Ο Φίλιππος Γαλιάσος γεννήθηκε το 1972 στην Αθήνα και έχει αποφοιτήσει από το Ο.Π.Α. To βιβλίο «Δι

Πέμπτη 28 Ιουνίου 2012

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΠΟΤΕ




Την κοιτούσε για ώρα κατευθείαν μέσα στα μάτια. Είχαν ένα απροσδιόριστο χρώμα από τον ήλιο. Ήταν όμως γεμάτα με σκέψεις. Και εκείνος την κοίταζε για να μπορέσει να βγάλει μια άκρη. Να καταλάβει τι αυτή σκεφτόταν. Στεκόταν στην βεράντα του εξοχικού του στο νησί. Την χάιδευε με τα δάχτυλα του. Περνούσε πάνω από το μάγουλο και τα χείλι της τον δείκτη του. Φορούσε εκείνο το πρασινομπλέ φουστανάκι με τα τιραντάκια στους ώμους. Είχε ενδιαφέρον αυτό το φουστάνι γιατί την πλάτη του διέτρεχε ένα φερμουάρ. Ένα και μοναδικό. Από πάνω ως κάτω. Από άκρη σε άκρη. Πόσες φορές είχε ξεκουμπώσει αυτό το φερμουάρ; Έβρισκε τη γλωσσίτσα του και την τραβούσε προς τα κάτω με μια λαχτάρα.  Ένας καινούργιος κόσμος αποκαλυπτόταν μετά από αυτό. Ένας κόσμος που τους οδηγούσε πάνω σε τραπεζάκια ή σφηνωμένους σε μαξιλάρια. Να λυσσομανά η ηδονή και να τους ταξιδεύει πάνω από την πόλη. Μετά από εκείνα τα ξεσπάσματα έμενε μόνο η αγάπη. Και δεν έφτανε. Πάντα χρειαζόταν κάτι παραπάνω. Και τα τραπεζάκια όλο και βάραιναν και οι πτήσεις τους αραίωναν.

Τώρα την κοίταζε μόνο. Είχε όμορφα μάτια. Μάτια που του άνοιγαν κόσμους που δεν είχε πατήσει ποτέ. Ήταν όρθια στο κάγκελο της βεράντας με τον κορμό της να κοιτάζει προς την θάλασσα και το κεφάλι της να είναι στραμμένο πάνω του. Κοίταζε κατευθείαν μέσα του. Εκείνη και η γλωσσίτσα από το φερμουάρ της. Ήταν σα να τον προκαλούσαν και οι δυο τους.  Σε ένα νέο στριφογύρισμα των πλανητών. Σε μια μάχη που σταγόνες ιδρώτα θα έτρεχαν αποκαμωμένες να σωθούν μακριά από ένα ηφαίστειο που ετοιμαζόταν να πάρει τη θέση του στην ιστορία των εκρήξεων. Δεν ακούμπησε όμως αυτό το φερμουάρ. Δεν μπορούσε πλέον. Κοίταζε μόνο τα μάτια της και εκείνη έμενε ακίνητη μπροστά από την κουπαστή, συναντώντας το βλέμμα του. Είχε περάσει πολλά και η κουπαστή. Είχε ακούσει συζητήσεις, είχε δεχτεί τα πιο βάναυσα στραγγαλίσματα από τις παλάμες του στην προσπάθεια του να της εξηγήσει. Ακόμα και τότε που τη φίλησε για πρώτη φορά και κρατιόταν από δαύτη για να μη πέσει. Το σώμα της το πλαισίωνε ένας πρωινός ουρανός με κάτι νυσταγμένα σύννεφα. Όλα ήταν ακίνητα. Ακόμα και η θάλασσα δεν έδειχνε το παραμικρό σπάσιμο στην επιφάνεια της. Όλα έμεναν ακίνητα γύρω από το βλέμμα τους. Το χέρι του χάιδευε όλη την ώρα το μάγουλο και τα μαλλιά της. Ήταν η μοναδική προσπάθεια κίνησης εκεί τριγύρω. 

Έκανε ένα βήμα προς τα πίσω και κάθισε στην καρέκλα. Ο ορίζοντας σα να ψήλωσε ξαφνικά. Σαν ένας πήχης που ολοένα γινόταν δυσκολότερο να ξεπεράσει. Σκεφτόταν όλα εκείνα από το βλέμμα της. Σκεφτόταν το φερμουάρ να ανεβοκατεβαίνει με ένα σχεδόν σκουριασμένο και ανατριχιαστικό τρίξιμο. Σκεφτόταν ένα σκοτάδι που τον κύκλωνε και όλα εκείνα τα φαντάσματα του παρελθόντος να ξεμυτίζουν απειλητικά από τις κρυψώνες τους. Γινόταν ολοένα και πιο δύσκολο. Σταμάτησε να την κοιτάζει. Είχε γίνει εφιάλτης και πάλι. Κάθε φορά γινόταν και δυσκολότερο. 

Άφησε την φωτογραφία της στο τραπεζάκι και σηκώθηκε. Μπήκε στο δωμάτιο του με την ελπίδα να φυσήξει ένας άνεμος και όταν ξανάβγαινε έξω αυτή να μη βρισκόταν εκεί. Η φωτογραφία της να ταξιδεύει στο κύμα και το μυαλό του να αδειάσει. Ήταν όμορφη φωτογραφία όμως, από όποια πλευρά και να την κοίταζε ήταν σαν αυτή να τον κοιτούσε στα μάτια. Ένα βλέμμα που τον έδενε με ένα ταξίδι μιας ξέφρενης πτήσης πάνω από την πόλη. Και ας πέρασαν τόσα χρόνια από τότε.

Δεν υπάρχουν σχόλια: