Ο Φίλιππος Γαλιάσος γεννήθηκε το 1972 στην Αθήνα και έχει αποφοιτήσει από το Ο.Π.Α. To βιβλίο «Δι

Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2013

ΔΕΝ ΕΙΧΕ ΥΠΝΟ ΣΗΜΕΡΑ Η ΝΥΧΤΑ ΤΟΥ.



Δεν είχε ύπνο σήμερα η νύχτα του.
Βγήκε στο μπαλκόνι να βρει την ηρεμία του σκοταδιού.
Εκεί που τίποτα δε κινείται,
Εκεί που ο άνεμος σφυρίζει και αν είσαι τυχερός θα δεις δύο μάτια κουκουβάγιας να σε κοιτάνε.
Άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω λοιπόν.
Κάθισε σε μια καρέκλα και έβαλε το ένα του πόδι πάνω στο άλλο.
Ήταν χάρμα η στιγμή.
Πραγματικά μοναδική.
«Πως από εδώ τέτοια ώρα;»
Ξεσταύρωσε τρομαγμένος τα πόδια του και κοίταξε στο πλάι.
«Ναι εγώ είμαι. Το παρελθόν σου. Τι σε βαραίνει και δεν μπορείς να κοιμηθείς;»
Πάνω στη καρέκλα υπήρχε ένα κάρβουνο.
Κατάμαυρο.
«Τι λάθος έγινε και δε σε παίρνει ο ύπνος;»
Κοίταξε τριγύρω και αφού δεν υπήρχε κανείς εκεί είπε να δώσει μια ευκαιρία.
Μια ευκαιρία κουβέντας με ένα κάρβουνο στο πλάι του.
 «Για σένα δε με παίρνει ο ύπνος. Σκέφτομαι όλα αυτά που έκανα λάθος στη ζωή μου. Όλη αυτή την μαυρίλα που έχω σκορπίσει στους ανθρώπους που αγαπώ και στον ίδιο μου τον εαυτό. Σκέφτομαι τις λάθος μου επιλογές και δε με παίρνει ο ύπνος.»
«Έχω τη λύση για σένα»
«Αν σκέφτεσαι τίποτα ναρκωτικά ή υπνωτικά χάπια, ξέχνα το! Δεν είμαι φίλος. Άντε καμιά βαλεριάνα και πολύ μου είναι.»
 «Να σου γνωρίσω το μέλλον σου. Κοίτα δεξιά σου.»
Έστρεψε το λαιμό του και είδε άλλο ένα κάρβουνο να κάθεται στην καρέκλα δεξιά του.
«Τι στο διάβολο!»
Σηκώθηκε όρθιος και έριξε μια γενναία τσιμπιά στο μπράτσο του.
Πόνεσε είναι η αλήθεια.
«Άουτς» είπε και μετά συνειδητοποίησε ότι όλο αυτό που συμβαίνει είναι αλήθεια.
«Κάτσε κάτω, εμείς οι τρείς έχουμε πολλά να πούμε.»
Ξανάπεσε στην καρέκλα του και κοίταζε πότε δεξιά και πότε αριστερά. Δύο μαύρα κομμάτια από κάρβουνο καθόντουσαν εκεί. Έριξε άλλη μια τσιμπιά στο μπράτσο του και ο πόνος τον ηρέμησε κάπως.
«Αν το παρελθόν μου είναι μαύρο σα κάρβουνο - ένα κάρβουνο σωστό για να λέμε την αλήθεια! – τότε γιατί το μέλλον μου είναι κάρβουνο και αυτό; Θέλετε να μου πείτε κάτι;»
«Μας βλέπεις το ίδιο αλλά είμαστε τελείως διαφορετικά κάρβουνα. Το ένα έμεινε στο παρελθόν. Πάει και έφυγε. Το άλλο μπορείς να το πάρεις στα χέρια σου και να ζωγραφίσεις την υπόλοιπη ζωή σου. Να δώσεις φαντασία στη ζωγραφιά, προοπτική, τις απαραίτητες σκιές. Τι λες;»
Η αλήθεια είναι ότι το σκέφτηκε για λίγο και μετά άπλωσε το χέρι του στο καρβουνιασμένο του μέλλον. Το χάιδεψε και ένοιωσε τη ζέστη. Σα να ετοιμάζονταν μια φλόγα να πάρει μπροστά.
Στη συνέχεια άπλωσε την παλάμη του και άγγιξε το παρελθόν του. Ήταν κρύο. Σχεδόν παγωμένο.
«Δεν έχουν σημασία οι συγκρίσεις. Μη μπαίνεις σε αυτή τη διαδικασία. Απλά κοίτα δεξιά σου και κοίτα τι μπορείς να κάνεις με αυτό που τώρα έχεις. Είναι τόσο απλό το πράμα!»
«Δεν ξέρω να ζωγραφίζω και δε με ενδιαφέρει να μάθω. Τι στο καλό θα κάνω με ένα κομμάτι κάρβουνο στα χέρια μου;»
«Βάλτο στη φωτιά και ψήσε μια μπριζόλα. Μουντζούρωσε το πρόσωπο σου και έβγα έξω να τρομάζεις τον κόσμο. Δε με νοιάζει το τι θα κάνεις με το μέλλον σου. Αυτό είναι καθαρά δικό σου θέμα.»
«Με τρομάζει κιόλας που δεν έχει βγάλει άχνα. Ούτε κουβέντα δεν έχει πει εδώ και τόση ώρα.»
«Το μέλλον πάντα είναι ντροπαλό. Με το παρελθόν έχει αναπτυχθεί μια οικειότητα ενώ το μέλλον είναι καινούργια φιλία. Το μέλλον ψάχνει καλούς κουμανταδόρους και ένα σωστό καβαλιέρο. Πάρε το στα χέρια σου και χόρεψε. Στην πορεία θα αναπτυχθεί μια φιλία και θα μάθεις τις σωστές κινήσεις. Άντε ξεκίνα.»
Έγειρα και το αγκάλιασα με τα δύο μου χέρια, το σήκωσα ψηλά και το πλησίασα στο στόμα μου.
«Γιατί δε μου μιλάς; Πες μου κάτι. Κάτι από το μακρινό μου μέλλον. Δείξε μου το δρόμο. Πες μου μια κουβέντα.»
«50 ευρώ δώσε μου και σου λέω ότι θέλεις. Δώσε μου τα πενήντα μου ευρώ και θα σου πω ό, τι θέλεις να ακούσεις. Δώσε τα όμως τώρα και μη το παίζεις τρελός. Κάτω είναι ο Ιγκόρ και σε πέντε λεπτά θα ανέβει να σου σπάσει τα μούτρα. Έχει περάσει η ώρα και θα σκεφτεί ότι κάτι πάει στραβά εδώ πέρα.»
Άνοιξε τα μάτια του και την κοίταξε. Μια πόρνη, ξανθιά πόρνη. Δε θυμόταν που την ψάρεψε ή που τον ψάρεψε. Κρατούσε το στήθος της στα δύο του χέρια. Τόσο ζεστό, τόσο σωστό, τόσο καταπονημένο.
Σηκώθηκε από το κρεβάτι και έψαξε στην τσέπη του παντελονιού που ήταν γερμένο στην καρέκλα. Της τα έδωσε και εκείνη φόρεσε το φουστάνι της και άνοιξε την πόρτα να φύγει. Σα να εβλεπε το μέλλον του να φεύγει ήταν.
«Την επόμενη φορά φρόντισε να μη σε πάρει ο ύπνος. Κρίμα είναι να πληρώνεις μόνο για να κοιμάσαι!»
Η πόρτα έκλεισε και εκείνος κοίταξε τα χέρια του. Του έμοιαζαν κατάμαυρα. Ήταν τόσο κουρασμένος όμως. Τόσο εξαντλημένος που άλλο δεν ήθελε. Ούτε να σκεφτεί, ούτε να μελετήσει. Έγειρε στο πλάι, σα βρέφος και έκλεισε το φώς. Άνοιξε τα μάτια του μέσα στο σκοτάδι.

Δεν είχε ύπνο σήμερα η νύχτα του.

Δεν υπάρχουν σχόλια: