Ο Φίλιππος Γαλιάσος γεννήθηκε το 1972 στην Αθήνα και έχει αποφοιτήσει από το Ο.Π.Α. To βιβλίο «Δι

Σάββατο 20 Οκτωβρίου 2012

ΤΟ ΖΕΥΓΑΡΙ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΑΘΡΕΦΤΗ.



Περνούσε κάθε μέρα από εκεί. Ίδια ώρα, ίδιος δρόμος, ίδιο σπίτι. Ήταν στη διαδρομή του προς τη δουλειά. Εκείνος φιλούσε τη γυναίκα του και μετά αναχωρούσε. Έμπαινε στο αμάξι και του έπαιρνε ούτε λίγο, ούτε πολύ γύρω στη μισή ώρα για να φτάσει στο γραφείο. Στα μέσα της διαδρομής, τους συναντούσε.

Ήταν έξω από ένα ερείπιο - το μοναδικό του δρόμου - και λογομαχούσαν. Η γυναίκα χοντρή αλλά με έναν τρόπο δεμένο και ο άντρας ξερακιανός με έναν τρόπο που τα μάγουλα του ακουμπούσαν το ένα το άλλο από τη μέσα τους πλευρά. Με το που έπαιρνε τη στροφή τους συναντούσε πάντα στο ίδιο σημείο. Εκείνοι στέκονταν πάντα στην ίδια πόζα. Ο άντρας έτοιμος να ξεκινήσει τον βηματισμό του και η ογκώδης γυναίκα μπροστά του να προσπαθεί να του φράξει το δρόμο.

Η γυναίκα κάθε φορά χειρονομούσε έντονα και φώναζε κάτι ακατάληπτες λέξεις. Ο άντρας είχε γερμένο το κεφάλι, κοιτώντας τα παπούτσια του που δεν έβλεπαν την ώρα να κινήσουν κατά κει. Πάνε τρείς μήνες τώρα που κάθε μέρα αντίκριζε το ίδιο θέαμα. Την ίδια ώρα, στον ίδιο δρόμο, έξω από το ίδιο σπίτι. Αναρωτιόταν τι να του έλεγε. Τι προβλήματα να είχαν. Η γυναίκα φώναζε και έφτυνε όσο σάλιο δε χωρούσε στο στόμα της. Εκείνος είχε υπομονή ή απλά παραιτήθηκε, περίμενε να τελειώσει η κατσάδα πριν βάλει ένα τσιγάρο στο ρουφηγμένο του στόμα και κινήσει κατά κει.

Με το που τους προσπερνούσε δεν παρέλειπε να κοιτάξει μέσα στον καθρέπτη του αμαξιού του. Έκοβε ταχύτητα και κοίταζε με μανία. Προσπαθούσε να καταλάβει τι ήταν αυτό που τους χώριζε. Τι συνέβαινε και η επόμενη ημέρα τους έβρισκε ξανά μαζί. Μια γυναικεία θύελλα και μια αντρική ξεζουμισμένη ύπαρξη. Δεν είχε μπορέσει να φανταστεί το ποιός από τους δύο έφταιγε περισσότερο. Ο άνδρας ίσως χαρτόπαιζε. Ξεκινούσε το πρωί για το πρεφατσίδικο καφενείο και όλα καλά. Από την άλλη η γυναίκα ίσως ζητούσε πολλά. Ο άντρας αυτός μπορεί να πήγαινε στη δουλειά του όντας αναγκασμένος να ακούσει τις υπέρμετρες απαιτήσεις της γυναίκας του. Ίσως δεν ήταν καν ζευγάρι. Ίσως ήταν γείτονες σε μάχη. Ίσως πάλι αυτό το τόσο τεράστιο μίσος που έβγαζαν προς τα έξω να ήταν μια απλή διένεξη. Ίσως να του έλεγε να πάει να πάρει ψωμί από τον φούρνο και εκείνος βαρυγκωμούσε. Ίσως, ίσως, ίσως.

Το ακαταμάχητο δίδυμο είχε τη δική του ιστορία και εκείνος είχε φτάσει στο σημείο να στρίβει στη γωνία θέλοντας να τους δει ξανά σε μια απέλπιδη προσπάθεια να ξεδιαλύνει το μυστήριο. Θεωρούσε ότι αν έλυνε αυτόν το γρίφο μετά όλα θα ήταν πιο εύκολα. Θα καταλάβαινε κάτι παραπάνω από τη ζωή. Το αμάξι του όμως πάει καιρός τώρα που ήταν ακούνητο στον δρόμο και εκείνος κλεισμένος μέσα στο διαμέρισμα του. Οι καιροί ήταν δύσκολοι και η απόλυση του μεταφραζόταν σε μια μακρά καριέρα ανέργου. Δεν ξαναπέρασε ξανά από εκείνον το δρόμο. Δε τους ξαναείδε ποτέ του. Έμεινε με την απορία και με την εικόνα από τον καθρέπτη του αυτοκινήτου του. Ο άντρας να ξεμακραίνει με το τσιγάρο στο στόμα και η γυναίκα πίσω του να φωνάζει βιδωμένη στη θέση της. Κάποιες φορές ο άντρας είχε απομακρυνθεί αρκετές εκατοντάδες μέτρα από εκείνη και όμως αυτή εξακολουθούσε να του φωνάζει κάτι ακατάληπτες λέξεις.

Ό, τι πρόβλημα πάντως και να είχαν μεταξύ τους, όσο τρομερό ή μηδαμινό και να ήταν αυτό, ένα είναι σίγουρο. Αυτή η φαγωμάρα ήταν ταυτόχρονα η χειρότερη εξέλιξη και αυτό που τους έδενε. Ήταν εφιάλτης και όνειρο μαζί. Παρότι τόσο μίσος και παραίτηση υπήρχε ωστόσο αυτοί ήταν κάθε μέρα μαζί για μια νέα μάχη. Κάθε πρωινό τους έβρισκε αντίπαλους και κανένα πρωινό δε περνούσε χωρίς να βλέπει ο ένας τον άλλο. Ήταν σχεδόν ο απόλυτος έρωτας αυτός. Σα κάτι το απίστευτα ισχυρό να κρυβόταν από πίσω.

Και όσο αυτός μεγάλωνε τόσο πιο σίγουρος γινόταν ότι το ιδιόμορφο εκείνο ζευγάρι θα ήταν το τελευταίο που θα χανόταν από τη Γη. Τι και αν κάποιοι λέγανε ότι συμβιβάστηκαν; Φήμες, μόνο φήμες. Το ζευγάρι αυτό καλά κρατούσε.

Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2012

ΕΝΑΣ ΠΕΛΑΡΓΟΣ




Με νεύρα ως συνήθως ξεκίνησε για άλλο ένα πρωινό. Είχε αργήσει και πάλι. Είχε αργήσει για τον πρωινό του καφέ, για το ξύρισμα του και για να χτυπήσει την κάρτα του στη εταιρία. Είχε αργήσει γενικώς. Τίποτα στη ζωή του δεν είχε το σωστό χρόνο και το σωστό τόπο.
Βγήκε έξω με έναν ήλιο χαμογελαστό, όλα ήταν στη σωστή τους θέση και το μετρό όπως πάντα στην ώρα του. 8:30 ακριβώς. Θα έπρεπε να είχε προλάβει το δρομολόγιο των 8:10. Πάντα θυσίαζε 20 λεπτά στο βωμό του ύπνου. Στο βωμό των ονείρων και του χουζουρέματος. Το βαγόνι βρώμαγε, πολύ άρωμα και πολύ ζητιανιά. Όλος ο κόσμος σα μια γροθιά μέσα στο τρένο, πήγαιναν και ερχόντουσαν. Μια διαρκής ανταλλαγή ανθρώπων από γειτονιά σε γειτονιά. Κάποιοι είχαν όρεξη για κουβέντα. Αυτός όχι. Έπρεπε να πάει στη δουλειά του. Δεν είχε την πολυτέλεια της ψιλής κουβέντας. Είχε αργήσει άλλη μια φορά, για άλλη μια μέρα. Όλες οι προσπάθειες για κουβέντα μαζί του έπεφταν με ένα γδούπο στο τατάμι της αντικοινωνικότητας του ή όπως αλλιώς μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς αυτό που ένιωθε. Προτιμούσε να δίνει χρόνο στα όνειρα που το πρωι δεν έλεγαν να τελειώσουν. Τα όνειρα κουβαλούσαν μαζί τους γεύσεις, αρώματα, εικόνες και ήχους. Κυρίως ήχους. Πρίμα και μπάσα. Πλήκτρα και χορδές. Φωνές και ψιθύρους. Σχεδόν κάθε βράδυ ένας ήχος του έκανε παρέα. Ενας ήχος από τον Έβρο. Ένα ράμφος να ανοιγοκλείνει με πρίμο πάταγο.  
Όταν πήγαινε στη δουλειά κουβαλούσε πάντα μέσα στο μυαλό του αυτό το όνειρο. Χτύπησε την κάρτα του και μπήκε με τη καινούργια του γραβάτα στο τμήμα. Υπερήφανος για τη γραβάτα του ήταν. Με τις εκπτώσεις την είχε αγοράσει. Πραγματικά την αγόρασε κοψοχρονιά. Τόσο υπέροχη γραβάτα όμως! Την φορούσε και ήταν σα να τους την έφερε. Τους έπιασε στον ύπνο. Πέταξε ένα μασιμένο καλημέρα την ώρα που ακουμπούσε το χαρτοφύλακα του στο γραφείο και να που άλλη μια μέρα ξεκίνησε. Η δουλειά του δεν είχε και πολλά πολλά με τον κόσμο. Αρχειοθέτηση εγγράφων. Οι συνάδελφοι του κοίταζαν το ραφάκι πάνω στο γραφείο του, την ώρα που άφηναν τα έγγραφα τους και ποτέ αυτόν. Και ο ίδιος όμως προτιμούσε αυτή τη μέθοδο. Δέν ήθελε να έρχεται σε θέση κουβέντας με τους ανθρώπους. Οι κουβέντες ήταν χασομέρι. Οι άνθρωποι το ίδιο. Είχε σκεφτεί αυτή τη μέθοδο με τα ραφάκια έτσι ώστε να μη χρειάζονται και πολλά πολλά με τους συναδέλφους του. Τους είχε κολλήσει και ταμπελάκια που κοίταζαν από την έξω πλευρά του γραφείου του και ο καθένας μπορούσε να δει που να αφήσει και από πού να πάρει το κάθε τι. Ήθελε να κάνει απλά και ωραία την εργασία του και μετά να επιστρέφει στο σπίτι. Ο χαρτοφύλακας του ήταν όλος του ο κόσμος. Η ζωή του ήταν επικεντρωμένη γύρω από αυτόν το χαρτοφύλακα ο οποίος περιείχε ένα σάντουιτς, μια τσατσάρα και ένα φυλαχτό με τον Αι Γιώργη και το καταραμένο φίδι. Όλα ήταν πάντα στη θέση τους εκτός από το σάντουιτς το οποίο εξαφανιζόταν το μεσημεράκι από ένα βαριεστημένο μασούλημα για να ξαναεμφανιστεί με νέο περιεχόμενο το βράδυ. Πότε ήταν με ζαμπόν και κασέρι και πότε με πίκλες και λαχανικά. Εξαρτόταν από τη διάθεση του ίδιου και του ψυγείου του. Πως αισθανόταν όμως όταν κρατούσε αυτό το χαρτοφύλακα περπατόντας στο δρόμο! Μέσα στο μετρό, ανεβαίνοντας τις κυλιόμενες σκάλες. Ήταν ο σημαντικότερος άνθρωπος του κόσμου. Πραγματικά απαραίτητος. Αύτος ίσως ήταν και ο λόγος που δε μιλούσε πολύ. Σα να προσπαθούσε να διαφυλάξει αυτό το πολύτιμο του εαυτού του από τους υπόλοιπους. Δεν ήταν σα τους άλλους και δεν ήθελε να γίνει. Ήταν απλά αυτός, ο χαρτοφύλακας και όλες αυτές οι μετακινήσεις από και προς το γραφείο. Πάνε είκοσι χρόνια τωρα και αμέτρητες μετακινήσεις. Διακοπές δεν πήγαινε ποτέ. Χάσιμο χρόνου και αυτές. Δεν ήθελε να περνάει μερα που να μη κουβαλήσει τον χαρτοφύλακα του και τα Σαββατοκύριακα ήταν ένας εφιάλτης. Και τα απογεύματα το ίδιο. Έπρεπε να μείνει στο σπίτι του περιμένοντας το πρωινό να φανεί. Τα απογεύματα ήταν ένα εμπόδιο στη κανονική του ζωή. Ήταν η συνείδηση της απουσίας φίλων. Ήταν ένα ρολόι που μετρά και γδέρνει πάνω του κάθε αλλαγή λεπτού. Ήταν οι σκέψεις που ερχόντουσαν και σκοπός δεν υπήρχε. Ήταν μια κατηφόρα με μάτια ορθάνοιχτα να κοιτάζουν τον ορίζοντα που πλησιάζει με ταχύτητα.
Τα απογεύματα άνοιγε την πόρτα του σπιτιού του και ακουμπούσε τον χαρτοφύλακα στο γραφειάκι στο σαλόνι του. Η πρώτη δουλειά που έκανε ήταν να φτιάξει το σάντουιτς της επόμενης ημέρας. Μετά καθόταν στον καναπέ και κοίταζε όλους τους δίσκους του. Από τους Rolling Stones στους Stooges και από τον Σιδηρόπουλο στους Τερμίτες. Μια μεγάλη δισκοθήκη επιλεγμένη με φροντίδα, ταξινομημένη με ευλάβεια και συντηρημένη με μεράκι. Επέλεγε ένα δίσκο, τον έβγαζε από το εξώφυλλο και μύριζε το χαρτόνι. Η μύτη του πλημύριζε από αρώματα και μνήμες. Η πρώτη μέρα που ακούμπησε τον κάθε δίσκο στο πικ-απ. Διάβαζε το οπισθόφυλλο και το εσώφυλλο και μετά έβαζε το βυνήλιο στη θέση του. Μετά κοίταζε το ρολόι και έκοβε μια σαλάτα για το βραδινό του. Μασούσε τις πρασινάδες μπόλικη ώρα. Πρόσεχε τη διατροφή του περισσότερο γιατί του έλειπε η όρεξη.
Όταν βάραινε το σκοτάδι, λίγο πριν τον ύπνο του, έβγαζε από τον χαρτοφύλακα του το εικόνισμα. Ακουμπούσε τον Αι Γιώργη πάνω σε μια σελίδα κίτρινο χαρτί που μόνιμα υπήρχε πάνω στο τραπεζάκι. Το χαρτί είχε ημερομηνία 13/4/1992. Πάνε είκοσι ολόκληρα χρόνια που το χαρτί δεν άλλαξε θέση. Καθόταν και κιτρίνιζε κάθε μέρα που περνούσε. Η νύχτα έπεφτε και βάραινε. Τα αστέρια ανάσαιναν και όλος ο σκούρος μπλε ουρανός γινόταν η ερωμένη που ποτέ δεν είχε και κάθε ημέρα ονειρευόταν. Μπορούσε τότε να θυμηθεί και μπορούσε να σκεφτεί. Δεν είχε ούτε οργή αλλά ούτε και πόνο. Οι αναμνήσεις αιωρούνταν σαν αερικά και ομόρφαιναν τα βράδια του. Έπιανε το χαρτί στο χέρι του και το κοιτούσε για ώρα. Βούλιαζε στον καναπέ του και βούλιαζε στις αναμνήσεις. Ένα ακοόγραμμα. Μια τελευταία εξέταση από μια σειρά. Τότε που είχε κάθε μέρα που μπαινόβγαινε στα ιατρεία με ένα άγχος να μη χάσει ότι τελικά έχει χαθεί. Έβλεπε τη βελόνα στο πικάπ να χορεύει και ένοιωθε κάθε νότα της βελόνας. Είχε βάλει Eyeless In Gaza, Cure και Pink Floyd.
Άφηνε το ακοόγραμμα στη θέση του και σηκωνόταν να αλλάξει πλευρά στον δίσκο. Ακουμπούσε τη βελόνα με προσοχή στην περιφέρεια του βινυλίου και βούλιαζε ξανά στην πολυθρόνα του. Χωνόταν μέσα της και βυθιζόταν ξανά στις μνήμες. Βυθιζόταν σε μια σιωπή που τον είχε τυλίξει ολόκληρο.
Έκανε τσουλήθρα στον χρόνο και προσγειωνόταν σε εκείνο το απόγευμα. Σε εκείνο το απόγευμα στον Έβρο που άνοιξε τον φάκελο και διάβασε τα αποτελέσματα των ιατρικών εξετάσεων. Είχε βγεί έξω στην βεράντα του στο Διδυμότειχο και κοίταζε για ώρα την φωλιά ενός πελαργού. Τον έβλεπε να ραμφίζει με μανία τη φωλιά του. Να τοποθετεί τα ξυλαράκια στη θέση τους. Τα φτερά του να χλαπακίζουν τον αέρα σε μια δοκιμαστική πτήση. Άκουγε το ράμφος του να ανοιγοκλείνει με πάταγο, και σιγά σιγά ο ήχος χανόταν.  Μόνο οι εικόνες έμεναν και το μυαλό του έδενε τους ήχους πάνω τους. Ήταν ο τελευταίος ήχος που άκουσε ποτέ. Ήρθε η σιωπή απρόσκλητη. Ήρθε ο υποβιβασμός του στην εταιρία, η εγκατάληψη από την καλή του και τα χοροπηδητά της βελόνας από μια μουσική που δε ξανάκουσε ποτέ ξανά. Ό Έβρος έμεινε μόνο, ο ήχος του ντούρου χαρτιού ενός φακέλου που ξεσκίστηκε μανιασμένα και αυτό το κροτάλισμα του πελαργίσιου ράμφους που σιγά σιγά χανόταν. Αυτός ο πελαργός ερχόταν κάθε βράδυ στον ύπνο του. Χτυπούσε το ράμφος του και μετά χανόταν στον ατελείωτο ορίζοντα της πεδιάδας του Έβρου.

Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2012

ΣΑΒΒΑ ΤΟ ΚΥΡΙΑΚΟ

Ξέρω, ξέρω!
Ένα φρέσκο Σαββατοκύριακο μόλις ορθώνεται μπροστά μας. Ιδού!
Και τι αν η καθημερινότητα μας έχει αλλάξει; Τα Σαββατοκύριακα μας ακόμη καλά κρατούν. Είναι σα τις ανάσες που περιμένουμε όταν τα ρουφηγμένα Παρασκευιάτικα πνευμόνια μας έχουν ξεμείνει. Εγώ προσωπικά λατρεύω τα Σαββατοκύριακα και ας μη κάνω τίποτα το συγκλονιστικό κινούμενος εντός τους. Λατρεύω τα Σαββατοκύριακα γιατί είναι κάτι σαν πρόβα τζενεράλε του τέλους του εφιάλτη.
Λατρεύω τα Σαββατοκύριακα γιατί ξέρω ότι η Δευτέρα θα σημάνει το εφιαλτικό τους τέλος.
Μα όχι φυσικά! Βεβαίως και όχι!
Δε μιλάω για το γεγονός της εργασίας, ούτε για το γεγονός της ανάγκης της επιβίωσης. Δε μιλάω για το ότι πολλοί από εμάς αναγκαζόμαστε να κάνουμε μια δουλειά που δε γουστάρουμε καθόλου μα καθόλου. Αυτό δεν είναι πρόβλημα. Το συνηθίζει κανείς σχετικά εύκολα. Δε μιλάω για το ότι πάμε κάπου να στοχεύσουμε ενόσω οι στόχοι οι ίδιοι συνεχώς κινούνται. Πόσο μάλλον αυτή την εποχή που οι τύψεις λιγοστεύουν, οι στάσεις σκληραίνουν, οι συνειδήσεις μαλακώνουν και ο καθένας από εμάς ψάχνει να βρει μονοπάτια δύσβατα που ποτέ πριν δεν είχε κατά νου.
Δε μιλάω γι' αυτό.
Μακάρι να μιλούσα για κάτι τέτοιο. Να μιλούσα για το ότι η καθημερινότητα είναι απλά αυτό που συμβαίνει πριν και μετά τα Σαββατοκύριακα και αυτό λόγο βαρεμάρας.
Μακάρι… αλλά δε μιλάω γι’ αυτό.
Αυτό που τελικά θέλω να πω και δε λέω, είναι ότι η καθημερινότητα πλέον είναι ιδιαίτερα σκληρή με αυτούς που επιμένουν να κινούνται όρθιοι και αγέρωχοι μέσα της. Αυτοί – οι έστω και λίγοι – που έχουν μείνει να βλέπουν τα χρώματα να ξεθωριάζουν σιγά σιγά, τις ελπίδες να ξεμακραίνουν και παρόλα αυτά εξακολουθούν να παλεύουν όπως κάποτε. Σα ταύροι μέσα στην αρένα. Κάποιοι ίσως το πουν απλή αθωότητα, κάποιοι άλλοι βαριά χαζομάρα.
Όπως και να χαρακτηριστεί αυτό, δεν υπάρχει τίποτε πιο θλιβερό από το θέαμα εκείνων των παντοδύναμων ταύρων που προσπαθούν αιμόφυρτοι και σείοντας τη γη να σωθούν. Δεν υπάρχει πιο θλιβερό θέαμα από αυτό γιατί ο καθένας μπορεί να δει ότι δεν θέλουν να ξεφύγουν αλλά επιμένουν να πολεμούν.  Εμμένουν να παλεύουν όπως πλέον λίγοι προσπαθούν πριν και μετά τα Σαββατοκύριακα τους. Και παρότι παντοδύναμοι τελικά πέφτουν μετά την τελευταία τους πνοή στο σα πούδρα χώμα της αρένας από το χέρι ενός μόλις πενήντα κιλά ταυρομάχου ο οποίος χρησιμοποίησε ανορθόδοξο τρόπο μάχης.
Τι έλεγα όμως;
Για τα Σαββατοκύριακα έλεγα όμως! Και παρότι και μένα του ίδιου μου φαίνεται ότι ξέφυγα από το θέμα, ωστόσο δυστυχώς ξέρω ότι δε ξέφυγα.
Όπως  ένα μόλις Σαββατοκύριακο δεν είναι ικανό να ξεφύγει από τη μάχη της καθημερινότητας που εδώ και καιρό έχει ξεκινήσει. Τη μάχη ενάντια στις σαθρές συνειδήσεις, στις ύπουλες κινήσεις και στις ανορθόδοξες τακτικές.
Τι άλλο;
Μα τι άλλο παρά μόνο να έχουμε ένα όμορφο Σαββατοκύριακο!

Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2012

Η ΠΕΤΡΑ





Πόσα τζάμια έχω σπάσει. Πόσα κεφάλια έχω ανοίξει.
Δεν έχω ίχνος ευαισθησίας και όμως είμαι γένους θηλυκού.
Είχα και τις καλές μου στιγμές, δεν παραπονιέμαι.
Έχω γίνει εργαλείο, έχω γίνει άγαλμα, έχω γίνει σπίτι.
Έχω ρίξει κάτω γίγαντες κακούς.
Τι τα θες όμως...
Τώρα κάθομαι σε μια γούβα στην άκρη του δρόμου, ανάμεσα σε γόπες και βροχόνερα.
Η μοναδική μου ασχολία είναι να σπάω βιτρίνες και κεφάλια.
Που και που.
Τον υπόλοιπο καιρό σκονίζομαι και κουτρουβαλώ.
Που και που την αράζω κάτω από κανένα δέντρο.
Και φτου και από την αρχή.

Άραγε αυτό να είναι το τίμημα της αθανασίας μου;
Ένα σχεδόν άφθαρτο υλικό σε ένα κόσμο που πετάει τα πάντα μετά μανίας.
Τα σκουπίδια, τις ηλεκτρικές συσκευές, τους συντρόφους, τα πιστεύω, τις ορέξεις.
Πετάει και αυτά τα σαλιωμένα αποτσίγαρα δίπλα μου.
Σκατά. Παίζω τον πιο ανούσιο ρόλο στο παλκοσένικο του θιάσου της φύσης.

Χάθηκε να είμαι μαργαρίτα να με ρουφάνε γλυκές μελισσούλες;
Σύννεφο να ταξιδεύω;
Πεύκο να την αράζουν ερωτευμένοι ξαναμμένοι έφηβοι;

Θέλω να γίνω σκόνη.
Να εξαφανιστώ.
Να σκορπίσω στους πέντε ανέμους.
Χέρι να μη μπορέσει να με σηκώσει ξανά,
παπούτσι να με κλωτσήσει.

Σκόνη σαν πούδρα και να ταξιδεύω με τη διάθεση του αέρα.

Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2012

ΚΡΑΤΑ ΤΑ ΜΟΝΟ ΖΕΣΤΑ.

Και αν είναι νύχτα;
Τι;
Και σαν έρθει η μέρα;
Τι θα συμβεί;
Δε θέλει κανείς τις μαντεψιές πάνω σε αυτά τα ζητήματα.
Μόνο το πράγμα να τσουλάει.
Κάπως.
Το ένα να φέρνει το άλλο,
το άλλο να φέρνει και άλλο,
έως ότου το τελευταίο άλλο να πέσει για ύπνο.
Να το σκεπάσεις για να μη κρυώσει.
Και πιάσει πυρετό.
Και ο πυρετός να φέρει παραμιλητό και συ να κάθεσαι από πάνω να ακούς.
Και αν είναι νύχτα;
Τι;
Και σαν έρθει η μέρα;
Τι θα συμβεί;
Το άλλο όλη την ώρα θα μιλάει με αναψοκοκινισμένα μάτια πυρετού.
Και συ δε θα ξέρεις.
Δεν θα απαντάς.
Γι'αυτό σου λέω.
Το ένα θα φέρει το άλλο και το άλλο και το άλλο.
Και το μόνο που πρέπει να κάνεις είναι να τα κρατάς όλα ζεστά.
Κουκούλωνε μόνο καλά τα μικρά σου άλλα.
Και άσε τα μεγαλεπίβολα πλάνα.
Τα άλλα είναι που θα κάνουν τη μέρα να ξημερώσει.
Πολλές φορές κάνουν και τη νύχτα να πέσει.
Κράτα τα μόνο ζεστα μη τύχει και κάποιο από αυτά πουντιάσει.
Γιατί τότε τα πράγματα θα είναι πραγματικά δύσκολα.

Πέμπτη 12 Ιουλίου 2012

ΡΑΝΤΕΒΟΥ


Σκέφτηκε τα χείλια της και εκείνη τα δάκτυλα του.
Χάζεψαν για λίγο τους τοίχους και μετά ξάπλωσαν αργά.
Ένιωσε την ανάσα του στο λαιμό της και εκείνος το στήθος της πάνω του.
Ήταν αρκετά ρομαντική σκηνή.
Θα συνέχιζαν με αυτά και με αυτά για κάμποση ώρα.
Τι όμορφα που περνάει η ώρα έτσι;
Σα να μη περνάει είναι.
Τώρα όμως έπρεπε να σηκωθούν και να ντυθούν.
Να βγουν έξω για να πάνε στο ραντεβού τους.
9:30 το βράδυ έξω από το μικρό καφενεδάκι.
Είχαν πολλά χρόνια να βρεθούν.
Και στο μεσοδιάστημα σκεφτόντουσαν κάτι τέτοιες σκηνές.