Ο Φίλιππος Γαλιάσος γεννήθηκε το 1972 στην Αθήνα και έχει αποφοιτήσει από το Ο.Π.Α. To βιβλίο «Δι

Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2014

Μια απογοήτευση οι άνθρωποι.



Οι άνθρωποι είναι άσπροι, κίτρινοι, κόκκινοι και μαύροι. Μιλάνε χίλιες δύο γλώσσες, κάποιοι με επιτυχία και κάποιοι άλλοι μόλις και μετά βίας. Οι άνθρωποι είναι έτοιμοι να πάνε στο διάστημα αλλά μέχρι στιγμής την περνάνε μια χαρά σε πόλεις, χωριά, παραλίες, καφετέριες, πλατείες, εφορίες, τράπεζες, πεζοδρόμια, κουζίνες και υπνοδωμάτια που όλα τους βρίσκονται πάνω στη Γή. Οι άνθρωποι ανοίγουν κουβέντα για τον καιρό, την πολιτική, την μόδα, τα αμάξια και την τέχνη. Ορισμένοι γιατί το πιστεύουν και κάποιοι άλλοι για να σπάσουν τον πάγο. Οι άνθρωποι πάνε λίγο ή πολύ στον γιατρό, πίνουν λίγο ή πολύ, τρώνε λίγο ή πολύ, γελάνε λίγο ή πολύ, κλαίνε λίγο ή πολύ, χοροπηδάνε λίγο ή πολύ, κάνουν έρωτα λίγο ή πολύ, αποταμιεύουν λίγο ή πολύ, φτωχαίνουν λίγο ή πολύ, φοβούνται λίγο ή πολύ, ζητάνε λίγα ή πολλά, λένε ψέματα λίγο ή πολύ, περπατάνε λίγο ή πολύ, λοξοκοιτάνε λίγο ή πολύ, φιλάνε καλά ή όχι ή καθόλου. Οι άνθρωποι είναι έτοιμοι για το οτιδήποτε και εντελώς απροετοίμαστοι για ένα γαμημένο τίποτα. Οι άνθρωποι είναι ικανοί να σε φτάσουν μέχρι τη ρίζα του παραδείσου ή απλά να σε ακουμπήσουν πάνω στις φρεσκοαναμμένες φωτιές της κόλασης. 

Οι άνθρωποι μου αρέσουν για αυτά που μπορούν να κάνουν και αυτά που δεν ικανοί. Μου αρέσουν γιατί φοβούνται και κρέμονται πάνω σε άλλους ανθρώπους για να σωθούν. Μου αρέσουν γιατί αισθάνονται τόσο δυνατοί σα να πρόκειται η επόμενη τους προαγωγή να είναι κατευθείαν στο θρόνο του βασιλιά. Μου αρέσουν γιατί κάποιοι από αυτούς θέλουν να υπάρχει βασιλιάς και κάποιοι άλλοι δε τον γουστάρουν καθόλου. Μου αρέσουν γιατί είναι τόσο πολύπλοκοι τη μια φορά ενώ την άλλη έχουν την ίδια ακτινογραφία με μια αχιβάδα. Μου αρέσουν γιατί κάποιοι από αυτούς πίνουν για να ξεχάσουν ενώ κάποιοι άλλοι παίρνουν συμπληρώματα διατροφής για να μη ξεχνάνε. Μου αρέσουν γιατί σκέφτονται χίλια δύο σε ένα μόλις δευτερόλεπτο και μου αρέσουν γιατί δε μπορούν να συγκεντρωθούν σε μια και μόνο ερώτηση που θα τους κάνεις σχετικά με το τι ώρα είναι. Μου αρέσουν γιατί είναι ικανοί να φορέσουν το βρακί τους ανάποδα για να βγούν έξω ή να αφιερώσουν δύο ώρες για τον ίδιο ακριβώς σκοπό. Μου αρέσουν οι άνθρωποι. Μου αρέσουν στα αλήθεια. Μου αρέσουν γιατί κάποιοι από αυτούς σε βοηθάνε και κάποιοι άλλοι σε κάνουν να αισθάνεσαι δυνατότερος σκοτώνοντας σε σιγά σιγά. Μου αρέσουν γιατί έχουν τόσα πολλά διαφορετικά χρώματα – σα τα ουράνια τόξα που ξεπροβάλλουν μετά από βροχή – ενώ ταυτόχρονα είναι τόσο ίδιοι σα την εξαφάνιση του ουράνιου τόξου μετά την βροχή, σε όλα τα πλάτη και μήκη της Γής.

Οι άνθρωποι μου αρέσουν και τελικά χαίρομαι που και εγώ είμαι ένας από αυτούς.

Με απογοητεύουν όμως. Πολύ. Οι άνθρωποι με απογοητεύουν τόσο μα τόσο πολύ που μου έρχεται να χωθώ μέσα σε μια τρύπα έτσι ώστε να μη μπορώ να τους βλέπω. Έτσι ώστε και αυτοί να μη μπορούν να με βρούν. Με απογοητεύουν τόσο πολύ που φτάνω στο σημείο να μη μπορώ πλέον να τους πιστέψω.  Ακόμα και καλημέρα να μου πουν, να μη πιστεύω. Να με φτάνουν σε τέτοιο σημείο που να ξεπατικώνω κάθε λογής ναυτική βρισιά και ταυτόχρονα να ευχαριστώ το θεϊκό πλάνο που μου έδωσε κάποιους δίπλα μου για να με σταματάνε. Κάποιους που να με κάνουν να γελώ. Κάποιους που και η νύχτα μέρα να γίνει φίλοι μου θα είναι. Κάποιους που - αν και έχω καιρό να δω -ξέρω πως δίπλα μου θα είναι. Και δίπλα μου θα είναι όχι γιατί τους βολεύω σε κάποιο τους μονοπάτι. Δίπλα μου θα είναι γιατί και σε εκείνους αρέσουν οι άνθρωποι. Δίπλα μου θα είναι γιατί σε μένα βλέπουν όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου, παρότι τέτοια πολυχρωμία δεν την αξίζω.

Αγαπώ τους ανθρώπους γιατί με απογοητεύουν σε τέτοιο βαθμό που αισθάνομαι ευγνώμων να έχω βρει τρείς με τέσσερις από δαύτους που αξίζουν πραγματικά. Αισθάνομαι ευγνώμων γιατί θα ήθελα να κλείσω ένα δωμάτιο στον παράδεισο μαζί τους. Αγαπώ τους ανθρώπους γιατί όλη την ώρα, όλοι τους, σε όλα τα μήκη και πλάτη της Γής, με οποιοδήποτε χρώμα και να φοράνε και οτιδήποτε και να περιμένουν από την αφεντιά μου μου φωνάζουν μόνο ένα πράμα. Να μη τους εμπιστεύομαι. Μου το φωνάζουν ο καθένας με τον τρόπο του. Ο ένας απευθείας και χωρίς πολλές τσιριμόνιες, ο άλλος διπλωματικά, ο παρακεί κλαίγοντας για να τον λυπηθώ. Κάποιοι το λένε με τη δύναμη και κάποιοι με την αδυναμία τους. Ο,τι όπλο όμως και να χρησιμοποιήσουν ο στόχος είναι να κάνουν τη δουλειά τους. Ζητιάνοι και αφεντικά. Ο καθείς με τον τρόπο του.

Οι άνθρωποι με απογοητεύουν.

Με απογοητεύουν τόσο μα τόσο πολύ που αισθάνομαι πολύ όμορφα που έχω αποφασίσει να αγαπήσω πολύ λίγους από δαύτους. Με απογοητεύουν γιατί νιώθω πως ενώ έχω μια αγάπη μέσα μου αυτοί μου λένε πως η αγάπη δε χωράει πουθενά. Μου το λένε πάντα με τον δικό τους τρόπο. Μου γελάνε, με ρωτάνε και με ζητάνε. Δε θέλουν όμως την αγάπη. Θέλουν τα δικά τους ζητήματα μόνο. Οι άνθρωποι με απογοητεύουν τελικά για αυτόν ακριβώς τον λόγο. Ζητάνε τόσα λίγα από την ζωή. Τόσα λίγα που δε θα τους φτάσουν για το επόμενο τους βήμα. Τόσα λίγα που και η πτώση στο φέρετρο στεγνή θα μείνει. Ούτε ένα δάκρυ δε θα χυθεί. Ούτε ένας άνθρωπος δε θα βρεθεί εκεί γύρω. Και αν ποτέ τύχει να αναρωτηθούν λίγο πριν φύγουν, η σκέψη θα μοιάζει σαν ρέψιμο. Και ξέρω πως και εγώ αθάνατος δεν είμαι και η εκδίκηση πάντα καθυστερεί. Και ξέρω πως δεν θέλω εκδίκηση, δεν θέλω να πληγώνω μα ούτε να παίρνω πίσω το αίμα που μου στερούν. Ξέρω πως δε φτιάχτηκα έτσι και ευχαριστώ για αυτό. Ξέρω πως ό,τι συμβαίνει και ό,τι κάθε μέρα παρουσιάζεται μου λέει μόνο αυτό: Να μείνω εκεί που ανήκω. Σε εκείνους που με κάνουν να γελώ, όχι σε εκείνους που μου τραβάνε το χαμόγελο. Να μείνω εκεί που με κοιτάζουν στα μάτια όχι εκεί που λένε «κοίταξε με». Να μείνω στον δικό μου παράδεισο γιατί ο παράδεισος δεν είναι τόσο ευρύχωρος όσο νομίζουμε.

Στο τέλος κάθε μέρας που μοιάζει σαν και αυτή λέω μόνο αυτό:

«Ευτυχώς που υπάρχουν τόσοι πολλοί καργιόληδες και καργιόλες τριγύρω. Ευτυχώς που υπάρχουν για να μη χάνω την ουσία. Ευτυχώς που έχουν τόσα πολλά χρώματα, τόσες πολλές δυνάμεις ή αδυναμίες, ευτυχώς που τους αρέσει το τάδε ή το δείνα και ευτυχώς που κάθε τρείς και λίγο ρωτάνε τι μου αρέσει. Μέσα από αυτό μαθαίνω να αγαπώ. Μαθαίνω για τα πολύτιμα μέσα σε ένα κόσμο που τα χρηματιστήρια ολοένα τρεμοπαίζουν».

Οι άνθρωποι με απογοητεύουν γιατί κάθε μα κάθε γαμημένη μέρα που περνά από την πλάτη μου μου αποδεικνύουν πως δεν αξίζει τον κόπο να ασχολούμαι. Τους ευχαριστώ για αυτό και τους εύχομαι κάποτε να βρούν αυτό που εγώ έχω βρεί στους ανθρώπους που έχω αποφασίσει να έχω δίπλα μου. Στους ανθρώπους που όχι μόνο ήρθαν στον γάμο μου αλλά και σε εκείνους που θα έρθουν στην κηδεία μου. Σε εκείνους που μετά θα βγούν για να το γλεντήσουν γιατί ήξεραν που μου αρέσει να τους κοιτάζω να γλεντάνε. Σε εκείνους που θα προτιμήσουν να κάτσουν μαζί μου σε ένα παγκάκι παρά να κάνουν οτιδήποτε άλλο. Οι άνθρωποι με απογοητεύουν όλη την ώρα και ενώ ξέρω πως αυτό δε θα σταματήσει να συμβαίνει όσο ζω, τους ευχαριστώ γι’ αυτό. Τους ευχαριστώ γιατί σιγά σιγά με μαθαίνουν να απογοητεύομαι και να μη γκρεμίζομαι. Τους ευχαριστώ γιατί με κάνουν πιο δυνατό. Τους ευχαριστώ γιατί μου δίνουν ακριβώς τα μισά από αυτά που περιμένουν και τους ευχαριστώ γιατί και τα διπλά να πάρουν το ξέρω πως δε θα τους φτάσει. Τους ευχαριστώ γιατί με ανακαλύπτω και τους ευχαριστώ που βρέθηκαν αυτοί σε αυτοί τη θέση. Που βρέθηκαν εκεί που δεν υπάρχουν σκέψεις, αισθήματα, εμπιστοσύνη. Τους ευχαριστώ που υπάρχουν για να κρατιούνται οι ισορροπίες αυτής της ζωής. Τους ευχαριστώ που δεν αισθάνονται ούτε  το πιο δυνατό αίσθημα του πλανήτη. Τους ευχαριστώ που με αφήνουν να αισθάνομαι τόσο μόνος, τόσο απογοητευμένος και μπερδεμένος.

Αγαπώ τους ανθρώπους γιατί ενώ τους έχεις σώσει εκείνοι σου ρίχνουν μια καλοδουλεμένη κλωστιά στα πισινά σου, στο χείλος του γκρεμού.

Απογοητεύομαι όμως γιατί δεν ξέρουν ούτε οι ίδιοι γιατί το κάνουν αυτό.