Ο Φίλιππος Γαλιάσος γεννήθηκε το 1972 στην Αθήνα και έχει αποφοιτήσει από το Ο.Π.Α. To βιβλίο «Δι

Παρασκευή 1 Μαρτίου 2013

ΑΠΟΓΝΩΣΗ ΚΥΡΙΛΕ.

http://www.iefimerida.gr/sites/default/files/metro-neoi-stathmoi-660_31.jpg

Το μετρό είναι ένα μαγικό πράγμα για πολλούς και διάφορους λόγους. Πρώτα από όλα μπορεί να μας μεταφέρει γρήγορα και με ασφάλεια στον προορισμό μας όποιος και αν είναι αυτός. Κατά δεύτερον έχει κανείς την ευκαιρία να παρατηρήσει εκείνη την τεράστια χρωματική γκάμα συνθέσεων που έχει η ανθρώπινη ψυχή. Μέσα στο μετρό βρίσκονται όλων των ειδών οι ηλικίες, όλες οι διαθέσεις, τόσα και τόσα παρελθόντα που σκέφτονται τόσο διαφορετικά το μέλλον. Το μαγικό αφορά το ότι τόσες πολλές και διαφορετικές μεταξύ τους ψυχές βρίσκονται για λίγη ώρα σε ένα μέρος. Ε! λοιπόν αν υπάρχει ένα τέτοιο μέρος αυτό είναι το μετρό και μόνο αυτό.

Μια από αυτές τις ημέρες μπήκα και εγώ σε ένα βαγόνι του και ως συνήθως άρχισα να παρατηρώ τον κόσμο. Πάντα το κάνω αυτό. Δεν ξέρω αν είναι κάποιου είδους κουσούρι αλλά εγώ το βλέπω σαν "κάτι για να μη με πάρει ο ύπνος". Εκείνη τη μέρα λοιπόν, τα ποσοστά μέσα στο βαγόνι ήταν κάπως παράξενα. Υπήρχαν δύο ζητιάνοι και ένα τζάνκι τσαντισμένο για λόγο άγνωστο ακόμα και στο ίδιο (Οι φλέβες του ίσως ήξεραν το γιατί). Πρώτη φορά μου έτυχε να βρεθώ σε ένα βαγόνι, την ίδια στιγμή, με τρείς ανθρώπους που εμφανώς έχουν φάει μια μούντζα από την ίδια τη ζωή. Εγώ, ως συνήθως, είχα ακουμπήσει στο όρθιο, σε μια κάθετη μπάρα, σαν άλλη χορεύτρια του pole dancing και αγνάντευα τριγύρω. Ένοιωθα στο αίμα μου αυτή τη γλυκιά ηδονή να μη μπορεί κανείς να με βρει ακόμα και στο κινητό μου τηλέφωνο. Κοίταζα τριγύρω και έκανα και το - γνωστό σε όλους - κόλπο με το τζάμι. Όταν δε θέλει κανείς να τον δει ο άλλος να τον κοιτάζει, τότε τον παρατηρεί μέσω ενός καθρέπτη και δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Το να συναντιούνται βλέμματα για πολύ ώρα τότε δύο πράγματα μπορεί να συμβούν. Ένας καβγάς ή ένας έρωτας και ποτέ δεν είμαι σίγουρος τι είναι το χειρότερο από αυτά. Για να μη τα πολυλογώ όμως, εκείνη τη μέρα δε μου έκανε τόσο εντύπωση η ζητιάνα που πουλούσε στυλούς γιατί το παιδί της έχει πτώση βλεφάρων, ούτε ο τύπος που έπαιζε ακορντεόν και μου ήρθε να του το πάρω από τα χέρια γιατί το ακορντεόν θα έπαιζε πιο μελωδικά ακόμα και στα χέρια ενός γέρου με Πάρκινσον. Ακόμα και το τζάνκι που το παντελόνι του είχε πέσει ως τα γόνατα και δεν είχε δύναμη να το σηκώσει δε μου έκανε τόσο εντύπωση.

Ένας άντρας, εκείνη τη μέρα, τράβηξε ολόκληρη την προσοχή μου. Τη ρούφηξε από το μεδούλι μονομιάς. Ψηλός, γύρω στα πενήντα. Μαλλί που σχηματίζονταν σε μια καλοχτενισμένη χωρίστρα και μελετημένο κυριλέ ντύσιμο. Κουστούμι από το καθαριστήριο και πριν από αυτό από ένα ακριβό σικ μαγαζί. Γραβάτα που μπορούσε κανείς να βγάλει γκόμενα απλά και μόνο φορώντας τη. Τα μάτια του κοίταζαν ευθεία μπροστά, μικρά μάτια, ασφαλισμένα πίσω από ένα ζευγάρι γυαλιά μυωπίας (ή πρεσβυωπίας αλλά ποιός νοιάζεται;). Τα μάτια του κινούνταν στο χώρο σε εύρος της μιας μοίρας. Σα να φοβόταν να μη φύγει το βλέμμα του στον κόσμο. Σα να λοξοδρομούσε το βλέμμα θα ήταν σα να λοξοδρομούσε και η σκέψη του. Ο άντρας έδειχνε ότι δεν ήθελε να λοξοδρομήσει η σκέψη του, έμοιαζε απολύτως προσηλωμένος σε κάτι παρότι που δε φαινόταν σκεπτικός. Στην αρχή τον κοίταζα με τρόπο και στη συνέχεια ξεθάρρεψα και τον κοιτούσα έντονα. Ήμουν πλέον σίγουρος ότι αποκλείεται να γυρίσει να με κοιτάξει και ο ίδιος.

Το πρεζάκι ψέλλισε κάτι βρισιές ανακατεμένες με τη στέρηση του και στάθηκε δίπλα μου, πίσω από την συρόμενη πόρτα. Το ακορντεόν λυσσομανούσε στην πλάτη μου κάτι σε "άστα τα μαλλάκια σου" και η κυρία με τα στυλό ερχόταν καταπάνω μου. Πήρα για λίγο το βλέμμα μου και είδα ένα βρώμικο σώβρακο. Το παντελόνι από το πρεζάκι είχε πέσει και έμοιαζε να πέφτει ολοένα σαν τον ίδιο. Όλο και πιο χαμηλά. Θα ερχόταν κάποια μέρα που δε θα μπορούσε να κάνει ούτε ένα βήμα με το παντελόνι τυλιγμένο στους αστραγάλους του, θα ερχόταν κάποια μέρα που η δόση θα ήταν περισσότερη ή νοθευμένη. Θα ερχόταν η μέρα που η ζωή θα του φαινόταν περισσότερη από αυτό που αντέχει ή νοθευμένη αρκετά για να μη θέλει άλλο να αντέξει. Το τζάνκι βγήκε έξω στο Μοναστηράκι και το τραίνο συνέχισε να βογγά πάνω στο συρμό, σέρνοντας τόσες και τόσες διαφορετικές μεταξύ τους ζωές.

Η πόρτα έκλεισε και έστρεψα τα μάτια μου πάνω του ξανά. Είχε σηκώσει το χέρι του και πήρε να χαϊδεύει το μαλλί του. Δεν έξυσε το κεφάλι του, δεν έφτιαξε κάποια τρίχα που πετά. Πέρασε μόνο το χέρι του πάνω στην τέλεια του χωρίστρα και από εκεί και πέρα ξεκίνησε ένα μαρτύριο σιωπηλό. Ένα "βοήθεια" που ξεφώνιζε μόνο με την κίνηση του ενός του χεριού. Η παλάμη του κατέβηκε δίπλα από το αυτί του και χάιδεψε τα δύο του μάγουλα. Τα είχε γραπώσει από κάτω. Κάτω από το σαγόνι του. Ένοιωθε με τις άκρες των δακτύλων του τη φρεσκοξυρισμένη του επιδερμίδα. Κατέβαινε και άλλο. Πήγε στο πηγούνι του. Το εγκλώβισε με τον δείκτη και τον αντίχειρα του και άρχισε να το τραβάει προς τα κάτω. Το πιγούνι επανερχόταν και εκείνος επέμενε. Θεέ μου πόσο αργά έκανε όλες αυτές τις κινήσεις! Σα να κινούταν σε ένα άλλο κόσμο όπου η ταχύτητα που συμβαίνει το κάθε τι διαιρούταν με το εκατό. Το άλλο του χέρι κρατούσε σφικτά τον δερμάτινο του χαρτοφύλακα. Το χέρι που χάιδευε κατέβαινε ολοένα.

Επόμενος σταθμός του ήταν ο κόμπος της γραβάτας. Τον παλαντζάρισε δεξιά και αριστερά, πάνω και κάτω. Το βλέμμα του έδειχνε συνέχεια στην ευθεία. "Επόμενος σταθμός Σύνταγμα", είπε η κυρία από το μικρόφωνο του βαγονιού και κανένας δεν έδωσε σημασία. Η γραβάτα του στάθηκε στην τελική της θέση και ο κόμπος του σε αυτή στην οποία ήταν αρχικά. Το χέρι μάγκωσε το τέλος του γιακά του σακακιού και πήρε να κατεβαίνει. Το σακάκι είχε τρία κουμπιά. Χρυσά κουμπιά με ανάγλυφη μια άγκυρα. Το χάδι κατέβαινε προσπαθώντας να ισιώσει το σα χάρακα πέτο και τα δάκτυλα χάιδευαν με μια κυκλική κίνηση κάθε κουμπί που έβρισκε στο διάβα του. Όλη αυτή η χερο-γραφία μου έμοιαζε ότι κράτησε μια ολόκληρη ζωή. Ας ήταν ενός σταθμού απόσταση μονάχα. Τα μικρά του μάτια έπαιξαν μόνο μια φορά πίσω από το τζάμι των γυαλιών του. Σα να υπήρχε μια ανεξάντλητη υγρασία μέσα τους που κατέβαινε ως τα βάθη της γέννησης του.

Στον επόμενο σταθμό κατέβηκα. Πήρα τις κυλιόμενες σκάλες και ανέβαινα προς την επιφάνεια της Γής. Εκεί κάτω υπήρχε ο πυθμένας της απόγνωσης. Ακόμα και της άψογα ντυμένης. Δε μπορούσα να βγάλω από το μυαλό μου το χέρι του να κατεβαίνει. Ούτε η πτώση των βλεφάρων του παιδιού της ζητιάνας στάθηκαν αρκετά, ούτε και ένα παντελόνι που κολυμπούσε στο πάτωμα, μέσα στην ψευδαίσθηση της ευτυχίας των ουσιών. Εκείνος ο άντρας με το αψεγάδιαστο κουστούμι έκρυβε την απόγνωση δέκα γενεών. Έκλαιγε από μέσα του, στρίγγλιζε και ζητούσε βοήθεια. Το μόνο πράγμα που μπορούσε να τον σώσει ήταν το χάδι στον εαυτό του, στη γραβάτα του και στο καλοσιδερωμένο του πέτο. 

Η απόγνωση έχει τον τρόπο της σε κάθε εποχή. Απλά ετούτη εδώ με τρόμαξε για τα καλά. Η βουβή καλοντυμένη απόγνωση είναι ό,τι το χειρότερο. Κρύβει ένα δολοφόνο και έναν αυτόχειρα μέσα της.

Δεν υπάρχουν σχόλια: