήματα ούτε για αναπτήρα πλέον αλλά τα σπίρτα τελικά ήταν καλύτερη επιλογή. Ο γείτονας μου τα έφερνε μια χαρά βόλτα. Προχθές μάλιστα τον είδα και με καινούργιο αυτοκίνητο αλλά δεν είχα κέρματα να του ρίξω μέσα για γούρι. Για καλή μου τύχη είχε αφήσει ένα χάρτινο λαμπατέρ στην βεράντα του και δίπλα της υπήρχε μια απλώστρα γεμάτη με στεγνωμένα ρούχα. Λαμπάδιασε στο λεπτό και είδα τους πυροσβέστες να έχουν μείνει με το στόμα ανοικτό κοιτάζοντας προς την βεράντα και αφού πρώτα είχαν καταφέρει να σβήσουν τον κάδο των απορριμμάτων. Για να μη τα πολυλογώ όμως, όταν είχα μείνει μόνο με ένα σπίρτο στο κουτάκι, έριξα την καλύτερη μου βολή. Πήδηξα από το μπαλκόνι, εκσφενδονίζοντας ταυτόχρονα το σπίρτο με τα δάχτυλα μου. Ήθελα να με πάει στα αστέρια σα το προηγούμενο αλλά το πανί που είχαν στρώσει οι πυροσβέστες εκεί κάτω μου χάλασε την αυτοσυγκέντρωση και έτσι βρέθηκα να χοροπηδώ σα μπαλάκι του τένις πάνω στο μουσαμά της διάσωσης. Κατέβηκα σα κύριος αν και προσπάθησα να δείξω κάπως τρομαγμένος. Τους ενημέρωσα για τον τρελό μου γείτονα και πως έβαλε την φωτιά στο μπαλκόνι του. Ένας από αυτούς μου πέρασε μια κουβέρτα στους ώμους και ένας άλλος έτρεξε στην σκάλα. Εκεί που καθόμουν περιμένοντας να δω τα όνειρα μου να γίνονται επιτέλους πραγματικότητα. Εκεί λοιπόν που είχα τυλίξει σφιχτά την κουβέρτα γύρω μου και έψαχνα να δω το άστρο που έφτιαξα και τον γείτονα μου να κατεβαίνει με χειροπέδες μια φωνή δίπλα μου διέκοψε τον ειρμό μου. 

«Γιατί κρατάς αυτό το σπίρτο στα δάκτυλα σου;»

Ήταν μια νεαρή νοσοκόμα και ήταν αρκετά νοστιμούλα. Κοίταξα το χέρι μου και της ζήτησα ένα τσιγάρο. Μου έδωσε. Δεν είπαμε τίποτε άλλο. Δε χρειάστηκε. Μου άναψε με τον αναπτήρα της και κάπνισε ένα και κείνη. Το τελευταίο σπίρτο που προσπάθησα να ανάψω πηδώντας από την βεράντα είχε μείνει στα δάκτυλα μου ενώ το κουτάκι μου είχε φύγει. Είχα χάσει την ικανότητα μου σε εκείνο το άλμα αλλά δε με πείραζε καθόλου. Αυτό το σπίρτο θα το έφτιαχνα φεγγάρι μια νύχτα.

Τρίτη 27 Αυγούστου 2013

ΜΠΑΜΠΑ;



  • Μπαμπά γιατί δεν έρχεσαι να παίξεις για λίγο μαζί μου στην ακρογιαλιά;


  • Δε μου αρέσει να χτίζω πυργάκια στην άμμο κοπέλα μου. Ξέρω πως θα είναι για λίγο μόνο που θα μείνουν όρθια και δεν αντέχω να σκέφτομαι πως τα χτίζω για να γκρεμιστούν αμέσως.
  •              Μα και το σπίτι της γιαγιάς δε μου έλεγες πως γκρεμίστηκε πέρυσι στο χωριό;

  • Ναι, είχε χρόνια να συντηρηθεί και ήταν επικίνδυνο για τους γείτονες. Μπορεί να έπεφτε κανένα κεραμίδι στο κεφάλι τους. Αυτό όμως συνέβη αφού πρώτα η γιαγιά και η δική της γιαγιά έμειναν σε αυτό το σπίτι. Μεγάλωσαν τόσα παιδιά εκεί μέσα, αγόρια όπως εγώ έγιναν άντρες και κορίτσια όπως εσύ έγιναν μητέρες για να φτάσει να γκρεμιστεί. Δεν το χτίσανε για να γκρεμιστεί την επόμενη ημέρα.
  •  Αυτοί που χτίσανε το σπίτι της γιαγιάς θα λυπόντουσαν αν μάθαιναν πως τελικά γκρεμίστηκε;

  • Είμαι σίγουρος πως ναι.

  • Παρόλα αυτά το χτίσανε όμως και εκεί μέσα μεγάλωσες εσύ και οι δικοί σου γονείς.

  • Ακριβώς.

  •  Τι διαφορά έχει ο δικός μου μπαμπάς τότε από εκείνους τους χτίστες και δε θέλει να χτίσει κάτι που θα γκρεμιστεί μια μέρα;

  •  Μα σου είπα πως δεν υπάρχει λόγος να χτίζει κανείς κάτι ξέροντας πως σε λίγο θα γκρεμιστεί!

  • Σε αυτό το αμμουδένιο σπιτάκι εγώ θα βάλω τις κούκλες μου, θα τις κάνω να μιλήσουν μεταξύ τους. Θα παίξω την οικογένεια και θα φέρω και άλλες κούκλες που θα κάνουν τα παιδάκια και έξω από το σπίτι θα φτιάξω ένα κήπο με φύκια που βρήκα μέσα στη θάλασσα.

  •  Όλα αυτά όμως είναι ένα παιχνίδι που θα παίξεις και μετά θα γυρίσουμε στο κανονικό μας σπίτι, οι κούκλες θα πάψουν να μιλάνε και το σπιτάκι αυτό που θα έχεις χτίσει θα το κάνει μια χαψιά το πρώτο κύμα του βραδιού.


Ο πατέρας γύρισε τη σελίδα στην εφημερίδα του. Διάβαζε αθλητικά και είχε παίξει στοίχημα. Το κοριτσάκι πεισμωμένο ξεκίνησε μόνο του να φτιάχνει το σπίτι στην άμμο και δε ξαναμίλησε στον μπαμπά παρά μόνο το βράδυ που την έβαλε για ύπνο. Του κράτησε μούτρα αλλά όχι πέρα από τα όρια της αγάπης του για αυτόν. Εκείνος έσκυψε στο κρεβάτι της και την φίλησε στο μάγουλο.


  • Καληνύχτα γλυκιά μου αγάπη

  • Μπαμπά;

  • Τι;

  • Θέλω να σου πω κάτι.

  • Και εγώ θέλω. Θέλω να σου ζητήσω συγγνώμη που δεν έπαιξα μαζί σου σήμερα.

  • Δε πειράζει μπαμπά. Θα παίξεις αύριο. Αυτό που σκέφτηκα είναι πως και η γιαγιά τελικά γύρισε στο κανονικό της σπίτι όπως μου έχεις πει. Μένει στον ουρανό τώρα. Έχει σταματήσει από καιρό να μας μιλάει σα τις κούκλες όταν δε παίζω μαζί τους και το σπίτι της γκρεμίστηκε και αυτό. Όσο περισσότερο το σκέφτομαι τόσο δε μπορώ να καταλάβω τι διαφορά έχει το παιχνίδι από τη ζωή.

  • Δεν έχει καμία διαφορά γλυκιά μου. Καμία απολύτως διαφορά. Κοιμήσου τώρα, αύριο θα πάμε και πάλι στη θάλασσα και έχεις πολλά να μου μάθεις. Καληνύχτα.

Σάββατο 24 Αυγούστου 2013

ΛΑΘΡΑΙΟ ΣΙΝΕΜΑ



Χώθηκε κάτω από τα σεντόνια
Και την τράβηξε σαν μέσα από το όνειρο της.
Πέρασε κάμποση ώρα εκεί κάτω,
Προσπαθώντας δίχως προσπάθεια.
Ο έρωτας δεν θέλει και πολλά εξάλλου,
Δε ντύνει παρά γδύνει.
Δε δικαιολογείται παρά μόνο δικαιολογεί.
Κάπως έτσι τα καταφέρνει να μένει όρθιος,
Ακόμα και στα δύσκολα.
Σηκώθηκαν και οι δύο αποκαμωμένοι,
Ζωντανοί.
Θα πήγαιναν μια βόλτα,
Εδώ και κει.
Θα γελούσαν, θα μιλούσαν, θα αγγίζονταν
Σε κάθε πρώτη ευκαιρία.
Σήμερα είχε μια καλή ταινία.
Αλλά για σινεμά δεν υπήρχαν χρήματα.
Θα ανέβαιναν στην ταράτσα τους ξανά.
Μετά τη βόλτα στο εδώ και κει.
Και θα έπιαναν τα κιάλια για τους υπότιτλους.
Ο ένας θα διάβαζε στον άλλο,
Κάθε δέκα λεπτά, εναλλάξ.
Ήταν καλύτερα έτσι.
Όλες αυτές οι εικόνες που έβλεπε μονάχα ένας κάθε φορά.
Ενώνονταν με την αφήγηση τους.
Το βράδυ, στο δωμάτιο, θα μπορούσαν να περιγράψουν τις σκηνές.
Και έτσι η ταινία εκτός από λαθραία,
Θα γινόταν και πιο ενδιαφέρουσα.
Οι εικόνες μέσα από τα μάτια του άλλου.
Μια ταινία, δύο αφηγητές,
Σαν τον έρωτα.

Τρίτη 30 Ιουλίου 2013

ΚΑΝΕ ΜΙΑ ΕΥΧΗ



http://2.bp.blogspot.com/-eP27G52XaHs/TcA18T-nGQI/AAAAAAAAoak/_axNFa1EOWA/s1600/prikolnullnaa_fotopodborka_7.jpg
Ένοιωθα μια τέτοια απόγνωση που πήρα δρόμο για το πηγάδι των ευχών. Ήταν η τελευταία μου ευκαιρία. Θα έριχνα ένα κέρμα και θα έκανα την ευχή μου. Φτάνοντας επιτέλους εκεί, έχοντας διανύσει πολλά μίλια και έχοντας φάει τα πόδια μου μέσα στα γεμάτα ζιζάνια χωράφια, έφτασα στο χείλος του πηγαδιού και ξεφύσησα λαχανιασμένος. Έψαξα τις τσέπες μου και έβγαλα ένα κέρμα. Το κράτησα με τα δύο μου δάκτυλα και έκλεισα τα μάτια. Άρχισα να σκέφτομαι για την κατάλληλη ευχή γιατί ήξερα πως έχω μόνο μια ευχή να κάνω. Για μεγάλη μου έκπληξη δε μου βγήκε με την πρώτη. Μπερδεύτηκα και σκέφτηκα πολύ. Ευτυχία, έρωτα, υγεία, λεφτά, δόξα, ανεμελιά, τι να προτοευχηθώ; Η ώρα περνούσε και εγώ είχα βρεθεί ολότελα ξαπλωμένος στο χείλος του πηγαδιού.
 Από το βάθος του άκουσα μια φωνή.
«Εεεεε. Τι σκέφτεσαι τόση ώρα; Πέτα μου το κέρμα.»
«Δεν ξέρω τι να ευχηθώ. Κάνε λίγο κράτει!»
«Πάει καιρός τώρα που κάποιος ήρθε για ευχές και εγώ είμαι πολύ πεινασμένο. Δε μπορώ να περιμένω. Το στομάχι μου γουργουρίζει και τα βράδια δε μπορώ να κλείσω μάτι από τον θόρυβο που κάνει η κοιλιά μου.»
Η αλήθεια είναι πως με αποσυντόνισε και πέταξα το κέρμα με ένα τρόπο σχεδόν αντανακλαστικό. Σα να με τσίμπησε κάποιος και εγώ πετάχτηκα.
Είδα το κέρμα να πέφτει και να πέφτει και είχα τελείως σταματήσει να σκέφτομαι για ευχές και τα λοιπά και τα λοιπά.
Γύρισα να φύγω και μου φώναξε να περιμένω.
«Τι;» του είπα με ένα τρόπο αυστηρό γιατί πάλι ξεκίναγα να τα βάζω με τον εαυτό μου για την ευκολοπιστία του.
«Δεν έκανες την ευχή ακόμα. Περιμένω.» μου απάντησε ευχαριστημένη η φωνή από το πηγάδι.
«Δεν έχω πλέον όρεξη για ευχές. Μια ερώτηση έχω μόνο.»
«Λέγε λοιπόν» μου είπε και το άκουσα να μασουλάει λαίμαργα.
«Έχει χάσει ο κόσμος ακόμα και την ελπίδα; Γιατί μου είπες πως έχει καιρό να φανεί κάποιος με μια ευχή;»
 «Μπα καθόλου. Μη δίνεις σημασία σε αυτά που λέω. Ίσα , ίσα αυτόν τον καιρό είναι η καλύτερη εποχή για μένα.»
«Τότε γιατί είπες αυτό που μου είπες;»
«Ξέρεις κάτι; Η απόγνωση του κόσμου με έχει κάνει κάπως… αχόρταγο τώρα τελευταία. Όσο περισσότερα μου προσφέρουν τόσο περισσότερα θέλω. Δεν είμαι όμως και τόσο σκληρό. Ότι μπορώ να κάνω για τις ευχές τους, το κάνω.»
Πρέπει να είχα απομακρυνθεί ήδη αρκετά όταν άκουσα και πάλι να μου φωνάζει από τα βάθη του πηγαδιού.
«Άντε κάνε επιτέλους την ευχή σου. Μη με πεις και αχάριστο στο τέλος!»
Το άκουσα να ρίχνει ένα γενναίο ρέψιμο που το φουγάρο του πηγαδιού το πολλαπλασίασε, το στριφογύρισε, το πήγε εδώ και κει, πριν τελικά φτάσει εκκωφαντικό στα αυτιά μου. Γύρισα και κοίταξα ξανά το πηγάδι και φώναξα βάζοντας τα δύο μου χέρια στο στόμα.
«Εύχομαι καλή σου χώνεψη»

Σάββατο 13 Ιουλίου 2013

ΕΓΩ Ο ΘΕΟΣ!



«Θεέ μου πες μου τι θέλεις να κάνω και θα το κάνω. Μόνο γλίτωσε με από αυτό το μαρτύριο!»

Άφηνα τον αέρα να με φυσά με τις γαλανές αποχρώσεις ενός καλοκαιρινού μεσημεριάτικου ουρανού και έκανα κάτι τέτοιες σκέψεις, περπατώντας προς το περίπτερο για τσιγάρα.  Μπροστά μου πάρκαρε ένα χιλιοτρακαρισμένο αμάξι με ένα μουσάτο ηλικιωμένο κύριο. Άνοιξε την πόρτα για να βγει και μου έφραξε το χώρο που μου αναλογούσε στο πεζοδρόμιο. Περίμενα λίγη ώρα, ώσπου να βγει και κλείνοντας την πόρτα προχώρησα για τα Winston μου. 


«Μα καλά τι σε κάνει να πιστεύεις ότι θα έκανα κάτι διαφορετικό;»


Γύρισα προς τα πίσω και κοιτάζοντας τον του είπα:

«Συγνώμη, σε μένα μιλάτε;»


«Εμ βεβαιώς! Είσαι μήπως από εκείνους τους φαρσέρ που παίρνουν τηλέφωνο στα σπίτια και μετά το κλείνουν;»


Η ηλικία του δεν επέτρεπε στον εκνευρισμό μου να βγάλει τσιμουδιά.


«Θα με συγχωρέσετε και πάλι αλλά δε καταλαβαίνω για τι πράγμα μου μιλάτε.»


«Εσύ δεν ήσουν που πριν πέντε λεπτά με φώναξες;»


Άρχισα να ακονίζω τη γλώσσα μου με κάτι σύμφωνα και μετά πήρα να γαργαλάω την ατμόσφαιρα με επιφωνήματα γεμάτα φωνήεντα. Στην αρχή έβγαλα ένα «ΩΩΩΩΩ» μετά ένα «ΑΑΑΑΑΑΑ», πριν τελικά καταλήξω σε ένα ταπεινό «ΟΥΑΟΥ Θεέ εσύ είσαι;» 


«Λοιπόν; Τι σε κάνει να πιστεύεις πως θα έκανα κάτι διαφορετικό από αυτό που έκανα για τον Υιό μου; Τον άφησα να κουβαλάει το σταυρό του ως το τέλος έως ότου να τον καρφώσουν πάνω Του.»


«Μη παίρνεις τοις μετρητοίς ο, τι είπα πριν. Είμαι σε μια δύσκολη ψυχολογική κατάσταση τον τελευταίο καιρό και αναστενάζω όλη την ώρα σπέρνοντας ευχές. Ξέρεις…. μάλλον δεν έχω καλύτερη λύση από αυτό.»


«Δηλαδή δεν έχεις κάποιο πλάνο; Κάποια έξοδο διαφυγής;»


«Πέρα από το να αγοράσω τσιγάρα, τίποτε το συγκεκριμένο.»


«Και που νομίζεις πως θα σε βγάλει αυτή η ιστορία;»


«Στο να βρεθώ μια μέρα στον παράδεισο και να χαλαρώσω.»


«Αυτό ξέχνα το! Ο τελευταίος ωφελιμιστής που δεχτήκαμε ήταν ο γιός μου. Αυτός όμως πέρα από το γεγονός της συγγένειας μας, λύγισε μόνο την τελευταία στιγμή. Ε; δεν είμαστε και άκαρδοι εκεί πάνω! Ένα δύο λαθάκια τα παραβλέπουμε.»


«Μα εσύ δεν είσαι που μπορούν να απευθύνονται όλοι οι κατατρεγμένοι αυτού του κόσμου;»


«Ξέρεις κάτι; Αυτό που λες αληθεύει. Απλά… εδώ και κάμποσους αιώνες έχω βαρεθεί όλη αυτή την ανταλλαγή. Κάνε μου αυτό και κάνε μου εκείνο και εγώ τότε θα κάνω το άλλο και το παράλλο. Έχω γεμίσει καμιά χιλιάδα ντουλάπες με φυλακτά, ρολόγια, κοσμήματα και έχω μπουχτίσει με το να θέλετε σώνει και καλά να μου δώσετε κάτι για να σας κάνω τη χάρη. Στο κάτω κάτω με αντιμετωπίζετε σα τον περιπτερά της γειτονιάς σας!»


Απέμεινα να τον κοιτάζω σα χάνος και γύρισα να φύγω.


«Κύριε! Τα ρέστα σας.» μου είπε η δεσποινίς μέσα στο περίπτερο. Στο χέρι μου έσφιξα το πακέτο με τα τσιγάρα που μόλις είχα αγοράσει και έριξα μια ματιά προς το χιλιοτρακαρισμένο αμάξι. Δε βρισκόταν κανείς εκεί και χαμηλώνοντας το κεφάλι μου, πήρα τα ρέστα από το δισκάκι.


«Ευχαριστώ» είπα και απομακρύνθηκα.


Ούτε καν σημασία δεν έδωσα όταν πήρε να σκοτεινιάζει μέσα στο μεσημέρι.

Ούτε που νοιάστηκα όταν άκουσα ένα «Παρακαλώ, δε κάνει τίποτα» κατευθείαν από τα σπλάχνα του ουρανού.

Σκέφτηκα πως ο Θεός είναι λιγάκι εγωκεντρικός τύπος πιστεύοντας ότι ευχαρίστησα εκείνον και όχι την περιπτερού.