Ο Φίλιππος Γαλιάσος γεννήθηκε το 1972 στην Αθήνα και έχει αποφοιτήσει από το Ο.Π.Α. To βιβλίο «Δι

Τρίτη 28 Μαΐου 2013

ΟΙ ΕΙΚΌΝΕΣ ΜΕΣΑ ΜΑΣ



Το μάτι της ανοιγόκλεισε αστραπιαία. Μπροστά της ένα ηλιοβασίλεμα με μια θάλασσα που οδηγούσε σε αυτό. Μετά κοιμήθηκε με την εικόνα μέσα της. Ονειρεύτηκε, μεγαλώνοντας να πιάσει το φεγγάρι και τον ήλιο με μια μόνο κίνηση. Μετά το όνειρο σταμάτησε ξυπνώντας τη. Άνοιξε για λίγο το μάτι της και είδε ένα παγκάκι με ένα γέρο να κάθεται στην άκρη του. Μια ολόκληρη ζωή στην άκρη του στασιδιού. Σα να ετοιμαζόταν να φύγει, να ταξιδέψει. Σα να έφτασε στο χείλος της ζωής του, στην άκρη του καθίσματος του. Μετά ένα δέντρο με άνεμο τριγύρω. Συνέχισε να ανοιγοκλείνει το μάτι της. Ένα παιδί να τρέχει στην παραλία. Το φώναζαν οι γονείς του. Ήταν ώρα για το φαγητό. Να φάει, να κοιμηθεί. Να είναι γερό και δυνατό ξανά την επόμενη μέρα. Το αγαπούσαν πολύ. Καληνύχτα. Μετά άφησε το βλέμμα της να μένει στο σκοτάδι που έπεφτε και όλα εκείνα τα αστέρια έφτιαχναν θολές γραμμές προσπαθώντας να θέσουν τα όρια στο σύμπαν. Σα να σχημάτιζαν μια φωτεινή γραμμή με καμπύλες, γωνίες, ευθείες και στριφογυρίσματα. Κοιμήθηκε ξανά. Δεν ξανάνοιξε το μάτι της. Αύριο πάλι. Κράτησε όλες τις εικόνες μέσα της. Ήταν ευχαριστημένη. Σχεδόν ευτυχισμένη και ας ήταν  μόνο μια φωτογραφική μηχανή.


….


Κάθισε στην άκρη από το πεζούλι. Εκεί μπορούσε να έχει την καλύτερη γωνία για την λήψη. Ο ήλιος βυθιζόταν, αντανακλώντας όλα αυτά τα χρώματα στη θάλασσα. Ήθελε να το ποστάρει στο fb. Να γράψει από κάτω Σαντορίνη. Υπέροχη φωτογραφία. Ο Γιάννης την φώναξε να έρθει γιατί οι υπόλοιποι της παρέας πεινούσαν. Θα πήγαιναν στο μεζεδοπωλείο δίπλα από το ξενοδοχείο τους. Εκείνης δε της άρεσε καθόλου το μέρος. Πολλά τσιγάρα και γέροι τριγύρω. Έβγαλε πάλι τη φωτογραφική της μηχανή. Δεν ήθελε να τσακωθεί ξανά με τον Γιάννη. Θα προσπαθούσε να ηρεμήσει. Το σκοτάδι είχε πέσει για τα καλά. Κάπου είδε ένα παγκάκι. Στόχευσε τη φωτογραφική της και τράβηξε.  Ένα παγκάκι μέσα στη νύχτα ήταν καταπληκτική ιδέα για το άλμπουμ της. Το φλάς εμφάνισε έναν γέρο στην άκρη του. Δε τον είχε προσέξει. Θα την έσβηνε μετά. Στριφογύρισε νευρικά κοιτάζοντας το Γιάννη να κάνει αστεία με την παρέα και έσφιξε τη φωτογραφική στο χέρι της. Ποτέ δε την άκουγε. Πάντα το δικό του γινόταν. Είδε το δέντρο, ωραία ιδέα για πόστερ στο σαλόνι. Τράβηξε ξανά. Χωρίς φλάς αυτή τη φορά. Ήθελε μόνο σκιές μες στο σκοτάδι. Άκουσε κάτι φωνές πίσω της. Ο Γιάννης την φώναζε να έρθει. Η φωνή του μπερδεύονταν με αυτές των γονιών που φώναζαν το παιδί στην παραλία να έρθει γιατί μάζευαν να φύγουν. Τράβηξε άλλη μια φωτογραφία. Του έλεγε για γάμο. Εκείνος όλο κάποια δικαιολογία εύρισκε. Πόσο πια; Είχε φτάσει στα σαράντα πέντε της. Και ήθελε τόσο ένα παιδί…. Μπήκε στο μαγαζί και κάθισε σε ένα τραπέζι στον κήπο. Πήγε να βάλει την φωτογραφική της μηχανή μέσα στην τσάντα. Κατά λάθος πάτησε ξανά το κουμπί και βγήκε μια φωτογραφία στην τύχη. Μετά από μια εβδομάδα το κατάλαβε. Τότε που επέστρεψαν από τις διακοπές τους. Τον Γιάννη δε τον είδε ποτέ ξανά. Χώρισαν, δε πήγαινε άλλο. Πήγε να σβήσει και αυτή τη φωτογραφία αλλά την τελευταία στιγμή το μετάνιωσε. Είχε βγάλει το φλάς και είχε αφήσει το διάφραγμα στη νυχτερινή λήψη. Έδειχνε τον ουρανό και τα αστέρια να τρεμοπαίζουν. Αυτή τη φωτογραφία θα έβαζε στο σαλόνι της. Σε εκείνο το σπίτι που θα νοίκιαζε. Τώρα ήταν κουρασμένη. Κοιμήθηκε με το ένα της μάτι ανοικτό. Παραμονεύοντας μέσα στη νύχτα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: