Ο Φίλιππος Γαλιάσος γεννήθηκε το 1972 στην Αθήνα και έχει αποφοιτήσει από το Ο.Π.Α. To βιβλίο «Δι

Τρίτη 28 Μαΐου 2013

ΟΙ ΕΙΚΌΝΕΣ ΜΕΣΑ ΜΑΣ



Το μάτι της ανοιγόκλεισε αστραπιαία. Μπροστά της ένα ηλιοβασίλεμα με μια θάλασσα που οδηγούσε σε αυτό. Μετά κοιμήθηκε με την εικόνα μέσα της. Ονειρεύτηκε, μεγαλώνοντας να πιάσει το φεγγάρι και τον ήλιο με μια μόνο κίνηση. Μετά το όνειρο σταμάτησε ξυπνώντας τη. Άνοιξε για λίγο το μάτι της και είδε ένα παγκάκι με ένα γέρο να κάθεται στην άκρη του. Μια ολόκληρη ζωή στην άκρη του στασιδιού. Σα να ετοιμαζόταν να φύγει, να ταξιδέψει. Σα να έφτασε στο χείλος της ζωής του, στην άκρη του καθίσματος του. Μετά ένα δέντρο με άνεμο τριγύρω. Συνέχισε να ανοιγοκλείνει το μάτι της. Ένα παιδί να τρέχει στην παραλία. Το φώναζαν οι γονείς του. Ήταν ώρα για το φαγητό. Να φάει, να κοιμηθεί. Να είναι γερό και δυνατό ξανά την επόμενη μέρα. Το αγαπούσαν πολύ. Καληνύχτα. Μετά άφησε το βλέμμα της να μένει στο σκοτάδι που έπεφτε και όλα εκείνα τα αστέρια έφτιαχναν θολές γραμμές προσπαθώντας να θέσουν τα όρια στο σύμπαν. Σα να σχημάτιζαν μια φωτεινή γραμμή με καμπύλες, γωνίες, ευθείες και στριφογυρίσματα. Κοιμήθηκε ξανά. Δεν ξανάνοιξε το μάτι της. Αύριο πάλι. Κράτησε όλες τις εικόνες μέσα της. Ήταν ευχαριστημένη. Σχεδόν ευτυχισμένη και ας ήταν  μόνο μια φωτογραφική μηχανή.


….


Κάθισε στην άκρη από το πεζούλι. Εκεί μπορούσε να έχει την καλύτερη γωνία για την λήψη. Ο ήλιος βυθιζόταν, αντανακλώντας όλα αυτά τα χρώματα στη θάλασσα. Ήθελε να το ποστάρει στο fb. Να γράψει από κάτω Σαντορίνη. Υπέροχη φωτογραφία. Ο Γιάννης την φώναξε να έρθει γιατί οι υπόλοιποι της παρέας πεινούσαν. Θα πήγαιναν στο μεζεδοπωλείο δίπλα από το ξενοδοχείο τους. Εκείνης δε της άρεσε καθόλου το μέρος. Πολλά τσιγάρα και γέροι τριγύρω. Έβγαλε πάλι τη φωτογραφική της μηχανή. Δεν ήθελε να τσακωθεί ξανά με τον Γιάννη. Θα προσπαθούσε να ηρεμήσει. Το σκοτάδι είχε πέσει για τα καλά. Κάπου είδε ένα παγκάκι. Στόχευσε τη φωτογραφική της και τράβηξε.  Ένα παγκάκι μέσα στη νύχτα ήταν καταπληκτική ιδέα για το άλμπουμ της. Το φλάς εμφάνισε έναν γέρο στην άκρη του. Δε τον είχε προσέξει. Θα την έσβηνε μετά. Στριφογύρισε νευρικά κοιτάζοντας το Γιάννη να κάνει αστεία με την παρέα και έσφιξε τη φωτογραφική στο χέρι της. Ποτέ δε την άκουγε. Πάντα το δικό του γινόταν. Είδε το δέντρο, ωραία ιδέα για πόστερ στο σαλόνι. Τράβηξε ξανά. Χωρίς φλάς αυτή τη φορά. Ήθελε μόνο σκιές μες στο σκοτάδι. Άκουσε κάτι φωνές πίσω της. Ο Γιάννης την φώναζε να έρθει. Η φωνή του μπερδεύονταν με αυτές των γονιών που φώναζαν το παιδί στην παραλία να έρθει γιατί μάζευαν να φύγουν. Τράβηξε άλλη μια φωτογραφία. Του έλεγε για γάμο. Εκείνος όλο κάποια δικαιολογία εύρισκε. Πόσο πια; Είχε φτάσει στα σαράντα πέντε της. Και ήθελε τόσο ένα παιδί…. Μπήκε στο μαγαζί και κάθισε σε ένα τραπέζι στον κήπο. Πήγε να βάλει την φωτογραφική της μηχανή μέσα στην τσάντα. Κατά λάθος πάτησε ξανά το κουμπί και βγήκε μια φωτογραφία στην τύχη. Μετά από μια εβδομάδα το κατάλαβε. Τότε που επέστρεψαν από τις διακοπές τους. Τον Γιάννη δε τον είδε ποτέ ξανά. Χώρισαν, δε πήγαινε άλλο. Πήγε να σβήσει και αυτή τη φωτογραφία αλλά την τελευταία στιγμή το μετάνιωσε. Είχε βγάλει το φλάς και είχε αφήσει το διάφραγμα στη νυχτερινή λήψη. Έδειχνε τον ουρανό και τα αστέρια να τρεμοπαίζουν. Αυτή τη φωτογραφία θα έβαζε στο σαλόνι της. Σε εκείνο το σπίτι που θα νοίκιαζε. Τώρα ήταν κουρασμένη. Κοιμήθηκε με το ένα της μάτι ανοικτό. Παραμονεύοντας μέσα στη νύχτα.

Παρασκευή 24 Μαΐου 2013

ΑΝΑΡΡΙΧΩΜΕΝΟΣ ΣΤΟ ΠΑΓΚΑΚΙ




Μου έπεσε από το χέρι εκείνο το βιβλίο που δεν έλεγα να τελειώσω.  Το πάλευα εβδομάδες τώρα αλλά ο ύπνος με προλάβαινε πριν το γύρισμα της σελίδας. Με αυτόν τον τρόπο μπορούσα να παραμείνω στην ίδια ακριβώς σελίδα για μέρες, ξαναρχίζοντας να τη διαβάζω από την αρχή. Εκείνη έσκυψε να πιάσει το βιβλίο που ήταν δίπλα στα πόδια μου και μου το έδωσε, ανοιγμένο στην σελίδα που είχα μείνει. Δεν ήταν τόσο δύσκολο γιατί πάντα τσάκιζα τη σελίδα, ξεχνώντας να την ξετσακίσω όταν προχωρούσα την ανάγνωση. Βρήκε την τελευταία τσακισμένη σελίδα και το ακούμπησε ανοιχτό στα χέρια μου. Ήταν καστανή σαραντάρα και δεν είχα ιδέα πως βρέθηκε στο ίδιο παγκάκι με μένα.

«Σας ευχαριστώ πολύ», της είπα και χαμογέλασε.

Ο καιρός εκεί έξω ήταν τυπικά ανοιξιάτικος. Πλέον δε θα με πείραζε να ήταν και χειμώνας. Η καλή κυρία δίπλα μου ήταν χάρμα οφθαλμών. Φορούσε κάτι από εκείνα τα πολύπλοκα-απλά φορέματα που μόνο οι γυναίκες μπορούν να βάλουν και να βγάλουν, έχοντας γνώση κατά που πέφτει το σύστημα απεμπλοκής του ραμμένου υφάσματος. Κόπιτσες, φερμουάρ, κρυφά κουμπιά, και ένας θεός ξέρει τι άλλο. Θα μπορούσα να περιγράψω κάλλιστα το μαλλί της που κυμάτιζε με το ίδιο, απαλό αεράκι που πριν μου έφερε ύπνο, ρίχνοντας από το χέρι μου το βιβλίο, αλλά για κάποιον περίεργο λόγο είχα απομείνει να κοιτάζω τα μάτια της και πότε, πότε τα χείλη της. Έκλεισα το βιβλίο και το άφησα στο πλάι, ανάμεσα μας.

«Πως σου φαίνεται το βιβλίο λοιπόν;». Η κυρία ήταν άνετη. Μου μιλούσε στον ενικό χωρίς καν να συστηθούμε. Μου άρεσαν αυτοί οι άνθρωποι. Έμοιαζαν ειλικρινείς. Ο πληθυντικός πολλές φορές έκρυβε παγίδες. Ο ενικός είναι σα μια παρτίδα πόκερ με κλειστά μόνο μερικά φύλλα. Όχι όλα.

«Ποιο βιβλίο;» έπιασα τον εαυτό μου να της απαντά.

Εκείνη ίσα που χαμογέλασε. Ήταν ένα δειλό, πονεμένο χαμόγελο και σα να μου θύμισε κάτι. Κάτι από τα παλιά. Δε σταματούσα να την κοιτάζω και μόνο η ντροπή ήταν αυτή που με έκανε να σκύψω το βλέμμα μου, πέφτοντας στα πόδια της που διπλωμένα όπως ήταν, το ένα πάνω στο άλλο είχαν τη δική τους ιστορία να πουν. Μια καλοφτιαγμένη ιστορία αν κρίνω από το εξώφυλλο. Είχε τον τρόπο της η κυρία. Από τη μια δεν ήθελε να θίξει την κακή μου μνήμη με ένα τρανταχτό γέλιο και από την άλλη έβγαζε μια ζέση που μόνο ένα τέτοιο μειδίαμα θα μπορούσε να καταφέρει. Άγγιξε στο πλάι το βιβλίο, που πριν λίγο είχα αφήσει στο παγκάκι, και τράβηξα το βλέμμα μου από τα κανιά της, κοιτάζοντας με με ένα λοξό αυτή τη φορά χαμόγελο.

«Μα αυτό το βιβλίο φυσικά!» και το σήκωσε σα να ήθελε να μου το δείξει για πρώτη φορά.

Το βιβλίο λεγόταν «ο αναρριχώμενος βαρώνος» και αφορούσε την ιστορία ενός μικρού παιδιού που σε κάποια στιγμή απόγνωσης έφυγε από το σπίτι του και αποφάσισε να ζήσει όλη του τη ζωή πάνω στα δέντρα. Κάνοντας μια σύντομη βόλτα από το εξώφυλλο, τα μάτια της, τα πόδια της και ξανά τα μάτια της απάντησα χωρίς να καταφέρω να κρύψω την αμηχανία μου.

«Είναι ακόμα πάνω στα δέντρα, δε κατέβηκε.»

«Αυτό το ξέρω. Το έχω διαβάσει και γω» μου είπε αφήνοντας ένα γελάκι να της ξεφύγει και όσο μίλαγε τόσο η φωνή παλλόταν στις αποχρώσεις του μελιού.

«Σου αρέσει; Αυτό μόνο σε ρωτάω»

«Καλό είναι αλλά τον τελευταίο καιρό όλο με παίρνει ο ύπνος  και δεν έχω καταφέρει να το προχωρήσω. Η ιστορία είναι ενδιαφέρουσα αλλά θέλω να δω που θα το πάει.»

«Είναι περίεργο κάποιος να αποφασίζει να ζήσει τη ζωή του πάνω στα δέντρα! Έχεις δίκιο. Κάποιες φορές όμως είναι μια καλή επιλογή αν ξέρεις τι κάνεις. Αν έχεις ένα σκοπό και ένα νόημα» . Ήταν σα να μου τραγουδούσε. Δε ξέρω αν είχα ακούσει τόσο γλυκιά φωνή σε κάποια μου προηγούμενη ζωή αλλά τούτη εδώ μου έμοιαζε σα να κολυμπούσε μέσα στους λαβυρίνθους των αυτιών μου μια ολόκληρη ζωή.

«Ναι μοιάζει λίγο τρελό να ανεβεί κανείς στα δέντρα μη θέλοντας να κατεβεί ποτέ από αυτά.» είπα με εκείνον τον τρόπο που ξεχωρίζει κανείς τους ανθρώπους σε ερωτευμένους, αδιάφορους και συμφεροντολόγους. Οι ερωτευμένοι συνήθως λένε τα λιγότερα. Ακόμα πιο λίγα και από τους αδιάφορους που όλο και κάποια δικαιολογία της προκοπής θα πετάξουν για να ξεμπερδέψουν. Λένε τόσο λίγα που στο τέλος αισθάνονται παντελώς ηλίθιοι. Έτσι αισθανόμουν και εγώ, μη μπορώντας να προχωρήσω λίγο πιο πέρα την κουβέντα αυτή.

«Όμορφη μέρα δεν είναι σήμερα;» Με ρώτησε για άλλη μια φορά,. Πετυχαίνοντας με να κοιτάζω τα πόδια της που τώρα είχαν αλλάξει πόζα και είχαν διπλωθεί ανακούρκουδα πάνω στο παγκάκι, τραβώντας λίγο ακόμα πιο πάνω εκείνο το φουστανάκι. Τσούλησα του βλέμμα μου μακριά τους, βλέπονταν τα δέντρα τριγύρω και τον ήλιο να τρυπώνει από τα κενά τους. Φυσούσε μια δροσιά που ήθελες να ανοίξεις το στόμα σου και να την καταπιείς. Τα πουλάκια κελαηδούσαν στα δέντρα και κάπου εδώ λέω να σταματήσω τις περιγραφές γιατί το λιγότερο που θα με χαρακτηρίσετε είναι ένα αφόρητα βαρετό τύπο. Αφόρητος δεν υπήρξα ποτέ μου.

«Είναι υπέροχη μέρα. Θα μου πείτε το όνομα σας;» Ο πληθυντικός δεν έλεγε να ξεκολλήσει από τα σκουριασμένα μου γρανάζια. Εκείνη δεν έδωσε σημασία και μου απάντησε. Το όνομα της ήταν κάτι μεταξύ Χριστίνας και Ιωάννας. Δε θυμόμουν όμως, όλη η υπόλοιπη έκλεβε την παράσταση από το όνομα που κάθε πολίτης αυτού το κόσμου ήταν υποχρεωμένος να έχει.

Μετά ξαφνικά σωπάσαμε και οι δύο. Εκείνη άνοιξε το βιβλίο μου και έψαχνε μέσα στις σελίδες του σα κάτι να έχασε εκεί πέρα. Εγώ κοίταζα πότε εκείνη, πότε τα πόδια της και πότε τα δάχτυλα της να κινούνται με ρυθμό ποδιών μπαλαρίνας. Το μετά είχε και άλλο μετά και που και που αυτό κλονιζόταν από κάποια ερώτηση της και κάποια απάντηση μου. Το μετά προχωρούσε κανονικά παρόλα αυτά. Ένας κύριος μας πλησίασε και απευθύνθηκε στη κυρία με τα υπέροχα πόδια στο πλάι μου.

«Κυρία Δαουλάκου, θα πρέπει να αποχωρήσετε τώρα. Ο γιατρός περιμένει στο γραφείο του για να σας ενημερώσει»

Δε κατάλαβα το γιατί αλλά εκείνη σηκώθηκε, με κοίταξε σχεδόν λυπημένα, σχεδόν ερωτευμένα, μου παράχωσε το βιβλίο στα χέρια μου και μου έδωσε ένα φιλί στο στόμα. Ειδικά το φιλί είχε πολλά να μου πει και ας ήταν φευγαλέο. Ήταν τόσο όμορφο που δεν μπήκα καν στον κόπο να μάθω τις προθέσεις της και τους λόγους που την οδήγησαν σε μια τέτοια κίνηση. Ονειροπόλησα για λίγο, τριγύρω στη φύση με κέντρο το παγκάκι μου που πλέον είχε χάσει τη θέρμη των ποδιών της και μετά από κάμποση ώρα ήρθε ξανά ο ίδιος κύριος για να σταθεί απέναντι μου.

«Η κυρία που ψάχνετε μόλις έφυγε» του είπα σε μια προσπάθεια να του αποδείξω ότι είμαι μέσα στο μυαλό του.

«Το ξέρω κύριε Δαουλάκο, η γυναίκα σας είναι στο γραφείο του γιατρού. Ελάτε τώρα μαζί μου. Είναι η ώρα για το γεύμα σας.»

Τον ακολούθησα, σφίγγοντας το βιβλίο στα χέρια μου. Εκείνο το φιλί που μου είχε δώσει δεν έλεγε να ξεκολλήσει από τα χείλη μου. Πώς να την λέγανε άραγε; Χριστίνα ή Ιωάννα; Ποιος δίνει σημασία; Το ήξερα πως θα την ξανάβλεπα. Θα την ρωτούσα και θα το έγραφα κάπου να μη το ξεχάσω ποτέ ξανά.

Πέμπτη 23 Μαΐου 2013

ΓΥΡΝΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΠΛΑΝΗΤΗ ΜΕ ΤΑ ΒΗΜΑΤΑ ΜΑΣ



Όλοι μας περπατούσαμε προς το μέλλον, σταθερό βλέμμα, σίγουρο βήμα, οράματα, όνειρα και πάει λέγοντας. Περπατούσαμε πάνω στην στρογγυλεμένη επιφάνεια του πλανήτη και πότε σταματάγαμε για να ξεκουραστούμε, πότε ξαποσταίναμε σε κάτι το τόσο όμορφα δροσερό όπως οι σκιές των πλατάνων το κατακαλόκαιρο.  Κρατούσαμε ένα σταθερό ρυθμό αλλά όλο και γινόμασταν λιγότεροι. Αργά και προοδευτικά το μέτρημα μας έβγαζε πάντα λειψούς στον αριθμό.

