Ο Φίλιππος Γαλιάσος γεννήθηκε το 1972 στην Αθήνα και έχει αποφοιτήσει από το Ο.Π.Α. To βιβλίο «Δι

Παρασκευή 23 Μαΐου 2014

Let's Lynch The Landlord (Dead Kennedys)

Λιντσάρισαν κάθε μαγαζί της έρημης πόλης. Μπήκαν σε αντιπροσωπείες αυτοκινήτων και σούπερ μάρκετ, έκλεψαν ρούχα, παπούτσια και χρυσαφικά. Πήραν τα πιο πολύτιμα, τα πήραν όλα, όσα άντεχαν τα αμάξια τους να φορτώσουν. Η πόλη είχε ερημώσει από το θανατικό εδώ και κάμποσους μήνες. Μια πανώλη εξελιγμένη. Τους πήρε όλους στο στομάχι της μέσα σε μόλις μια εβδομάδα. Κανείς δε πρόλαβε να κλάψει για άλλον. Όλοι χάθηκαν σχεδόν μονομιάς. Μια πόλη μακρινή και μακριά από άλλες πόλεις. Το είχαν πει στις ειδήσεις και ο κόσμος φοβόταν να πλησιάσει εκεί μη τύχει και κολλήσει το χτικιό. Οι χαμένοι όμως είχαν από καιρό πάψει να φοβούνται. Κάθε θάνατος τους έδινε ελπίδα, κάθε πρόβλημα ήταν μια ευκαιρία. Οι χαμένοι των γύρω πόλεων δεν είχαν και τίποτα να χάσουν. Η ζωή τους ήταν ισοπεδωμένη, σχεδόν σα να μη ζούσαν ήταν. Σα φαντάσματα περιφερόντουσαν και τα μάτια τους γυρνούσαν με την τρέλα σφηνωμένη μέσα τους.
Εκείνη τη μέρα αποφάσισαν να ορμίσουν στην πόλη. Να αρπάξουν ότι μπορούν και να φύγουν μακριά. Να αρπάξουν όλα αυτά που γνώριζαν πως είχαν αξία. Να γίνουν πλούσιοι ξαφνικά. Να γίνουν με τον ίδιο σχεδόν τρόπο που οι πλούσιοι γίνονται σε όλες τις εποχές και σε όλα τα μέρη. Ξαφνικά και μπαγάσικα. Έκλεψαν όλες τις κονσέρβες και τα ακριβότερα αμάξια. Έκλεψαν την τελευταία σειρά ρούχων ιταλικών οίκων και ένας τους πήρε ένα βυτίο γεμάτο με βενζίνη. Οι γυναίκες γέμισαν τα δάκτυλα τους με μονόπετρα και οι άντρες βούτηξαν από δέκα τηλεοράσεις ο καθένας. Τα παιδιά πήραν τα καλύτερα κινητά και από πέντε play station. Όλοι έγιναν ότι έβλεπαν να περνάει από μπροστά τους δίχως να τους ρίξει κέρμα στα καπέλα. Ένιωσαν άνθρωποι, καλοί, πολιτισμένοι, έτοιμοι για την ζωή.
Η ιδιόμορφη αυτή πομπή ξέσχισε όλη την ήπειρο. Δε στεκόταν σε καμιά πόλη. Ένοιωθαν πως τα καλύτερα βρισκόντουσαν μπροστά τους. Το νερό τους τελείωνε όμως και η βενζίνη το ίδιο. Οι κονσέρβες έληγαν πριν φαγωθούν και οι τηλεοράσεις ζητούσαν ρεύμα για να παίξουν. Έπρεπε να πάρουν κάποια απόφαση. Να βρουν ένα μέρος για να ξαποστάσουν. Να ρευστοποιήσουν τα τιμαλφή τους και να κάνουν επιτέλους τη ζωή τους. Η απόφαση λήφθηκε υποχρεωτικά στην πρώτη πόλη που βρήκαν μπροστά τους. Οι κάτοικοι τους υποδέχτηκαν με τον καλύτερο τρόπο. Τους κέρασαν ντόπια εδέσματα και του φιλοξένησαν στα σπίτια τους. Αφού χόρτασαν φιλοξενία, αποφάσισαν πως είναι η στιγμή για να νιώσουν σημαντικοί για την πόλη. Άρχισαν να πουλάνε τα κοσμήματα αλλά αγοραστής δε βρισκόταν. Τα παιδιά ήθελαν να ανταλλάξουν τα κινητά τους με κάτι άλλο αλλά τίποτε άλλο δεν υπήρχε πέρα από βόλους. Οι άντρες έδιναν τις τηλεοράσεις τους για λίγο ρεύμα και ορισμένοι άλλαζαν πονηρά την ημερομηνία λήξης στις κονσέρβες ζητώντας φρούτα ως αντάλλαγμα. Εκείνη η πόλη ήταν φτωχή. Δεν ήξερε από μεγαλεία αλλά είχε όλα όσα μπορούσε άνθρωπος να θελήσει ποτέ. Λυγερόκορμες κοπέλες και παλικάρια που δάγκωναν το ατσάλι. Νερό από το ποτάμι και λαχανικά που φύτρωναν παντού δίχως κόπο. Η γη εκεί ήταν έφορη και η ελπίδα αιωρούνταν πάνω της .Υπήρχαν μόνο γεωργοί, ερωτευμένοι, και φουρνάρηδες.  Κανένας τους δε γνώριζε για χρυσό, πετρέλαιο και ακριβά αμάξια.  Με λίγα λόγια η μεταφερόμενη περιουσία του καραβανιού δεν έπιανε μια σε εκείνη την πόλη.

Έκατσαν κάτω και το συζήτησαν για ώρα πολύ. Να φύγουν ή να μείνουν; Τα τρόφιμα ήταν λιγοστά και η επόμενη πόλη άγνωστο το που θα βρισκόταν. Ακόμα και αν πήγαιναν στην άλλη πόλη τότε ίσως και εκεί να είχε χτυπήσει το χτικιό ή ίσως να ήταν ακριβώς η ίδια με τούτη. Μερικοί διέκοψαν την συνέλευση λέγοντας πως πίστευαν ότι η επόμενη πόλη θα ήταν πολιτισμένη και θα μπορούσαν να ανταλλάξουν εύκολα τα υπάρχοντα τους. Ξαφνικά, η κουβέντα έγινε τσακωμός και ο τσακωμός πολλές μικρές μικρές ομάδες μέσα του. Το καραβάνι έγινε φύλλο και φτερό. Γυναίκες χώρισαν τους άντρες τους και άντρες παράτησαν τα παιδιά τους. Παππούδες έριξαν χαστούκια και όλη η ατμόσφαιρα όσο πήγαινε και θέριευε τη μανία. Στο τέλος χώρισαν. Άλλοι έφυγαν και άλλοι έμειναν. Ο εξωτερικός κίνδυνος πάντα κρατούσε μονοιασμένους τους ανθρώπους. Όταν όλα έδειχναν πως υπήρχε προοπτική τότε αυτή ήταν διαφορετική για τον καθένα. 
Η ιστορία επαναλαμβανόταν ξανά και ξανά και ξανά. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: