Ο Φίλιππος Γαλιάσος γεννήθηκε το 1972 στην Αθήνα και έχει αποφοιτήσει από το Ο.Π.Α. To βιβλίο «Δι

Παρασκευή 28 Δεκεμβρίου 2012

Η ΘΕΙΑ ΤΟΥ...




Οι γιορτές ήταν ζόρικες γι’αυτόν. Κυρίως τα Χριστούγεννα. Και πάλι όμως όχι όλα τα Χριστούγεννα. Μόνο αυτά που ακολούθησαν μετά τα 10 του χρόνια. Τότε που πέθανε η θεία του και στο σπίτι πάψανε να στολίζουν. Το έθιμο έλεγε για δύο ή τρία χρόνια θαρρώ αλλά εκείνο το σπίτι δε ξαναστολίστηκε τα Χριστούγεννα για πολλά χρόνια μετά τον θάνατο της. Η αγαπημένη του. Η θεία Κούλα με το λαμπρό της χαμόγελο και μια καλοσύνη να την πιείς και να ξεδιψάσεις για ολόκληρη τη ζωή σου. Η θεία λοιπόν είχε καρκίνο. Έκανε επέμβαση και αλλεπάλληλες χημειοθεραπείες πριν πετάξει μακριά. Εκείνος θυμόταν την επέμβαση της. Μια τεράστια ουλή από τον λαιμό της έως τον αφαλό. Του την έδειχνε τότε και γελούσε με αυτήν. Έλεγε ότι ήταν σωστό επιτραπέζιο παιχνίδι. Φιδάκι. Έπιανε το χεράκι του και του τσουλούσε πάνω στην ουλή της και έσκαγε στα γέλια. «Ουπς, να σε πάλι. Έπεσες βρε ξανά!» Έτσι του έλεγε και το πιαναν φτου και πάλι από την αρχή. Μετά εκείνος άρχισε να παραξενεύεται και ρώταγε όλη την ώρα. «Θεία γιατί φοράς τον σκούφο σου μέσα στο σπίτι;». Και να σου η θεία Κούλα να του λέει ότι θέλει να ζωγραφίσει στο κεφάλι της σύννεφα και καρδούλες και γι’ αυτό το ξύρισε. Και έως ότου τις ζωγραφίσει ντρέπεται για το ξύρισμα και θέλει σκούφο να φοράει. «Ωραία ιδέα θεία!». Έτσι της έλεγε τότε και ας τρόμαζε όταν την πετύχαινε να βγάζει τον σκούφο της στο δωμάτιο της και να κοιτάζεται στον καθρέπτη. Ας τρόμαζε που τότε δεν την έβλεπε να γελάει παρά μια λύπη μπαστάκωμένη στα μάτια της να’χει. «Θεία τι έχεις;». «Αγάπη μου, τίποτα! Απλά σκέφτομαι πόσα συννεφάκια και πόσες καρδιές χωράνε να ζωγραφίσω.»

Για να μη τα πολυλογώ η θεία πέθανε ένα μήνα πριν τα Χριστούγεννα. Εκείνος θυμόταν πάντα το σαλόνι του με εκείνο το πελώριο συναρμολογούμενο έλατο, και με όλα αυτά τα φωτάκια κρεμασμένα τριγύρω του. Καθόταν μαζί με τα αδέλφια του οκλαδόν και το χάζευαν με τις ώρες. Περίμενε πως και πως για το στήσιμο του δέντρου. Πως και πώς να πέσει το σκοτάδι και εκείνος να κάθεται και να χαζεύει τα φωτάκια να αναβοσβήνουν με εναλλασσόμενους ρυθμούς. Εκείνα τα Χριστούγεννα όμως το έθιμο του θανάτου έλεγε ότι δεν έπρεπε να στολίσουν. Και εκείνος δεν είχε καταλάβει το γιατί. Λυπήθηκε όταν του είπαν ότι η θεία του πήγε ένα ταξίδι και τα Χριστούγεννα εκείνα δε θα ήταν μαζί τους όπως πάντα. Λυπήθηκε και έκλαψε γιατί τόσο την αγαπούσε. Και εκείνος το μόνο που ήθελε τότε για να ισιώσει τη λύπη του ήταν εκείνο το δέντρο και ούτε αυτό γινόταν. Ήταν σα να τράβηξε κάποιος το χαλί κάτω από τα πόδια του. Δεν καταλάβαινε τίποτα. Γιατί έφυγε η θεία, που πήγε, γιατί δεν στολίζουν το δέντρο. Δεν καταλάβαινε τίποτα και ξαφνικά οι πιο λαμπρές ημέρες του χρόνου έγιναν μια σκέτη μιζέρια.

Τώρα στεκόταν μπροστά από το μικρό του έλατο. Μετά από τριάντα χρόνια και έχοντας τελικά μάθει τι είχε συμβεί. Καταλάβαινε σιγά σιγά γιατί τα Χριστούγεννα του έφερναν πάντα θλίψη μετά από τότε. Καταλάβαινε πόσο πολύ ανάγκη είχε να ξαναδεί τη θεία του. Εκείνη που γελούσε κατάμουτρα στο θάνατο. Εκείνη που χάιδεψε την αθωότητα του μέσα στην καταδίκη της. Καταλάβαινε ότι τα Χριστούγεννα ποτέ δε θα ήταν τα ίδια ξανά. Ούτε οκλαδόν είχε πλέον τη δύναμη να καθίσει, ούτε τόσες ώρες να κοιτάζει τα φώτα να αναβοσβήνουν θέλησε ξανά.  Είχε φτάσει στο σημείο να στολίσει δέντρο δύο μήνες μετά τον θάνατο του πατέρα του. Ετσι, μόνο και μόνο για να πάει κόντρα στον θάνατο. Ούτε τότε ήταν το ίδιο όμως. Πλέον ήταν σίγουρο. Τα τελευταία Χριστούγεννα που πέρασε όμορφα ήταν εκείνα των δέκα του ετών. Από εκεί και πέρα πάλευε να τους προσδώσει ένα άλλο νόημα. Ένα χαμόγελο και μια κόντρα με το πεπρωμένο που τις περισσότερες φορές έχει το κακό συνήθειο ούτε καν να χτυπάει την πόρτα.

Τέντωνει τώρα το δάκτυλο του και το ακουμπάει πάνω στην ουλή στην κοιλιά της θείας του. Την χαιδεύει κατεβαίνοντας και γελάει. Γελάει και εκείνη από εκεί που τώρα βρίσκεται. Τα Χριστούγεννα όσα και να του θυμίζουν του φέρνουν στο μυαλό εκείνη τη μάχη με τον θάνατο. Και ας κέρδισε ξανά ο μπαγάσας. Του φέρνουν στο νου το χαμόγελο της θείας του και την ανάγκη να ξαναγεννηθεί κανείς μέσα από τις στάχτες του. Για αυτό και τώρα τυλίγει τα λαμπάκια τριγύρω από το έλατο του. Για αυτό και πήρε ένα αστέρι λαμπερό σα τα μάτια της που θα κρεμάσει στην κορυφή του. Για αυτό και αποφάσισε ότι αυτά τα Χριστούγεννα θα τα φτιάξει όπως τότε. Χαμογελαστά και απαστράπτοντα. Με γέλια και ένα φόβο να έχει τραβηχτεί στην σπηλιά του.

Δεν υπάρχουν σχόλια: