Ο Φίλιππος Γαλιάσος γεννήθηκε το 1972 στην Αθήνα και έχει αποφοιτήσει από το Ο.Π.Α. To βιβλίο «Δι

Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου 2012

ΗΤΑΝ ΔΥΟ ΠΑΠΑΓΑΛΟΙ

http://us.123rf.com/400wm/400/400/tanberin/tanberin1109/tanberin110900002/10598065-couple-of-parrot-kissing.jpg
Ήταν που λέτε δύο παπαγαλάκια. Όμορφα και κατακόκκινα αλλά κλεισμένα σε κείνο το λευκό κλουβί. Κάθε μέρα που έμπαινα στο σπίτι της, τα έβλεπα να ραμφίζουν, να τσιμπάνε σπόρια και να χλαπακιάζουν το νεράκι. Έμπαινα, που λέτε, στο σπίτι της Γιάννας και κάθε μέρα τα γαλάκια της ήταν εκεί. Όπως και η ίδια εξάλλου. Τρείς ψυχές με περίμεναν εκεί, κάθε μέρα, μετά το μεσημέρι. Τα παπαγαλάκια ήταν στητά, κελαηδώντας για την αγάπη τους και την τραγουδιστή τους φύση. Ήταν μέσα σε εκείνο το κελί και μου φαινόντουσαν τόσο κόκκινα που με το που τα πρωτοέβλεπα ήθελα να τα δαγκώσω. Τόσο λαχταριστά ήταν. Στριφογυρνούσαν νευρικά στο κλουβί τους και εγώ, τότε, νόμιζα ότι αυτή η παρουσία μου τους την έδινε στα νεύρα. Πάνω, κάτω, πάνω, κάτω, μέσα στο κελί, για τουλάχιστον δέκα λεπτά. Τον πρώτο καιρό, το γεγονός του εκνευρισμού των παπαγάλων της Γιάννας το είχα ρίξει εκεί. Ήμουν ένας άγνωστος τότε, τίποτε άλλο παρά μόνο αυτό. Ήταν σα να έμπαινα ανάμεσα τους, ανάμεσα σε εκείνα και το πανέμορφο αφεντικό τους. Η Γιάννα έκανε τη Γη να στριφογυρίζει τότε. Τη δική μου Γη. Ένιωθα υπέροχα που της άρεσα και κατάφερνα να μπαινοβγαίνω στο σπίτι της κλέβοντας της το κορμί, πόντο τον πόντο. Τα παπαγαλάκια δε το έβλεπαν έτσι όμως. Εκνευριζόντουσαν με το που άνοιγα την πόρτα και έπρεπε να περάσουν δέκα λεπτά πριν ησυχάσουν και το ρίξουν στο τραγούδι. Οι εβδομάδες μπαινόβγαιναν και εγώ έβαζα τα δυνατά μου να κάνω το ίδιο με την Γιάννα που της άρεσα και μου άρεσε και ο έρωτας μας ανέμιζε στο σαλόνι της, πάνω στην τραπεζαρία, κάτω στο χαλί, μέσα στο δωμάτιο της. Ο έρωτας μας ανέμιζε όταν τα παπαγαλάκια ηρεμούσαν και ξεκινούσαν τα πρίμα τους τραγούδια.

Μετά, πέρασε ένα ολόκληρο εξάμηνο και άρχισα να αναρωτιέμαι γιατί τα παπαγαλάκια εξακολουθούσαν να εκνευρίζονται με το που έμπαινα στο σπίτι της Γιάννας. "Τι στο καλό; Ακόμα να με αποδεχτούν ετούτοι οι κόκκινοι διαβολάκοι;". Έτσι έλεγα τότε. Δεν ήξερα και έπρεπε να αναρωτιέμαι όλη την ώρα, ψάχνοντας για τη σωστή απάντηση. Μετά από έξι μήνες θεώρησα ότι την είχα βρει. Δεν έφταιγε το ότι ήμουν άγνωστος. Δε τα αναστάτωνε η παρουσία μου αλλά το γεγονός της φυλακής τους. "Μωρό μου πάντα έτσι κάνουν οι παπαγάλοι σου;" της είπα. "Μόνο όταν έρχεσαι εσύ πασά μου", μου είπε και εγώ βούλιαζα μέσα στο στόμα της. "Γιατί, έρχονται και άλλοι εδώ;" της ξαναείπα, μη καταφέρνοντας να κρύψω την αγωνία μου. "Όχι μωρό μου, εγώ και οι παπαγάλοι μόνο εσένα περιμένουμε." μου ξαναείπε. "Πασά μου!", πρόσθεσε και έγινα ένα γλειφιτζούρι στο στόμα της, ξεχνώντας όχι μόνο τους παπαγάλους αλλά και το ότι το κόκκινο τους χρώμα υπήρχε στη ζωή. Έπρεπε να στεγνώσουμε από τους χυμούς μας για να καταφέρω να της πω το γιατί οι παπαγάλοι κάνουν σα τρελοί με την άφιξη μου. "Με βλέπουν εμένα ελεύθερο να πηγαινοέρχομαι στο σπίτι σου και τους τη δίνω στα νεύρα. Τους τη σπάει που είμαι ελεύθερος και όχι σε κλουβί. Εσύ όλη μέρα είσαι εδώ και θεωρούν ότι και συ παπαγάλος είσαι σα και αυτούς. Συνειδητοποιούν σιγά σιγά το μέγεθος της φυλακής τους". Έτσι είπα και μετά, για άλλη μια φορά, ξέχασα τους παπαγάλους και όρμησα πάνω στη Γιάννα φέρνοντας την τα πάνω κάτω. Εκείνη δε μου απάντησε ποτέ γιατί μετά από εκείνη την ημέρα οι χυμοί μας δε στέγνωσαν ξανά. 

Έχουν περάσει πέντε μήνες από εκείνη τη μέρα και τη Γιάννα δεν την ξαναείδα. Εξακολούθησα να μπαινοβγαίνω στο σπίτι της έως ότου ο νέος ενοικιαστής του ιδιοκτήτη (ή για την ακρίβεια ο ιδιοκτήτης ο ίδιος) με βγάλει έξω. Η Γιάννα με αγαπούσε και μου είχε δώσει τα κλειδιά της για να μπαίνω ελεύθερα και όποτε θέλω στο σπίτι της. Απλά την επόμενη μέρα από εκείνη μας την κουβέντα η Γιάννα δεν ήταν στο σπίτι. Είχε φύγει, αφήνοντας απλήρωτα τα κοινόχρηστα και τα ενοίκια τριών μηνών. Έφυγε αφήνοντας εμένα με τους παπαγάλους της να με κρώζουν. Μου πήρε κάμποσο καιρό αλλά τελικά το βρήκα. Όχι το γιατί με παράτησε η Γιάννα, αλλά γιατί εκείνοι οι βρωμοπαπαγάλοι έκαναν σα τρελοί με το που με έβλεπαν.

Ήταν μια μέρα, Παρασκευή ή Σάββατο, σημασία δεν έχει, που μπήκα με τα κλειδιά μου (αυτά της Γιάννας), ξεχνώντας για ακόμα μια φορά ότι οι ιδιοκτήτες του σπιτιού θα μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να παραβιάσουν την κλειδαριά και κάθισα στον καναπέ. Το είχα αγαπήσει το σπίτι της. Είχα αγαπήσει και την ίδια και ό, τι είχε εκείνη ακουμπήσει. Τον καναπέ, τα σεντόνια, το κλουβί με τους παπαγάλους. Κάθισα στον καναπέ και άναψα ένα τσιγάρο κοιτώντας τους παπαγάλους μέσα εκεί. Στη φυλακή τους. Έκαναν σα τρελοί ως συνήθως αλλά όσο τα δευτερόλεπτα κυλούσαν πάνω στα συννεφάκια από το τσιγάρο μου εκείνοι ηρεμούσαν. Μετά το πρώτο μου τσιγάρο γινόντουσαν μια χαρά παπαγάλοι. Σαν εκείνους που έβλεπα ακίνητους στα πανάκριβα λευκώματα των βιβλιοπωλείων. Τότε μόνο κατάλαβα τι στο διάολο ήταν αυτό που τους πείραζε. Το τσιγάρο. Όχι η παρουσία αλλά η απουσία του. Καθότι η Γιάννα καθόλου δε το έβαζε στο στόμα της ενώ εγώ κάπνιζα σα τσιμινιέρα οι παπαγάλοι εθίστηκαν στη νικοτίνη. Με το που έμπαινα στο σπίτι της Γιάννας αυτοί ήταν σα να μου έλεγαν "ένα τσιγάρο ρε φίλε, χαρμανιάσαμε εδώ πέρα". Κουνούσαν τα φτερά τους, στρίγγλιζαν και πετάριζαν ταρακουνώντας συθέμελα το κλουβί τους. Με το που άναβα το πρώτο μου τσιγάρο τότε όλα γινόντουσαν μια χαρά. Γιατί η αλήθεια ήταν ότι πάντα είχα την ανάγκη του ενός τσιγάρου παρέα με τη Γιάννα. Είχα την ανάγκη να μπω μέσα στα μάτια της και να ακούσω τη λαλιά της πριν χαθούμε στις δίνες του έρωτα μας. Μετά από αυτό ξεχνούσα ότι ήμουν καπνιστής. Όλος ο κόσμος, μαζί και οι εξαρτήσεις μου γινόντουσαν εκείνη.

Ακόμα και η φυλακή αντέχεται καλύτερα έχοντας μια εξάρτηση. Μια άλλη φυλακή μέσα στη φυλακή. Το ότι με παράτησε όμως τότε η Γιάννα, στα κρύα του λουτρού, δεν αντέχεται με τίποτα. Αυτό λέω και τώρα, προσπαθώντας να βρω τον λόγο. Έναν λόγο το ίδιο παράξενο σαν αυτόν των παπαγάλων. Να ηρεμήσω επιτέλους κόβοντας τις σκέψεις μου στη μέση όπως με το τσιγάρο μου θέλω να κάνω τώρα. Δε ξαναπάτησα ποτέ στο σπίτι της, το οποίο τώρα είναι σπίτι άλλων. Τα παπαγαλάκια όμως τα πήρα στο δικό μου σπίτι και ζούμε από τότε, όλοι μαζί ευτυχισμένοι. Μου αρέσει να τα κοιτάζω, κατακκόκινα όπως είναι, έχοντας το ένα το άλλο μέσα στη δική τους φυλακή.

Πολλές φορές είναι καλύτερα έτσι.

Δεν υπάρχουν σχόλια: