Ο Φίλιππος Γαλιάσος γεννήθηκε το 1972 στην Αθήνα και έχει αποφοιτήσει από το Ο.Π.Α. To βιβλίο «Δι

Σάββατο 13 Ιουλίου 2013

ΕΓΩ Ο ΘΕΟΣ!



«Θεέ μου πες μου τι θέλεις να κάνω και θα το κάνω. Μόνο γλίτωσε με από αυτό το μαρτύριο!»

Άφηνα τον αέρα να με φυσά με τις γαλανές αποχρώσεις ενός καλοκαιρινού μεσημεριάτικου ουρανού και έκανα κάτι τέτοιες σκέψεις, περπατώντας προς το περίπτερο για τσιγάρα.  Μπροστά μου πάρκαρε ένα χιλιοτρακαρισμένο αμάξι με ένα μουσάτο ηλικιωμένο κύριο. Άνοιξε την πόρτα για να βγει και μου έφραξε το χώρο που μου αναλογούσε στο πεζοδρόμιο. Περίμενα λίγη ώρα, ώσπου να βγει και κλείνοντας την πόρτα προχώρησα για τα Winston μου. 


«Μα καλά τι σε κάνει να πιστεύεις ότι θα έκανα κάτι διαφορετικό;»


Γύρισα προς τα πίσω και κοιτάζοντας τον του είπα:

«Συγνώμη, σε μένα μιλάτε;»


«Εμ βεβαιώς! Είσαι μήπως από εκείνους τους φαρσέρ που παίρνουν τηλέφωνο στα σπίτια και μετά το κλείνουν;»


Η ηλικία του δεν επέτρεπε στον εκνευρισμό μου να βγάλει τσιμουδιά.


«Θα με συγχωρέσετε και πάλι αλλά δε καταλαβαίνω για τι πράγμα μου μιλάτε.»


«Εσύ δεν ήσουν που πριν πέντε λεπτά με φώναξες;»


Άρχισα να ακονίζω τη γλώσσα μου με κάτι σύμφωνα και μετά πήρα να γαργαλάω την ατμόσφαιρα με επιφωνήματα γεμάτα φωνήεντα. Στην αρχή έβγαλα ένα «ΩΩΩΩΩ» μετά ένα «ΑΑΑΑΑΑΑ», πριν τελικά καταλήξω σε ένα ταπεινό «ΟΥΑΟΥ Θεέ εσύ είσαι;» 


«Λοιπόν; Τι σε κάνει να πιστεύεις πως θα έκανα κάτι διαφορετικό από αυτό που έκανα για τον Υιό μου; Τον άφησα να κουβαλάει το σταυρό του ως το τέλος έως ότου να τον καρφώσουν πάνω Του.»


«Μη παίρνεις τοις μετρητοίς ο, τι είπα πριν. Είμαι σε μια δύσκολη ψυχολογική κατάσταση τον τελευταίο καιρό και αναστενάζω όλη την ώρα σπέρνοντας ευχές. Ξέρεις…. μάλλον δεν έχω καλύτερη λύση από αυτό.»


«Δηλαδή δεν έχεις κάποιο πλάνο; Κάποια έξοδο διαφυγής;»


«Πέρα από το να αγοράσω τσιγάρα, τίποτε το συγκεκριμένο.»


«Και που νομίζεις πως θα σε βγάλει αυτή η ιστορία;»


«Στο να βρεθώ μια μέρα στον παράδεισο και να χαλαρώσω.»


«Αυτό ξέχνα το! Ο τελευταίος ωφελιμιστής που δεχτήκαμε ήταν ο γιός μου. Αυτός όμως πέρα από το γεγονός της συγγένειας μας, λύγισε μόνο την τελευταία στιγμή. Ε; δεν είμαστε και άκαρδοι εκεί πάνω! Ένα δύο λαθάκια τα παραβλέπουμε.»


«Μα εσύ δεν είσαι που μπορούν να απευθύνονται όλοι οι κατατρεγμένοι αυτού του κόσμου;»


«Ξέρεις κάτι; Αυτό που λες αληθεύει. Απλά… εδώ και κάμποσους αιώνες έχω βαρεθεί όλη αυτή την ανταλλαγή. Κάνε μου αυτό και κάνε μου εκείνο και εγώ τότε θα κάνω το άλλο και το παράλλο. Έχω γεμίσει καμιά χιλιάδα ντουλάπες με φυλακτά, ρολόγια, κοσμήματα και έχω μπουχτίσει με το να θέλετε σώνει και καλά να μου δώσετε κάτι για να σας κάνω τη χάρη. Στο κάτω κάτω με αντιμετωπίζετε σα τον περιπτερά της γειτονιάς σας!»


Απέμεινα να τον κοιτάζω σα χάνος και γύρισα να φύγω.


«Κύριε! Τα ρέστα σας.» μου είπε η δεσποινίς μέσα στο περίπτερο. Στο χέρι μου έσφιξα το πακέτο με τα τσιγάρα που μόλις είχα αγοράσει και έριξα μια ματιά προς το χιλιοτρακαρισμένο αμάξι. Δε βρισκόταν κανείς εκεί και χαμηλώνοντας το κεφάλι μου, πήρα τα ρέστα από το δισκάκι.


«Ευχαριστώ» είπα και απομακρύνθηκα.


Ούτε καν σημασία δεν έδωσα όταν πήρε να σκοτεινιάζει μέσα στο μεσημέρι.

Ούτε που νοιάστηκα όταν άκουσα ένα «Παρακαλώ, δε κάνει τίποτα» κατευθείαν από τα σπλάχνα του ουρανού.

Σκέφτηκα πως ο Θεός είναι λιγάκι εγωκεντρικός τύπος πιστεύοντας ότι ευχαρίστησα εκείνον και όχι την περιπτερού.

Πέμπτη 11 Ιουλίου 2013

ΣΚΕΨΕΙΣ ΣΤΟ ΜΕΤΡΟ



Είχα μόλις πέντε λεπτά χρόνο και έπρεπε να πω κάτι το πραγματικά έξυπνο. Δε ξέρω γιατί αλλά αισθανόμουν πως ήταν η τελευταία ευκαιρία για να αποδείξω πως οι καλές ατάκες σε αυτή τη ζωή μπορούν να λοξοδρομήσουν την πορεία του πλανήτη. Το πρώτο λεπτό πέρασε και τίποτα δεν είχε συμβεί. Έστυβα το μυαλό μου και μόνο κουκούτσια έβγαιναν. Το δεύτερο λεπτό ροκάνιζε την ψυχραιμία μου και το τρίτο που ακολούθησε ήταν πραγματικά ένα σωστό μαρτύριο. Έμεναν το λοιπόν αλλά δύο λεπτά. Κάπου εκεί ήταν που παραδόθηκα. Αφέθηκα και δε σκεφτόμουν τίποτα. Ένοιωσα πως μου ανήκει το υπόλοιπο του χρόνου και μόνο εγώ είχα το δικαίωμα να αποφασίσω πως θα το περάσω. Έφυγε το άγχος και τα δευτερόλεπτα τσουλούσαν τόσο αργά που στο πέρασμα τους μου έριχναν και από μια λοξή ματιά. Χρειαζόντουσαν διάφορα τρικ για να τα βάλει κανείς με το χρόνο και μου είχε μείνει μισό μόλις λεπτό. Το μόνο που κατάφερα να πω ήταν ένα απότομο "Πλοπ". Το τραίνο είχε περάσει από πάνω μου, εγώ δεν είχα σταυρώσει λέξη και ο χρόνος μόλις είχε τελειώσει. Αισθάνθηκα πολύ υπερήφανος που έβγαλα ένα τόσο υγρό ήχο καθότι ήμουν μόνο ένα πακέτο από τσιγάρα. Τα χαρτιά ως γνωστό δε παράγουν ήχους παρά μόνο όταν σχίζονται. Κυρίως όμως δεν παράγουν υγρούς ήχους. Έκανα τη διαφορά και τώρα περιμένω το συνεργείο καθαρισμού να περιμαζέψει την ευτυχισμένη μου ύπαρξη.

Δευτέρα 8 Ιουλίου 2013

ΖΟΥΛΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ



Φώναζε «σώσε με!». Πλησίασα και έριξα μια ματιά. Τον βρήκα ξαπλωμένο να παραπαίει μέσα στο αίμα.
«Και αν σε σώσω, τι έχεις σκοπό να κάνεις με το υπόλοιπο της ζωής σου;», είπα προτείνοντας του το δεξί μου χέρι.
«Θα κάνω οικογένεια, θα βρω μια δουλειά, θα γεράσω και θα βουτάω τις μασέλες μου στο ποτήρι πριν πάω για ύπνο.»
Τον πήρα στους ώμους μου και προχωρήσαμε ίσαμε μια σκιά. Τον ξάπλωσα και του έδεσα τις πληγές. Τον πότισα με νερό και βούτηξα ένα φρούτο από την τσάντα μου για να φάει, να δυναμώσει.
«Τώρα, αν τελικά σωθείς τι θα ήθελες να κάνεις;»
«Να φορέσω καθαρά ρούχα και να βγω έξω στο πανηγύρι μπας και βρω καμιά νοστιμούλα, να κάνω επενδύσεις, να γίνω μεγάλος και τρανός και όλοι να με σέβονται.»
Τον σήκωσα πάλι και τον πήγα ακόμα πιο πέρα. Μέσα σε μια καλύβα που υπήρχε μια ιθαγενής με μια ποικιλία από μαγικά βότανα και μαντζούνια. Της είπα δύο κουβέντες στη γλώσσα της και εκείνη άρχισε τα κόλπα της. Του έβαλε κάτι φύλλα πάνω στις πληγές και τα έδεσε με κλωστές από κορμούς δέντρων.  Εκείνος πρόσεχε τα δεμένα στήθη της να πηγαινοέρχονται και ήθελε να τη μουντάρει. Οι πληγές του δε τον άφηναν να κάνει ρούπι αλλά την επόμενη μέρα όλο και κάτι θα γινόταν.
Αφού τον περιποιήθηκε, βγήκε έξω από την καλύβα και κάθισε δίπλα μου.
«Που τον βρήκες πάλι τούτον;» Μου είπε ενώ εγώ κοιτούσα το φεγγάρι να γεμίζει τον ουρανό. Μόλις είχα ανάψει μια φωτιά και από όλες τις ανακαλύψεις του κόσμου ευγνωμονούσα εκείνον που πρώτος την είχε ανακαλύψει.
«Ένας πόλεμος γίνεται εδώ πιο πέρα και όλο και κάτι βρίσκεται»
«Τι λες; Θα φάμε αυτή τη φορά; Όλο μου φέρνεις τραυματίες και την τελευταία στιγμή τους αφήνεις ελεύθερους.»
«Με πιάνουν οι ευαισθησίες μου την τελευταία στιγμή. Συγχώρα με. Πάρε ένα φρούτο να φας.»
«Βαρέθηκα να τρώω φρούτα. Θέλω κρέας. Φέρε μου κάποιον να τον βάλουμε στο καζάνι.»
«Ο πολιτισμός τελικά δεν έχει καμιά ελπίδα. Έτσι είναι. Άσε να ξημερώσει και βλέπουμε. Έλα τώρα, ξάπλωσε εδώ να κοιμηθούμε». Γείραμε στο πλάι και χαζεύαμε ο ένας τον άλλο. Ήμασταν νέοι ακόμα και το αίμα μας έβραζε για τα καλά. Ανακατέψαμε την άμμο και μετά από κάμποση ώρα μείναμε ιδρωμένοι και αποκαμωμένοι. Η φωτιά λιγόστευε και πετάχτηκα στην καλύβα να φέρω μια κουβέρτα. Δεν υπήρχε πιο όμορφο πράγμα από το να κοιμάται κανείς κάτω από τα αστέρια.
Το πρωί μπήκα μέσα στην καλύβα και τον είδα να έχει κάτσει στον πισινό του και να προσπαθεί να σηκωθεί. Φαινόταν κιόλας καλύτερα.
«Τελικά τι θα κάνεις αν σωθείς;» τον ρώτησα για μια ακόμα φορά.
«Τι να σωθώ; Από τι; Νιώθω ήδη γερός σα ταύρος. Το είδες το μανούλι που με μπλάστρωσε με τα μαντζούνια; Παρότι απολίτιστη έχει ένα σώμα άλλο πράμα. Θα την βάλω στα τέσσερα και θα βγάλω το άχτι μου. Μετά από αυτό βλέπουμε. Ίσως πάω στην πόλη να σουλατσάρω. Θα μπορούσες να μου δώσεις τώρα κάτι να φάω γιατί έχω μια πείνα, άλλο πράμα.»
Του έβγαλα άλλο ένα φρούτο από την τσάντα μου και το παράχωσα στο στόμα του, την ίδια στιγμή που τράβηξα μια δυνατή λεπιδιά στην καρωτίδα του. Τον έβλεπα να σφαδάζει και να τρέχει σαν αποκεφαλισμένη κότα δεξιά και αριστερά. Στο τέλος έπεσε κάτω. Τον μάζεψα και τον έβαλα μέσα στην κατσαρόλα.  Άναψα τη φωτιά από κάτω και το νερό πήρε να βράζει.  Μπορεί να ήμουν και εγώ άγριος ιθαγενής αλλά είχα μάθει μερικά κόλπα της μοντέρνας μαγειρικής. Έτσι και αλλιώς μάλλον αυτό ήταν το μόνο που έπρεπε κανείς να κρατήσει από αυτό που λέμε «πολιτισμένος άνθρωπος».

Πέμπτη 4 Ιουλίου 2013

ΕΙΝΑΙ ΜΙΣΗ ΑΡΧΟΝΤΙΑ.



Σήμερα η μέρα είναι έξοχη αλλά εγώ λέω να μη μιλήσω για κάτι τέτοιο. Να μη μιλήσω για τον υπέροχο ήλιο και τον ασκίαστο ουρανό της σημερινής ημέρας. Αντ’ αυτού λέω να μιλήσω για κάτι περισσότερο ενδιαφέρον. Για μια μέρα πριν από ένα περίπου μήνα. Ήταν περίπου η ίδια ώρα με σήμερα και εγώ ήμουν σε μια περίπου αντίστοιχη κατάσταση με την σημερινή, περιμένοντας το βράδυ να φανεί και να πάω σπίτι να βάλω κάτι να φάω, να πιω μια μπυρίτσα, άντε δύο και μετά να ξαπλώσω στο υπέροχα οριζόντιο κρεβάτι μου, αφού πρώτα είχα πετάξει όλη την κούραση της ημέρας στο ξεχαρβαλωμένο σιφόνι της ντουζιέρας μου. Εκείνο το απόγευμα λοιπόν, συνάντησα κάποια γνωστή φάτσα από το στρατό, τη σχολή ή από κάπου κοντά στο παρελθόν μου. Πήγα να του μιλήσω γιατί βάραγα μύγες και έσπαζα το μυαλό μου να βρω κάτι να αποκάμω. Ήταν δώρο θεού μέσα στην πιο βαριά μου βαρεμάρα. Είχε σταματήσει δίπλα στο πεζοδρόμιο και βγήκε από ένα αμάξι που κόστιζε τα διπλά από τα μισά που ήθελα για να αγοράσω ένα σπίτι κάπου στο κέντρο της Αθήνας. Τέλος πάντων, αυτό είναι μια άλλη ιστορία και το ενοίκιο εδώ που τα λέμε δεν είναι και τόσο άσχημο. Με το που βγήκε, κάθισε στο απέναντι πεζοδρόμιο και μιλούσε στο κινητό του. Εγώ τον πλησίασα και περίμενα να κλείσει. 


«Συγγνώμη για την ενόχληση αλλά κάτι μου θυμίζεις»
«…»
«Συγγνώμη και πάλι μήπως πήγες στη δείνα σχολή;»
«Όχι»
«Μήπως πήγες στο τάδε σχολείο;»
«Ούτε.»
«Μήπως φύλαξες κάποια σκοπιά στο στρατόπεδο της 37 ΕΜΑ;»
«Μα ναι! Που το ξέρεις; Ήσουν και συ εκεί;»
«Ναι, ναι, βεβαίως.»


Για να μη τα πολυλογώ αφού θυμηθήκαμε τα ονόματα μας και σκαλίσαμε λίγο τους ίλαρχους, τις σκοπιές και τη σκόνη που φάγαμε μέσα από τα άρματα, πήγαμε στο απέναντι πεζοδρόμιο γιατί ο ήλιος είχε πάρει να μας τυφλώνει. Κοιτάζοντας το αμάξι του, του είπα.


«Τα έχεις καταφέρει καλά στη ζωή σου βλέπω»


Εκείνος ήταν σοβαρός και μου απάντησε κοφτά με ένα «καλά τα πάω». Είπα να μη συνεχίσω την κουβέντα, αλλά δεν έβρισκα και τίποτε άλλο για να πω. Ήμουν security στο δίπλα κτίριο και είχα ακόμα μια ώρα για να τελειώσω την βάρδια μου. Έγειρα τον κορμό μου και σε μια προσπάθεια να εμπνευστώ την επόμενη μου ατάκα, τεντώθηκα και ακούμπησα το χέρι μου στο φτερό του αυτοκινήτου του.   Ξαφνικά εκείνος έκανε σα τρελός.


«ΜΑ ΤΙ ΚΑΝΕΙΣ ΕΚΕΙ;  Μόλις το έπλυνα, το κέρωσα και  το πέρασα με ειδικά υγρά.  ΘΑ ΜΕΙΝΟΥΝ ΟΙ ΔΑΚΤΥΛΙΕΣ ΣΟΥ!»


Εγώ ποδοπάτησα, ένα τρομαγμένο security ανάθεμα με και τον κοίταζα σα να είχαν μόλις ανοίξει οι ουρανοί. 


Θα έπρεπε να το είχα σκεφτεί καλύτερα. Εκείνη την εβδομάδα είχε πάρει να φυσάει σκόνη από την Αφρική και παρόλα αυτά το αμάξι του πρώην συμπολεμιστή μου άστραφτε. Μόνο κάποιος που είχε λόξα με το αμάξι του θα το φρόντιζε τόσο μέσα σε αυτή την καταραμένη θύελλα σκόνης. Έκανα ένα βηματάκι πίσω, δύο βηματάκια στο πλάι και μετά απομακρύνθηκα με σταθερά βηματάκια προς το πόστο μου. Νομίζω πως τον χαιρέτησα κιόλας αλλά δε βάζω το χέρι μου στην φωτιά. Ο κόσμος τρελαινόταν, δεν υπήρχε αμφιβολία πλέον. Με την άκρη του ματιού μου τον είδα να έχει βγάλει ένα χαρτομάντιλο και να τρίβει και να τρίβει τα δακτυλικά μου αποτυπώματα σα καθαρίστρια του σουλτάνου. 


Εκείνη τη μέρα αποφάσισα να μη κάνω μπάνιο. Αποφάσισα να προσπαθήσω να συντονιστώ λίγο με τη συχνότητα του θεού που μας έστελνε τόνους σκόνης μέσα στα ρουθούνια. Σκόνη που κολλούσε πάνω στα ρούχα, που έλιωνε μαζί με τον ιδρώτα μας, σκόνη που καθόταν στους δρόμους, στα πεζοδρόμια και στις φυλλωσιές από τις νεραντζιές τους. Ήθελα πάση θυσία να κοιμηθώ μαζί με τη σκόνη εκείνο το βράδυ. Δεν εμπιστευόμουν πλέον την καθαριότητα. Θα μπορούσε να έρθει μια μέρα που και εγώ θα τρελαινόμουν με την καθαριότητα και έλεγα να μη το ρισκάρω.

Παρασκευή 7 Ιουνίου 2013

ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ

Είδα τα δέντρα να τρεμοπαίζουν μέσα στα χνώτα του καλοκαιριού.

Είδα τη θάλασσα να ανεβοκατεβαίνει σα γυναίκα γυμνή λίγο πρίν την έκρηξη.

Είδα αυτόν, εκείνη και εκείνους τους λίγους που αγάπησα να περιφέρονται.

Είδα την νύχτα να κρύβεται στη μέρα και τη μέρα να φανερώνεται στο ξεψυχισμα της.

Άκουσα τα αηδόνια στα δέντρα και λίγη τζάζ να βγαίνει έξω από τα παράθυρα.

Άκουσα τα τόσα "σ'αγαπω" και "σε μισώ".

Άκουσα υποσχέσεις, άκουσα σπασμένα ξύλα στο δάσος και το θρόισμα του ανέμου.

Μετά σταμάτησα το οτιδήποτε έκανα και χώθηκα μέσα στο σύννεφο μου.

Τι μεγάλη βλακεία που δε το μπόρεσα πρίν.

Τόσα είχα να κάνω εκεί κάτω.

Τα περισσότερα τους όμορφα.

Τι κακό και αυτό με τους αγγέλους;

Άνθρωποι να θέλουν να ναι.

Ο παράδεισος πάντοτε μπορούσε να περιμένει.


Η ζωή είχε μεγαλύτερες απαιτήσεις.

Όχι τίποτε το σπουδαίο.

Μόνο λίγη από την προσοχή μας.

Τρίτη 28 Μαΐου 2013

ΟΙ ΕΙΚΌΝΕΣ ΜΕΣΑ ΜΑΣ



Το μάτι της ανοιγόκλεισε αστραπιαία. Μπροστά της ένα ηλιοβασίλεμα με μια θάλασσα που οδηγούσε σε αυτό. Μετά κοιμήθηκε με την εικόνα μέσα της. Ονειρεύτηκε, μεγαλώνοντας να πιάσει το φεγγάρι και τον ήλιο με μια μόνο κίνηση. Μετά το όνειρο σταμάτησε ξυπνώντας τη. Άνοιξε για λίγο το μάτι της και είδε ένα παγκάκι με ένα γέρο να κάθεται στην άκρη του. Μια ολόκληρη ζωή στην άκρη του στασιδιού. Σα να ετοιμαζόταν να φύγει, να ταξιδέψει. Σα να έφτασε στο χείλος της ζωής του, στην άκρη του καθίσματος του. Μετά ένα δέντρο με άνεμο τριγύρω. Συνέχισε να ανοιγοκλείνει το μάτι της. Ένα παιδί να τρέχει στην παραλία. Το φώναζαν οι γονείς του. Ήταν ώρα για το φαγητό. Να φάει, να κοιμηθεί. Να είναι γερό και δυνατό ξανά την επόμενη μέρα. Το αγαπούσαν πολύ. Καληνύχτα. Μετά άφησε το βλέμμα της να μένει στο σκοτάδι που έπεφτε και όλα εκείνα τα αστέρια έφτιαχναν θολές γραμμές προσπαθώντας να θέσουν τα όρια στο σύμπαν. Σα να σχημάτιζαν μια φωτεινή γραμμή με καμπύλες, γωνίες, ευθείες και στριφογυρίσματα. Κοιμήθηκε ξανά. Δεν ξανάνοιξε το μάτι της. Αύριο πάλι. Κράτησε όλες τις εικόνες μέσα της. Ήταν ευχαριστημένη. Σχεδόν ευτυχισμένη και ας ήταν  μόνο μια φωτογραφική μηχανή.


….


Κάθισε στην άκρη από το πεζούλι. Εκεί μπορούσε να έχει την καλύτερη γωνία για την λήψη. Ο ήλιος βυθιζόταν, αντανακλώντας όλα αυτά τα χρώματα στη θάλασσα. Ήθελε να το ποστάρει στο fb. Να γράψει από κάτω Σαντορίνη. Υπέροχη φωτογραφία. Ο Γιάννης την φώναξε να έρθει γιατί οι υπόλοιποι της παρέας πεινούσαν. Θα πήγαιναν στο μεζεδοπωλείο δίπλα από το ξενοδοχείο τους. Εκείνης δε της άρεσε καθόλου το μέρος. Πολλά τσιγάρα και γέροι τριγύρω. Έβγαλε πάλι τη φωτογραφική της μηχανή. Δεν ήθελε να τσακωθεί ξανά με τον Γιάννη. Θα προσπαθούσε να ηρεμήσει. Το σκοτάδι είχε πέσει για τα καλά. Κάπου είδε ένα παγκάκι. Στόχευσε τη φωτογραφική της και τράβηξε.  Ένα παγκάκι μέσα στη νύχτα ήταν καταπληκτική ιδέα για το άλμπουμ της. Το φλάς εμφάνισε έναν γέρο στην άκρη του. Δε τον είχε προσέξει. Θα την έσβηνε μετά. Στριφογύρισε νευρικά κοιτάζοντας το Γιάννη να κάνει αστεία με την παρέα και έσφιξε τη φωτογραφική στο χέρι της. Ποτέ δε την άκουγε. Πάντα το δικό του γινόταν. Είδε το δέντρο, ωραία ιδέα για πόστερ στο σαλόνι. Τράβηξε ξανά. Χωρίς φλάς αυτή τη φορά. Ήθελε μόνο σκιές μες στο σκοτάδι. Άκουσε κάτι φωνές πίσω της. Ο Γιάννης την φώναζε να έρθει. Η φωνή του μπερδεύονταν με αυτές των γονιών που φώναζαν το παιδί στην παραλία να έρθει γιατί μάζευαν να φύγουν. Τράβηξε άλλη μια φωτογραφία. Του έλεγε για γάμο. Εκείνος όλο κάποια δικαιολογία εύρισκε. Πόσο πια; Είχε φτάσει στα σαράντα πέντε της. Και ήθελε τόσο ένα παιδί…. Μπήκε στο μαγαζί και κάθισε σε ένα τραπέζι στον κήπο. Πήγε να βάλει την φωτογραφική της μηχανή μέσα στην τσάντα. Κατά λάθος πάτησε ξανά το κουμπί και βγήκε μια φωτογραφία στην τύχη. Μετά από μια εβδομάδα το κατάλαβε. Τότε που επέστρεψαν από τις διακοπές τους. Τον Γιάννη δε τον είδε ποτέ ξανά. Χώρισαν, δε πήγαινε άλλο. Πήγε να σβήσει και αυτή τη φωτογραφία αλλά την τελευταία στιγμή το μετάνιωσε. Είχε βγάλει το φλάς και είχε αφήσει το διάφραγμα στη νυχτερινή λήψη. Έδειχνε τον ουρανό και τα αστέρια να τρεμοπαίζουν. Αυτή τη φωτογραφία θα έβαζε στο σαλόνι της. Σε εκείνο το σπίτι που θα νοίκιαζε. Τώρα ήταν κουρασμένη. Κοιμήθηκε με το ένα της μάτι ανοικτό. Παραμονεύοντας μέσα στη νύχτα.