Εγώ έφτασα ως την άλλη άκρη του πλανήτη και ξεκινούσα για τον δεύτερο γύρο. Ήμουν ο τελευταίος της ομάδας. Δεν είχα καταφέρει το παραμικρό παρότι και πολύ περπάτησα και πολύ κουράστηκα. Στην βόλτα μου αυτή συνάντησα όλους εκείνους που τελικά δε τα κατάφεραν. Όλους αυτούς που αύξαναν τον αριθμό των απωλειών μας. Άλλοι έμειναν ξεχασμένοι κάτω από τους ίσκιους των πλατάνων και άλλοι ρουφήχτηκαν από τον ίδιο τους τον κάματο. Πολλές ήταν οι φορές που έτυχε να απορήσω και να σκύψω να ρωτήσω.

«Γιατί μένεις κάτω από τον πλάτανο και δεν προχωράς;» ρωτούσα. Οι περισσότεροι μου απαντούσαν ότι θυμόντουσαν εκείνες τις στιγμές της γαλήνης των μικράτων τους και ξεχασμένοι ήθελαν να μείνουν σε εκείνες τις αναμνήσεις. Εγώ τότε τάχαινα το βήμα μου και προχωρούσα προς ένα όραμα που ήθελε να με κάνει να μη σταματώ. Έβγαζα τη γλώσσα μου στον ήλιο και κείνος μου έδινε ακτίνες σα σουβλιές στην πλάτη.

 Σταματούσα και μπροστά στα κουφάρια εκείνων που δεν τα κατάφεραν να προχωρήσουν μπροστά και ένιωθα τελείως ηλίθιος ρωτώντας τους αναπάντητες ερωτήσεις.«Γιατί έχασες τη δύναμη σου και δεν προχώρησες;» ρωτούσα. Απάντηση δεν έπαιρνα και μέσα από το στεγνό τους - γεμάτο μύγες - στόμα δεν περίμενα. Μετά προχωρούσα με την ηχώ που κάποιες μας ερωτήσεις παράγουν στο υπερπέραν.  Όλες οι λέξεις από την ηχώ μετά από κάμποσα μέτρα σχημάτιζαν μια πρόταση σωστή.

«Έχω φέρει κάμποσες γύρες στον πλανήτη, άλλο δε μπορώ, δε μπόρεσα, ποτέ δε θα μπορούσα».

Έψαξα για ένα ίσκιο, να γείρω αλλά δε το έκανα παρότι τον βρήκα. Προχωρούσα μπροστά, μόνο μπροστά, αλλάζοντας κάποιες φορές πορεία. Πλέον δεν έψαχνα το όνειρο αλλά την ευκαιρία να μπορώ να μιλάω με ανθρώπους που πότε μου απαντούσαν και πότε όχι. Την ευκαιρία να βρω ξανά εκείνη την ομάδα που μαζί ξεκίνησε και στο πέρασμα του χρόνου διαλύθηκε για χίλιες δύο αιτίες σε χίλιες και μια νύχτες. Από οραματιστής έγινα ένας απλός ντέντεκτιβ και μη σκεφτεί κανείς να μου το χαλάσει γιατί δόξα σοι ο Κύριος ακόμα μπορώ να περπατώ ανάμεσα από κουφάρια και σκιές. Μπορώ ακόμα να γέρνω στα πλατάνια και να ξεχύνομαι μπροστά στον καυτό ανεξάντλητο ορίζοντα. Μπορώ ακόμα να λέω πως μπορώ.

Μπορώ ακόμα να αισθάνομαι πως η Γη γυρνάει γιατί εμείς της δίνουμε την φόρα να το κάνει, τα βήματα μας τα ίδια την σβουρίζουν στον Γαλαξία.

Παρασκευή 17 Μαΐου 2013

ΣΤΟΝ ΟΡΙΖΟΝΤΑ ΜΟΝΟ

Δεν έχει νόημα να κοιτάζουμε το χώμα μόνο ή μόνο ουρανό.
Στον ορίζοντα πέρα σα κοιτάμε βρίσκουμε ένα σημείο βατό.
Εκεί που οι πέτρες τελειώνουν και το γαλάζιο ξεκινά.
 Εκεί πρέπει να πάμε.
Να σκαρφαλώσουμε πάνω στη γραμμή ισορροπώντας.
 Σα μόλις να αγγίξαμε σύννεφα θα μοιάζει.
Να κοιτάμε μόνο εκεί πέρα.
Στη γραμμή του ορίζοντα, εκεί.
Ούτε πάνω, ούτε κάτω.
Μόνο πέρα και πιο πέρα.
Και αν ξεμακραίνει αυτή, τι;
Τι θα γίνει, τι με τον ορίζοντα να φεύγει σε κάθε μας εμπρός;
Θα φέρουμε γύρες στον κόσμο,
θα λιώσουμε παπούτσια,
θα ιδρώσουμε,
θα παγώσουμε
και αυτός θα στέκει εκεί.
Μακριά ξανά, ορίζοντας ξανά.
Άπιαστη σκάλα ουρανού.
Μα και ατέρμονο σημάδι περιπάτου πάνω στη Γη.

Πέμπτη 16 Μαΐου 2013

Η ΜΕΛΩΔΙΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ




 

















Μια ακολουθία από κούφιες νότες καμένου ξύλου ακούγονταν μπροστά του. Εκεί μπορούσε κανείς να αφουγκραστεί όλους εκείνους τους ήχους που ακροβατούσαν μεταξύ ζωής και θανάτου. Σάρκες πεύκων που καψαλιζόντουσαν σε ένα αδυσώπητο νοτιά, κουκουνάρες που εκτοξεύονταν λαμπαδιασμένες, κρώζοντας και φτύνοντας μικρές φλόγες στην πορεία τους, αλυχτήματα από αλεπούδες,  λύκους και κουνάβια που έτρεχαν να σωθούν. Εκεί, στο βάθος του δάσους μπορούσες να ακούσεις τα φίδια να έρπουν ανάμεσα στις φλόγες, σκάζοντας τελικά σε μικρά υπόκωφα υγρά «πλόφ» από κάποια λοξοδρομούσα πύρινη γλώσσα. Όλο το ζωικό βασίλειο έβαζε τα δυνατά του να την βγάλει καθαρή από αυτή τη μανία. Τα δέντρα μόνο έμεναν αμέτοχα στη φυγή.  Έλιωνε το ρετσίνι σα δάκρυ στους κορμούς.  Τα φυλλόμαλλα τους μαδούσαν σε σπίθες, πεφταστέρια στον βουβό πόνο αυτής της νύχτας.

Εκείνος είχε βάρδια. Ήταν επικεφαλής της πυρόσβεσης. Δόλιο πόστο, να θέλεις να σώσεις κάτι ξέροντας ότι ποτέ δε θα τα καταφέρεις ολότελα. Να περιορίσει μόνο μπορούσε και στο τέλος, αν όλα πήγαιναν κατ’ ευχή, να καταβρέξει τα αποκαΐδια και να πάει στο σπίτι του να κοιμηθεί αποκαμωμένος και ολότελα ρουφηγμένος από την κάψα.  Σάρωνε με τη μάνικα του το καταραμένα βαθύ πορτοκαλί μπροστά του και εκεί που για λίγο γινόταν μαύρο και γκρι, νασου ξανά να φουντώνει και να ζυγώνει.  Άκουγε την ορμή του νερού να πέφτει σαν άοπλοι στρατιώτες της πρώτης γραμμής.  Όλα εκείνα τα κυβικά του νερού! Θεέ μου, τι άνισος αγώνας. Η φλόγα χρειάστηκε μόνο μια σπίθα για να αρπάξει. Από μια μανία ξεκίνησε, με την τρέλα μέσα της γιγαντώθηκε.  Το νερό ακολούθησε όλη αυτή την πορεία από τα σύννεφα στη Γη. Τον μακρύ το δρόμο, τον δύσκολο. Ατμός που σκαρφάλωνε στα ουράνια και περίμενε να γίνει ψιχάλα, να βαρύνει, να κατηφορίσει, να ποτίσει το χώμα, να φουσκώσει ποτάμια, να ξεπλύνει σκόνη και πληγές και στο τέλος να γίνει ξανά αχνός, να ανεβεί ψηλά. Το νερό ακολουθούσε την αέναη πορεία της ανακύκλωσης. Η φωτιά απεναντίας ορθώνονταν με τα τρελά της μάτια από το τίποτα για να καταλήξει ξανά σε αυτό.

Όλο το χωριό βρισκόταν μαζεμένο πίσω από το όχημα της πυροσβεστικής. Μέσα από τα μάτια των ανθρώπων μπορούσε κανείς να διακρίνει όλες τις αποχρώσεις της φλόγας. Μάτια τεντωμένα από τον κίνδυνο να χαθούν όλα. Τα δέντρα, τα σπίτια, η ξύλινη κουνιστή καρέκλα της γιαγιάς, οι αλεπούδες και τα πεύκα που πάνω τους σκαρφάλωναν τα παιδιά για να φτιάξουν δεντρόσπιτα και να πετάξουν κουκουνάρες στους συμμαθητές που περνούσαν από κάτω.  Ξαφνικά τίποτε από αυτά δε μετρούσε. Όλα αυτά γινόταν ένα και έπρεπε μονομιάς να σωθεί. Μαζί με την επιβίωση έπρεπε να τα κουβαλήσεις όλα. Την καρέκλα της γιαγιάς, το σπίτι, την κούνια που κρεμόταν στο κλαδί, το καινούργιο κουστούμι. Όλα είχαν πλέον σημασία. Τα ζωντανά έτρεχαν να φύγουν σώζοντας την ύπαρξη τους. Ο άνθρωπος κουβαλούσε περισσότερα και δε μπορούσε να ελιχθεί με την ίδια ευκολία. Όσα μάζευε βάραιναν το φευγιό του και εκείνος γινόταν σταδιακά όλο και πιο βαρύς, δύσθυμος, δύστροπος και κάθε κακό της μοίρας του. Απομακρυνόταν  από τον λόγο για τον οποίο γεννήθηκε και κανείς ποτέ δεν ανακάλυψε τις αιτίες παρότι αυτές υπήρχαν. Ψάχνοντας στα λάθος μέρη, συσσώρευσε ένα σκασμό αχρείαστες ανέσεις. Ανέσεις που πολλές φορές άναβαν τα σπίρτα στα βουβά δάση μιας καλοκαιρινής νύχτας με αέρα. Ανέσεις που δημιουργούσαν την ανάγκη να υπάρχουν πυροσβέστες, αστυνόμοι και δικαστές. Το στρίψιμο της βίδας δημιούργησε τόσα επαγγέλματα που το μόνο που έκαναν ήταν να προσπαθούν να βάλουν σε σωστή τροχιά το ανθρώπινο είδος. Επαγγέλματα που δε προχωρούσαν ούτε ένα βήμα μπροστά την ανθρώπινη πορεία παρά μόνο προσπαθούσαν να διορθώσουν τη λοξή τροχιά της.  Επαγγέλματα που προσπαθούσαν να ανακόψουν την φόρα ενός κόσμου που τρελαινόταν μέρα με τη μέρα.

Μια γριά πετάχτηκε από το πλήθος και γαντζώθηκε πάνω του. Ο πυροσβέστης την κοίταξε και είδε τη μανία να προσπαθήσει κανείς να σωθεί από κάτι γιγάντιο με τις λιγοστές του δυνάμεις. Προσπάθησε να του αρπάξει τη μάνικα από τα χέρια και να την κατευθύνει στο σπίτι της. Ο πυροσβέστης την έπιασε από τη μέση, οδηγώντας τη παραπέρα, μακριά από τη σωλήνα και τη φωτιά. Εκείνη του είπε για τους κόπους μιας ζωής, για τις θυσίες, τον είπε άχρηστο και μπαγάσα και να ξέρε αυτός τι είχε περάσει η δόλια για να χτίσει το σπίτι της. Πίσω, στη γυαλάδα του κράνους του, η πυρκαγιά λυσσομανούσε, εκείνος δε καταλάβαινε, προσπαθούσε μόνο να την κατευνάσει. Πριν ήταν η φωτιά, τώρα αυτή η γριά. Πυρκαγιές παντού ξεφύτρωναν, με φλόγες ή χωρίς. Η ανακύκλωση των προβλημάτων δεν είχε σταματημό. Της εξήγησε αλλά δε καταλάβαινε, του έριξε κατάρες μαζί με τα λιγοστά σάλια από το ρουφηγμένο της στόμα. Απομακρύνθηκε και ξαναπλησίασε στην επιχείρηση πυρόσβεσης. Κοίταξε όλα αυτά τα ζώα να ξεπηδάνε μέσα από την κόλαση και αναλογίστηκε το πόσο σοφότερα ήταν από τους ανθρώπους.

Με την άκρη του ματιού του είδε ολόκληρο το χωριό να κατευθύνεται πάνω τους. Άνθρωποι με πυρακτωμένα μάτια, αγριεμένοι. Χαλάρωσε το σφίξιμο της σωλήνας και τους παρατήρησε να τραβάνε όπως όπως τους πυροσβέστες. Άφησε τη μάνικα κάτω και έκανε στο πλάι. Παρατηρούσε δεκάδες ανδρών να πέφτουν πάνω σε κάθε πυροσβέστη και να χτυπάνε με λύσσα, τους είδε να τραβολογάνε τη μάνικα και μετά να προσπαθεί ο καθένας από αυτούς να κατευθύνουν το νερό της πάνω στα σπίτια τους. Έβλεπε την ασύντακτη πορεία του νερού να πηγαίνει πότε προς το ένα σπίτι και πότε προς το άλλο. Οι χωρικοί άρχισαν να ανταλλάζουν βρισιές μεταξύ τους. Που και που έπεφτε κάποια μπουνιά και όλο και περισσότεροι ξάπλωναν κάτω αιμόφυρτοι πριν ξανασηκωθούν για να χιμήξουν πάνω στη σωλήνα. Στο τέλος είδε τη μάνικα αφημένη, να σπαρταράει σα λαβωμένο φίδι και να κοπανάει ότι βρίσκει στο διάβα της. Μερικοί έπεφταν κάτω από τα χτυπήματα της και δεν ξανασηκώνονταν και κάποιοι άλλοι γρονθοκοπιόντουσαν ή έτρεχαν φοβισμένοι από τη φωτιά και τον ξέφρενο χορό της πυροσβεστικής σωλήνας. Στιγμιαία ευχήθηκε να μπορούσαν όλα να χαθούν μέσα στις φλόγες και να μείνει μόνο μια ελπίδα στον μαύρο, ξεραμένο και καμένο τόπο. Μια ελπίδα υγιής που από αυτή μόνο φουντωτά αγριολούλουδα θα πάρουν να φυτρώνουν. Όλα από την αρχή ξανά. Ένα νέο bing bang που θα τροφοδοτούσε μια νέα ιδέα μέσα από τον χαμό. Από έμπειρος πυροσβέστης έγινε ξάφνου ερασιτέχνης πυρομανής. Λάτρεψε τη φλόγα, είδε την εξαγνιστική της λάμψη, επιθύμησε τη καταστροφή, θέλησε το γκρέμισμα αν ήταν κάτι νέο να ξεπηδήσει.

Αποτραβήχτηκε και κρύφτηκε πίσω από το πυροσβεστικό, παρατηρώντας ζώα να ξεπροβάλλουν με λαμπαδιασμένες τις ουρές τους και σπουργίτια να εκτοξεύονται καρβουνιασμένα σε μια φαλτσαριστή πορεία, πριν πέσουν ξερά αποκαΐδια στα πόδια του. Έπιασε την παροχή του νερού και την γύρισε ελαφρά. Η πίεση του νερού εξασθενούσε. Μετά πήρε ένα γαλλικό κλειδί και ξεβίδωσε τον ένα πόλο την μπαταρίας. Πέταξε το κλειδί μακριά, μέσα στις φλόγες. Η μάνικα έπεσε εξουθενωμένη, αφήνοντας ένα μικρό ρυάκι μόνο να κυλάει από το στόμιο της. Κοίταξε τους κατοίκους του χωριού και κατευθύνθηκε προς το μέρος τους. Είδε τη φλόγα μέσα στα μάτια τους, την έξαψη, την τρέλα, τη μανία, την ολοκληρωτική λύτρωση του θανάτου και δεν έχασε ούτε για μια στιγμή το βήμα του. Όλη εκείνη η ποικιλία των ήχων που άκουγε πριν, τώρα είχε μετατραπεί σε έναν μονότονο αχό. Τον αχό μιας μάχης προς το πουθενά.

Στάθηκε μπροστά από τις φλόγες και έχωσε το ένα του πόδι μέσα τους, Εκεί πίσω βρισκόταν ένα κουνάβι που σε λίγο θα γινόταν παρανάλωμα. Το έπιασε από την κοιλιά και το παράχωσε μέσα στη στολή του, πηδώντας έξω από τον κύκλο της φωτιάς. Έτρεξε μακριά, μακριά από τη φωτιά και το χωριό, κρατώντας το κουνάβι μέσα στη στολή του. Μόλις οι ανάσες του τον εγκατέλειψαν, ξάπλωσε κατά γης και τράβηξε το φερμουάρ. Το κουνάβι πετάχτηκε τρομαγμένο, το είδε να τον κοιτά και μετά να τρέχει σα να έμαθε μόλις χθες να περπατά. Αυτό τουλάχιστον είχε κάποιες ελπίδες παραπάνω από ότι εκείνοι οι άνθρωποι. Ίσως από τους ανθρώπους γενικά. Δεν ήθελε να το πιστέψει. Κανένας δεν ήθελε να χάσει την πίστη του στους ανθρώπους. Κανένας από όσους έσβηναν και άναβαν φωτιές. Κανένας που απλά τις κοιτούσε να φουντώνουν τριγύρω. 

Σα να ένιωσε το κουνάβι να σταματά για να του ρίξει μια ματιά. Δεν ήταν σίγουρος όμως. Έτσι όπως είχε γυρίσει την πλάτη του για να επιστρέψει πίσω δε μπορούσε να το ξέρει. Το ένιωσε μόνο. Ένα βλέμμα σαν ένα σιωπηλό ευχαριστώ.