Ο Φίλιππος Γαλιάσος γεννήθηκε το 1972 στην Αθήνα και έχει αποφοιτήσει από το Ο.Π.Α. To βιβλίο «Δι

Δευτέρα 22 Απριλίου 2013

ΑΠΛΩΜΑ



Βγήκε για ένα τσιγάρο στο πίσω μπαλκόνι που κοιτούσε στον ακάλυπτο. Ο καιρός ήταν τυπικά ανοιξιάτικος και κείνος φορούσε ένα μαύρο βαμβακερό μπλουζάκι. Πάτησε τον αναπτήρα και τράβηξε την πρώτη τζούρα, αφήνοντας τη στη συνέχεια να αιωρηθεί τριγύρω από τις αχτίδες του ήλιου. Ήταν μια μέρα με λίγη δουλειά και πολλές σκέψεις. Ατένισε τριγύρω, απολαμβάνοντας το τσιγάρο του. Είδε τους ηλιακούς στις στέγες, τις κεραίες που συνδέονταν σε τηλεοράσεις που έπαιζαν σε φόντο νοικοκυρέματος σπιτιών. Κοιτούσε τους πεσμένους σοβάδες και την ξεραμένη μπογιά των τοίχων να χάσκει στο κενό. Παρατηρούσε τη μούχλα γύρω από τις υδρορροές και τις μαυρισμένες καμινάδες των τζακιών από το κάψιμο των ξύλων ενός αδυσώπητου οικονομικά χειμώνα. Το βλέμμα του κατέβαινε και το τσιγάρο εξατμιζόταν.

Τίναξε την στάχτη στο τασάκι που υπήρχε στο μπαλκόνι, την ίδια στιγμή που οι σειρήνες ακούστηκαν. Ήταν συνηθισμένο το φαινόμενο στο κέντρο της Αθήνας και δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία.  Σειρήνες από περιπολικά και ασθενοφόρα. Σειρήνες από συναγερμούς διαμερισμάτων και αρχαίες Σειρήνες που περίμενες να σε μαγέψουν και να σε πάρουν μακριά από εδώ. Σε λίγο θα χάνονταν από το ακουστικό του πεδίο και η ζωή θα συνεχιζόταν και πάλι. Αυτές οι σειρήνες όμως δε κορυφώθηκαν πριν αρχίσουν να εξασθενούν. Έμοιαζε σα να σταμάτησαν εδώ τριγύρω. Κορυφώθηκαν στο εδώ και τώρα. Τράβηξε άλλη μια τζούρα και σκέφτηκε ότι θα έπρεπε να μπει ξανά στο γραφείο για να στείλει την προσφορά που είχε ήδη ετοιμάσει.

Σκύβοντας για να λιώσει τη γόπα στο τασάκι πρόσεξε με την άκρη του ματιού του όλα εκείνα τα σχοινιά που ήταν δεμένα στα μπαλκόνια για το άπλωμα των ρούχων. Ήταν όλα τους κομμένα, χάσκοντας αιωρούμενα στις διαθέσεις του λιγοστού ανέμου που κατάφερνε να τρυπώσει στον ακάλυπτο. Μόλις την προηγούμενη εβδομάδα έστεκαν μια χαρά στη θέση τους.  Το θυμόταν καλά γιατί του είχε κάνει εντύπωση μια γριούλα η οποία άπλωνε τα ρούχα της στην έκτη σειρά των σχοινιών. Την είχε δει την προηγούμενη εβδομάδα. Ακροβατούσε με τα τεντωμένα της πέλματα να απλώσει ένα βρακί στην τελευταία σειρά των τεντωμένων σχοινιών. Μικρά διαμερίσματα, μικρά μπαλκόνια, πολλά τα ρούχα. Ακροβατούσε μεταξύ ζωής και θανάτου για ένα μονάχα εσώρουχο. Ένα εσώρουχο που έπρεπε να φορεθεί, να πλυθεί και να στεγνώσει.

Ενστικτωδώς έριξε το βλέμμα του όροφο τον όροφο, σηκώνοντας τον κορμό του μακριά από την πεθαμένη του γόπα. Σε κάθε όροφο υπήρχαν πιασμένα ρούχα με μανταλάκια τα οποία κρεμόντουσαν πάνω σε κομμένα, από τη μια πλευρά, σχοινιά. Είδε έναν τύπο να καβαλάει την μάντρα του ακάλυπτου και να πλησιάζει στη βεράντα του ισογείου που υπήρχε κάτω από τη συστάδα των εκκρεμών πλυμένων ρούχων. Τότε ήταν που πρόσεξε εκείνη τη γριούλα ξαπλωμένη σε μορφή τελικού σίγμα στο δάπεδο της βεράντας του ισογείου, κρατώντας στο χέρι της ένα τσούρμο από ρούχα. Ίσως από ένα από κάθε όροφο.  Να μη τα πολυλογώ, εκείνη η γριούλα δέχτηκε τις πρώτες βοήθειες από τον ασπροφορεμένο νοσοκόμο αλλά ήταν ήδη πολύ αργά για την οποιαδήποτε βοήθεια. Πήρε μαζί της μια αγκαλιά φρεσκοπλυμένα ρούχα για να περάσει στην αντίπερα όχθη και ίσως να ένοιωθε κάπως ευτυχισμένη τώρα που με καθαρά ρούχα θα βρισκόταν εκεί.  Συνηθισμένη να ακροβατεί μεταξύ ζωής και θανάτου για κάτι το τόσο επιπόλαιο, όπως ήταν το άπλωμα των ρούχων, δε θα έδινε σημασία σε ένα χαμό. Είχε μάθει στη ζωή της να μη δίνει σημασία στις λεπτομέρειες. Είχε θάψει ένα σύζυγο και τα παιδιά της πάνε χρόνια τώρα που δεν την είχαν επισκεφτεί. Το μόνο που μετρούσε ήταν να είναι φρεσκοπλυμένη και καλοσιδερωμένη για την Κυριακάτικη λειτουργία στην εκκλησία της ενορίας της. Βουβά θα μετρούσε τις μέρες, βουβά θα έτρωγε, βουβά θα έπλενε τα ρούχα και βουβά θα τα άπλωνε. Ακόμα και στην πτώση της δε πρέπει να έβγαλε ούτε ένα αχ. Οι άνθρωποι, οι μόνοι,  έχουν μάθει να τα λένε από μέσα τους. Δεν έχουν την ανάγκη να ακουστούν. Αξιοπρεπείς ακόμα και στις τελευταίες τους πτώσεις, δε θέλουν να ενοχλήσουν. Απαρατήρητοι πέρασαν τη ζωή τους, απαρατήρητοι φεύγουν. Πόσο θα ήθελε να μην είχε ρημάξει τα σχοινιά των γειτόνων! Κουβάλησε αυτό το μαράζι μαζί της!

Ο νοσοκόμος της άνοιξε το χέρι που κρατούσε τα ρούχα και τα απέθεσε παραδίπλα. Αυτό το ταξίδι της θα ήταν τελικά χωρίς αποσκευές. Σήκωσε το κεφάλι της και τρείς στάλες αίματος έσταξαν από το στόμα της. Ο δεύτερος νοσοκόμος ήρθε μαζί με το φορείο, βοήθησε τον πρώτο να την ακουμπήσουν εκεί. Κάποτε στην πλάκα της θα γραφόταν με αόρατα γράμματα το "πέθανε στο καθήκον". Με χαραγμένα όμως στο μάρμαρο ανεξίτηλα γράμματα θα γραφόταν "1930-2013, η Τάδε". Πόσο λίγη φαντασία έλειπε από τον κόσμο αυτό;

Δεν υπάρχουν σχόλια: