Ο Φίλιππος Γαλιάσος γεννήθηκε το 1972 στην Αθήνα και έχει αποφοιτήσει από το Ο.Π.Α. To βιβλίο «Δι

Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2013

ΕΝΑΣ ΠΛΟΥΣΙΟΣ ΖΗΤΙΑΝΟΣ


 

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΑΙΤΑ : Ε-ΒΟΟΚ. ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΕΝΟΣ ΧΑΡΤΟΝΟΜΙΣΜΑΤΟΣ



Έτριψε με τα πολυφορεμένα μάλλινα γάντια τα μάτια του, μη πιστεύοντας αυτό που έβλεπε. Καθόταν εκεί, μέσα στους βυθισμένους βαθμούς της θερμοκρασίας και αυτό ίσως να είχε επηρεάσει την κρίση του. Να είχε παγώσει τη λογική του. Έψαχνε για πολύ ώρα να βρει απάγκιο να ζεστάνει το κοκαλάκι του χωρίς αποτέλεσμα όμως. Είδε και απόειδε και κατέληξε στα σκαλοπάτια της εξώπορτας ενός διωρόφου κτίσματος. Το κρύο τον σούβλιζε για ώρες αλλά το είχε ανάγκη να σωριαστεί κάπου και να κοιμηθεί για λίγο. Ο ύπνος όμως δεν ήρθε ποτέ. Καθόταν από το πρωί και τώρα μόλις είχε πάρει να σκοτεινιάζει. Ένα παγωμένο σούρουπο που έσερνε στην καρότσα του την απειλή μιας νύχτας που μπορεί να ήταν και η τελευταία του. Συνέχισε να τρίβει τα μάτια του. Σηκώθηκε ακούγοντας τις κλειδώσεις του να τρίζουν από την ακινησία που είχε προηγηθεί και άπλωσε το χέρι του. Ήταν ένα χαρτονόμισμα των πενήντα ευρώ.
Το γύρισε μπρος και πίσω. Το σήκωσε ψηλά στον ουρανό, κοιτώντας το με θαυμασμό, πριν τελικά αυτό καταχωνιαστεί στο παντελόνι του. Ρημαγμένο παντελόνι. Χιλιοτρυπημένο και βρώμικο έως το μεδούλι. Να το πετάς στο πάτωμα και αυτό να κάθεται ορθό. Οι τσέπες του όμως ήταν ολοκαίνουργιες.   Δεν έβαζε ούτε τα χέρια του μέσα. Προτιμούσε τη ζεστασιά των γαντιών του. Για χρήματα δε, ούτε κουβέντα να γίνεται. Μέρες ολάκαιρες είχε να δει κέρμα να πέφτει στο ντενεκεδάκι του. Ο κόσμος κοιτούσε πως και πώς να πάει σπίτι του να ζεσταθεί. Δεν είχε χρόνο για ελεημοσύνες. Αυτές τις ημέρες είχε σκεφτεί πολύ. Είχε σκεφτεί τα λάθη του και τις αξίες της ζωής. Δεν ήταν του χαρακτήρα του η επαιτεία. Ήταν περήφανος άνθρωπος. Ακόμα και τα γάντια που φορούσε χειμώνα καλοκαίρι, για να κρύβει τον όλεθρο της βρωμιάς των νυχιών του το έκανε. Για να καμουφλάρει κάπως την δόλια του την ύπαρξη. Ήταν περήφανος ζητιάνος και σε αυτό βοηθούσε κάπως και το ποτό που τις καλές ημέρες προμηθευόταν. Είχε γίνει ο αχώριστος φίλος του που τον ταξίδευε ώρες και μίλια μακριά από την αδιέξοδη πραγματικότητα που ζούσε. Πόσες φορές δεν προτίμησε μια μποτίλια ρετσίνα από ένα καρβέλι ψωμί; Δεν ήταν η κατάντια που τον ένοιαζε. Ήταν που ήταν άχρηστος στους υπολοίπους. Που δεν μπορούσε τίποτα να προσφέρει παρά μόνο να τους ξαλαφρώνει από τα κέρματα τους.
Τώρα αυτό το πενηντάρικο ήταν η ανάσταση του Χριστού η ίδια. Ντούρο από το ψύχος και πορτοκαλί σα το σούρουπο που όλο και βάθαινε. Όλος ο κόσμος ήταν δικός του τώρα. Θα σηκωνόταν και θα πήγαινε να επανορθώσει για ότι κακό του είχε κάνει. Θα έπινε για να γλεντήσει και θα κέρναγε για να ακούσει το πρώτο του ευχαριστώ μετά από πολλά πολλά χρόνια. Σηκώθηκε και έστρεψε το σώμα του προς το καφενείο του Θανάση. Από εκεί έπαιρνε τις ρετσίνες του και κανένα ξεραμένο ψωμί. Ήταν η ώρα που μαζεύονταν ο κόσμος. Το καλό ήταν που τον γνώριζαν. Θα τον άφηναν να μπει μέσα και δεν θα τον κοιτούσαν περίεργα.
«Καλώς το παλικάρι! Δε πιστεύω να ψάχνεις κρεβάτι;»
Εκείνος κοίταξε με ένα μάλλον αυστηρό ύφος τον μαγαζάτορα και θρονιάστηκε μπόλικα στο πρώτο ελεύθερο τραπέζι που βρήκε μπροστά του. Οι άνθρωποι φοβόντουσαν τους ζητιάνους με τον ίδιο τρόπο που φοβόντουσαν τη φτώχεια την ίδια. Δεν ήθελαν να τους μπαστακωθεί. Και μολονότι του έδιναν ένα κομμάτι ψωμί που και που, ωστόσο τους ήταν προτιμότερο να του το πετάξουν για να το πάρει. Να αισθανθούν ότι έκαναν το καλό αλλά να κρατήσουν και τις αποστάσεις. Ο Θανάσης τις περισσότερες φορές του έδινε την ρετσίνα στα μουλωχτά. Δεν ήθελε να δουν οι υπόλοιποι ότι έπαιρνε λεφτά από ένα μπεκρή ζητιάνο. Με τα ξεροκόμματα τα πράγματα ήταν κάπως διαφορετικά. Το βροντοφώναζε. «Έλα ρε συ να δεις τι σου χω. Άντε να γεμίσει και σένα η κοιλιά σου κακομοίρη.». Και διάλεγε πάντα την ώρα που θα ήταν όλοι μαζεμένοι για να κάνει την καλή του πράξη ο Θανάσης. Και κάπως έτσι οι περισσότεροι κατάφερναν να έχουν έναν βαθύ και γλυκό ύπνο τα βράδια. Σα να ξόρκιζαν τα κακά πνεύματα. Να έβγαιναν νικητές από τη μάχη με το κακό. Και ας ήξεραν στο βάθος ότι όλα ήταν ένα θέατρο. Το βάθος δεν είχε ανάγκη από ύπνο και μπόσικα γέλια. Εκείνοι ζητούσαν μόνο μια γαλήνη να πασαλειφθούν όπως όπως.
«Θανάση, πιάσε την νταμιτζάνα σου και άρχισε να γεμίζεις τα ποτήρια. Κερνάω όλο το μαγαζί.»
Ο χρόνος σα να ξαπόστασε για μια στιγμή. Όλοι απέμειναν να κοιτάζουν τις λέξεις του ζητιάνου να χορεύουν γύρω τους. Τι αστείο ήταν πάλι και αυτό; Μόνο για μια στιγμή η τέλεια σιωπή και μετά ένας ορυμαγδός από χασκόγελα και χάχανα όλων το αποχρώσεων στούμπωσε το μαγαζί ως τα ταβάνια του.
«Αει στο διάολο. Με έκανες να κατουρηθώ από τα γέλια. Καλύτερα όμως να πάς πουθενά αλλού να πεις τα ανέκδοτα σου.»
Ο ζητιάνος έγειρε τον κορμό του στο πλάι, χώνοντας το χέρι του στην τσέπη. Έβγαλε το χαρτονόμισμα έξω και το τέντωσε με τα δύο του χέρια κάμποσες φορές. Το τέντωσε προσεκτικά αλλά και αρκετά φαφλατάδικα για να κάνει το ηχητικό παιχνίδι που επιθυμούσε.
«Αφού εγώ μίλησα, τον λόγο τον δίνω τώρα στο πορτοκαλί χαρτί που κρατάω στο χέρι μου. Τι λέτε; Δεν θα θέλατε λίγη δωρεάν ρετσίνα να κελαρύσει στα διψασμένα σας στομάχια;»
Τα κεφάλια του μαγαζιού γύρισαν κατά το μέρος του Θανάση, περιμένοντας τη στάση του. Περιουσίες ολόκληρες του είχαν προσφέρει του τσιφούτη και αυτό τώρα έμοιαζε σαν μέρος των τόκων τους. Τα κεφάλια τον κοίταζαν, και εκείνος κοιτούσε με κρεμασμένο το σαγόνι το τεντωμένο χαρτονόμισμα στα χέρια του ζητιάνου.
«Για φέρε το εδώ να του ρίξω μια ματιά.»
«Όπως φαίνεται ούτε και εσύ έχεις δει στη ζωή σου τέτοιο χαρτονόμισμα.»
Μερικά χάχανα ακούστηκαν σκόρπια όση ώρα ο Θανάσης ανέκρινε το χαρτονόμισμα. Και δεν του πήρε και πολύ ώρα πριν ένα σκοτεινιασμένο χαμόγελο του χαρακώσει τα μάγουλα.
«Σύρε έξω ρε κακομοίρη. Πάρε και αυτό μαζί σου. Δες. Στη γωνία. Του λείπει ένα κομμάτι. Δε περνάει. Άντε τώρα, άδειασε μας τη γωνιά.»
Πρέπει από τότε να έχουν περάσει επτά μήνες. Καλοκαίρι πια και εκείνος κάθεται στα σκαλοπάτια περιμένοντας την κομμένη γωνίτσα να φανεί με τη βοήθεια των ανέμων.

Δεν υπάρχουν σχόλια: