Ο Φίλιππος Γαλιάσος γεννήθηκε το 1972 στην Αθήνα και έχει αποφοιτήσει από το Ο.Π.Α. To βιβλίο «Δι

Σάββατο 15 Φεβρουαρίου 2014

ΣΕ ΚΟΙΤΩ ΝΑ ΚΟΙΤΑΣ

Aν και τις περισσότερες φορές είναι χρήσιμο να κοιτάς έναν άνθρωπο και να προσπαθείς να καταλάβεις τι σόι πράμα είναι, ωστόσο από μόνη της αυτή η κίνηση δε θα πει όλη την ιστορία. Η ιστορία μιας μαντεψιάς ολοκληρώνεται κοιτάζοντας τους άλλους το πώς τον κοιτάνε. Μοιάζει μπερδεμένο αλλά δεν είναι. Το συνειδητοποίησα μια μέρα στο μετρό. Το συνειδητοποίησα κοιτάζοντας τον κόσμο να κοιτάζει άλλο κόσμο. Πέρασαν δύο ζητιάνοι, τρείς όμορφες γυναίκες, δέκα γυναίκες που νόμιζαν πως είναι όμορφες, πέντε άντρες λίγο πριν την επιτυχία και άλλοι είκοσι εντελώς κατεστραμμένοι. Όλοι τους είχαν από μια ιστορία να πουν και πιστεύω πως αν μου δινόταν η ευκαιρία να την ακούσω θα ήταν και ενδιαφέρουσα. 

Παρατηρούσα τον κόσμο να παρατηρεί. Δε κοίταξα ούτε για μια στιγμή τους «πρωταγωνιστές», με εξαίρεση μια ομορφούλα που δε μου άφησε και πολλά περιθώρια. Εκεί πέρα υπήρχαν λογιών, λογιών αντιδράσεις. Έβλεπα τη σκέψη του καθενός μέσα από τον τρόπο που κοιτούσε τον ζητιάνο για παράδειγμα. Άλλοι κοιτούσαν βλέποντας απόγνωση, άλλοι κοιτούσαν βλέποντας κοροϊδία. Μια ψεύτικη ταυτότητα και πιστοποιητικά νοσοκομείου για άμεσο χειρουργείο. Ορισμένοι έβλεπαν τον πόνο μέσα στη ζωή του άλλου και άλλοι έβλεπαν ένα τσαρλατάνο που πάει να σουφρώσει. Κάποιοι έκαναν στην άκρη μη τύχει και τους ακουμπήσει στο πέρασμα του ο αλήστου οσμής ζητιάνος. Κάποιοι αδιαφορούσαν, έχοντας συνηθίσει και κάποιοι έπαιζαν απορροφημένα με το κινητό τους. 

Στην ουσία κανένας άνθρωπος δε θέλει να παίξει με τη φωτιά. Όλοι θέλουμε μια βολική ευτυχία. Σε αυτή την προσπάθεια προσπαθούμε να αποκωδικοποιήσουμε τους άλλους. Εκείνους που δε γνωρίζουμε και εκείνους που γνωρίζουμε. Είμαστε εθισμένοι να σκεφτόμαστε το πόσο αληθινός ή ψεύτης είναι κάποιος. Πόσο δήθεν ή σκοτεινός είναι πίσω από το κέλυφος. Είναι στιγμές που σκέφτομαι πως είμαι ο μόνος που παίζω αυτό το παιχνίδι. Το παιχνίδι της μαντεψιάς. Αμέσως όμως έρχεται η συνειδητοποίηση που προσφέρει μια βόλτα στο μετρό σα και την σημερινή. Το κάνουν σχεδόν όλοι. Εξαιρούνται όσοι έχουν βουλιάξει για τα καλά στις δικές τους σκέψεις. Αρκετοί είναι και αυτοί. Όλοι οι υπόλοιποι προσπαθούν να τα φέρουν βόλτα με το άβολο της μεταφοράς τους μαζί με αγνώστους. Δεν ξέρω και δε θα καταλάβω ποτέ αν ψάχνουμε ένα λάθος ή μια ευκαιρία. Αν θέλουμε εκ προοιμίου να εξάγουμε καταδικαστικές αποφάσεις ή να το δούμε πιο σφαιρικά δίνοντας θετικές ψήφους και ελαφρυντικά. Αυτό που έχει σημασία είναι πως κατάλαβα πως ο καθένας από εμάς είναι αυτό που είναι και αυτό που οι άλλοι βλέπουν πάνω του. 

Παρατηρούσα για δύο στάσεις εκείνον τον πενηντάρη με τον προσεγμένο ρουχισμό και το βλέμμα της επιτυχίας στη ματιά του. Δε χρειαζόταν να κοιτάξω και την νοστιμούλα τριαντάρα που εκείνος κοιτούσε έντονα. Μέσα από τα μάτια του είδα το πώς εκείνη μπορεί να μοιάζει. Προκλητική ίσως, αφήνοντας υπονοούμενα ίσως, όμορφη ίσως, ερωτεύσιμη ίσως, περιμένοντας τον ίσως. Μέσα από αυτόν έμαθα για τον καημό ενός ερωτικού ξεσπάσματος και για μια όμορφη κυρία. Η κυρία ήταν πραγματικά όμορφη και ο ζητιάνος που πέρασε - πριν και εγώ τελικά γυρίσω να την κοιτάξω - ήταν πραγματικά βρώμικος. Είδα την επιτυχία στα μάτια του να στρέφει αηδιασμένη το βλέμμα της αλλού. Είδα πως δε λογάριαζε αν ο ζητιάνος κορόιδευε εκείνη την ώρα ή αν είχε πραγματική ανάγκη. Εκείνο που τον ενδιέφερε ήταν να κάνει το παιχνίδι του με την όμορφη κυρία. Άπλωσα τη ματιά μου τριγύρω και είδα συμπόνια για την ανάγκη θεραπείας της πάθησης του, είδα συνοφρυωμένους να τον καρφώνουν έχοντας τελεσιδικίσει. Είδα εκείνους που ήθελαν να γίνουν καλοί, θάβοντας τις τύψεις τους και εκείνους που δε τους καιγόταν καρφάκι. Η ανθρώπινη ιστορία σε ένα και μόλις βαγόνι!
Κατέβηκα στη στάση μου. Μια ολόκληρη κοινότητα με σμάρια ανθρώπων. Ο καθένας με τη δική του ιστορία. Ο καθένας με μικρές διαφοροποιήσεις από τις ιστορίες των άλλων. Σκέφτηκα πως το να γνωρίζεις του ποιοι είναι φίλοι σου σε φέρνει ένα βήμα πιο κοντά σου. Σκέφτηκα πως για μερικούς ανθρώπους δε χρειάζεται να κοιτάξω τριγύρω για να καταλάβω του ποιοι είναι. Σκέφτηκα το ότι έχασα τόσο χρόνο παρατηρώντας και δεν αφέθηκα να ξερογλείφομαι κοιτώντας πιτσιρίκες να τρεμοπαίζουν πάνω στις φαντασιώσεις μου. Σκέφτηκα πως είχε περάσει ακριβώς μια ώρα και μισή με το ίδιο εισιτήριο στο χέρι μου και καλό θα ήταν να βιαστώ για να αφήσω το μετρό και τους ελεγκτές του. 

Ανεβαίνοντας τις σκάλες είδα τον ουρανό. Ήταν όμορφη ημέρα. Έφερα το κεφάλι μου κάθετα, αφήνοντας εκτός οπτικού μου πεδίου το καθετί. Ο ουρανός έμοιαζε να με ρουφά και οι κυλιόμενες σκάλες τον βοηθούσαν.

Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου 2014

ΕΝΑ ΤΖΙΝΙ ΜΕ ΤΗ ΡΙΓΑΝΗ

Είχα πάρει πατατάκια με ρίγανη και μια μπύρα. Πήγα και κάθησα στην πλατεία και άνοιξα λαίμαργα τα πατατάκια. Πάντα μου άρεσαν με ρίγανη μαζί. Έφερα το σακουλάκι μπροστά μου και του έχωσα ένα φούσκο όπως τότε που μικρός ήθελα να ακούω το μπαμ πριν πέσω με τα μούτρα μέσα του. Εφηβικό ταπεραμέντο. Το οτιδήποτε κάνει ο έφηβος πρέπει να έχει και λίγο από ενόχληση και ταρακούνημα των γύρω του. Μέχρι στιγμής στην εξελικτική διαδικασία δεν έφτασαν οι έφηβοι όλου του κόσμου για να φέρουν τα πάνω κάτω. Μεγάλωσαν βλέπεις και αυτοί! Μέσα από τη σακούλα ξεπήδησαν αρώματα ρίγανης ανακατεμένα με ψίχουλα. Βούτηξα το χέρι μου να πιάσω το πρώτο πατατάκι και το μόνο που βρήκα ήταν τα αυτιά από ένα τζίνι.
"Θεε μου! Είσαι στα αλήθεια τζίνι;" ρώτησα το περίεργο πλάσμα που κρατούσα από τα αυτιά σα κουνέλι.
Εκείνο τίναξε το παλτό του από τα ψίχουλα και φανερά εκνευρισμένο μου απάντησε:
"Δεν είναι και πολύ ευγενικό να με κρατάς από τα αυτιά. Δε μπορώ ούτε καν να ακούσω τις ευχές σου!"
Το άφησα στο παγκάκι στο πλάι μου και το κοιτούσα. Το κοίταξα και μετά τσιμπήθηκα πριν το ξανακοιτάξω.
"Είσαι στα αλήθεια ένα τζίνι!" ήταν το πιο έξυπνο σχόλιο που βρήκα να πω.
"Μα και βέβαια είμαι ένα τζίνι!" μου είπε εκείνο.
"Τι δουλειά έχει ένα τζίνι λοιπόν στα πατατάκια μου;" του αντιγύρισα.
"Δύσκολοι καιροί για λυχνάρια. Η τιμή του σιδήρου και του χαλκού ανεβαίνει και οι δουλειές λιγοστεύουν. Όλα μας τα σπίτια πάνε για ανακύκλωση από τους γύφτους. Τι τα γυρεύεις... Πές μου τώρα τις δύο σου ευχές για να τελειώνουμε και να ελευθερωθώ και εγώ. Μπούχτισα ρίγανη τόσο καιρό!"
Κοίταξα ενστικτωδώς το πακέτο, μην είχε λήξει, αλλά μετά σκέφτηκα πως ευτυχώς δεν είχα φάει.
"Γιατί μόνο δύο ευχές; Εγω για τρείς ήξερα πάντα" το ρώτησα τσαλακώνοντας το σακουλάκι με τα πατατάκια στα χέρια μου και πετώντας το πίσω από την πλάτη μου.
"Μάλλον διάβαζες πολλά παραμύθια στα νιάτα σου. Περισσότερα από όσα χρειάζονταν. Πάντα δύο ήταν οι ευχές και πολλές ήταν. Όσοι εύχονται στην πραγματικότητα μία μόνο ευχή έχουν κατά νου"
"Και ποια είναι αυτή παρακαλώ;"
"Πρέπει να με ρωτάς με τη μορφή ευχής αν θέλεις. Το κοντέρ γράφει" μου είπε και κάπου εκεί είναι που άρχισα να πιστεύω πως τα τζίνι είναι στην πραγματικότητα πολύ αναιδείς πλάσματα.
"Καλά λοιπόν. Εύχομαι να μου πεις τι να ευχηθώ"
Το τζίνι έβαλε το ένα του δάκτυλο στο κούτελο του και αφού σκέφτηκε για μια αιωνιότητα ή κάτι που έμοιαζε σαν και αυτή, είπε:
"Έυχομαι κάποτε να μπορέσεις να κάνεις την ευχή σου πραγματικότητα"
Εγώ το κοίταξα απορρημένος και γύρισα το κεφάλι μου από την άλλη.
"Τι έπαθες ξαφνικά;" με ρώτησε εκείνο.
"Δεν έχω κέφι να κάνω καμία ευχή. Είσαι ελεύθερο.
"Μα δε χρειάζεται να το πείς. Είμαι ήδη ελεύθερο για να μιλάμε, τώρα μαζί. Αυτό δεν είναι ευχή, είναι η πραγματικότητα".
"Ε! ίσως εγώ είμαι κάτι καλύτερο από τζίνι. Πιο άμεσος και χωρίς τσιριμόνιες"
"Ποτέ δε θα ελευθερωθώ πραγματικά αν δε κάνεις και τη δεύτερη σου ευχή"
"Πολύ καλά λοιπόν" είπα και έπιασα το κουτάκι της μπύρας από δεξιά μου.
"Έυχομαι όταν ανοίξω ετούτη εδώ τη μπύρα να μη πεταχτεί ξανά ένα τζίνι"

Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου 2014

ΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΤΣΙΓΑΡΑ



Το είχε πάρει απόφαση. Το πακέτο είχε τέσσερα τσιγάρα μέσα, όταν τα κάπνιζε όλα μετά θα αυτοκτονούσε. Το κάπνισμα αυτό θα ήταν κάτι σα ξυπνητήρι. Άναψε λοιπόν το πρώτο.
Έβλεπε τον καπνό να ξεχύνεται μπροστά και πότε πότε τον έβγαζε από τα ρουθούνια του. Το είχε δει σε ταινίες του Χολυγουντ με κάτι σκληρά τυπάκια μέσα. Τους έκανε να μοιάζουν λίγο ταύροι με αυτό τον τρόπο. Εκείνου δε του άρεσε η αίσθηση, προτιμούσε να γεύεται τον καπνό, όχι να τον μυρίζει στην έξοδο. Δεν ήταν και κανένα σκληρό τυπάκι εξάλλου. Αν ήταν θα προτιμούσε να σκοτώνει αντί να αυτοκτονεί. Αν και τελικά το να θέλει να αυτοκτονήσει κάποιος δεν είναι και εύκολο πράμα. Αυτός που αυτοκτονεί θα μπορούσε κάλλιστα να σκοτώσει κάποιον τριγύρω. Ίσως ηρεμούσε έτσι. Ίσως αισθανόταν καλύτερα μετά. Αν θέλει σταθερό χέρι του να σκοτώσεις τότε όταν το όπλο στρέφεται στο ίδιο σου το καύκαλο τότε θέλει ακρίβεια μελετημένη. Η στάχτη έπεσε μισή έξω, μισή μέσα στο τασάκι. Η καύτρα είχε φτάσει στο φίλτρο. Μια απαίσια μπόχα, η ίδια μπόχα που μυρίζει όταν τα ωραία τελειώνουν. Έβγαλε το δεύτερο τσιγάρο από το πακέτο. 

Το άναψε με την καύτρα που χαροπάλευε μέσα στο τασάκι. Δε ρούφηξε, μόνο πίεζε. Το τασάκι του ήταν ένα νεκροταφείο από γόπες. Είχαν ξεχειλίσει. Στρίμωξε το τσιγάρο του εκεί μέσα και περίμενε. Το σήκωσε και το κοίταξε. Δεν είχε ανάψει ακόμα. Έβγαλε τον αναπτήρα από την τσέπη και άναψε με αυτόν το κατασχετήριο του σπιτιού του. Το χαρτί λαμπάδιασε στο λεπτό. Το έφερε μπροστά του και ρούφηξε, καψαλίζοντας τα φρίδια του. Πρίν προλάβει να πετάξει το χαρτί στο πάτωμα, το τσιγάρο του έπεσε από το στόμα. Τα δάκτυλα του είχαν καεί για τα καλά και εκείνος χοροπηδούσε πάνω στη φλόγα, προσπαθώντας να τη σβήσει. Στο πάτωμα υπήρχαν ένα σωρό σκουπίδια. Πακέτα τσιγάρων, κατασχετήρια, λογαριασμοί νερού, λογαριασμοί τραπεζών και δε συμμαζεύεται. Όλα τους είχαν πάρει να ξερνάνε φλόγες. Εκείνος χοροπηδούσε με μανία πάνω τους καταφέρνοντας να σβήσει τη φωτιά, λίγο πρίν λαμπαδιάσει το χαλί. 

Πήγε λαχανιασμένος στο γραφείο του και κάθησε. Κοίταξε το μαυρισμένο χαλί και το πακέτο με τα τσιγάρα που έχασκε σα χαμόγελο μπροστά του. Άνοιξε το συρτάρι του και έβγαλε από μέσα τον χαρτοκόπτη. Η ώρα πλησιάζε, τα τσιγάρα λιγόστευαν. 

Στρίμωξε το τρίτο τσιγάρο στα δάχτυλα του και το έφερε μεσα στο στόμα. Πάτησε τον αναπτήρε και ρούφηξε. Έγυρε πίσω στην πλάτη της καρέκλας και κοίταξε το πακέτο με το τελευταίο τσιγάρο μέσα. Πάντα έλεγε πως θα το έκοβε μια μέρα. Θα γλίτωνε χρήματα και τα πνευμόνια του. Θα το έκοβε μια μέρα και θα γλίτωνε για τα καλά. Η ανάγκη όμως ερχόταν στις δυσκολίες και τα πακέτα άδειαζαν στα τασάκια και γέμιζαν στο περίπτερο. Οι δυσκολίες δεν έφευγαν και του έμοιζε άκαιρο να ξεκινήσει να φτιάχνει τη ζωή του κόβοντας το τσιγάρο. Ξεφύσηξε. Έκλεισε τα μάτια. Προσπάθησε να βγάλει την τζούρα από τα ρουθούνια του. Αυτή τη φορά έβηξε. Πολύ έβηξε. Δε μπορούσε να ανασάνει τώρα. Χτύπησε το χέρι του πάνω στο γραφείο και σηκώθηκε όρθιος. Έμπηξε το τσιγάρο μέσα στο τασάκι και όλες εκείνες οι γόπες ξεχύθηκαν σα μελλοθάνατοι ενός ναυαγίου. Άρχισε να στριφογυρίζει και να σφίγγει τον λαιμό με τα χέρια του. Κοπανούσε με την πλάτη του τον τοίχο του διαδρόμου, πηγαίνοντας προς την κουζίνα για νερό. Πότε δεξιά, πότε αριστερά. Έπεσε στα γόνατα και μπουσούλησε εως το νεροχύτη. Χτύπησε τη ράχη της βρύσης και έβαλε το στόμα του από κάτω. Οι γουλιές έπεφταν μέσα του, βρέχοντας του το πρόσωπο. Η ανάσα του ξανάρθε. Σκαρφάλωσε πάνω στον πάγκο της κουζίνας και ξάπλωσε. Ήταν η ώρα. Θα πήγαινε μέσα στο γραφείο ξανά και ανάβοντας το τελευταίο τσιγάρο θα έκοβε τις φλέβες του. Οι γείτονες θα τον έβρισκαν στην επόμενη πληρωμή των κοινοχρήστων. Οι άνθρωποι των αναζητούσαν έντονα όταν έπρεπε να πληρώσει. Οι φίλοι ξεθώριαζαν. Ίσως το μάθαιναν από τις ειδήσεις μια μέρα. 

Έβαλε πλώρη για το γραφείο και το τέταρτο τσιγάρο. Κάθησε ξανά στην καρέκλα και το έφερε στο στόμα του. Έπιασε αναπτήρα και κοπίδι μαζί. Σκέφτηκε να ανάψει και όσο καπνίζει να φαλτσάρει την πορεία από το αίμα του. Ήταν όμορφη εικόνα. Σχεδόν ποιητική. Πάτησε τον αναπτήρα αλλά δε ρούφηξε. Φοβήθηκε. Θυμήθηκε το άγχος του να μη μπορείς να πάρεις ανάσα. Θυμήθηκε το άγχος του να σβήνεις μια φωτιά. Το να μη ξέρεις αν θα σβήσει τελικά. Χάιδεψε με τη ράχη από το ξυράφι τους καρπούς του και το άφησε στο πλάι. Πήγε στην κουζίνα για δεύτερη φορά. Θα έφτιαχνε ένα εσπρέσσο και θα κάπνιζε το τσιγάρο. Μετά θα το έκοβε. Ήταν σα να αυτοκτόνησε τελικά και τώρα όλα έμοιαζαν πιο απλά. Δεν ήξερε αν το τσιγάρο του έσωσε τη ζωή ή αν ήταν τόσο δειλός. Μετά από αυτό το τσιγάρο θα το έκοβε για τα καλά. Ήθελε να δει ως που μπορεί να φτάσει. Όλα ήταν δρόμος και εκείνος δεν ήθελε φλόγες και βήχα στην πορεία.